Γιώργος Μπλάνας - Γυμνάσματα


Γιώργος Μπλάνας - Γυμνάσματα



ΑΣΜΑ ΔΙΠΛΟ ΜΕ ΠΑΓΟ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ
ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ

Είχα τα μάτια μου κλειστά κι έδωσα βάση
στα κλάματά τους. Δεν είπα:
«Ρ’ άντε κάν’τε όλοι στην πάντα!»
Δεν τσίνησα για την ξύλινη πίστα,
για τα λουλούδια που έπεφταν βροχή
-να μην βλέπω ούτε το πρώτο τραπέζι-
κι ο σκούπας να κοιτάζει τον κώλο της λουλουδούς,
ο ηλεκτρολόγος, το καθίκι, να έχει χάσει το παιχνίδι:
πίσσα σκοτάδι, Λυσσιατρείο το κατάστημα...

Είχα τα μάτια μου κλειστά κι έδωσα βάση
κι όταν άναψαν τα φώτα βρέθηκα σαν τον φιστικά
πάνω στην πίστα: πουκάμισα, γραβάτα,
σακάκι ένα κουβάρι, τα παπούτσια
μαντάρα μες στις λάσπες...

Του Άδη το περίγελο κατάντησα, λεχρίτες!



ΚΑΘΕΝΑΣ ΘΕΛΕΙ ΕΝΑΝ ΘΕΟ...

Καθένας θέλει έναν θεό δικό του, πρίγκιπα. Όμως
τα βρίσκουν μεταξύ τους όταν έρθει μεσημέρι
με την χελώνα, το τζιτζίκι και την πέτρα πυρωμένη˙
κι έρθει το απόγευμα με τη λευκή
φτερούγα του ορίζοντα απλωμένη, μυρωμένη,
κι έρθει το σούρουπο με τον αποσπερίτη
φιλόσοφο σε περισυλλογή.

Άνθρωποι είναι, πρίγκιπα. Κι αυτό σημαίνει
πως απ’ την ίδια εξορία
δρέπει ο καθένας την πληγή του.

Κι αυτός: «Το σύμπαν είναι επίπεδο, και διαστέλλεται,
και δεν μπορώ να καταλάβω
τι περισσότερο μπορεί να κάνει ένας θεός».



ΥΠΟΘΗΚΗ

Επειδή το τέλος πάντα θα φυλάει τα σταυροδρόμια
και θα ’ρχεται απρόσκλητος ο άρχοντας του χάους,
κι ένα λιθάρι ασήμαντο με τη μορφή φιδιού,
θα έρπει όλα τα πλάσματα,
για χάρη του αδίστακτου ως άνω των πλασμάτων,
ένα βαθύτατο καράβι να ετοιμάσεις·
τον πληγωμένο άνθρωπο,
που έχει ανάγκη ανθρώπου να φορτώσεις
και την προστάτιδα ψυχή ονείρων και προσδοκιών,
ελπίδας πάσης, την παρθένα που δέχεται το βάρος
του κόσμου όλου, την παρθένα,
που ταξιδεύει απ’ την αρχή προς την αρχή˙
και ν’ ανοιχτείς δίχως φόβο, με πάθος.

Έτσι άρχισε ο κόσμος.
Έτσι θ’ αρχίζει πάντα.

Στη μέση του ωκεανού, οφείλεις να ξυπνήσεις,
να θυμηθείς πως ήσουνα νεκρός
μες στην καρδιά σου, πριν πνιγείς
στο δρόμο για το φως. Αλάτι
και μέταλλο λιωμένο ν’ ανασάνεις
στο καμίνι του γαλάζιου, να ξεχάσεις, να ξεχάσεις
αυτόν που ισχυρίζεται πως είναι ο κόσμος λίγος,
και είναι ο κόσμος σκοτεινός,
κακός, κι αυτόν που βρίσκεται στον κόσμο,
αλλά δεν είναι κόσμος,
αυτόν που λέει πως θα σωθεί και φεύγει
από τον κόσμο και τα πράγματα, κι αυτόν που διαδίδει
πως όποιος έμαθε, έμαθε, κι όποιος γνωρίζει, ξέρει.

Το θαύμα είναι η μοίρα σου, γιε μου, τα πράγματα, οι αρχές σου,
επειδή το τέλος πάντα θα φυλάει τα σταυροδρόμια.



Ο ΔΕ ΙΗΣΟΥΣ ΕΛΕΓΕΝ...

Συγχώρεσέ τους, Πορφυρέ, με τη μεγάλη δύση των βουνών σου.
Νεκρώνονται κατάσπλαχνα, όταν χιμούν σε σπλάχνα άλλων.
Γυρίζουν από την σφαγή να ξαποστάσουν νικητές στον όλεθρό τους.
Καθένας ζει πολλούς νεκρούς, για να μην θάψει τον νεκρό του.

Συγχώρεσέ τους, Δροσερέ, με το βαθύ γαλάζιο των νερών σου.
Ξεσχίζονται κατάσαρκα, όταν χιμούν στις σάρκες άλλων.
Γυρίζουν από την σφαγή να αιμορραγήσουν στα πεδία των ονείρων.
Καθένας ξενυχτάει πολλούς νεκρούς, για να μην κλάψει τον νεκρό του.

Συγχώρεσέ τους, Ανθηρέ, με τον μεγάλο ίσκιο των δασών σου.
Από τη μάχη των εμπόρων, κανείς δεν βγαίνει ζωντανός.
Νεκρό το θύμα και ο θύτης δυο ζωντανές φορές νεκρός.




ΠΗΓΕ ΝΑ ΞΑΡΑΧΝΙΑΣΕΙ ΤΟΝ ΑΔΗ

Σήμερα, Μεγάλη Τετάρτη του έτους 2008, στις 1 το μεσημέρι, μάζεψε τα λιγοστά υπάρχοντά της –μια χούφτα ανάσα κι ένα κάρβουνο ψυχή- για τον Άδη η Καλομοίρα Μωραΐτη, η γυναίκα που –ως μητέρα της μητρός μου- με μεγάλωσε και με δίδαξε ζωή και γνήσιο λαϊκό λόγο, στον οποίο διέθετε έμφυτο ταλέντο. Η Καλομοίρα γεννήθηκε το 1914 στο Σεβδίκιοϊ της Ιωνίας, μεγάλωσε στα παραδείσια Βουρλά, και ήρθε στην Ελλάδα το 1922, με ματωμένα πόδια από το αίμα των «συνωστισμένων» στο λιμάνι της Σμύρνης. Από τρυφερή ηλικία εργάστηκε ως οικιακή βοηθός σε ανθρώπους που την σεβάστηκαν ως προσωπικότητα, άσχετα από την ιδεολογία της και τις ιδεολογίες τους: ο δικτάτορας Πάγκαλος, ο συνδικαλιστής Λάσκαρης και ο υπουργός γιος του, ο βιομήχανος Στεφανούρης. Η Καλομοίρα αγάπησε και παντρεύτηκε τον τεταρτοδιεθνιστή Αλέξανδρο Μωραΐτη, τον οποίο έχασε υπό τραγικές συνθήκες, στα 1944, από χέρι κατακτητή. Έκτοτε, αφιέρωσε τη ζωή της στην εργασία και την ανατροφή του παιδιού της, των παιδιών των συγγενών, των εγγονιών και των δισεγγονιών της. Βαθιά θρησκευόμενη και ακλόνητα σοσιαλίστρια, πίστευε πως η τυραννία έχει τρεις ρίζες: τη Βασιλεία, το Κεφάλαιο και το Ιερατείο. Όταν πληροφορήθηκε πως αυτή ήταν και η άποψη του –άγνωστού της- Θεόφιλου Καΐρη, είπε: «Σε ποια φυλακή πέθανε αυτός;». Όταν έμαθε πως πέθανε στη φυλακή της Σύρου, είπε απλά: «Θεός σχωρέσ’ τον. Τον δικό μου τον σκότωσαν στου Αβέρωφ». Γενναιόδωρη, απροκατάληπτη, εργατική και εξαιρετικά μειλίχια, δεχόταν οτιδήποτε ανθρώπινο ως απολύτως φυσικό. Αντιδρούσε μόνο στην φυσική και πνευματική βρωμιά. Και τη μεν πρώτη την αντιμετώπιζε με άπειρα ξεσκονόπανα, σκούπες, σφουγγαρίστρες, σαπούνια, νερά... Τη δε δεύτερη αντιμετώπιζε με έξαλλη οργή, στη διάρκεια της οποίας ούτε δυνατός άντρας δεν μπορούσε να την αντιμετωπίσει.
Ας αναπαύεται στους αιώνες, αν και το πιθανότερο είναι να παλεύει μέχρι το τέλος της πλάσης να «ξαραχνιάσει» τον Άδη, μουρμουρίζοντας: «Μα τι άνθρωποι μένουν εδώ! Πόσον καιρό έχουν να καθαρίσουν;»
23 Απριλίου, 2008



