Το κόκκινο ρόδο


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας κήπος με πολλών λογιών λουλούδια και διάφορα δέντρα. Δεν είχε όμως τριαντάφυλλα. Αυτόν τον όμορφο κήπο τον είχε μια χήρα που ζούσε με την κόρη της. Με τα λουλούδια έφτιαχνε ανθοδέσμες ή τα φύτευε σε γλάστρες και τα πουλούσε. Η κόρη της, η Μάρω, αγαπούσε πολύ αυτόν τον κήπο και τον περιποιόταν. Κάθε μέρα πότιζε τα λουλούδια και τα δέντρα κι ένιωθε πολύ ευτυχισμένη. Όλα τα λουλούδια αγαπούσε και τις άρεσαν. Πάντοτε όμως σκεφτόταν ότι κάτι λείπει από τον κήπο. Κι αυτό το κατάλαβε όταν ήρθε μια γυναίκα και ζήτησε τριαντάφυλλα. Τότε μητέρα και κόρη βρήκαν και φύτεψαν στον κήπο μια κόκκινη τριανταφυλλιά. Όταν ήρθε η άνοιξη βγήκαν τα μπουμπούκια. Δεν άνοιξαν όμως όλα μαζί. Ένα μονάχα βιάστηκε ν' ανοίξει πρώτο πρώτο.
Τότε που άνοιξε ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό του Μάη. Ο κήπος ήταν πιο όμορφος από κάθε άλλη εποχή. Τα δέντρα και τα λουλούδια ήταν ανθισμένα. Πολύχρωμες πεταλούδες πετούσαν από λουλούδι σε λουλούδι. Τα πουλιά κελαηδούσαν χαρούμενα. Ήταν τόσο όμορφα στον παραδεισένιο κήπο! Η Μάρω ήταν ευτυχισμένη καθώς έβλεπε τόση ομορφιά. Εκείνο το πρωινό μπήκε στον κήπο κι άρχισε να τον ποτίζει τραγουδώντας το τραγούδι της άνοιξης.
Γλυκυτάτη άνοιξη
με τ' άνθη στολισμένη
ροδοστεφανωμένη
τη γη γλυκοκοιτάζει.
Κι η γη τη χλόη ντύνεται
τα δάση της ισκιώνουν
τα κρύα χιόνια λιώνουν
κι ο ουρανός γελάει.
Στ' αγκαθερό τριαντάφυλλο
γλυκολαλάει τ' αηδόνι
το ξένο χελιδόνι
ταιριάζει τη φωλιά.
Κι ο νιος βοσκός χαρούμενος
φυσώντας τη φλογέρα
γεμίζει τον αέρα
με όμορφες φωνές.
Όταν όμως έφτασε στην τριανταφυλλιά, είδε το ανοιγμένο μπουμπούκι, σταμάτησε το τραγούδι και το κοιτούσε έκπληκτη, γεμάτη θαυμασμό γιατί ήταν το πιο όμορφο λουλούδι του κήπου και γύρω του σκορπούσε μια υπέροχη ευωδία. Έμεινε άφωνη για λίγο κι ύστερα γεμάτη χαρά έτρεξε να το πει στη μητέρα της. Τα δέντρα και τα λουλούδια που βρίσκονταν γύρω από το μπουμπούκι το κοίταζαν παραξενεμένα.
-Μα γιατί με κοιτάτε έτσι; τα ρώτησε το μπουμπούκι.
-Πρώτη φορά σε βλέπουμε. Πώς ονομάζεσαι; ρώτησε το ζουμπούλι.
-Είμαι μπουμπούκι.
-Μπουμπούκι! πολύ αστείο όνομα, είπε η γαριφαλιά.
-Χα, χα, χα! γέλασαν τα δέντρα και τα λουλούδια.
-Μη γελάτε, τους είπε το μπουμπούκι. Μόλις περάσουν μερικές μέρες θα μεγαλώσω και θα γίνω τριαντάφυλλο.
-Πολύ παράξενα ονόματα έχεις! του είπε η μαργαρίτα.
-Μήπως έχεις κανένα άλλο όνομα; το ρώτησε η βιολέτα.
-Ναι, ονομάζομαι αλλιώς ρόδο.
-Αυτό μάλιστα, είναι ωραίο όνομα. Εγώ έτσι θα σε φωνάζω, είπε ο κρίνος.
-Κι επειδή είσαι κόκκινο θα σε φωνάζουμε κόκκινο ρόδο.
Συμφωνείτε; ρώτησε το χρυσάνθεμο.
-Ναι! είπαν με μια φωνή τα δέντρα και τα λουλούδια.
-Καλωσόρισες κόκκινο ρόδο στον κήπο μας. Θα σ' αγαπάμε όλοι σα φίλο μας, είπε η τουλίπα.
