Ιεροτελεστία (ανένταχτα ποιήματα) του Γ. Κόκκινου
Ιεροτελεστία
και άλλα ανένταχτα ποιήματα του Γιώργου Κόκκινου
- Αδημοσίευτα -
Φωτογραφίες: Μαρία Καραμπούτα
Ιεροτελεστία
(12/10/2018)
Ποια είναι αυτή που θα τολμήσει να κρυφτεί
απ΄ τις ορέξεις του επόμενου εραστή;
Ω, πες μου! Μη
δεν θέλω Μη
δε γεννηθήκαμε ακόμη προδομένοι απ΄ το Μη
αλλά από ορμή
να επιτρέψουμε στην πυρωμένη μας ψυχή
να επιστρέψουμε δεμένοι
έως της άφθαρτης αθανασίας την ψυχή
- μιας και σε τούτο το κορμί φυλακισμένοι -
έχουν μπλεχτεί σε μια ατέρμονη ερωτική περιστροφή
- Ιεροτελεστία, θα έλεγε κανείς, και μαγική -
θέλω να εισβάλλω από άκρη ως άκρη στο κορμί
να πιπιλίσω των κρυμμένων παραδείσων σου τις ρώγες
και να ρουφήξω απ΄ το κεντρί σου
του εραστή ν΄ αφήσω τη σφραγίδα, πλάι στους ώμους
πάνω στο στήθος, πέντε σημάδια αρσενικού μοτίβου να κεντήσω
με πιπιλιές που χάνονται την πέμπτη ημέρα…
Ω, πες μου! Μη
Φεγγαριές
(10/01/2007)
Σε πλήγωσαν φιλιά, κοχύλια κι άμμος
τα χείλη σου πλανέψαν, οι φεγγαριές
το σούρουπο σε είδα να διαβαίνεις
γαλάζια μάτια, με διόπτρες και χρυσά μαλλιά
κοσμήματα στο πρόσωπο, οι βολβοί
στρατιώτες, σβήνουν απ’ του έρωτα τα λάθη
νεκρούς γιομίζουν οι αυλές, και τους πατείς
κι ουλές στα μάγουλα, θυμίζουνε πως ήρθες
πως πέρασες, προσπέρασες κι απήλθες
τι με κοιτάς;
εσύ γεννάς τον κόσμο
τον καταστρέφεις και τον φτιάχνεις, στην αρχή
εσύ οδηγείς την πλάση στο ξημέρωμα
σβήνεις τ’ αστέρια
στον ουρανό βάζεις φωτιές
εσύ παγιδεύεις μετεωρίτες, φλεγόμενους
που πάλλονται, στην ευθεία της ματιάς σου
στις πιο ψηλές, του κόσμου, καταλήγουν
τις πιο απρόσιτες, του ονείρου, κορυφογραμμές
τι με θωρείς;
εσύ είσαι πλάσμα του Θεού, εγώ ο θνητός σου
ο διάολός σου που σε θρέφει, με των στίχων τις τροφές
εγώ πιστός κι ο αυλικός σου, ίσως ο άλλος εαυτός σου
άλλες φορές κυρίαρχός σου, ένας προστάτης κύριός σου
ένας αφέντης, που τον γέννησε το χθες
τι με κοιτάς;
με παρασύρεις, με πονάς
χάνω το έδαφος στα πόδια, κι εσύ γελάς
κι ακούω ακόμα τη φωνή σου, την πνοή σου
μέρες και νύχτες, η εντολή σου, με τριγυρνά
“να μ’ αγαπάς απλά, απλά να μ’ αγαπάς”
αρκεί ένα χάδι, να μ’ αλλάξει σε θηρίο
με νύχια λύκου, να ξεσκίζω εραστές
και πριν προλάβουνε, γυναίκα να σε κάμουν
θα τρώω τις κόκκινες, αδύναμες, φτωχές τους
τις καρδιές
σε πλήγωσα μου λες...
σε πλήγωσαν φιλιά, κοχύλια κι άμμος
τα χείλη σου πλανέψαν, οι φεγγαριές
Ο καρπός της αφθαρσίας
(17/05/2008)
Στα πιο ψηλά του κόσμου με ταξίδεψες
φτερά μου έδωσες για να πετάω
κι ύστερα πήρες ανυπέρβλητο ψαλίδι, τα ψαλίδισες
Πού πάω άραγε, ποιος να ‘μαι, πού πατώ;
νεράιδα ή του βάλτου ξωτικό
ιπτάμενο ζουζούνι που πετά ελεύθερο ανάμεσα στα μάτια σου;
Πού πάω άραγε;
πήρες του κόσμου το πι’ ωραίο πρωινό και το νανούρισες
σαν ένα κάτασπρο της Άνοιξης, χαρούμενο λουλούδι
γαλάζιο μενταγιόν, τραγούδι του έρωτα που τ’ άλλαξες σκοπό
τί είσαι τελικά; μια μάγισσα, Θεά, γυναίκα π’ αγαπά πιστά
αράχνη που υφαίνει έναν ιστό για τον επόμενο άγγελό της;
στα μάτια, τα μαλλιά, στα χείλη
στα χέρια τα λευκά της βρήκα τη γαλήνη
τί πόθος; τί χαμόγελο; τί δάκρυ;
το ψέμα ένα πρωτάκουστο αιχμηρό αγκάθι
κι η αγάπη μου, την έμαθες μισή
δέκα πληγές οι δέκα μνήμες και των χεριών τα δάχτυλά σου
δέκα μ’ απόμειναν ζωές και τριακόσιες μέρες μακριά σου
χίλιες φορές οι μοναξιές, πονούν λιγότερο του χωρισμού
κι όσο περνούν οι μέρες, μένεις να ξεχνιέσαι
με τα λουσμένα, ψεύτικα, μαχαίρια των χειλιών
.......
στα πιο ψηλά του κόσμου με ταξίδεψες
απ’ τη ζωή να εφεύρω υπέρτατο σκοπό
τον ώριμο καρπό της αφθαρσίας
σαν πιο πολύτιμο στον κόσμο αγαθό
μα αν πω ένα τέλος, θα ‘ναι ψέμα. Σ’ αγαπώ
όποια μου λέξη να ξεφύγει, μην πιστέψεις
αν πω εν τέλει σε μισώ, θα ‘ναι ένα ψέμα ολόιδιο
μου φτάνει που είμαστε στον ίδιο ουρανό..
Καλιακούδες
(23/11/2016)
Κατήγορος…
ή μια ζωή υπεύθυνος -τί σημασία έχει; -
ως θύμα μιας μεγάλης αυταπάτης
τα χέρια μου σηκώσανε τον έρωτα - τον εξυψώσανε -
τα πόδια μου, στο δρόμο μιας αγάπης, χιλιόμετρα διαβήκανε
και κείτομαι γερμένος σ’ ένα υπόστεγο
τριγύρω να χιονίζει και να βρέχει - πόσο μόνος! -
για όπλο να μασάω ένα στίχο μου
γι’ ασπίδα τα υψηλά φρονήματά μου
που θέλησαν σκληρά να τα συνθλίψουνε
- για δες -
κι εκείνα μείναν έτσι. Παλικάρι !
τα πουλιά με αγκαλιάζουνε με τις φτερούγες τους
και με φθονούν οι άνθρωποι για ελπίδες φρούδες
που τάχα λεν’ τους έδωσα για να πορεύονται…
-Μα… ποιος κατηγορεί τους ποιητές; -
αν όχι της ζωής οι δικαστές
κι αν όχι εκείνοι που πισώπλατα μας πρόδωσαν
μια νύχτα με πανσέληνο και καλιακούδες
που ούρλιαζαν σαν άρρωστη ανάμνηση
που πήδηκε από γνώριμες εξάψεις…
τη σάπια σας δικαιοσύνη, τη γαμάω!
και βάζω μέσα λίγους στίχους μου πικρόχολους
κι αντί για δυόσμο…
δάκρυα, για να φτωχαίνετε τον κόσμο
και νιώθω ΡΕ, περήφανος για την ορφάνια μου
τη μοναξιά μου ΡΕ, τον εαυτό και τη μιζέρια μου
και νιώθω ΡΕ, αυτάρκης … παλικάρι !
κατήγορος…
ή μια ζωή υπεύθυνος και υπόλογος -τί σημασία έχει; -
το θύμα μιας καινούργιας αυταπάτης
θα γίνομαι το πιόνι στη σκακιέρα σας
κι ο θύτης… για να συζητάτε κάτι…
εμένα με διακρίνατε ως ένοχο…
που διέφερα απ’ το μέσο εγωϊσμό σας
μια νύχτα με πανσέληνο και καλιακούδες
που ούρλιαζαν σαν άρρωστη ανάμνηση
που πήδηκε από γνώριμες εξάψεις…
Μη αναστρέψιμο
(20/12/2014)
Και να το θλιβερό αποτέλεσμα τούτης εδώ της μάχης
για σένα που αγάπησες μόνο τον εαυτό σου
- αφού αριστεύουν οι “πριγκίπισσες” και παίρνουν τα πρωτεία -
για σένα που μ’ αγάπησες όπως και τον εχθρό σου
για σένα φίλη μου καλή, ναι, σε σένανε μιλάω!
πως όσα χρόνια κουβαλάω στην καμπούρα μου
διπλάσια φωλιάζουν τα κρυμμένα συναισθήματα
αισθήματα που αναμειγνύονται με βάσανα και πίκρες
που αναμειγνύουν τη χαρά με την ελπίδα, δες με!
πως όσο και να σκάψεις στις φλέβες μου βαθιά
κομμάτι αλαζονείας δε θα βρεις να το παινέψεις
μιας κι έμαθα τη γλώσσα και το πνεύμα να τιμάω
την ειλικρίνεια και την τσίπα, στα αντρικά μου παντελόνια
και να ‘μαι εγώ περήφανος για ετούτα εδώ τουλάχιστον
που απ’ όσα κι αν δεινά επέρασα, δες, βγήκα παλικάρι
και την ελπίδα εγώ ποτέ δεν άφησα στο διάβα μου
- αφού άλλωστε για μιαν ελπίδα ζούμε... -
να ξέρεις, πως κουβαλώ στα χέρια μου δύο ζωές
μια να κρατώ για πάρτη μου, να λέω πως κάτι μου ‘μεινε
και μια που σου τη χάρισα, να την κρατάς παντιέρα
εγώ που για σημαία κράταγα την αντρική τιμή μου
εγώ που μόνον ήλπιζα, προδόθηκα και φταίω
και βρέθηκα με μπόλικα κουσούρια μαζωμένα
δύο ζωές, λοιπόν που λες, που η καθεμιά τραβούσε
μια ανεξάρτητη - κοινή πορεία προς το άπειρο
εγώ που μ’ όλους τα ‘βαλα, καλύπτοντας το “λάθος” σου
ανακαλύπτω μία τρύπα που με τρώγει
σαν έλκος γαστρεντερικό, τα σωθικά μου σβήνουν
και οι χαρές που θα ‘ρθουνε, για κοίτα, κοίτα λίγο!
σαν ταπεινά ιπτάμενα πουλιά θα λαβωθούνε
στο σκίρτημα το ερωτικό, σα βρουν φωλιά να ζεσταθούνε
θα λες “ - τι λέει ο τρελός; τρελός θα είναι...!”
λοιπόν, για δείτε τον τρελό σας φίλο
πόσο έμεινε μονάχος και μοιρολογεί
σα μη αναστρέψιμο φινάλε έχει η ζωή του
και ψάχνει απεγνωσμένα μι’ αγκαλιά για ν’ ακουμπήσει
θα πείτε “ - πόσα ν’ αντέξει ακόμα ο τρελός; είχε αγαπήσει... ”
Μαρτυρικός χορός
(08/10/2007)
(Re-arranged 09/11/2019)
Δε θα περνώ ποτέ μπροστά απ’ την αυλή σου
γιατί φυτρώσανε αγκάθια, εκεί που γνωριστήκαμε
εκεί που δώσαμε το πρώτο μας φιλί, με μάτωσαν
δε θα με δεις ποτέ να εισβάλλω στη ζωή σου
γιατί με ξέσκισαν τ’ αγριεμένα σκυλιά, εκεί που περπατήσαμε
κι εκεί που ενώσαμε τα χέρια στην αγάπη, τα ‘κοψαν
τώρα στις φλέβες μου κυλάει αίμα απ’ το δικό σου
μενεξεδί αιμοπετάλια, μπερδεύονται σε χρώμα πορφυρό
τ’ άκουσες;
τα δέντρα στήσανε μαρτυρικό χορό
και κλαίνε με ρετσίνια
στις θάλασσες, τα κύματα υψώνονται έξι μέτρα
και των βουνών οι κορυφές τρυπήσανε τα σύννεφα
γι’ αυτό σου λέω, έλα
πάμε να προλάβουμε το τρένο
που περνάει έξω απ’ την πόρτα μας
πάμε να πιάσουμε την τελευταία ηλιαχτίδα
που σφηνώθηκε στους βρόγχους του φωταγωγού
στο πηγάδι που ξεπλύναμε τις αμαρτίες μας
ξεπλύνανε τα βρομισμένα χέρια τους τ’ αφεντικά
όταν σ’ ανταμώσω
δε θα σε κοιτάξω στα μάτια
θα σφίγγονται, θα τσούζουν
όχι απ’ τα δάκρυα
απ’ την κακία του κόσμου θα σφίγγονται
σα γροθιά στο στομάχι
απ’ την αδυναμία θα τσούζουν
σαν οινόπνευμα στις πληγές
θέλω να πω, δεν ξημερώνει πια για μας
ένα ηλιόλουστο πρωινό, σαν όλα τ’ άλλα
οι μέρες μοιάζουν ένα πένθιμο σεντόνι
περαστικοί βοριάδες είμαστε όλοι
να αποπνέουμε ελπίδες που πεθαίνουνε
περαστικοί καπνοί απ’ αναμμένες φλόγες
που με την πιο απαλή βροχή αμέσως σβήνουνε.
Να ξέρεις, θα σε θέλω πιο πολύ
(28/12/2008)
Ακόμα ένα βράδυ μακριά σου
βροχή πέφτει στο τζάμι και ματώνει
παντού η απουσία σου αισθητή και ξημερώνει
εκεί όπου ανταλλάσσαμε αγάπη με φιλιά
Το στόμα έχει γλυκάνει απ’ τον πόνο
- και λιώνει -
Χριστούγεννα κι ακόμα να φανείς
θα έκανα απ’ το χέρι μου, στ’ ορκίζομαι ό,τι μπορούσα, πια ποτέ να μη γυρίσεις
Στη θέα μιας κοινής φωτογραφίας, οι δυο μας σ’ έναν άστατο καιρό
τα δάκρυα σαν τώρα που κυλάνε, πες μου πως να τα ηρεμήσω;
Τί τότε και τί σήμερα; Βροχή, θολό νερό
θολές κι οι αναμνήσεις μας, καλύτερα σβησμένες
μα όσο κι αν προσπάθησα να κλείσω τις πληγές
στους δύσβατους διαδρόμους του μυαλού μ’ αναζητούσες
- αυτό θαρρείς πως λένε φαντασία; -
μι’ αγάπη που χωρίστηκε στα δύο, ενώ τη μία τη φωνάζανε Μαρία
Μπορεί με μια αντάρα να κοπεί ένα σ/αγαπώ;
εκτός κι αν ένα θέατρο για μας είχε στηθεί
ζητώντας θεατές, μ’ ένα απρόβλεπτο φινάλε
το ήξερα πως δε θα μας περίσσευαν ζωές
να σβήσουμε απ’ τη μνήμη όσα ζήσαμε
- Γερνάμε -
Ποτέ δε θα εισέβαλε άλλη αγάπη
ανάμεσα στον άνθρωπο που τόσο αγαπούσα
που χρόνια τον περίμενα σ’ αυτή την κωμωδία
που κάποιοι την ονόμασαν ζωή
Μα τώρα είναι αργά, είναι παλιά αυτή η ιστορία
το σκηνικό κατέρρευσε, το πήρε η βροχή
και παίζουμε μονάχοι μας μονόπρακτα αστεία
κι αυτό θαρρείς πως λέγεται αγάπη δυνατή;
Το έχω για αρχή, πίσω ποτέ να μη γυρίζω
σα στρίψω μ’ ένα βήμα το κεφάλι μου να φύγω
γιατί σ’ αυτούς που έμεινε το παρελθόν γραμμένο
πονάνε με μια φρέσκια μαχαιριά απ’ την αρχή
Βροχή πέφτει στο τζάμι και ματώνει κι ακόμα είναι θολό και ραγισμένο
μα όσα κι αν σου γράψω με φιλιά να σου τα στέλνω
να ξέρεις, θα σε θέλω πιο πολύ..
Στο ‘’Σκηνικό’’ [καφέ-μπαρ]
(στην Μαρία Ούτσικα)
(06/03/2006)
Εκεί βαθιά μέσα στο κέντρο της Αθήνας
ένα φεγγάρι λάμπει μέσα στη νυχτιά
στην αγκαλιά του κρύβει όνειρα ελπίδας
δίνει στον έρωτα το χρώμα απ' τη φωτιά
σ' ένα καφέ παντού γεμάτο από λουλούδια
σπέρνει του έρωτα τα άνθη η Μαριώ
χαρίζει αγάπη με φιλιά και με τραγούδια
ξέρει το φίλτρο για τη νιότη το κρυφό
κι ενώ η πλατεία είναι γεμάτη από τον κόσμο
που αναζητά λίγο απ' το φως για τη ζωή
φεγγοβολάει σαν κερνά κάθε οδοιπόρο
έναν ζωμό, τον πιο γνωστό στην περιοχή
κανείς δε μπόρεσε να μάθει την αλήθεια
το μυστικό που 'χει κρυμμένο στην καρδιά
χρόνια το έχει φυλαγμένο μες τα στήθια
κι όλος ο κόσμος πάντα εκείνη θα ρωτά :
''γλυκιά Μαριώ μου ξέρω πια το μυστικό σου
σα το πιοτό σου μου γεμίζει την ψυχή''
νιώθω να κέρδισα ένα μέρος στ' όνειρό σου
είμαι ο Γιώργος από την Καισαριανή
εκεί βαθιά μέσα στο κέντρο της Αθήνας
ένα κορίτσι με του ονείρου τα φτερά
κερνά αγάπη και προσφέρει την ελπίδα
σ' ένα κρυστάλλινο ποτήρι με φιλιά.
Φωτογραφίες: Μαρία Καραμπούτα
Νοέμβριος 2019 © Γιώργος Σ. Κόκκινος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου