Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Απρίλιος, 2008
Εικόνα
Ο ΔΕ ΙΗΣΟΥΣ ΕΛΕΓΕΝ... Συγχώρεσέ τους, Πορφυρέ, με τη μεγάλη δύση των βουνών σου. Νεκρώνονται κατάσπλαχνα, όταν χιμούν σε σπλάχνα άλλων. Γυρίζουν από την σφαγή να ξαποστάσουν νικητές στον όλεθρό τους. Καθένας ζει πολλούς νεκρούς, για να μην θάψει τον νεκρό του. Συγχώρεσέ τους, Δροσερέ, με το βαθύ γαλάζιο των νερών σου. Ξεσχίζονται κατάσαρκα, όταν χιμούν στις σάρκες άλλων. Γυρίζουν από την σφαγή να αιμορραγήσουν στα πεδία των ονείρων. Καθένας ξενυχτάει πολλούς νεκρούς, για να μην κλάψει τον νεκρό του. Συγχώρεσέ τους, Ανθηρέ, με τον μεγάλο ίσκιο των δασών σου. Από τη μάχη των εμπόρων, κανείς δεν βγαίνει ζωντανός. Νεκρό το θύμα και ο θύτης δυο ζωντανές φορές νεκρός. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
ΠΗΓΕ ΝΑ ΞΑΡΑΧΝΙΑΣΕΙ ΤΟΝ ΑΔΗ Σήμερα, Μεγάλη Τετάρτη του έτους 2008, στις 1 το μεσημέρι, μάζεψε τα λιγοστά υπάρχοντά της –μια χούφτα ανάσα κι ένα κάρβουνο ψυχή- για τον Άδη η Καλομοίρα Μωραΐτη, η γυναίκα που –ως μητέρα της μητρός μου- με μεγάλωσε και με δίδαξε ζωή και γνήσιο λαϊκό λόγο, στον οποίο διέθετε έμφυτο ταλέντο. Η Καλομοίρα γεννήθηκε το 1914 στο Σεβδίκιοϊ της Ιωνίας, μεγάλωσε στα παραδείσια Βουρλά, και ήρθε στην Ελλάδα το 1922, με ματωμένα πόδια από το αίμα των «συνωστισμένων» στο λιμάνι της Σμύρνης. Από τρυφερή ηλικία εργάστηκε ως οικιακή βοηθός σε ανθρώπους που την σεβάστηκαν ως προσωπικότητα, άσχετα από την ιδεολογία της και τις ιδεολογίες τους: ο δικτάτορας Πάγκαλος, ο συνδικαλιστής Λάσκαρης και ο υπουργός γιος του, ο βιομήχανος Στεφανούρης. Η Καλομοίρα αγάπησε και παντρεύτηκε τον τεταρτοδιεθνιστή Αλέξανδρο Μωραΐτη, τον οποίο έχασε υπό τραγικές συνθήκες, στα 1944, από χέρι κατακτητή. Έκτοτε, αφιέρωσε τη ζωή της στην εργασία και την ανατροφή του παιδιού της, των παιδιών των σ
Εικόνα
ΕΠΙΣΤΟΛΗ (Ο Άβγαρος, τοπάρχης του Ουχάμα, προς τον Ιησού, τον αγαθό σωτήρα που εμφανίστηκε στην Ιερουσαλήμ.) Η νύχτα του κόσμου διαρκεί ακόμα, και στο βάθος τα ίδια πράγματα συμβαίνουν. Ένας μικρός αριθμός εθνών διεκδικεί το θέαμα μιας αυγής που θα φωτίσει όσα περισσότερα καλλιεργήσιμα χωράφια επιτρέπει η διαστροφή της γης (να βγαίνει ξαφνικά απ’ την απάθειά της με κωνοφόρα ξεσπάσματα και πέτρινες απειλές). Το τοπίο τής απληστίας μας παραείναι σκοτεινό για ν’ αντέξει την αλαζονεία μιας πόλης που δεν διαθέτει μεγάλα δημόσια κτίρια (όπως θέατρα, ναούς, λουτρά). Όμως επιδαψιλεύουμε στους εαυτούς μας το συνωστισμό μιας τακτικής λατρείας και γύρω η γη -σε απόσταση όχι ευκαταφρόνητη- είναι πράσινη, πλούσια σε πηγές, σκεπασμένη με δέντρα, γλυκιά και τρυφερή. Σαν να λέμε, δεν λείπουν οι ευκαιρίες για μοναχικούς περιπάτους (πληρωμένους από το νόμιμο σύζυγο πάντα) για ρεμβασμούς που καταλήγουν σε φιλοσοφικές μονογραφίες χωρίς πραγματικό αντικείμενο, προεξοφλημένες από έκδοτες χωρίς πραγματικό κο
Εικόνα
ΑΜΛΕΤ «Αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις, πρίγκιπα. Μεγάλωσες· κάθε σου λέξη τώρα σωπαίνει χίλιες λέξεις. Μάταια σκέφτεσαι, μάταια ψάχνεις τα λόγια σου στα λόγια σου. Ο κόσμος δεν είναι πια αντικείμενο μελέτης· είναι αποτέλεσμα μελέτης. Δεν ξεχωρίζεις το σκοτάδι απ’ τον φονιά ούτε το φως απ’ το μαχαίρι. Αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις, πρίγκιπα. Μεγάλωσες· κάθε σιωπή σου τώρα χίλιες σιωπές φωνάζει. Μάταια σωπαίνεις, μάταια κρύβεις τα λόγια σου στα λόγια σου. Η ζωή δεν είναι πια σπουδή θανάτου· είναι πτυχίο θανάτου. Δεν ξεχωρίζεις τον άνθρωπο απ’ το κάθαρμα ούτε το σώμα από το πτώμα. Αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις, πρίγκιπα. Μεγάλωσες, προόδευσες. Η νύχτα έχει γεμίσει παλιάτσους που υποδύονται τον πρίγκιπα, κρατώντας το καύκαλό σου και, τη μέρα, περισσεύεις», είπα. Κι αυτός: «Ανόητε, δειλέ, τι θέλεις με τα χώματα; Το ύψος είναι τέχνη των ανέμων». ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

Σκέψεις ενός φοβισμένου μυαλού.

Νόμιζα μπορώ ν' αντέξω την απόσταση, και να ξεπεράσω όλα τα εμπόδια του εαυτού μου. Να νικάω τους φόβους μου, και για μια φορά στη ζωή μου να αφεθώ. Παγιδευμένη σε όχι και μη, σε πρέπει και μη που πάντα ήθελαν οι άλλοι, γιατί εγώ η ίδια φοβόμουν να αφεθώ. Δεν ξέρω γιατί.. Ίσως γιατί πληγώθηκα πολύ και πάλεψα πολύ για να το ξεπεράσω. Φοβήθηκα το πράσινο φως να σου ανάψω μήπως και δεν το δεις. Φοβάμαι και δεν το κρύβω και ούτε ντρέπομαι να το πω. Φοβάμαι πως τα χιλιόμετρα θα σε πάρουν μακριά μου. Ο Καζαντζίδης είπε σε ένα τραγούδι: " ότι αγαπώ εγώ πεθαίνει..". Νομίζω ότι κι εγώ κάπως έτσι νιώθω. Σε ευχαριστώ όχι γιατί ήρθες στη ζωη μου, αλλά γιατί με έκανες να αφεθώ και να είμαι εγώ. Μαρία Σ. @ 16/4/2008
Εικόνα
ΕΤΣΙ ΠΝΙΓΟΝΤΑΙ ΟΙ ΚΑΧΥΠΟΠΤΟΙ Ένας ανώτερος υπάλληλος κατέβηκε πρωί πρωί με το ασανσέρ στο θυρωρείο της πολυκατοικίας όπου έμενε· κι ετοιμαζόταν να βγει στον δρόμο να πάει στη δουλειά του, να δουλέψει σκληρά, όταν άκουσε τύμπανα. «Τι είναι αυτά τα τύμπανα;» ρώτησε τον θυρωρό. «Δίνουν τον ρυθμό στους κωπηλάτες, φυσικά!» απάντησε ο θυρωρός. Ο ανώτερος υπάλληλος τον κοίταξε καχύποπτα. «Τον έξυπνο μου κάνεις;» του είπε. «Αν δεν σου αρέσει η δουλειά σου, παραιτήσου! Όμως μην κοροϊδεύεις τους ανθρώπους που δουλεύουν σκληρά, όλη μέρα!» Και βγήκε έξω κι έπεσε στο νερό και πνίγηκε. Καλά να πάθει! ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

Πατρίδα

Εικόνα
Είναι Σαββάτο, ξημερώνει Κυριακή η Κυριακή είναι γιορτή για τους βαθιά ερωτευμένους εμείς τη ζήσαμε μια ημέρα σαν αυτή και τα όνειρά μας βάλαμε στις στάχτες να καούνε ξέρεις πια σήμερα δεν κατοικεί η αγάπη μέσα μου ετούτη η ώρα που μιλώ, μόνο γιορτή δεν είναι πάνε πια τώρα, όλοι οι μήνες μας περάσανε και μια καινούργια αγκαλιά αποζητούνε η φλόγα μου έσβησε, τα μάτια μου κλειστά κι ούτε ζητώ να ματαειδώ τα μάτια σου ξέρω δεν άλλαξαν, θα ‘ναι το ίδιο καστανά δυο περιστέρια καφετιά που πέταξαν και φτερουγίζουν σ’ άλλη χώρα η αγάπη έσβησε Μαρία, όπως σβήνει μια φωτιά πάει καιρός που μες στα χέρια σου μεγάλωνα κι αν μου ‘χει μείνει λίγη ακόμα φτωχική αγάπη είναι για εκείνο το λουλούδι που αφήσαμε να μαραθεί στο τραπεζάκι, απ’ τα φιλιά όχι, δε στέρεψε το δάκρυ ακόμα, όχι για τα φιλιά σου κλαίω, για τα μάτια σου που χάθηκαν εγώ τ’ αγάπησα μεγάλα, γελαστά κι ας κλείσαν εγώ αγάπησα και των χειλιών σου το φιλί κι η αγκαλιά σου η ζεστή, που να ‘ναι τώρα; πάει καιρός Μαρία, που έφυγε η ζωή κι απ’
Εικόνα
ΟΙ ΟΜΠΡΕΛΕΣ «Οι παπάδες κι αν είναι ομπρέλες!» μουρμούρισε το αγόρι στο κρεβάτι του. Τα έπιπλα κοιτάχτηκαν απορημένα. «Δηλαδή, εγώ είμαι εκκλησία!» είπε η ντουλάπα. «Μπα, είσαι πολύ νέα», είπε το κρεβάτι. «Πρέπει να μεγαλώσει μια ντουλάπα για να γίνει εκκλησία;» ρώτησε η ντουλάπα. «Όχι, πρέπει να είναι αρκετά μεγάλη για να μπορεί να βγάζει ανόητα συμπεράσματα από τα λόγια ενός παιδιού», είπε το κρεβάτι. «Δεν ξαναμιλάω!» είπε η ντουλάπα. «Τα κρεβάτια κι αν είναι παπάδες!» μουρμούρισε το αγόρι στο κρεβάτι του. ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

εριννύες

σκοτεινιάζει ο ορίζοντας μαβιά τα σύννεφα κρέμοναι ακουμπούν πάνω στα έλατα στολίζουν σταγόνες πάνω στα κύμματα μην βγής από εκεί...άκου τις εριννύες φωνάζουν....στάσου εδώ προφυλάξου βαριά στην λάσπη σέρνει τα πόδια βγάλε με... ζέστανε την ανάσα μου θέλω να ζήσω κρύψε με ανάμεσα στα δέντρα.... εκεί που ερωτοτροπεί ο σπίνος Ελπίδα