-Σας ευχαριστώ, είπε το μπουμπούκι.
Εκείνη τη στιγμή ήρθε η Μαρία με τη μητέρα της και κοίταζαν με θαυμασμό το μπουμπούκι. Μετά από λίγες μέρες το μπουμπούκι άνοιξε κι έγινε ένα πολύ όμορφο κι ευωδιαστό κόκκινο τριαντάφυλλο. Τα δέντρα και τα λουλούδια του κήπου το αγαπούσαν κι ήταν περήφανα που είχαν τέτοιο φίλο. Το κόκκινο ρόδο ήταν το πιο όμορφο λουλούδι του κήπου. Όλοι όσοι βρίσκονταν ή έρχονταν στον κήπο το θαύμαζαν. Οι πολύχρωμες πεταλούδες το επισκέφτονταν. Η Μάρω το περιποιόταν, το πότιζε, του κράταγε συντροφιά, του τραγουδούσε. Μα το τριαντάφυλλο δεν μπορούσε να της μιλήσει και να της πει πόσο πολύ ήταν ευτυχισμένο και πόσο πολύ την αγαπούσε. Το μόνο που μπορούσε να κάνει για να ευχαριστήσει τη Μάρω για την αγάπη που του έδειχνε ήταν να της χαρίζει την ευωδία του. Τις μέρες και τις νύχτες περνούσε πολύ ευχάριστα. Τη μέρα του έκαναν συντροφιά τα ζουζούνια, οι μέλισσες, οι πεταλούδες, τα χελιδόνια και η Μάρω και τη νύχτα τ' αστέρια και το φεγγάρι. Είχε αποκτήσει πολλούς φίλους. Ποτέ δεν ένιωθε μοναξιά. Η Μάρω όμως ήταν η καλύτερή του φίλη. Γιατί το αγαπούσε, αφιέρωνε πολύ χρόνο για να το φροντίζει. Το έκανε να νιώθει πως ήταν σημαντικό και μοναδικό λουλούδι μέσα στον κήπο. Γι' αυτό το τριαντάφυλλο την αγαπούσε. Αγαπούσε επίσης ό,τι του θύμιζε τη Μάρω. Αγαπούσε τον ήλιο γιατί του θύμιζε τα χρυσαφένια μαλλιά της. Αγαπούσε τον καταγάλανο ουρανό γιατί του θύμιζε τα όμορφα γαλάζια μάτια της που το κοίταζαν με αγάπη, στοργή και θαυμασμό. Το τριαντάφυλλο γνώριζε και ξεχώριζε το θόρυβο των βημάτων της Μάρως όταν περπατούσε στον κήπο γιατί διέφεραν απ' όλα τ' άλλα. Περίμενε με ανυπομονησία την ώρα που έμπαινε στον κήπο για να το ποτίσει και για να του τραγουδήσει με τη μαγευτική φωνή της το αγαπημένο της τραγούδι για το αγαπημένο της λουλούδι, το κόκκινο ρόδο. Αυτή η ώρα διέφερε από από τις άλλες. Ήταν η πιο σημαντική, η πιο όμορφη. Όλος ο κόσμος του κήπου σταματούσε τη δουλειά και το τραγούδι για να την ακούσει.
Ρόδο που η άνοιξη σε φέρνει
μόλις σε δω ανοιγμένο
κι η όψη σου αρχινά να γέρνει
με χρώμα πια ξεθωριασμένο
κλαίμε θωρώντας
τη γλυκιά σου την όψη
που ήσυχα πεθαίνει
κι όμως κι αν έσβησε η θωριά σου
κάποια ευωδία πίσω σου μένει.
Έτσι ευτυχισμένα περνούσαν οι μέρες. Το ρόδο έβλεπε με χαρά τ' αδελφάκια του τα άλλα μπουμπούκια να μεγαλώνουν κι ένιωθε ευτυχισμένο. Μα η ευτυχία μια μέρα σταμάτησε. Τη διαδέχτηκε ένας αβάσταχτος πόνος που ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι θα μπορούσε να του συμβεί. Ένα απόγευμα που έλειπε η Μάρω, ήρθε στο σπίτι της μια άγνωστη κυρία η οποία ζήτησε από τη μητέρα της να περπατήσουν στον κήπο για να δει τα λουλούδια. Όταν έφτασαν στο τριαντάφυλλο η κυρία σταμάτησε και είπε με θαυμασμό.