ΕΤΣΙ ΠΝΙΓΟΝΤΑΙ ΟΙ ΚΑΧΥΠΟΠΤΟΙ

Ένας ανώτερος υπάλληλος
κατέβηκε πρωί πρωί
με το ασανσέρ
στο θυρωρείο
της πολυκατοικίας
όπου έμενε· κι ετοιμαζόταν
να βγει στον δρόμο
να πάει στη δουλειά του,
να δουλέψει σκληρά,
όταν άκουσε τύμπανα.
«Τι είναι αυτά τα τύμπανα;»
ρώτησε τον θυρωρό.
«Δίνουν τον ρυθμό
στους κωπηλάτες,
φυσικά!»
απάντησε ο θυρωρός.
Ο ανώτερος υπάλληλος τον κοίταξε
καχύποπτα.
«Τον έξυπνο μου κάνεις;»
του είπε.
«Αν δεν σου αρέσει η δουλειά σου,
παραιτήσου!
Όμως μην κοροϊδεύεις
τους ανθρώπους που δουλεύουν
σκληρά, όλη μέρα!»
Και βγήκε έξω
κι έπεσε στο νερό
και πνίγηκε.
Καλά να πάθει!



ΟΙ ΟΜΠΡΕΛΕΣ

«Οι παπάδες κι αν είναι ομπρέλες!»
μουρμούρισε το αγόρι στο κρεβάτι του.
Τα έπιπλα κοιτάχτηκαν απορημένα.
«Δηλαδή, εγώ είμαι εκκλησία!»
είπε η ντουλάπα.
«Μπα, είσαι πολύ νέα»,
είπε το κρεβάτι.
«Πρέπει να μεγαλώσει μια ντουλάπα
για να γίνει εκκλησία;»
ρώτησε η ντουλάπα.
«Όχι, πρέπει να είναι αρκετά μεγάλη
για να μπορεί να βγάζει ανόητα συμπεράσματα
από τα λόγια ενός παιδιού», είπε το κρεβάτι.
«Δεν ξαναμιλάω!» είπε η ντουλάπα.
«Τα κρεβάτια κι αν είναι παπάδες!»
μουρμούρισε το αγόρι στο κρεβάτι του.



ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΩΣΑ ΑΚΟΜΑ
(Στασιωτικό Πρώτο - Η πρώτη γραφή)

Γέρασα, προσμένοντας ν’ ακούσω αν άκουσαν καθόλου τη φωνή μου·
ιδίως ένας δειλός, που έσυρε κάτι απόμερα κομμάτια ιστορίας
καταμεσής ενός χάρτινου έθνους κι ενός γυάλινου έθνους
και τα ροκάνισε για τα καλά· κι ένας βρικόλακας,
που τρέφεται με τα χάρτινα αίματα των βραδύγλωσσων γιακάδων·
κάποια που μόλυνε το ευλογημένο σκοτάδι της φωνής
με την κατάλευκη ερημιά της αγοράς
και κάποια που εξαγόρασε την προστυχιά της με την αναίδειά της,
που δεν ήταν αναίδεια, ήταν προστυχιά σ’ έναν κόσμο ασύμμετρο·
ασύμμετροι όλοι, σκουριά του ψεύτη κι αποφορά του κλέφτη
και λύσσα παραλυτική του τοκογλύφου
γιατί να ζούνε ελεύθεροι αγρότες μέχρι τον δέκατο αιώνα
στην επικράτεια της αδέσποτης ψυχής
κι η μέρα η όρνιθα κι η νύχτα η γλαύκα να μοιράζονται την ίδια αυλή.
Γέρασα, βέβαια, και ξέρω πως ο κόσμος
δεν έχει πια τα χέρια του κατάζεστα χωμένα μες στις τσέπες
της τρέλας, ούτε μαίνεται τίποτ’ ανάερο στον νου του,
όταν νυχτώνει· μόνο φως αδιάβαστο και φόβος
άγραφος κι η συνείδηση ερπετό μιας εφήμερης απάτης:
αυτενέργεια, τάχα, ενώ κανείς δεν είναι ορθός ως μέσα, στην καρδιά,
εκεί που υπήρχε πάντα τόπος για μιαν άλλη αυθαιρεσία
και τώρα μόνο μια νέα ευκαιρία για την επόμενη εξουσία.
Γέρασα, ανοίγοντας πληγές μου κατεπάνω στη φαγούρα του θανάτου,
ασφυκτιώντας ποιος ευθύνεται γι’ αυτήν την ερημιά
που ξεφωνίζει ζωή μέσα στο θάνατο, ψυχορραγώντας
στον ύπνο μου μια νέα πολιτική οικονομία της αρμύρας,
μιαν άλλη τεχνολογία των στεναγμών γεμάτη ελάφια και φως.
Γέρασα, μα δεν τέλειωσα ακόμα.
Απρόβλεπτη υπόθεση ετούτο το αιμάτινο ταξίδι.



ΠΑΡΕ ΤΑ ΔΩΡΑ σου χρόνε
κι εκείνο το ξυλάλογο της προσδοκίας,
εκείνο το ξυλάλογο: γνώριμο τέχνασμα,
σχεδόν απρέπεια, σχεδόν ασχήμια
και οπωσδήποτε αλητεία.

Η μια ψυχή ζητάει το γίγαντά της,
η άλλη ρωτάει καθρέφτες την ψυχή της.
Τρίτη αφήνει όνειρα σημάδια
για να επιστρέψει δυσανάγνωστη
στο φτωχοκείμενό της.

Με παραμύθια λιγοστεύουμε μεγάλοι,
με παραμύθια αυξάνουμε παιδιά.
Συμμορφώσου, συμμορφώσου,
χρόνε αδέξιε παραμυθά.

Σηκώνεται, πλένει το πρόσωπο,
ντύνεται κατάσαρκα τον κήπο
και διεκδικεί το θάνατο
με άνθη και πάθη και σώμα και ψυχή.

Χρόνε παράδοξε φονιά, η φτώχια ζώο παραφυλάει.
(Απόσπασμα από το Τετράδιο Σημειώσεων 2000)



Ο ΛΑΓΟΣ ΠΟΥ ΦΟΒΟΤΑΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ

Όπου κι αν πήγαινε ο νεαρός λαγός, μέσα στο δά­σος, τρόμαζε. Κουνιόταν μια μεγάλη σαύρα, λιποθυμούσε απ’ την τρομάρα του. Κουνιόταν μια μικρή σαύρα, το έ­βαζε στα πόδια. Πεταγόταν μπροστά του άλλος λαγός, πεταγό­ταν αυτός μέχρι εκεί πάνω από το φόβο. Όλα όσα για έναν οποιοδήποτε νεαρό λαγό δεν ήταν παρά η γοητεία του φυσικού κόσμου, για τον δικό μας ήταν φρίκη και μόνο φρίκη. Ο άνεμος βούιζε στ’ αυτιά του σαν σεισμός. Ο σεισμός ακουγόταν στα βάθη της ψυχής του σαν το τέλος του κόσμου. Ακόμα και η συντομότερη βροχή, φάνταζε στα μάτια του σαν προμήνυμα κατακλυσμού. Όσο για τις δυνατές μπόρες... Πώς δεν είχε τσακιστεί, τρέχοντας να ξεφύγει τα φανταστι­κά ποτάμια που τον κυνηγούσαν!
Το γεγονός αυτού του νοσηρού φόβου έγινε άμεσα αντιληπτό από την μητέρα του, που ήταν εξαιρετικά μορφωμένη λαγουδίνα και είχε σπουδαίες γνωριμίες στο χώρο των διανοουμένων του δάσους.
Ο ίδιος ο πατέρας του ήταν σπουδαίος καλλι­τέχνης. Είχε εκδώσει τρεις πρωτοποριακές ποιητικές συλλογές, που αν και δεν βρήκαν άμεση απήχηση, παρέμεναν σπουδαία κείμενα προορισμένα να αναγνω­ριστούν στο μέλλον.
Καθώς, λοιπόν, η λαγουδίνα είχε αναθρέψει τον γιο της με με­γάλη προσοχή, σε αυστηρά κλειστό περιβάλλον, διακοσμημένο με σπάνιες εκδόσεις σημαντικών έργων της σκέψης του δάσους, και είχε ορισμέ­νες τύψεις οι οποίες την επισκέπτονταν την νύχτα και την φόρτωναν με υπερβολικό άγχος για την ασφάλεια του παιδιού, αποφάσισε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα άμεσα.
Οι γνωστοί της διανοούμενοι της πρότειναν να πά­ει το γιο της σε κάποιον διάσημο καλλιτέχνη -πρωτοποριακό κι αυτόν- ειδικευμένο στην ψυχανάλυση.
Έτσι κι έκανε. Ο ψυχαναλυτής της πρότεινε να επισκεφτούν οικογενειακώς έναν άλλο καλλιτέ­χνη, που ασχολιόταν με οικογενειακή ψυχανάλυση.
Το ζεύγος δεν έχασε καιρό και, πάνω στα λόγια και τις ψυχαναλύσεις, αντί να θεραπευτεί ο γιος, διαπίστωσαν οι γονείς πως τα πράγματα που τους χώριζαν ήταν πολύ περισσότερα από αυτά που τους ένωναν.
Συγκεκριμένα, η μητέρα ανακάλυψε πως δεν ήθελε για σύντροφο έναν αποτυχημένο ποιητή, αλλά έναν επιτυχημένο υδραυλικό, αρκεί να την ικανο­ποιεί σεξουαλικά.
Αντίθετα, ο πατέρας ανακάλυψε πως δεν ήταν φτιαγμένος για οικογένεια αλλά για τέχνη και πως δεν μπορούσε πια να περιφέρει την ύπαρξη του σε μια μικροαστική φωλιά με μια σεξουαλικά αχόρταγη γυναίκα κι ένα νευρωτικό γιο.
Όσο εκείνοι έψαχναν το ασυνείδητο τους και καυγάδιζαν άγρια, ο νεαρός λαγός είχε γίνει ρεζίλι σε όλο το δάσος.
Σαν να μην του έφτανε ο φόβος, απόκτησε οι­κογενειακό πρόβλημα κι επιπλέον το παρατσούκλι ο Αναλυμένος που χρησιμοποιούσαν οι φίλοι και οι γνωστοί, προκειμένου να αναφερθούν -όχι χωρίς κάποια δόση συμπάθειας- στην περίπτωση του, αγνοώντας ασφαλώς την σπουδαία συνεισφορά της ψυχανά­λυσης στην εξέλιξη του πνευματικού κόσμου του δά­σους.
Κάποια στιγμή απελπίστηκε.
«Τι να την κάνω τέτοια ζωή;» σκέφτηκε. «Θα σκοτωθώ να γλιτώσω από τα βάσανα!»
Την σκέψη αυτή δεν την εμπιστεύτηκε ούτε στον οικογενειακό ψυχαναλυτή, γιατί ο καταιγισμός συμβουλών που θ’ ακολουθούσε, θα ήταν τουλάχι­στον ακατανόητος, μα ούτε και στους γονείς του, γιατί θα τους έδινε πάραυτα άλλον ένα λόγο να σκοτώνονται μεταξύ τους.
Απλά, τριγύριζε στο δάσος, προσπαθώντας να πραγματοποιήσει την απόφαση του.
Στην αρχή ανέβηκε σ’ ένα ψηλό δέντρο με σκοπό να πέσει κάτω, αλλά τον κατάλαβαν τα άλλα ζώα κι έτρεξαν ν’ απολαύσουν το θέαμα, αραδιάζο­ντας συγχρόνως του κόσμου τις ανοησίες, σχετικά με τους λόγους που είχαν οδηγήσει το νεαρό λαγό στα πρό­θυρα της αυτοκτονίας.
Εκείνος φοβήθηκε με όλες αυτές τις φωνές, κι έτρεξε αμέσως να κρυφτεί στην φωλιά του.
Ύστερα, είπε να φάει δηλητηριώδη μανιτάρια, ενέργεια στην οποία θα μπορούσε να προβεί με την ησυχία του. Πλησιάζοντας όμως μιαν αποικία τροφαντών μανιταριών, συνέλαβε κάτι μικρούλικα μυρμήγκια να κουβεντιάζουν ζωηρά για την περίπτωση του. Όταν τον είδαν από πάνω τους, θεώρησαν καλό να τον βάλουν στην κουβέντα, πετώντας του κατάμουτρα τόσες συμβουλές και νουθεσίες, ώστε εκείνος φοβήθηκε κι ανέβαλε την αυτοκτονία του.
Δοκίμασε πολλές φορές να δώσει τέλος στην ζωή του, όμως πάντα κάτι τον τρόμαζε και τρεπόταν σε φυγή.
Κάποτε τα ζώα του δάσους άρχισαν να τον βλέπουν το όλο πράγμα, σαν κάτι παραπάνω από ενδιαφέρον. Το έβλεπαν σαν διασκέδαση, κι αστειεύονταν σε βάρος του λαγού μας, μετατρέποντας το παρατσούκλι ο Αναλυμένος - που είχε ήδη αρχίσει να κυκλοφορεί ευρέως - σε Τελειωμένος.
Έτσι, ο φίλος μας είχε έναν ακόμη λόγο να μην θέλει την ζωή του. Δεν ήταν μόνο δειλός, δεν είχε μόνο οικογενειακό πρόβλημα, ήταν και αστείος.
Κάθισε, σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε και θυμήθηκε πως ο μόνος τρόπος αυτοκτονίας που δεν είχε δοκι­μάσει ήταν το νερό.
Μια και δυο, πάει στο ποτάμι να πέσει να πνιγεί.
Οι βάτραχοι, μόλις τον είδαν να έρχεται, κοι­τάχτηκαν μεταξύ τους με απογοήτευση.
«Καλώς τα δεχτήκαμε!» είπε ένας. «Ο Τελειω­μένος έρχεται να δώσει την παράσταση του!»
«Κάντε πως δεν τον βλέπετε», είπε κάποιος άλλος. «Θα βαρεθεί και θα φύγει».
«Κι αν πιάσει αυτή τη φορά;» παράτησε ένας τρί­τος. «Θα γίνει μεγάλη φασαρία, θα μαζευτούν εδώ όλα τα τηλεοπτικά κανάλια του δάσουν και πάει η ησυχία του ποταμού μας!».
«Φύγετε παιδιά! Θα μπλέξουμε άσχημα με τον τύπο!» φώναξε ένας θρασύς και εύσωμος. Οι βάτραχοι συμφώνησαν και, χωρίς δεύτερη κουβέντα, εξαφανίστηκαν αφήνοντας πίσω τους μερικά τρομαγμένα κοάσματα.
Ο λαγός παραξενεύτηκε.
«Βρε!» είπε μέσα του «Κοίτα να δεις που με φο­βήθηκαν! Ε, λοιπόν δε το φανταζόμουν πως υπάρχουν ζώα που με φοβούνται! Ή μήπως δεν με φοβούνται, κι έφυγαν απλά για να με αποφύγουν; Αλλά γιατί να με αποφύγουν, την στιγμή που θα μπορούσαν να με φοβίσουν και να φύγω εγώ;»
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, ο λαγός μας βρέθηκε μπλεγμένος μέσα στις σκέψεις του. Αποφάσισε να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά, όπως του είχε πει να κάνει ο οικογενειακός ψυχαναλυτής. Αλλά μπερδεύτηκε ακόμα περισσότερο. Εκεί που καθόταν και σκεφτόταν, άρχισε σιγά σιγά να νοιώθει κάτι πρωτόγνωρο. Θύμωνε, θύμωνε πολύ, πάρα πολύ, ώσπου στο τέλος δεν κρατήθηκε:
«Φτάνει πια!» φώναξε. «Δεν θα με τρελάνουν! Να πάνε να πνιγούνε όλοι τους!»
Αυτό ήταν. Άρχισε να πηγαίνει προς την φωλιά του, θυμωμένος και βιαστικός. Τόσο θυμωμένος και τόσο βιαστικός, που κανείς δεν τόλμησε να κάνει το παραμικρό σχόλιο.
Τελικά ίσως να είχε δίκιο εκείνη η κουκουβάγια, στην άκρη του δάσους, που έλεγε πως ο θυμός είναι η αρχή της αξιοπρέπειας, άποψη για την οποία είχε έρθει συχνά σε σύγκρουση με την καλή κοινωνία των ζώων, διώχθηκε αρκετές φορές από το λιοντάρι, και φυσικά αποκλείστηκε από όλους τους εκδοτικούς οίκους του δάσους.
28 Ιανουαρίου, 2008



Γιώργος Μπλάνας
για το ιστολόγιο της Πορφυράδας (σε μεταφορά από το ιστολόγιο της Πορφυράδας)
30/12/2019

Σχόλια