Τον λένε Γιώργο και ποτέ δεν τραγουδά για της αγάπης τον γλυκό πικρό καημό

Ο Γιώργος ήταν πάντα αυτό που λέμε «καλό παιδί». Οι γειτόνισσες είχαν να το λένε. Μακάρι τα δικά τους τα βλαστάρια να είχαν την ευγένεια και τη γλύκα του. Συχνά τον στέλνανε να ψωνίσει όταν ήταν μικρότερος. Και ποτέ δεν είχε αρνηθεί να τους κάνει τη χάρη. Όταν μεγάλωσε, αναλάμβανε να τους πληρώνει το λογαριασμό της ΔΕΗ, ή να τις μεταφέρει στο ΙΚΑ όποτε του το ζητούσαν.

Τον θεωρούσαν λίγο «αργό» βέβαια. Πολλές φορές κάρφωνε το βλέμμα του στο πάτωμα κι εκείνες το απέδιδαν στη γενικότερη συστολή του. Παρατηρούσε τις γάμπες τους όπως σφίγγονταν για να ανέβουν στις σκάλες, τα πέλματά τους όπως φαίνονταν μέσα από τα ψηλοτάκουνα παπούτσια, τα βαμμένα νύχια τους.

Παρά την υπομονή και την καρτερικότητα που έδειχνε προς τα έξω, το μέσα του έβραζε. Ήξερε από μικρός ότι έπρεπε να είναι δυνατός. Σαν βράχος. Ήταν η άμυνά του στον έξω κόσμο. Είχε μάθει πως ποτέ δε θα ενδιαφερθούν να μάθουν περισσότερα για την τρικυμία που τον κυρίευε αν έμεναν στο καλο-σερβιρισμένο περίβλημα με τις χρυσές κορδέλες. Είχε ζήσει τη ρηχότητα στο πετσί του. Τους άφηνε να αποφασίζουν για τον ίδιο, να θεωρούν ότι ξέρουν καλύτερα.

«Ο Γιώργος δε θα φορούσε ποτέ τέτοιο σκισμένο παντελόνι! Γιατί δεν μπορεί να είναι και το δικό μου παιδί έτσι;» έλεγε η κυρία Σούλα από το πάνω διαμέρισμα.

«Ο Γιώργος δεν κάνει κοπάνα από το σχολείο με γκόμενες! Ενώ εσύ! ...» μάλωνε τον γιο της η κυρία Ρωρώ από δίπλα.

Όταν έπεφτε το βράδυ και η γειτονιά ηρεμούσε, εκείνος έπαιζε στο τέρμα τις μουσικές του, έκλεινε τα μάτια και βυθιζόταν στο στίχο. Δεν έβαζε τη μουσική δυνατά, παρά μόνο στα ακουστικά του. Έτσι ποτέ δεν τον άκουσαν να ουρλιάζει με την Dolores O` Riordan ή να θρηνεί μαζί με τον Αγγέλακα.



«And I cry cause you ’re not here, you ’re not here …»
«Τι έγινε εκείνο το τραίνο που έβλεπε, τα άλλα τραίνα να περνούν!»

Κλείδωνε όλο τον κόσμο έξω και μόνο «η νύχτα έσταζε σκοτάδι στην ψυχή του», όπως θα έλεγε και ο Λουντέμης. Έφερνε στο νου του την εικόνα της, να τον συνθλίβει κάτω από την δερμάτινη μπότα της και κουλουριαζόταν στο κρεβάτι του. Έτσι τον έβρισκε το πρωί, κουλουριασμένο κάτω από το τείχος της σιωπής του.

Ένα πρωί ο Γιώργος έφυγε. Τα παράτησε όλα. Δεν πήρε τίποτα μαζί του. Κάποιοι είπαν ότι έμπλεξε με ναρκωτικά. Άλλοι είπαν ότι αρραβωνιάστηκε σε ένα νησί. Κανείς τους δε σκέφτηκε ότι απλά ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕ ΑΛΛΟ. Τον είχαν πνίξει. Έπρεπε να φύγει από εκεί, να πάρει φρέσκο αέρα.

Οι γονείς του αρχικά ανησύχησαν, αλλά δεν θέλησαν να το δηλώσουν στην αστυνομία, φοβούμενοι τα σχόλια του κόσμου. Άλλωστε, τι θα απαντούσαν όταν τους ρωτούσαν γιατί έφυγε, ποιοι ήταν οι φίλοι του και τι δουλειά κάνει; Αγόρασαν σπρέυ και έβαψαν το σύνθημα στον τοίχο για να μην το δει ο ελαιοχρωματιστής. Αναρωτήθηκαν μάλιστα πού βρήκε τόσο πηχτό κόκκινο χρώμα για να το γράψει. Σαν αίμα.

Θα φτύσω στους τάφους σας!

Σχόλια

  1. Καλώς ήρθες Άννα στην παρέα μας.
    Χρόνια πολλά σε όσους γιορτάζουν σήμερα, είτε τραγουδούν, είτε όχι!
    καλό σου βράδυ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Άννα, καλώς ήρθες. Νομίζω πως το κείμενο που έγραψες ταιριάζει σε κάποια σημεία στο Γιώργο μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ναι, κοίτα Άννα, σκλάβος των λογαριασμών άλλων και κυρίως των λογαριασμών ΔΕΚΟ, δεν υπήρξα ποτέ, δεύτερον αντιπαθώ τα βαμμένα νυχάκια των ποδιών προτιμώ το διαφανές βερνίκι ή το γκλίτερ ή ακόμα καλύτερα χωρίς τίποτα, κι αυτό φυσικά όχι για τα δικά μου ποδαράκια, τρίτον ...αργός? Σαν σαλιγκάρι ας πούμε? χιχι
    Τέταρτον ακούω πάντα μουσική με χαμηλή ένταση, γιατί μετά από το ταράκουλο που έπαθα στο σεισμό της 7ης Σεπτεμβρίου του ’99 στην Αθήνα, θέλω να έχω απόλυτη επαφή με το περιβάλλον, γιατί σεισμοί γίνονται κάθε ένα λεπτό...!
    Μ’ αρέσουν οι Cranberries ιδιαίτερα το κίτρινο βινύλιό τους που έχω στη συλλογή μου, τέλειο είναι...χιχι
    Αχ «κοιτούν τα μάτια μου απόψε μεθυσμένα, η ώρα φεύγει σαν το τρένο της γραμμής, μα το ταξίδι δε θα κάμει θα το δεις, κι ούτε στον πιο μικρό σταθμό θα φτάσει, που’ χει χαράξει η ζωή για να σταθμεύουν τρένα....» αχ, τι μου θύμησες!
    Αυτό με τη δερμάτινη μπότα της, είναι ο,τι πιο ρεαλιστικό διάβασα μέχρι τώρα...
    Και σχετικά με το σύνθημα, θα προτιμούσα Βολφ Μπίρμαν «έτσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη, ή κόκκινη από ζωή, ή κόκκινη από θάνατο, θα παλέψουμε εμείς γι’ αυτό...» ;)
    Αν πάλι δεν αναφερόσουν σε μένα, ευχαριστώ που το κατέθεσες στην παρέα μας,
    θα χαιρόμουν όμως να μοιάζω έστω και στο ελάχιστο με τον ήρωα της ιστορίας σου...χιχιχι Πολλά φιλιά!!!!!!!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. well ... απλή συνωνυμία φαίνεται πως ήταν! ;>

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Α, ναι, για να μην το ξεχάσω ... επαναλαμβάνω προς όλους ότι ΟΥΔΕΜΙΑ σχέση έχω με το λογοτεχνικό (άθλημα).
    Προς αποφυγή παρεξηγήσεων. :>

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ούτε κι εμείς αισθανόμαστε λογοτέχνες ή ποιητές, Άννα, το χόμπι μας κάνουμε όλοι! Ασχέτως αν διαθέτουμε ή όχι την ιδιότητα του συγγραφέα...ο καθένας μας έχει ένα διαφορετικό επάγγελμα για να κερδίζει τα προς το ζην.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου