Η ΚΥΡΙΑΚΗ..

Υπό την σκέψη της, μικρές συλλαβές, αγνώστου περιεχομένου, και ακλόνητες
ακόμη κι αν συμβεί ο θάνατος, ακολουθούσαν μια πορεία ζωής, καθώς εκείνη
ήτανε μια γλαφυρή απεικόνιση νεραΐδας, που έσωσε σε μια στιγμή καλή του ο καιρός.
Από την φούστα της, που ανέμιζε σαν μια γιορτή χρωμάτων, ξέφευγε ένα πουλί


και τίναζε επηρμένο τα φτερά του, για να σηκωθεί όλη η σκόνη του ορίζοντα.
Ξέπλεκα τα μαλλιά της, μελαχρινά,
στο φως της μέρας, έκαναν πιο Κυριακή την Κυριακή . καταλάβαινε
ακόμη και κείνα που δεν έλεγα. Έτσι είχε άλλη σημασία η γλώσσα.
Τα δάχτυλα της


έψαυαν τον παλιό πέτρινο τοίχο
του σπιτιού που με φαντασία κατοίκησα
να δουν εάν είμαι ακόμη μέσα. Μα εγώ
ήμουν παντού γιατί δεν ήμουν πουθενά. Έριχνα


δίχτυα και δεν έπιανα κανένα
ψάρι ή όστρακο. Απλά
συναγωνιζόμουν την θάλασσα. Έμπαινε μέσα στα μανίκια μου
και έσκιζε τα πουκάμισα της φτώχιας. Ώσπου,


μια μέρα που άξιζα έναν ήλιο και μου δόθηκε αγκάθι πόνου,
απ’ των ανθρώπων τα φουσάτα ξέκοψα γοργά γοργά-
κι ήρθα κοντά της, για να ζήσω μιαν ιδέα ποίημα..


Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου