Ανένταχτα του Γιώργου Σ. Κόκκινου - Αδημοσίευτα
VII Ανένταχτα του Γιώργου Σ. Κόκκινου - Αδημοσίευτα
*διανθισμένα με τις φωτογραφίες της Μαρίας Καραμπούτα*
(Τα κάτωθι ποιητικά κείμενα και στιχουργήματα δεν συμπεριελήφθησαν στα ηλεκτρονικά βιβλία ‘’Ανένταχτα I’’ & ‘’Ανένταχτα II’’ και θεωρούνται Αδημοσίευτα, ενώ το Παραμονή Χριστούγεννα έχει περιληφθεί αυτούσιο στο 3ο βιβλίο της σειράς Πρότερον Θνητοί, καθώς και στην αντίστοιχη Επίτομη έκδοση. Έχουν υποστεί ελάχιστες τροποποιήσεις από την αρχική τους παρουσίαση στο stixoi.info).
Χλωμό Σαββατόβραδο
Και να μια μελωδία π’ ακούγεται, ξεχασμένη
καιρός πάει πολύς που άκουγα και διάβαζα για νέους κόσμους
εδώ να μασουλάω Μαγιάτικο ψωμί, με ελαιόλαδο και δυόσμο
πόσα φεγγάρια μάτια μου να περιμένεις ακόμα;
γεμίσανε τα φεγγάρια, αδειάσανε
περάσανε μήνες, χρόνια, δεκαετίες
γεμίσανε τα ποτήρια με πίκρες, φαρμάκι από χάπια και αηδία
σπάσανε τα ποτήρια με μια μανία τόση, σε ραγισμένους τοίχους
σπάσανε πάνω τους τα μπολ, τα πιατικά
σε στίχους που με κλάματα και με φωνές βαφτήκαν
και σκέπασε η ερημιά την πλάση κι όλα χαθήκανε...
και οι ψυχές ολούθε να περπατούνε, σα στοιχειωμένες οι κάμαρες
κι έξω και μέσα η ερημιά να πλανάται στον ορίζοντα
άγνωστες ψυχές να περπατάνε στο πλευρό σου ...τί φρίκη!
άλλες σ’ ακολουθήσανε και πήρανε το κατόπι σου
κι άλλες γίναν το έλκηθρο για την καταστροφή σου
κι όταν είδαν την ανημποριά που κουβαλάς στις πλάτες σου
εσύ που μόχθησες να τις κερδίσεις με τις βολές σου
εσύ που περπάτησες χιλιόμετρα, που έφτυσες αίμα
που κουβάλησες, που βράχηκες απ’ το χαλάζι
που ξεποδαριάστηκες να μαζεύεις και να μαζεύεις τόσα χρόνια
κι όταν είδαν την ψυχή σου ...λάκτισαν
κι όταν είδαν τη ζωή σου, τις ομορφιές σου, τα πάθη σου
όταν σε είδαν να κλαις απαρηγόρητος
ή άκουσαν τα επιβεβαιωμένα σου λόγια στην αφοσίωση
κι όταν γεύτηκαν τους εγωισμούς σου, τις αξίες σου, τις ιδέες σου
τότε ήταν που σ’ αποχαιρέτησαν κουνώντας στοργικά το μαντήλι
πόσα φεγγάρια περιμένεις ακόμα μάτια μου να γεμίσουν;
δώσαμε τα χέρια, δώσαμε την ψυχή μας
τις πενιχρές μας οικονομίες για την αγάπη μας
πουλήσαμε τα, δεδουλευμένα απ’ τα χρόνια μας, αποκτήματα
δώσαμε τη στοργή και υπομείναμε του κόσμου τις κατραπακιές
μέχρι που αρρωστήσαμε, δακρύσαμε, απελπιστήκαμε
στο τέλος σβήσαμε, πέφτοντας, σαν άλλα πεφταστέρια
καθόμαστε εδώ και συγκεντρώνουμε αναμνήσεις
συλλέγουμε όμορφες στιγμές, να μπουν στη βιβλιοθήκη με το τζάμι
πες μου! αλήθεια ναυαγήσαμε, άλλοτε σκληρέ και ψυχρέ κόσμε;
απόκοσμε πελαγίσιε ορίζοντα, μασουλάμε βότσαλα να ξεχάσουμε το θυμό μας
πονάω! μέσα μου, γύρω μου κι εκτός μου
εδώ που υπάρχω, πονάω ακόμα...
και νυχτιές σαν και τούτη, με ξαστεριά κι ομίχλη
- χλωμό Σαββατόβραδο -
ψάχνω εναγωνίως να δω αν γέμισε το φεγγάρι.
02/05/2015
Σοκολάτες με τη Μαίρη
Τα καράβια, τα καράβια. Αχ! μας φέραν τα μουλάρια
στα κανόνια αδερφοί, μας την πέσαν ποντικοί
Χριστιανοί, Χριστιανοί. Να ‘τοι, να ‘τοι! οι πονηροί
τρώνε, πίνουν τα παιδιά τους και γιομίζει η κοιλιά τους
τα πουλιά, τα πουλιά. Αχ! μας κρύψαν μυστικά
κάμαν πόλεμο οι μαστόροι, της γραφής οι πρωτοπόροι
παίρνω σύρμα και μαχαίρι να τους κόψω και το χέρι
έχουν πόλεμο οι φτωχοί και της χούντας οι οπαδοί
το πρωί, το μεσημέρι και στο φως από τ' αστέρι
έτσι τρώγαμε στο χέρι σοκολάτες με τη Μαίρη
στα χαρτιά, στα χαρτιά. Ζωγραφίζω μια καρδιά
στα μισά της απεργίας, πλάι στα πόδια της Μαρίας
τώρα πως να την περάσω; Δε γνωρίζω κι από λάσο
την αγάπη μου θα γράψω, με φιλιά να σ' αγκαλιάσω
με φιλιά, με στοργή κι είναι χάρμα η ζωή
στο δικό μας το λημέρι που μας χάιδευε τ' αγέρι
το πρωί, το μεσημέρι και στο φως από τ' αστέρι
έτσι τρώγαμε στο χέρι σοκολάτες με τη Μαίρη.
29/05/2006
Υπάρχει τ’ αύριο;
Περνάει γρήγορα ο καιρός
φεύγουν οι μέρες
μα χάπι δεν υπάρχει για τον πόνο της ψυχής
και το μαρτύριο μεγαλώνει, αναπτύσσεται
θεριεύει κι όλο απλώνει σαν καρκίνωμα
τυλίγει όλα τα πέταλα του έρωτα
και τα λουλούδια της ψυχής, τα κόβει
ποιά πόρτα να χτυπήσω
τη συμβουλή να βρω για κάθε πόνο;
μένω μονάχος σ' ένα δυάρι
όπου οι τοίχοι του μαυρίσανε, απ' τα δάκρυα
κι η μοναξιά σα μια πουτάνα
τρώει τα όνειρα που έκανα, στον ύπνο
περνάει γρήγορα ο καιρός
κι όλο μου λένε ‘’υπάρχει τ' αύριο’’
μα αύριο δε βρίσκω
θα 'μαι μονάχος, σιωπηλός
σα μια σκιά σε γκρίζο τοίχο
και θα μετράω χρόνια που δε γέλασα
και θα μετρώ τα δάκρυα ένα-ένα
οι αποθήκες μου, της δύναμης, στερέψανε
σε ποιό κατώφλι να ζητήσω καινούργια όνειρα;
ζητιάνος έγινα, καχύποπτος
την κάθε λέξη τσιγκουνεύομαι
και τα φιλιά τα φτύνω
για ποιάν αγάπη να μιλήσω
αφού δεν έτυχε ακόμα να τη βρω;
παίρνω μολύβι και σκαλίζω, γκρίζο τοίχο
μία σκιά να μου κρατάει παρέα
περνάει γρήγορα ο καιρός
και είναι ωραία
κι όλο μου λένε ‘’υπάρχει τ' αύριο’’
μα αύριο δε βρίσκω...
26/06/2006
Γλύκα, φιλιά μου προίκα
Γλύκα, φιλιά μου προίκα, βρήκα το μυστικό
θέλω να σ’ ανταμώσω, για να σε παντρευτώ
γλύκα, φιλιά μου προίκα, βρήκα το μυστικό
τα μάτια μου να κλείσω, για να σ’ ονειρευτώ
τώρα να σε ρωτήσω, άλλο μην πληγωθώ
στα μάτια να σε κλείσω και να σ’ ονειρευτώ
γλύκα, φιλιά μου προίκα, βρήκα το μυστικό
άλλο μη σε πληγώσω, για θα φαρμακωθώ
ώρα να σε φιλήσω, λίγο να σε γευτώ
στο σώμα σου να ζήσω κι έτσι να λυτρωθώ
γλύκα, φιλιά μου προίκα, βρήκα το μυστικό
τα μάτια μου να κλείσω, για να σ’ ονειρευτώ.
06/04/2007
Καινούργιος Έρωτας
Καινούργιος έρωτας απόψε ξημερώνει
κι έχει το όνομα που πάντοτε αγαπούσα
συγνώμη αγάπη μου παλιά, σε καρτερούσα
μα εσύ απόγινες στιλέτο που καρφώνει
έτσι κι εγώ βρήκα τη δύναμη να κρύψω
σε μια πληγή που ‘χω στα χείλη να ματώνει
κι άμα ρωτήσεις το Θεό γιατί ‘σαι μόνη
παρ’ την απάντηση και καν’ την φυλακτό
είμαστε άνθρωποι και σφάλμα ό,τι κι αν ζούμε
μα ούτε ο θάνατος, δε θέλει να τ’ αλλάξει
από αγάπη σ’ άλλη αγάπη να οδηγούμαστε
δίχως πιοτό λίγο απ’ τον έρωτα να πιούμε
φύγε λοιπόν, είσαι πια ελεύθερη και μόνη
τράβα να βρεις αυτό που πάντα επιθυμούσες
τί κι αν τα χείλη σου, μου είπαν ‘’μ’ αγαπούσες’’
τώρα αμφιβάλλω μες τη σκέψη σου αν ζω
καινούργιος έρωτας απόψε μ’ ανταμώνει
κι έχει στα μάτια, ό,τι πάντοτε ποθούσα
θυμήσου λίγο όταν στα χείλη σε φιλούσα
κι ήθελα τόσο η στιγμή να μην τελειώνει
τώρα τα χείλη μου θα σμίγουν μ’ άλλα χείλη
κι η αγκαλιά μου θα γεμίζει μ’ άλλο σώμα
για παραδέξου το λοιπόν. Μπορείς ακόμα!
έφταιξες κάπου, για να φτάσουμε ως εδώ…
02/01/2008
Σημαίνεις πολλά
Σημαίνεις πολλά *
έχεις χαράξει μια πορεία στο νου, που τα βράδια αγρυπνώντας
η μνήμη τρελαίνει τις σκέψεις. Ίσως το χθες να μην έσβησε
κι ίσως να άντεξε έτσι το βλέμμα, να περιφέρεται
ανάμεσα στους διαδρόμους της φαντασίας
τρία χρόνια γύρω-γύρω από τη θύμηση και την απόγνωση
δε μου ‘λειψε ούτε μια στιγμή απ’ τα περασμένα
όλα φωτογραφήθηκαν στη συνείδηση
κι εγώ συνέχιζα τη ζωή μου βήμα-βήμα, ολομόναχος όπως πάντα
γνώρισα κόσμο, γυναίκες που με λαχταρούσαν
θαυμάστριες της ψυχής μου. Ποθούσα το σώμα τους. Μα όχι τα μάτια τους
τα δικά σου έμεναν καρφωμένα στην καρδιά, σαν βέλη που τη μάτωναν απ’ τον έρωτα
Σε σκεφτόμουν στο κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε και παραμιλούσα
δεν αισθανόμουν ότι έλειπες. Ήσουνα δίπλα μου, στο πλευρό μου, φύλακας άγγελος
η καλή νεράιδα του παραμυθιού. Χαριτωμένη και πανέμορφη όπως πάντα
με τα διάφανα φτερά σου πετούσες ψηλά
κι ερχόσουν κατευθείαν στην αγκαλιά μου να ξαποστάσεις
εύθραυστη, λεπτεπίλεπτη, διάφανη και κρυστάλλινη
κάποιο πρωινό, θα έφευγα μαζί σου, για το ταξίδι στον Έρωτα
εγώ ρακένδυτος όπως με γνώρισες
- παιδί του δρόμου και των επαναστάσεων -
Όλοι με μπερδεύουν τώρα με εικοσάχρονο φοιτητή
γεννήθηκα λίγο πιο ανώριμος απ’ τους άλλους
ευφάνταστος, που ψοφάει για τα παραμύθια με τις νεράιδες
ήθελα βλέπεις τα αισθήματά μου να ξεχειλίζουν, από τα μάτια, τη μιλιά, τα χέρια
ήθελα πάντα να ‘μαι ο σκλάβος της γοητείας σου
να προσκυνώ το κορμί σου, να το φιλάω πόντο-πόντο
κι εσύ να χαίρεσαι, να γελάς, να διατάζεις πάνω στο μαρμάρινο βάθρο σου
να εξουσιάζεις τη ζωή μου. Με κάρφωναν οι ματιές σου
με εξουσίαζαν τα βέλη του βλέμματός σου, όπως σπινθηροβολούσαν σαν τις αστραπές
ώρες που με κοιτούσες μες τα μάτια. Ξεχύνονταν και πλήγωναν τα φυλλοκάρδια
- και τα στόχευαν ακαριαία -
είχες για όπλο, μια φαρέτρα με βέλη και τη γοητεία σου
για να τραβάς τ’ αρσενικά απ’ το μανίκι
μα εγώ σ’ αγάπησα και σε πόνεσα. Ήθελα να σ’ έχω μέσα στα χέρια
να γεμίζεις την αγκαλιά μου, τη ζωή μου ολάκερη
να σου χαϊδεύω τα μαλλιά, την ώρα που διηγούμαι ιστορίες για μάγους και ιππότες
με πανοπλίες και ξίφη - Το δικό μου μαγικό ραβδάκι, είναι το μολύβι μου -
το στόμα το κρατώ ερμητικά κλειστό, μήπως και ξεχάσει με το χρόνο να μιλάει για σένα
έμαθα να οσφρίζομαι με τα μάτια και τη φαντασία
ν’ αλητεύω στο κορμί σου κάνοντας κύκλους με το μαρκαδόρο
πάνω στο μπλοκ της ιχνογραφίας - Το χαρτί δεν ξεχνά ποτέ -
μένουν τυπωμένες οι λέξεις πάνω του, να θυμίζουν κάτι απ’ την αγάπη
ό,τι κι αν πει κανείς, θα ξεχαστεί. Κι αν βρίσει, ο θυμός θα ημερέψει
πού να ‘σαι τώρα αγαπημένη; Εσύ θα με εντοπίσεις, θα με διαβάσεις, θα με ανακαλύψεις
μα εγώ θα σε θυμάμαι όπως σε γνώρισα. Αέρινη!