-Τι ωραίο τριαντάφυλλο! Πόσο θα ήθελα να το αγοράσω για να το βάλω στο καινούριο μου βάζο!
-Λυπάμαι, δεν μπορώ να σου το δώσω, είπε η μητέρα της Μάρως. Η κόρη μου το αγαπάει πιο πολύ από τ' άλλα λουλούδια και δε θα ήθελε να της το πάρει κανείς. Έχει αποφασίσει να μην το κόψει ποτέ. Θα στενοχωρηθεί πολύ όταν γυρίσει και δεν το βρει. Αυτό το τριαντάφυλλο είναι πολύ σημαντικό γι' αυτήν.
-Δεν ήξερα ότι έχεις τόσο ανόητη κόρη. Ορίστε, κοίταξε αυτά τα μπουμπούκια. Κάποτε θα γίνουν σαν κι αυτό, είπε η κυρία.
Η μητέρα της Μάρως ντροπιασμένη από τα λόγια της κυρίας αποφάσισε να της το δώσει.
-Θα κόψει το κόκκινο ρόδο, το στολίδι του κήπου μας; είπε ξαφνιασμένη και λυπημένη η μαργαρίτα.
-Δεν καταλαβαίνει πως το ρόδο ζει ευτυχισμένο με τ' αδέλφια του, με τους φίλους του, τα λουλούδια, τα δέντρα, τα πουλιά, τις πεταλούδες στον κήπο ενώ μέσα σ' ένα βάζο θα μαραθεί πριν της ώρας του από τη λύπη του μακριά απ' όλους όσους το αγαπούν, μακριά από μας κι από τη Μάρω, είπε η βιολέτα.
-Πόσο θα ήθελα να το βοηθήσω. Μα τι να κάνω; Όλα τα λουλούδια κάποτε την ίδια τύχη θα έχουμε. Μα του ρόδου δεν του αξίζει τέτοια τύχη, είπε το γαρίφαλο.
Το ρόδο όταν άκουσε τα λόγια των γυναικών τρόμαξε. Ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή του μόνο κι αβοήθητο. Κανένας δεν μπορούσε να το βοηθήσει. Μόνο η Μάρω μα έλειπε. Τι ατυχία! Έπρεπε να παλαίψει μόνο του να σωθεί. Ένιωσε αβάσταχτο πόνο όταν σκέφτηκε πως δεν θα ξαναέβλεπε πια την αγαπημένη του φίλη, τη Μάρω, τ' αδέλφια του τα μπουμπούκια και τους φίλους του στον κήπο. Η μητέρα της Μάρως προσπάθησε να κόψει το τριαντάφυλλο. Το τράβαγε, έβαζε όλη τη δύναμή της, μα τίποτα. Ήταν και τ' αγκάθια που την εμπόδιζαν.
-Δεν μπορώ να το κόψω,περίμενε λίγο, είπε και πήγε στο σπίτι.
Όταν βγήκε κρατούσε ένα ψαλίδι. Πλησίασε το τριαντάφυλλο και χραπ το 'κοψε με το ψαλίδι.
-Ω! φώναξαν γεμάτα πόνο και λύπη όλα τα λουλούδια και τα δέντρα του κήπου που παρακολουθούσαν με αγωνία.
Το τριαντάφυλλο δακρυσμένο, πονεμένο, απελπισμένο δεν άντεχε να βλέπει να απομακρύνεται από τους αγαπημένους του φίλους. Μακριά τους πώς να χαρεί. Οι όμορφες αναμνήσεις θα του μεγάλωναν τον πόνο και την απελπισία. Λυπόταν που δε θα μπορούσε να δει τ' αδελφάκια του να μεγαλώνουν, να γίνονται σαν κι αυτό. Λυπόταν που δεν θα μπορούσε να δει τη Μάρω έστω για τελευταία φορά. Η άγνωστη κυρία θα το έβαζε στο βάζο για λίγο και μετά θα το πέταγε στα σκουπίδια. Το ρόδο σκεφτόταν και τον πόνο που θα ένιωθε και η Μάρω όταν δεν θα το έβρισκε όταν θα ερχόταν στον κήπο. Όλος ο κόσμος του κήπου κοίταζε με λύπη το ρόδο που το κρατούσε η άγνωστη καθώς έφευγε ώσπου χάθηκε.
-Αντίο για πάντα αγαπημένο μας κόκκινο ρόδο, φώναξαν όλοι μαζί οι φίλοι του στον κήπο κι άρχισαν να τραγουδούν το γνωστό τραγούδι του ρόδου.


Κλαίμε θωρώντας
τη γλυκιά σου την όψη
που ήσυχα πεθαίνει
κι όμως κι αν έσβησε η θωριά σου
κάποια ευωδία πίσω σου μένει.
1982

Σχόλια

  1. Καλημέρα σε όλους. Αυτό το παραμύθι το εμπνεύστηκα και το έγραψα όταν ήμουν 13 ετών. Μετά από χρόνια διάβασα τον μικρό πρίγκιπα και είδα ότι τα δύο παραμύθια έχουν κάποιες ομοιότητες. Έκανα κάποιες αφαιρέσεις και προσθήκες και έτσι σας το παρουσίαζω τώρα. Μπορείτε να καταλάβετε πόσο ευαίσθητη ήμουν από μικρή και πόσο μου άρεσε από τότε να γράφω ποιήματα και παραμύθια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλημέρα Ελένη ...το παραμύθι σου με μάγεψε, και πιστεύω πως το είδος αυτό ταιριάζει περισσότερο στη συγγραφική σου πένα ...να το καθιερώσεις!

    Αν έχεις κι άλλα παραμύθια, ευχαρίστως να τα δούμε στην Πορφυράδα...

    Πάντως με ετούτο, καθιερώνεις ένα προσωπικό ύφος γραφής που σου πάει πολύ!!!

    Καλημέρα!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Α ετσι....αρα μπορουμε (και γιατι οχι..) να γραφουμε και ιστοριες..
    Και γω στα 15 εγραψα ενα μυθιστορημα που το ειχα ονομασει Λιάτρα..
    Ισως λοιπον κομματι κομματι το βαλω καποια στιγμή..
    Ελένη μου οπως σουειπα και στη σελίδα σου ειναι πανεμορφη η ιστορια σου και πηρα μυρωδιά τριαντάφυλλου..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Γιώργο, καλημέρα. Χαίρομαι που σου άρεσε. Δυστυχώς κάποια παραμύθια που έγραψα σε μικρή ηλικία τα πέταξα. Όταν ήμουν μικρή είχα πολλή φαντασία και δημιουργικότητα γιατί διάβαζα πολλά μυθιστορήματα και παραμύθια. Έχω φυλάξει μόνο ένα παραμύθι ακόμα για μια γοργόνα αλλά δεν το έχω στον υπολογιστή μου. Θα το γράψω το καλοκαίρι γιατί είναι μεγάλο και θέλω χρόνο για να το πληκτρολογήσω. Δυστυχώς έχω πετάξει και πολλά ποιήματα. Όσα όμως έχω φυλάξει θα τα χαρίσω σε σας τους αγαπημένους μου φίλους αφού σας αρέσει να τα διαβάζεται.

    Μαρία, έχουν αξία όσα γράφουμε σε μικρή ηλικία και δεν πρέπει να πετάμε τίποτα αλλά να τα μοιραζόμαστε με φίλους. Να το γράψεις και θα το διαβάσουμε ευχαρίστως. Σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου