Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Φεβρουάριος, 2011

21 γραμμάρια

Εικόνα
Κλυδωνίζονται τα είδωλα… Δεξιά – ζερβά… Κοινό σύστημα μέτρησης… Επι-κοινωνία με σήματα στάχτης… Συν-αλλαγή μεθυσμένων ασθενών Με προπληρωμένη κατάθεση νοσούσας ψυχής… Εγκάρσιες τομές που φορέθηκαν αυτοθέλητα… Λαβές πάλης σε πρότυπα αρχετυπικών συνευρέσεων… Κινούνται λαθραία σε παρόδους τυχαίων συναπαντημάτων… Ερωτοτροπούν τη νύχτα… Ξεσκίζουν τη σάρκα της ηδονής που λειψά γεύτηκαν… Ξαποσταίνουν αναπνέοντας δροσοσταλίδες νυχτερινής άνοιας… Φωτοσυνθέτουν δυο στιγμές μετά… Τη λύπη τους… Θέλουν… Μα δεν μπορούν… να θέλουν… Στρίμωξαν τις πεθυμιές σε ρωγμές βίαια αποσπασμένων βράχων... Χειμέρια νάρκη μπολιασμένη με κοκκινόχωμα…     Κολυμπά η πένα στο μελάνι... Μαύρο μείγμα σαδιστικών γλωσσικών εξάρσεων... Συλλαβές ηδονής και οδύνης... Περιπλέκονται χαράσσοντας το χαρτί…. Ξεσκίζουν τη σάρκα του, χωρίς αιδώ… Χαμογελάνε ειρωνικά γλείφοντας τις πληγές του… Δέντρα που έσπερναν ζωή κλείστηκαν σε συρτάρια… Αυτοθέλητα πάλι… Συνειδητά… τα πάντα που χαρίστηκαν στο τίποτα… Περνά ο καιρός… χωρίς να πάρει

Το θύμα

Εικόνα
Καθρέπτη, καθρεπτάκι μου πότε ήμουν πιο ωραίος; υπήρξα και πιο γελαστό παιδί, γεμάτο αγάπη ποιος ήμουν και που πήγαινα, τώρα που να σου λέω; ποιος είμαι και που πάω, δε θυμάμαι, που να ξέρω! το μόνο που ζητούσα σ’ όλη μου τη ζωή να μην γευτώ το ολότελα, το τίποτα, το “φταίω” να μην υπάρξω θύμα της για μια μπουκιά ψωμί να έχω στην αγκάλη μου λατρεία για προσκεφάλι να γεύομαι τα κάλλη της και τη χαρά μαζί στα πόδια της ν’ απλώνω ο,τι μου ‘δωκε η πλάση.. ..γι’ αυτό κι απογοητεύτηκα πολύ ! και δες με πως κατάντησα, σαν άρρωστο σπουργίτι που πέταγε αμέριμνο ζητώντας συνταγή να πάρει λίγο δύναμη απ’ τους χυμούς, τα πάθη το έτερόν του ήμισυ νομίζοντας θα βρει κι αφού συμφωνηθήκανε τα πάντα για ν’ αρχίσουν κουμπάροι μπήκαν τα πουλιά και ο παπάς, γατί παρήγγειλαν τα στέφανα από χρυσό κριάρι ξεχείλισε κι η μαγιονέζα απ’ το ψωμί.. "quelle dommage" ..αλλάξανε τα πάντα, εν μια ριπή ασύμφορου και υπέρμετρου αστιγματισμού εντός ενός καυγά γεμάτου με υπερφίαλη ζάλη.. και χύθηκε ολωσδιόλου το

Η μοναχικότητα της απέραντης και εύφορης κοιλάδας

Εικόνα
(Εξαιτίας της επερχόμενης πανσελήνου, ένα μικρό αφιέρωμα συναισθημάτων..) ~~~ κάπου βαθιά στην αστραπή, κρύβεται κάπου η αγάπη ένα μικρό, λεπτό και ανεπαίσθητο σχοινί, έτοιμο για να σπάσει μα είναι τόσο δυνατό, από ατσάλινη και εύπλαστη κορδέλα ένα φωτάκι της ζωής που καθρεπτίζεται η στιγμή πάνω στα χρόνια. Μέτρα! κι ο,τι κι αν άστραψε, ή πέρασε σα σίφουνας ή σαν αιώνιο απαλό αεράκι ή ο,τι απόμεινε να λάμπει ακόμα σα γαλαξίας στους καιρούς που περιστρέφεται σ’ ένα πανάρχαιο σύννεφο πιάστηκε και περιφέρεται μες τους αιώνες. Δες! εκεί περπάτησε η αγάπη πέρασε μέσα από λυγμούς κι από μπουντρούμι όπου μύριζε η πέτρα λούστηκε μ’ όλους τους χυμούς, από καρπούς εξωτικούς κι απ’ τα αιδοία των γυναικών πληθωρικά κατέφτασε στην πτέρνα γύρναγε μέρες τα χωριά, εδώ κι εκεί να βρει φιλιά και για παντιέρα είχε στολίσει μία σφαίρα, όπου καρφώθηκε με βία στην καρδιά και για σημαία, μια ροδοκόκκινη για έμβλημα, καρδιά που χρυσοκέντητα είχε ράψει όλο το αίμα κι αυτό δε θα στο αρνηθεί κανείς! αυτό το μένο

Η ομορφιά της ζωής

Εικόνα
Η ζωή είναι ωραία γιατί κάποτε τελειώνουν οι αποχαιρετισμοί κι αρχίζουν τα καλοκαίρια που αγγίζουν τ’ αστέρια και βλέπουν τα όνειρα να λάμπουν. Elenitheof 6/5/2010

Ψυχή

Μέσα στ’ ανήλιαγο στρατί, αργοκυλάει ένα δάκρυ απ’ τα μάτια σπάει, διαλύεται χίλια κομμάτια κι ύστερα χύνομαι κι εξανεμίζομαι, κυλώ σα γάργαρο νερό κι όλο ξεχύνομαι και παραδίνομαι σ’ ένα Θεό... (ποτέ δεν έμαθα να ‘χω φραγμό!) πέφτει και σπάει και γίνεται χίλια κομμάτια το φυλαχτό - το τελευταίο της πλάσης μου δάκρυ - σε μια γουλιά του μεθώ, απ’ του χρόνου τ’ ανίκητο θείο πιοτό κι εκεί που πάω να κρατηθώ, πιο χαμηλά απ’ τον πάτο του κόσμου απλώνομαι έτσι μικρούλης, αθώος, ελάχιστος, μ’ ένα μου δάκρυ να τρέχει απ’ το μάτι ο “τιποτένιος” ανέραστος πρίγκιπας, που ‘χει απογίνει ένα τρύπιο τσουβάλι κι είναι ο σάκος μου απ’ την απόρριψη όλου του κόσμου γιομάτος με την κακία, το μίσος, το γόητρο, την απληστία στο δόλιο μου λάθος και πίστεψέ με χωράει πραμάτειες που δε φαντάζεται ανθρώπου γλώσσα κι άλλα ψωμιά, βαπτισμένα ερωτόλογα που προδοθήκαν στου δρόμου τη ρότα μέχρι ν’ ανοίξει απ’ την πίεση η πλάση μου και να σχιστεί με μιας η κοιλιά μου έφαγα ψέματα, πέτρες και πείσματα, βήματα μ’ άφησαν

ΕΠΙΚΟ

Εικόνα
Κάθε που βραδιάζει νύχτα ντύνομαι, τυλίγομαι στα μαύρα μου τα πέπλα. Σ ένα όνειρο αναβάτης πάλι γίνομαι, σ ένα κορμί παραφροσύνης, κλέφτρα. Έρχεται ο ασπρόμαυρος ο πήγασος με τα ανοιχτά διάπλατα φτερά του, με παίρνει για ταξίδι στο αρχιπέλαγος του ουρανού, μήπως μου δώσει την χαρά του. Σαν ανεβαίνω πάνω του, εγώ σαν άνεμος εκείνος με επιβλέπει και χαϊδεύει τα όνειρα και γίνεται όλος κόκκινος και εκεί καθώς με πάει, μου παραπέφτει… Με ακουμπάει επάνω σε ένα σύννεφο, αυτό που μου χε πει πως με πονούσε. Σφαιροειδής γροθιά, στο άπειρο το σύννεφο και χοροπήδησε το άσπρο που φορούσε! Έρχεται ένα παιδί και μου κρατάει το χέρι χρυσοντυμένο, με ανοιχτές του τις φτερούγες, μου τραγουδάει τυχαία και ύστερα με χαϊδεύει ανοίγει τα φτερά του και λέει πως με αγαπούσες. Πύρινος κόμπος στον λαιμό μου βλάστωσε, όταν μου είπε ότι πρέπει να γυρίσω.. Τα βλέφαρα μου γλύφουν τα όσα τάζανε και να παρακαλάω μην ξαναξυπνήσω.. Ξαστέρωσε και ξύπνησα σε όλεθρο, με δάκρια στα μάτια αγναντεύω. Κόλαση και ο παράδεισο