κι η ζωή θα συνεχίζεται σαν τα παραμύθια δίχως τέλος. Καληνύχτα!
τραβάω ανηφόρα γι’ απόψε, μα σ’ έχω στο πλευρό μου και δε φοβάμαι. Καληνύχτα!
Σημαίνεις πολλά…
21/05/2007
Παραμονή Χριστούγεννα
Ανάμεσα στο ψέμα κι η αλήθεια μας
εκεί είναι κρυμμένο το καλό μες το κακό
της έχθρας τα παιχνίδια στη μαγεία μας
αιώνιο το αποτέλεσμα για κάποιον χωρισμό
αγάπη που χωρίστηκε στα δύο
παλάτι που γκρεμίστηκε κι απόμεινε μισό
φεγγάρι π’ αποκόπηκε να γίνει φυλαχτό
οι στίχοι σου αγάπη μου, κορδέλα στο λαιμό
μαντήλι στα μαλλάκια σου, λουράκι στον καρπό
να μ’ έχεις κάπου επάνω σου να φέγγω
- ιδού η τιμωρία μας -
μα τώρα είναι το φως μου λιγοστό.
Τα μάτια μου γερμένα, κουρασμένα απ’ το κρύο
στην άκρη π’ ανταμώσαμε τα δυο
γνέθω απόψε ένα δικό μας παραμύθι
- παραμονή Χριστούγεννα -
να έχει όσο γίνεται πιο μαυρισμένη τύχη
ο χάρος με αντάμωσε στην πόρτα
τις περασμένες τις φορές, του γλύτωσα από θαύμα
μα σήμερα ζητούσε την ψυχή μου ή εσένα
κι αντάλλαγμα δε βρήκα να του δώσω. Διάλεξα εμένα.
Η όμορφη ψυχή σου έρωτά μου, έτσι απλά δε χαραμίζεται
δε δίνεται γι’ αστείο, δε χαλιέται
δε σπαταλιέται η αγάπη ν’ απογίνει μαύρο κλάμα
ούτε κυλάει σα νεκρώσιμο ποτάμι
που αδειάζει σε μια λίμνη με ξερόχορτα, η αγάπη
εμμένει, επιμένει, παραμένει και διαχέεται
και βρίσκει τρόπο όταν φτάσει η στιγμή να μεταλαμπαδεύεται
- για όλα σου, του έδωσα εμένα, έρωτά μου -
εμένα που με πρόδωσε η αχάριστη ζωή
ζωή φέρνει τα όνειρα κι εκείνη μας τα παίρνει
ζωή γεννά ο έρωτας κι αν κάποτε χαθεί
νομίζεις πως δεν πρόλαβες, δεν ένιωσες ακόμα
της ευτυχίας τις στιγμές, ποτέ να τις γευτείς.
- Του έδωσα εμένα, έρωτά μου, μη θυμώνεις -
νιώθω απλά πως δε γεννήθηκα, δεν έφτασα στη γη
μισός τί να πρωτόμαθα, μισός τί χάρες είδα;
μονάχα ένα χάροντα να μου ζητάει ψυχή
κι αυτή που παραδίδω εδώ δεν είναι η ψυχή μου
πλαστή είναι και κάλπικη, αέρινη ψυχή
κούφια και άδεια, μάτια μου, γιομάτη από λύπη
για λύπηση, για πέταμα, μία και μοναδική.
24/12/2008
Γιώργος Σ. Κόκκινος
για την Πορφυράδα © Ιανουάριος 2020
φωτογραφίες: Μαρία Καραμπούτα
φωτογραφίες: Μαρία Καραμπούτα
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου