Στην ανοχή της νυχτός.


Έτσι με συνεπήρε η ανοχή της νυκτός
ωστέ θρηνώ αποφθεγματικά το χαμό σου
"Δεν κλαίω γιατί σε χάνω λοιπόν,
μα γιατί δεν σε κέρδισα ποτέ μου"
Κι ύστερα ανοίγω τα μάτια μου μαντεύοντας λησμονημένες εικόνες
κι ύστερα μου καρφώνει κι η νύχτα μια σκουρόχρωμη αντάυγεια στα μαλλιά και στην Ψυχή μου
Έτσι κάνουν άλλωστε και οι καλύτεροι φίλοι όταν φεύγουν'
με πολύτιμα φυλαχτά και φτιασίδια σε δεσμέυουν στη μνήμη τους
και σ'αφήνουν μ'ένα παγωμένο χαμόγελο στα χείλη
που το βλέπεις να βουρκώνει σα μια χειμωνιάτικη, στυφνή ανατολή
και το νιώθεις σαν τον αθόρυβο πνιγμό ενός δύτη.
Κι ύστερα ακούω κάτι να τρίζει- δεν είναι τ'όνειρο-
είναι μια σκιά που μπαινοβγαίνει ανενόχλητη απ'το παράθυρο
δεν είναι δική σου μα ούτε και δική μου τούτη η αχλύ που θερίζει στο διάβα της
κι όμως τη νιώθω τόσο οικεία και λησμονημένη
τόσο απεγνωσμένη και ανένδοτη που τη βάφτισα για λίγο "προσμονή"
Για λίγο μόνο'μα δε φτάνει.
Κι ύστερα ρίχνω ένα χοντρό μάλλινο γάντι προς την άνω διάσταση
-που το φτιαξα μόνη μου μια νύχτα σαν κι αυτή-
και το κυνηγώ μες στις σκαλωσιές τ'ουρανού μια νύχτα σαν κι απόψε
μέσα στο φάος και στο σκότος γυροφέρνει αυτό τη ζέστα του
κι εγώ ανεβαίνω μαζί του και διαβαίνω τις κατάλευκες πλεξούδες κάποιου σύννεφου γαλήνιου
πριν ακόμα του φορέσει ο Χειμώνας το γκρίζο του σκουφί
όμοιο αλήθεια μ' εκείνο που κρατούσα πάντοτε κολλημένο στο κεφάλι μου
διαπερνώντας τις έχθρες και τη ψύχρα
Κι ύστερα αλλάζω τις εικόνες'
δαντελένιο φανέρωμα απόψε η σελήνη
πλουμισμένη παρθένα λικνίζεται διόλου αθώα στο ρυθμό του τραγουδιού
ενός φίλου μου τζίτζικα
κι έτσι ξεχνιέμαι για λίγο στο σκοπό της
και δε μιλώ πια μήτε για λύπες, μήτε για θρήνους, μήτε γι'ανθρώπους.
Μονάχα πορεύομαι μες στη δίνη μιας αγάπης αγίνωτης
που κάποτε νόμιζα τα χρόνια μου καρπούς της
αστείο αλήθεια'
Κι ίσως τα πόδια μου'κοψε κι εμένα ο Προκρούστης
-κακή γι'αυτόν συνήθεια-
γιατί στο μικρό της υπάρξεως στρώμα απόθεσα δυο όνειρα μαμούθ.
Πώς να χωρέσουν άλλωστε η αλήθεια και η αγάπη σ'ένα μονό κρεβάτι;
Αθανασία Γ.














Σχόλια