Αναρτήσεις

Το χαρτάκι

Εδώ και ώρα έχω φάει τον κόσμο, να βρω ένα μικρό χαρτάκι που το χρειάζομαι πολύ. Που να ‘χει πάει το παλιόχαρτο και δε το βρίσκω; Έψαξα, γύρισα, συγύρισα, ανακάτεψα όλο τον κόσμο, πουθενά το χαρτάκι. Άνοιξα το πρώτο συρτάρι του γραφείου στην προσπάθειά μου να το βρω κι αντί γι’ αυτό, βρήκα εκεί μέσα όλες τις πρόσφατες αναμνήσεις μου. Από φωτογραφίες με αγαπημένα πρόσωπα, μέχρι συνδετήρες και αναπτηράκια που για μένα έχουν συναισθηματική αξία. Προχώρησα έπειτα στο δεύτερο συρτάρι που φυλάω τα ημερολόγια παλαιοτέρων ετών αλλά και του τρέχοντος. Ξεφύλλισα στα γρήγορα τις σελίδες τους, μπας και το έχω χώσει πουθενά εκεί μέσα αλλά τίποτα πάλι, άφαντο το χαρτάκι. Τράβηξα γρήγορα το τρίτο συρτάρι το οποίο έχω γεμίσει με καλώδια του υπολογιστή και αποθηκευτικά μέσα. Τίγκα στις δισκέτες και τα cd-rom με προγράμματα του υπολογιστή. Αποκλείεται, σκέφτηκα, να βρίσκεται εδώ. Τι δουλειά μπορεί να έχει ένα μικρό χαρτάκι ανάμεσα στη σαβούρα των ηλεκτρονικών μέσων. Έκανα ένα διάλειμμα να ξελαμπικάρει λ

Το νεκροταφείο

Εικόνα
Κηδέψαμε τον έρωτα μ’ έναν παπά που μοιάζει με το διάβολο και για ευχέλαιο τον φωνάξαμε πάνω στο μνήμα αλλοτινών υποσχέσεων σε τούτο ‘δω το νεκροταφείο δεν ζούνε πλέον οι ένδοξες μέρες μας μήτε και τα φιλιά που αργόσυρτα μοιράζαμε στα χείλη εδώ στα μνήματα κείτονται πια τα κίβδηλα λόγια του έρωτα και της αγάπης μύθοι με άσχημο φινάλε κάτω απ’ τα πόδια μας φυτρώσανε τα ψέματα και τα γλυκόλογα που μια εποχή μας έδιναν ζωή και λόγο για να υπάρχουμε. Τώρα μας πνίγουν τα όνειρά μας, δες τα, βλαστάρια φυτρωμένα που θα υψωθούν με τον καιρό ολοένα και θα πετάξουν μαύρα φύλλα και κλωνάρια μίσους εμείς κηδέψαμε τον έρωτα σε κάποια απόκρημνη πλαγιά της σκοτεινής Αβύσσου. γιώργος_κ *το ποίημα αποτελεί τον κεντρικό άξονα πάνω στον οποίο θα κινηθεί η νέα μου ποιητική συλλογή με τον τίτλο "Το νεκροταφείο".

Κομμάτια

Ο,τι κι αν πίνω, το θέλω κόκκινο ο,τι κι αν γράφω, το θέλω μαύρο ο,τι φοράω το θέλω γαλάζιο ο,τι κι αν βλέπω, θέλω να ‘ναι τα μάτια σου πιο πέρα τίποτα απ’ τους ορίζοντες της όρασής σου να περπατώ όπου κι αν τρέχεις ν’ ακολουθώ, όπου περνάς να υποκλίνομαι σ’ όσα υποκλίνεσαι και να λατρεύω ο,τι αγαπάς πιο πέρα τίποτα από τα μάτια σου άλλο δε θέλω, απ’ τη θωριά σου να ‘ναι ανθόσπαρτος ο δρόμος που πήραμε να ‘ναι πολύχρωμος, να ‘ναι ο δικός σου θέλω το όνειρο να ‘ναι ανεκτίμητο τόσο ασήμαντο, μα να ‘ναι δικό σου θέλω να βλέπω όσα ζούνε στα μάτια σου κι όταν πεθαίνουν, να κλείνω τα βλέφαρα θέλω ν’ ακούω όσα λένε τα χείλη σου κι αν δε μιλάνε, να κλείνω τα μάτια θέλω τα χείλη μου, πάνω στα χείλη σου σ’ ένα ποτήρι που σπάει σε κομμάτια ο,τι κι αν πίνω, το θέλω κόκκινο ο,τι κι αν γράφω, το θέλω μαύρο ο,τι φοράω το θέλω γαλάζιο ο,τι κι αν βλέπω, θέλω να ‘ναι τα μάτια σου. γιώργος_κ

Λεμονόκουπα Γη

Επέτρεψαν το κυνήγι σε όλη την Ελλάδα, ακόμα και στην Πελοπόννησο! Η φύση η όμορφη μητέρα που μας γέννησε νέα δροσερή, καταπράσινη και τώρα πεθαίνει ρυτιδιασμένη σαν σάπιο κουφάρι στην έρημο που την αφήσαμε στυμμένη. Το γράμμα προς την ΕΕ στην διεύθυνση του Μαύρου Γάτου: mavrosgatos.blogspot.com, διαδώστε το.
Notepad Spiral No 2 §21. ΑΜΑΡΤΗΣΑ κατάσαρκά σου μιαν αμέριστη ελπίδα. Τι θέλουν πάλι οι άνθρωποι και στάζουν ανάμεσά μας; Μήπως μου είπες· «Η ζωή βρέχει ακούραστα μια νύχτα ως το πρωί και το πρωί διψάμε»; Δεν με προειδοποίησες φωτιά και θαλπωρή. Όφειλες άραγε, πριν σβήσεις; Αμάρτησα κατάσαρκά σου. Μούσκεψέ με απελπισία. §22. ΦΕΡΝΕΙΣ τη νύχτα του ομώνυμου φονιά και υποκύπτεις στ’ ανοιχτά επίθετά σου. Συντάσσονται ένα γύρο τα βουνά με σκοτεινές προθέσεις. Παράκτιες σκιές και τα μεγάλα μάτια της δύσης κουκουβάγιας ματώνουν· «τόσο αλάτι, τόσο αλάτι κι ούτε ένα κύμα δικαιοσύνη, μέσα σ’ αυτή τη δολοφόνα υγρασία». Φέρνεις τη νύχτα του ομώνυμου φονιά. Γλώσσα δεν πρόκειται να βρέξω στων πληγών σου τη θαλάσσια σημασία. §23. ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ίσως να το ξέρεις κατάκαρπα πως, όταν δυσχερείς, φεύγεις, αφήνεσαι ή σε αφήνουν. Πολύ μετά, αρχίζει το χλοερό μαρτύριο της σοδειάς· όταν κι η ξηρασία καταντά έστω μια κίτρινη ελπίδα. Θα έπρεπε ίσως να ξαφνιάζεις κατάριζα πως όταν αδρανείς, ξεχνιέσαι, χάνεσαι ή σε χά

Νεα διεύθυνση e-βιβλία

Τελικά η Wordpress έκλεισε την σελίδα με τα e-βιβλία. Χαρακτηριστικά πριν λίγες μέρες χτύπησε σε μια μέρα πάνω από 4000 επισκέψεις και κάποιος φαίνεται "κατάγειλε" την όλη μας προσπάθεια. Επειδή όμως δεν μπορώ να ενδώσω στις πιέσεις των εκδοτικών οίκων που κατακλέβουν τον κόπο των δημιουργών για να τα βάζουν στην τσέπη τους δίνοντας μόνο ψίχουλα στους δημιουργούς και επειδη η μόρφωση πρέπει να δίνεται δωρεάν και απλόχερα (είμαι της γνώμης ότι οι λογοτέχνες είναι λειτούργημα) εντός 48 ωρών έχει ξαναστηθεί ολόκληρη η σελίδα (αν και λίγο βιαστικά), αυτή τη φορά στο blogger (εκεί νομίζω ότι τα πράγματα θα είναι πιό εύκολα) στο πείσμα όλων αυτών που θέλουν να περιορίσουν την διάδωση της γνώσης. Θα παρακαλέσω λοιπόν τους φίλους που έχουν blog να διορθώσουν τα link του e-βιβλία. H νέα μας διεύθυνση είναι: http://e-vivlia.blogspot.com Διαδώστε το σε όλους και ενημερώστε τους για την νέα διεύθυνση. Σε λίγες μέρες θα είμαστε πάλι στους γνώριμους ρυθμούς!

ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΗ

ΤΟ 40ΝΘΗΜΕΡΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΘΑΝΑΣΗ Κ. ΚΩΣΤΑΒΑΡΑ ΘΑ ΤΕΛΕΣΘΕΙ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ 25 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2007 ΣΤΙΣ 11.30 Π.Μ. ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΤΟΥ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟΥ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ ΠΗΓΗ: www.poeticanet.com

Μια αγκαλιά το Χειμώνα

Εικόνα
Τι να κρατήσω για μένα; Τα πήρες όλα. Στα έδωσα. Έμεινα λειψός από ψυχή κι αισθήματα. Κουράγιο για να συνεχίσω το ταξίδι. Τώρα ξέρω ν’ αγαπώ ο,τι μου έμαθες ν’ αγαπάω. Μα μου λείπει ακόμα η φωνή σου, όπως μίλαγε και τριγύριζε γύρω-γύρω απ’ τ’ αυτιά μου. Ζήσαμε κάτι έντονο είπες, που μόνο οι δυο μας γνωρίζουμε. Μετά αντίο. Ήρθε ο Χειμώνας. Είναι μάλλον ο πιο αργόσυρτος Χειμώνας που έχω ζήσει. Τώρα κλαίω. Γιατί δεν έχω κάτι ωραιότερο να κάνω. Τώρα τραβάω γραμμές σ’ ένα άδειο τετράδιο, προσπαθώντας να το γεμίσω. Το χέρι δε βρίσκει τις λέξεις. Το στόμα δε βρίσκει τα λόγια. Νιώθω άφωνος. Είμαι μια στήλη άλατος, ένα άγαλμα που δεν μπορεί να κινηθεί. Ένα κουφάρι, που δεν μπορεί να τρέξει να σ’ αγκαλιάσει όπου κι αν είσαι. Τώρα η αγκαλιά μου δεν έχει χρώματα. Όλα εκείνα τα κοριτσίστικα χρώματα που τη γέμιζαν. Τι να κρατήσω για μένα; Μονάχα το μαύρο μου έμεινε να φοράω. Ζωγραφίζω καπνούς και τσιγάρα. Δωμάτια νοσοκομείων στη μέση του πουθενά, με χειρουργημένους ασθενείς στην καρδιά. Με ορούς στα

Ειρωνεία

Εικόνα
Τι τραγική ειρωνεία σου χάριζα ένα κόκκινο φιλί την κάθε ημέρα σου χάριζα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στην αγκαλιά σου για να ‘ρθει ο Χειμώνας την αγκαλιά μου να ‘βρει αδειανή κι όλα αυτά που σου ‘μαθα όσα σου άφησα στερνά για να θυμάσαι να ‘χουνε γίνει τώρα άψυχα και τίποτα να μη θυμίζει τις ωραίες μέρες τώρα που αστράφτει και βροντά και κλαίει ο ουρανός να μη μπορώ στα χέρια μου να σφίξω τη ζωή σου να μη μπορώ να τραγουδήσω για τα μάτια σου μήτε και των φιλιών, τη γλύκα των χειλιών σου τι τραγική ειρωνεία εμείς που αγαπηθήκαμε σαν άγνωστοι να παραμένουμε άγνωστοι εμείς που ερωτευτήκαμε τυχαία στην τύχη ν’ αποθέτουμε τις λιγοστές ελπίδες για να σμίξουμε. γιώργος_κ

Η αγάπη μας

Εικόνα
Η αγάπη μας δυο περιστέρια λευκά με μια ψυχή. Ο έρωτάς μας δυο αηδόνια τραγουδάνε γλυκά με μια φωνή. Η φιλία μας παντοτινή μάτια που μιλούν στη σιωπή. Η καρδιά μας γεμάτη ρόδα και χαμόγελα. Η ζωή μας θάνατος του εγώ αρχή του εμείς. 16/5/07 elenitheof
Notepad Spiral No 2 §18. ΚΑΠΟΤΕ ΚΑΠΟΤΕ νομίζω πως το χώμα έχει το χρώμα των μαλλιών μου. Δεν σκέφτομαι τον θάνατο και ούτε γέρασα ακόμη τόσο βαθιά. Μαύρα μαλλιά το χώμα, ρίζες σκοτεινές αρπάζουν, σφίγγουν, καρτερούν μια χαίτη που γεννήθηκε νωθρή, αλλ’ ονειρεύεται συχνά τον άνεμο στην πέτρινη καρδιά της. Ύστερα έρχεται όλο το πράσινο της απόγνωσης. Λαχανιάζει προς τα πάνω μια γαλήνη απίστευτα βαθιά. Έκανες τα χορτάρια να είναι σαν τα μαλλιά. Σκέφτομαι συνέχεια τον θάνατο: γερνάω τόσο βαθιά, τόσο βαθιά. §19. ΓΑΥΓΙΖΕΙ ο σκύλος το σκοτάδι που καθεύδεις με δρασκελιές ομίχλη. Ούτε η πηγή που επιμένει να συγκρατεί έναν χείμαρρο στον ψίθυρό της, ούτε τα δέντρα που διστάζουν μια θύελλα στο ανάστημά τους, ούτε το αόρατο τριζόνι που χαράζει δέκα δάχτυλα κομματιασμένο ύπνο στην αγρύπνια της φωνής του, γνωρίζουν το ζεστό σου ανάμεσά μας. Μια ορεινή φαμίλια φως κι ένα σκυλί γαλήνη σπιτική οι μέτοχοί σου. §20. ΜΕ δάκρυ χιόνι γράφεται η λήθη, αλλά ποιος κρατάει γη και ουρανό στα δυο του χέρια, αν όχι

Νίκος Ξυλούρης - Μπήκαν στην πόλη οι οχθροί

Από την ταινία του Νίκου Κούνδουρου "Τα τραγούδια της φωτιάς" (1975) με τη συναυλία της μεταπολίτευσης στο στάδιο Καραϊσκάκη.

Γιώργος Σεφέρης - Δήλωση κατά της Δικτατορίας

Φορος τιμης στο Πολυτεχνειο

Σώστε το κόκκινο τριαντάφυλλο απ’ το θάνατο!

Εικόνα
Πάντοτε φοβόμουν το μαύρο μα λάτρευα το κόκκινο του έρωτα και της αγάπης κι όταν κάποιες στιγμές με ρωτούσαν ποιο χρώμα σου έρχεται στο μυαλό; απαντούσα «το κόκκινο» σαν τα κόκκινα τριαντάφυλλα έτσι όπως τα θαύμαζα τυλιγμένα σε μια ανθοδέσμη, φρεσκοκομμένα μ’ ένα ροζ φιογκάκι, στο περιτύλιγμα ενώ εσύ αγαπημένη βρισκόσουν επάνω σε δεκάδες βιβλία που μιλούσαν για σχέσεις και έρωτες κι αγάπες μα γνώρισες τόσο, το κόκκινο το γέννησες, το ‘μαθες, το φορούσες το αγάπησες, το ζωγράφισες, το ‘νιωσες και τ’ άφησες πάνω στα χείλη του, να σε θυμάται κι όταν κάποια στιγμή το νοστάλγησες το γεύτηκες πάλι, στα ξένα τα χείλη έτσι όπως σου ανοίγουν μια πόρτα για να περάσεις και πριν πατήσεις το έδαφος σου στρώνουνε κόκκινο χαλί ύστερα σ’ αφήνουν να δοκιμάσεις όλα τα παράνομα, στο θεωρείο σου σου επιτρέπουν να απολαύσεις μέχρι τον απαγορευμένο καρπό αγόρασα ένα τριαντάφυλλο, να στο χαρίσω μα μαράθηκε στο γυάλινο βάζο και μαύρισε - να το ‘βλεπες πως ξεράθηκε - σκλήρυνε, πέτρωσε, πάγωσε, νέκρωσε κι ύστερ