Χαλκομανία


Στον τοίχο, υπάρχει πάντα κολλημένο
το πάλλευκο αυτοκόλλητο, που αγόρασα

μια παιδική κι έναστρη νύχτα, του καλοκαιριού
σαν έβλεπα τ’ αστέρια, να φεγγοβολούν την πλάση
κι η πλάση, να ‘ναι πάντα γελαστή κι αγέρωχη

κουμπάκια ίδια, ενός θαλασσινού πουκάμισου
κι ενός μικράγουρου τριαντάφυλλου, η γεννομήτρα

καθώς δυο νεογνοί, σ’ ένα μικρό τριφύλλι παίζουνε
δύο πουλιά, ‘κει πλάι στο λουλούδι, ανθίζουν
και χάμω τους, παραμονεύει ο σκώληκας

τρέχει γοργά, σούρνεται, σπεύδει αλαφιασμένος
μόλις τ’ αθώα, των εχθρών τα μάτια, τ’ αντικρύζουνε

το ‘να τσιμπάει την ουρά του, το προφταίνει
τ’ άλλο πατάει στο κεφάλι, αργοπεθαίνει

- να είναι τούτη, η σωτηρία της ψυχής, Μαρία;
κι όμως εμένα, αυτά τα γράμματα μου έμαθαν

κάποιες ξανθές, πολυλογούδες, βυζαρούδες φιλολόγοι
άλλες σεμνές, γεροντοκόρες, ασπρομάλλες
κι άλλες με δέρμα, ντυμένες όλες, ψυχοκόρες

τα πήρα εγώ τα γράμματα, στα γρήγορα
μα κόλλησα στους αριθμούς, στα σύμβολα
και ξέχασα στο χρόνο, ν’ αφαιρώ και τους καιρούς

να τρώω, από το κέντρο κάθε μνήμης μου
δημιουργώντας, τις περίτεχνες κουλούρες ιστορίας

στον τοίχο μου με κόλλησαν, βαθμοί π’ απόκτησα
κι οι σκέψεις, είτε να μοιάζουν με φεγγάρια
είτε με αρχαία και αστεία, Ινδιάνικη μυθολογία

- μα πλήρωσα λεφτά, για να το πάρω
χιλιάδες οβολούς, για να το σύρω σπίτι μου

δυο θάλασσες με δάκρυα, το πίστωσα
κι ο τόκος, τρία ποτάμια από ξυλοδαρμούς
γεμάτα με πολύχρωμα πιράνχας, του Αμαζονίου

σκίσαν τα ρούχα μου, τα παιδικά, οι κροκόδειλοι
κι οι αρκούδες, στήσανε χορό, να με χορέψουν

ορδές θεόρατων θηλέων, τρέχοντας, με ποδοπάτησαν
κι ένας ολάκερος στρατός ανδρών, με ευνουχίσαν

- να ‘ναι, το τίμημα της Ανθρωπότητας, Μαρία;
μια θέση κάτω από τη γη, όλοι θα πάρουμε

με χώμα, ρόδινο, φρεσκοσκαμμένο κι άγιο
μια ώρα που εγώ, θα το κοιτάζω ανάποδα

εκείνο το αθάνατο, κι ακλόνητο στο χρόνο
γιομάτο από κουλούρες της ζωής, παθήματα
κατάλευκο κι αθώο αυτοκόλλητο, π’ αγόρασα.

Σχόλια