Αναρτήσεις

Η Ευρώπη ξερνά το τσιγγούνικο χρήμα της

Λείπει η χαρά των ματιών, κάτι ρακένδυτοι ψαχουλεύουν μέσα στην μπόχα των σκουπιδοτενεκέδων η κοινωνία απέτυχε- μην ακούς τι λένε οι πολιτικοί αγκιτάτορες- σήψη μυρίζει· μια κατάθλιψη επεκτατική περιφέρεται κι όλο το κλίμα προδίδει εφιαλτική Γερμανία. Η Ευρώπη ξερνά το τσιγγούνικο χρήμα της- δεν χωνεύει αυτό που έτσι κι αλλιώς δεν της περισσεύει αλέθει την ασχήμια της μες τις μυλόπετρες του άρρωστου πολιτισμού. Ιδέες κανιβαλίζει και πάει πάλι πίσω στην προ ανθρώπου ιστορία. Τα νάιλον μαλλιά της ανεμίζουν στον σκυθρωπό αέρα η πλαστική συνείδηση της αφομοιώνει τα πάντα αργά Στις προγραφές της οι λαοί του Νότου ανυποψίαστα θύματα.. Α κι είχα πιστέψει στην Άνοιξη στην πανδαισία των λουλουδιών, στην ηθική του μέλλοντος! Πάνω σε στίχους είχα εναποθέσει τις ελπίδες μου. Ερωμενέστερος όλων. Είχα συγκροτήσει από ένα τίποτα όλα τα αγαθά μου- Είχα βαφτίσει Ελλάδα την τσεκουράτη αλήθεια μου. Τώρα τα παιδιά ζητούν τον αυριανό κόσμο τους δεν το

Κύριε, σ' αναζητώ

Εικόνα
Κύριε, σ' αναζητώ στ' αστέρια, στον ουρανό σε ψάχνω να σε βρω να σε γνωρίσω, να σ' αγαπώ. Σε βλέπω στην κάθε ψυχή που δακρύζει και πονά που διψάει, που πεινά που υποφέρει στης αμαρτίας τη φυλακή. Σε βλέπω στα μάτια των παιδιών στα χρώματα των λουλουδιών στης φύσης την αρμονία στης δημιουργίας τη σοφία. Σε βλέπω στην ευωδία των Αγίων στην αντοχή των μαρτύρων στην εγκράτεια των ασκητών στην υπακοή των μοναχών. Σε βλέπω σε μια φάτνη ταπεινή στην κάθε αγνή ψυχή σε βλέπω πάνω στο σταυρό να θυσιάζεσαι για κάθε αμαρτωλό. 18/12/11 elenitheof

Καλά Χριστούγεννα

Εικόνα
Προσευχή στο νεογέννητο Χριστό Ονειρεύομαι, επιθυμώ στα ουράνια να πετώ με της ταπεινοφροσύνης τα φτερά με τα μάτια καθαρά το φως της δόξας σου να δω να σε δοξολογώ. Της μετάνοιας το δάκρυ δώρο σου προσφέρω ακριβό για ν' ανθίσει η αγάπη μέσα στης καρδιάς τη φάτνη μ' ένα μοναδικό σκοπό η ψυχή να μοιάσει στο Θεό. elenitheof 17/12/2011

Θυμήσου

Εικόνα
Θυμήσου Πως τα φέρνει ο χρόνος και μαλώσαμε ξανά και σε μια ξαφνική στιγμή ενώνει πάλι τις ψυχές. Κλείνω τα μάτια και ονειρεύομαι πως τίποτα δεν άλλαξε με μας οι κρίκοι απλώς τραντάχτηκαν,δεν έσπασαν κι η θλίψη σκέπασε τα βλέμματα λίγο ακόμη μοναχά,και θα ναι όλα όπως παλιά. Είμαι εδώ και περιμένω το φως στα μάτια να ανατείλει και η ελπίδα τα όνειρα να ξαναχτίσει. Θυμήσου τα βλέμματα πως μιλούν σαν συναντιούνται στα δύσκολα και μια αγκαλιά ζεστή που λυτρώνει κάθε πόνο σαγαπάω φιλαράκι μου αυτό να το θυμάσαι και τίποτα εμάς τους δυό δεν θα χωρίσει. Είμαστε δυνατοί απλώς δεν το γνωρίζουμε κι απ'τις αναποδιές πίνουμε νερό κι αλάτι ποτίζουμε τις πληγές με ursus και smirnoff να ψηθούν να γιάνουν με το χρόνο και απ'το μηδέν σαν πρώτα συνεχίζουμε. Μην με ξεχνάς, δεν σε ξεχνώ ούτε κι εγώ κάπου κάπου στέλνε κανένα μύνημα να γνωρίζω ότι είσαι καλά κι αν κάτι χρειαστείς ή χρειαστώ πάλι οι παλάμες να θυμάσαι πως θα ενωθούν σαν μια γροθιά. Θυμήσου τι λέγαμε στα στέκια που αράζαμε μέσα

Η ΚΥΡΙΑΚΗ..

Υπό την σκέψη της, μικρές συλλαβές, αγνώστου περιεχομένου, και ακλόνητες ακόμη κι αν συμβεί ο θάνατος, ακολουθούσαν μια πορεία ζωής, καθώς εκείνη ήτανε μια γλαφυρή απεικόνιση νεραΐδας, που έσωσε σε μια στιγμή καλή του ο καιρός. Από την φούστα της, που ανέμιζε σαν μια γιορτή χρωμάτων, ξέφευγε ένα πουλί και τίναζε επηρμένο τα φτερά του, για να σηκωθεί όλη η σκόνη του ορίζοντα. Ξέπλεκα τα μαλλιά της, μελαχρινά, στο φως της μέρας, έκαναν πιο Κυριακή την Κυριακή . καταλάβαινε ακόμη και κείνα που δεν έλεγα. Έτσι είχε άλλη σημασία η γλώσσα. Τα δάχτυλα της έψαυαν τον παλιό πέτρινο τοίχο του σπιτιού που με φαντασία κατοίκησα να δουν εάν είμαι ακόμη μέσα. Μα εγώ ήμουν παντού γιατί δεν ήμουν πουθενά. Έριχνα δίχτυα και δεν έπιανα κανένα ψάρι ή όστρακο. Απλά συναγωνιζόμουν την θάλασσα. Έμπαινε μέσα στα μανίκια μου και έσκιζε τα πουκάμισα της φτώχιας. Ώσπου, μια μέρα που άξιζα έναν ήλιο και μου δόθηκε αγκάθι πόνου, απ’ των ανθρώπων τα φουσάτα ξέκοψα γοργά γοργά- κι ήρθα κο

Τι Αύγουστος και κείνος στο σπίτι της θείας

Στα πενήντα μας τέρμα οι αγάπες και οι Αντίλλες κουφαμάρα, λουμπάγκο, στριμάδα και βίδες ένας Αύγουστος ήταν κι αυτός σαν τους άλλους που σε ξέρω που σε είδα, οι ευχές είναι γι' άλλους.

William Blake

-The road of excess leds to the palace of wisdom. -Prudence is a rich,ugly maid courted by Incapacity. -He who desires but acts not, breeds pestilence. -A fool sees not the same tree that a wise man sees. -The hours of folly are measured by the clock, but of wisdom, no clock can measure. -If the fool would persist in his folly he would become wise. -The tygers of wrath are wiser than the horses of instruction. -When thou seest an Eagle, thou seest a portion of Genius, lift up thy head! -Prayers plow not! Praises reap not! Joys laugh not! Sorrows weep not! -Where man is not, nature is barren. -Opposition is true Friendship. -I tell you, no virtue can exist without breaking these ten commandments. Jesus was all virtue, and acted from impulse, not from rules. -One Law for the Lion & Ox is Oppression. -For every thing that lives is Holy. ( The Marriage of Heaven and Hell, 1790-1793 ) -Degrade first the Arts if you'd Mankind Degrade. -Empire follows Art & Not Vice Versa as Engli

Εγώ θέλησα έναν οίκο ευτυχίας

Όταν η ποίηση είναι ο τρόπος μου Το χρέος που νιώθω να έχω είναι να μείνει θερμή τόσο η γλώσσα Που δεν μπορώ κι εγώ αλήθεια να πω. Λυπούμαι που η ιστορία είναι σκοτάδι Στις μέρες μας. Εγώ θέλησα έναν οίκο ευτυχίας Που να έχουν αντικλείδι για την πόρτα του όλοι..

Ποίηση είναι η ευωχία που ποτέ σωστά δεν μεταφράστηκε.

Η μέρα είναι θρυλική παρουσία πάνω από τους ανοιχτούς ροδώνες. Είναι ερμητική και φερέγγυα- κρατιέται από τον ερωτικό μίσχο της επερχόμενης άνοιξης Και χαιρετά τα σμήνη των πουλιών. Τα φορέματα των λουλουδιών είναι εμπριμέ φαντασιώσεις Ενός γήινου μάγου. Τα δέντρα καμώνονται ακμαίους βιολιτζήδες Που δεν ξεχνούν αποπού γίνεται επική η μουσική. Πεσιμιστές φιλόσοφοι φέρουν μια σκέψη σκαιά εντός του δεκαπεντασύλλαβου του βροχερού Μαρτίου. Κατέχει τον χορό των εντυπώσεων ο διψασμένος για έρωτα άνεμος. Τα φρεσκοπλυμένα φύλλα σχεδόν χασμούριονται μπροστά στον λαμπερό καθρέφτη της συνήθειας των καλοτονισμένων στιγμών. Όποιος επικοινωνεί με την ομορφιά επικοινωνεί με την ιστορία των φώτων. Χαμογελά απόλυτα σοφός και σάμπως λυτρωμένος Ανάμεσα στις σκέψεις του που φυτρώνουν περιώνυμες να σημαδέψουν το χάος. Ποίηση είναι η ευωχία που ποτέ σωστά δεν μεταφράστηκε. Όπως να κοιτάζω τα όμορφα μάτια σου και να μην μπορώ με μια λέξη σωστή να τα πω. Βλέπεις ακριβοδίκαιη είνα

21 γραμμάρια

Εικόνα
Κλυδωνίζονται τα είδωλα… Δεξιά – ζερβά… Κοινό σύστημα μέτρησης… Επι-κοινωνία με σήματα στάχτης… Συν-αλλαγή μεθυσμένων ασθενών Με προπληρωμένη κατάθεση νοσούσας ψυχής… Εγκάρσιες τομές που φορέθηκαν αυτοθέλητα… Λαβές πάλης σε πρότυπα αρχετυπικών συνευρέσεων… Κινούνται λαθραία σε παρόδους τυχαίων συναπαντημάτων… Ερωτοτροπούν τη νύχτα… Ξεσκίζουν τη σάρκα της ηδονής που λειψά γεύτηκαν… Ξαποσταίνουν αναπνέοντας δροσοσταλίδες νυχτερινής άνοιας… Φωτοσυνθέτουν δυο στιγμές μετά… Τη λύπη τους… Θέλουν… Μα δεν μπορούν… να θέλουν… Στρίμωξαν τις πεθυμιές σε ρωγμές βίαια αποσπασμένων βράχων... Χειμέρια νάρκη μπολιασμένη με κοκκινόχωμα…     Κολυμπά η πένα στο μελάνι... Μαύρο μείγμα σαδιστικών γλωσσικών εξάρσεων... Συλλαβές ηδονής και οδύνης... Περιπλέκονται χαράσσοντας το χαρτί…. Ξεσκίζουν τη σάρκα του, χωρίς αιδώ… Χαμογελάνε ειρωνικά γλείφοντας τις πληγές του… Δέντρα που έσπερναν ζωή κλείστηκαν σε συρτάρια… Αυτοθέλητα πάλι… Συνειδητά… τα πάντα που χαρίστηκαν στο τίποτα… Περνά ο καιρός… χωρίς να πάρει

Το θύμα

Εικόνα
Καθρέπτη, καθρεπτάκι μου πότε ήμουν πιο ωραίος; υπήρξα και πιο γελαστό παιδί, γεμάτο αγάπη ποιος ήμουν και που πήγαινα, τώρα που να σου λέω; ποιος είμαι και που πάω, δε θυμάμαι, που να ξέρω! το μόνο που ζητούσα σ’ όλη μου τη ζωή να μην γευτώ το ολότελα, το τίποτα, το “φταίω” να μην υπάρξω θύμα της για μια μπουκιά ψωμί να έχω στην αγκάλη μου λατρεία για προσκεφάλι να γεύομαι τα κάλλη της και τη χαρά μαζί στα πόδια της ν’ απλώνω ο,τι μου ‘δωκε η πλάση.. ..γι’ αυτό κι απογοητεύτηκα πολύ ! και δες με πως κατάντησα, σαν άρρωστο σπουργίτι που πέταγε αμέριμνο ζητώντας συνταγή να πάρει λίγο δύναμη απ’ τους χυμούς, τα πάθη το έτερόν του ήμισυ νομίζοντας θα βρει κι αφού συμφωνηθήκανε τα πάντα για ν’ αρχίσουν κουμπάροι μπήκαν τα πουλιά και ο παπάς, γατί παρήγγειλαν τα στέφανα από χρυσό κριάρι ξεχείλισε κι η μαγιονέζα απ’ το ψωμί.. "quelle dommage" ..αλλάξανε τα πάντα, εν μια ριπή ασύμφορου και υπέρμετρου αστιγματισμού εντός ενός καυγά γεμάτου με υπερφίαλη ζάλη.. και χύθηκε ολωσδιόλου το

Η μοναχικότητα της απέραντης και εύφορης κοιλάδας

Εικόνα
(Εξαιτίας της επερχόμενης πανσελήνου, ένα μικρό αφιέρωμα συναισθημάτων..) ~~~ κάπου βαθιά στην αστραπή, κρύβεται κάπου η αγάπη ένα μικρό, λεπτό και ανεπαίσθητο σχοινί, έτοιμο για να σπάσει μα είναι τόσο δυνατό, από ατσάλινη και εύπλαστη κορδέλα ένα φωτάκι της ζωής που καθρεπτίζεται η στιγμή πάνω στα χρόνια. Μέτρα! κι ο,τι κι αν άστραψε, ή πέρασε σα σίφουνας ή σαν αιώνιο απαλό αεράκι ή ο,τι απόμεινε να λάμπει ακόμα σα γαλαξίας στους καιρούς που περιστρέφεται σ’ ένα πανάρχαιο σύννεφο πιάστηκε και περιφέρεται μες τους αιώνες. Δες! εκεί περπάτησε η αγάπη πέρασε μέσα από λυγμούς κι από μπουντρούμι όπου μύριζε η πέτρα λούστηκε μ’ όλους τους χυμούς, από καρπούς εξωτικούς κι απ’ τα αιδοία των γυναικών πληθωρικά κατέφτασε στην πτέρνα γύρναγε μέρες τα χωριά, εδώ κι εκεί να βρει φιλιά και για παντιέρα είχε στολίσει μία σφαίρα, όπου καρφώθηκε με βία στην καρδιά και για σημαία, μια ροδοκόκκινη για έμβλημα, καρδιά που χρυσοκέντητα είχε ράψει όλο το αίμα κι αυτό δε θα στο αρνηθεί κανείς! αυτό το μένο

Η ομορφιά της ζωής

Εικόνα
Η ζωή είναι ωραία γιατί κάποτε τελειώνουν οι αποχαιρετισμοί κι αρχίζουν τα καλοκαίρια που αγγίζουν τ’ αστέρια και βλέπουν τα όνειρα να λάμπουν. Elenitheof 6/5/2010

Ψυχή

Μέσα στ’ ανήλιαγο στρατί, αργοκυλάει ένα δάκρυ απ’ τα μάτια σπάει, διαλύεται χίλια κομμάτια κι ύστερα χύνομαι κι εξανεμίζομαι, κυλώ σα γάργαρο νερό κι όλο ξεχύνομαι και παραδίνομαι σ’ ένα Θεό... (ποτέ δεν έμαθα να ‘χω φραγμό!) πέφτει και σπάει και γίνεται χίλια κομμάτια το φυλαχτό - το τελευταίο της πλάσης μου δάκρυ - σε μια γουλιά του μεθώ, απ’ του χρόνου τ’ ανίκητο θείο πιοτό κι εκεί που πάω να κρατηθώ, πιο χαμηλά απ’ τον πάτο του κόσμου απλώνομαι έτσι μικρούλης, αθώος, ελάχιστος, μ’ ένα μου δάκρυ να τρέχει απ’ το μάτι ο “τιποτένιος” ανέραστος πρίγκιπας, που ‘χει απογίνει ένα τρύπιο τσουβάλι κι είναι ο σάκος μου απ’ την απόρριψη όλου του κόσμου γιομάτος με την κακία, το μίσος, το γόητρο, την απληστία στο δόλιο μου λάθος και πίστεψέ με χωράει πραμάτειες που δε φαντάζεται ανθρώπου γλώσσα κι άλλα ψωμιά, βαπτισμένα ερωτόλογα που προδοθήκαν στου δρόμου τη ρότα μέχρι ν’ ανοίξει απ’ την πίεση η πλάση μου και να σχιστεί με μιας η κοιλιά μου έφαγα ψέματα, πέτρες και πείσματα, βήματα μ’ άφησαν

ΕΠΙΚΟ

Εικόνα
Κάθε που βραδιάζει νύχτα ντύνομαι, τυλίγομαι στα μαύρα μου τα πέπλα. Σ ένα όνειρο αναβάτης πάλι γίνομαι, σ ένα κορμί παραφροσύνης, κλέφτρα. Έρχεται ο ασπρόμαυρος ο πήγασος με τα ανοιχτά διάπλατα φτερά του, με παίρνει για ταξίδι στο αρχιπέλαγος του ουρανού, μήπως μου δώσει την χαρά του. Σαν ανεβαίνω πάνω του, εγώ σαν άνεμος εκείνος με επιβλέπει και χαϊδεύει τα όνειρα και γίνεται όλος κόκκινος και εκεί καθώς με πάει, μου παραπέφτει… Με ακουμπάει επάνω σε ένα σύννεφο, αυτό που μου χε πει πως με πονούσε. Σφαιροειδής γροθιά, στο άπειρο το σύννεφο και χοροπήδησε το άσπρο που φορούσε! Έρχεται ένα παιδί και μου κρατάει το χέρι χρυσοντυμένο, με ανοιχτές του τις φτερούγες, μου τραγουδάει τυχαία και ύστερα με χαϊδεύει ανοίγει τα φτερά του και λέει πως με αγαπούσες. Πύρινος κόμπος στον λαιμό μου βλάστωσε, όταν μου είπε ότι πρέπει να γυρίσω.. Τα βλέφαρα μου γλύφουν τα όσα τάζανε και να παρακαλάω μην ξαναξυπνήσω.. Ξαστέρωσε και ξύπνησα σε όλεθρο, με δάκρια στα μάτια αγναντεύω. Κόλαση και ο παράδεισο