Αλέξανδρος Πάλλης
Βιογραφικά στοιχεία και Ποιήματα
|
(Πηγή: Αρχείο Ε.Λ.Ι.Α.) |
Ο Αλέξανδρος Πάλλης (Πειραιάς 1851 – Λίβερπουλ 1935) ήταν λογοτέχνης, πρωταγωνιστής στον αγώνα για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας (δημοτικισμός). Ο Πάλλης καταγόταν από την Ήπειρο αλλά γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο, φοίτησε στην φιλοσοφική σχολή του Εθνικού Πανεπιστήμιου αλλά διέκοψε τις σπουδές του για να μετακομίσει στην Αγγλία όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο. Παράλληλα με το εμπόριο ασχολήθηκε με τα γράμματα. Δημοσίευσε μια κριτική έκδοση της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή διορθωμένη από τον ίδιο που εκτιμήθηκε από τους φιλόλογους. Ακολουθώντας τις γλωσσικές αντιλήψεις του Ψυχάρη δημοσίευσε το 1889 τα «Τραγουδάκια για τα παιδιά» με σκοπό «τον διαφωτισμό της νεότητας» και μια μετάφραση του «Έμπορου της Βενετίας» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ στην δημοτική. Ακολούθησαν άλλα πρωτότυπα έργα του όπως το διήγημα «Μπρουσός» και η ποιητική συλλογή «Ταμπουράς και κόπανος». Το αφήγημά του «Μπρουσός» εντάσσεται στην παράδοση του έργου του Ψυχάρη «Το ταξίδι μου» και στο ευρύτερο λογοτεχνικό ρεύμα της διδακτικής πεζογραφίας. Ως επί το πλείστον όμως ο Πάλλης ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική μετάφραση, στοχεύοντας στην ανάδειξη της εκφραστικής επάρκειας της δημοτικής σ' όλα τα είδη του γραπτού λόγου. Ποιήματά του και μερικές από τις μεταφράσεις του δημοσιεύτηκαν στο βιβλίο του «Κούφια καρύδια» τυπωμένο στο Λονδίνο. Σημαντικότερο έργο του Πάλλη θεωρείται η μετάφρασή του της «Ιλιάδας» του Ομήρου στη δημοτική και σε δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Ολόκληρο το λογοτεχνικό έργο του, πρωτότυπο και μεταφραστικό είναι στρατευμένο στην υπεράσπιση της δημοτικής, ενώ παράλληλα στάθηκε και ο βασικός χρηματοδότης του κινήματος του δημοτικισμού, ενισχύοντας αρθρογράφους και συγγραφείς όπως ο Παλαμάς, ο Ξενόπουλος, ο Φιλήντας, ο Π.Νιρβάνας, έντυπα όπως ο Νουμάς, ο Λαός, η Ακρόπολη και εκδόσεις βιβλίων και φυλλαδίων σχετικών με το γλωσσικό ζήτημα. Στις 31 Δεκεμβρίου 1880 παντρεύτηκε με την Ιουλία-Ελίζα, κόρη του Θεόδωρου Παντιά Ράλλη. Έκαναν μαζί πέντε παιδιά: τη Μαριέττα, τον Αλέξανδρο-Αναστάσιο, (Βομβάη, 20 Οκτωβρίου 1883-1975), μετέπειτα πολιτικό και συγγραφέα, την Αζίζα (η οποία παντρεύτηκε τον δημοτικιστή ποιητή και συγγραφέα Πέτρο Βλαστό), τον Ανδρέα και τον μετέπειτα συγγραφέα και ορειβάτη Μάρκο.
(Πηγές: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ., Βικιθήκη, Βικιπαιδεία, Βιβλιοnet)
Κανάρης
Όλη η βουλή των προεστών, στο μώλο συναγμένη
Είπε πως όξω στη στεριά τους Τούρκους θα προσμένει.
Τότε έβγαλα το φέσι
Και να μιλήσω θάρρεψα προβάλλοντας στη μέση:
«Τίποτα, αρχόντοι, δε φελά· μονάχα το καράβι».
Σα μ' άκουσε ένα απ' τα τρανά καλπάκια μας, ανάβει
και το φαρμάκι χύνει:
«Ποιος είναι αυτός, και πώς τον λεν, που συβουλές μας δίνει;»
Να τα Ψαρά πως χάθηκαν, κι εγώ φωτιά στο χέρι
Πήρα, και πέρα τράβηξα κατά της Χιος τα μέρη,
Κι είπα από κει -δε βάσταξα- με χείλια πικραμένα:
«Να, πως με λεν εμένα».
(Πηγή: schoriades.gr)
(Πηγή: Περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 118, 08/05/1985)
Περνώντας
από τη συλλογή
Ταμπουράς και Κόπανος
(τυπογραφείο Εστία, 1907)
(κατά το Γαλλικό πρωτότυπο)
Περνώντας από το χωριό,
κοιτάζω κι' έλεγε η Μαριό
«Ναάνι νάνι το μωρό.»
Κι' εμένα θες να μου φανεί
πώς κάπια φώναζε φωνή
«Χαρά στον πονηρό! χαρά στον πονηρό!»
Κι' ως που να πεις κουκούτσι
μια και το κόφτω γω παπούτσι.
Περνώντας από την αβλή,
κόκκορα ακούω που διαλαλεί
«Κιϊκιρίκου κικιρί.»
Κι' εμένα θες να μου φανεί
πως κάπια φώναζε φωνή
«Βρε βαρ' του μια γερή! βρε βαρ' του μια γερή!»
Κι' ως που να πεις κουκούτσι
μια και το κόφτω γω παπούτσι.
Περνώντας από το νερό,
μπάκακας έσκουξε, θαρρώ,
«Μπακακατί, μπακακατιά.»
Κι' εμένα θες να μου φανεί
πως κάπια φώναζε φωνή
«Βρε δώσ' του μια βουτιά! βρε δώσ' του μια βουτιά!»
Κι' ως που να πεις κουκούτσι
μια και το κόφτω γω παπούτσι.
Περνώντας απ' του μυλονά.
ακούω 'να μύλο που γυρνά
«Κραάκα κράκα κράκα κι.»
Κι' εμένα θες να μου φανεί
πως κάπια φώναζε φωνή
«Βρε χώσ' τον στο σακκί! βρε χώσ' τον στο σακκί!»
Κι' ως που να πεις κουκούτσι
μια και το κόφτω γω παπούτσι.
Περνώντας την ακρογιαλιά.
παλικαρήσα ακώ λαλιά
«Εέγια μόλα έγια λέσα.»
Κι' εμένα θες να μου φανεί
πως κάπια φώναζε φωνή
«Στ' αμπάρι κλείσ' τον μέσα! στ' αμπάρι κλείσ' τον μέσα!»
Κι' ως που να πεις κουκούτσι
μια και το κόφτω γω παπούτσι.
Περνώντας από τα σκολιά,
μυτόφωνη αγρικώ λαλιά
«ΨιλήΝ κι' οξείαΝ απαιτεί.»
Κι' εμένα θες να μου φανεί
πως κάπια φώναζε φωνή
«Βρε τράβα του τ' αφτί! βρε τράβα του τ' αφτί!»
Κι' ως που να πεις κουκούτσι
μια και το κόφτω γω παπούτσι.
Περνώντας από τη βουλή,
ρητόρου ακούω φωνή σαχλή
«Τιμή! συνείδησιΣ!! πατρίΣ!!!»
Κι' εμένα θες να μου φανεί
πως κάπια φώναζε φωνή
«Βρε μούντζες δώσ' του τρεις! βρε μούντζες δώσ' του τρεις!»
Κι' ως που να πεις κουκούτσι
μια και το κόφτω γω παπούτσι.
(Πηγή: Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Κρήτης)
|
(Πηγή: Βικιπαιδεία) |
Ως επί το πλείστον όμως ο Πάλλης ασχολήθηκε με τη λογοτεχνική μετάφραση, στοχεύοντας στην ανάδειξη της εκφραστικής επάρκειας της δημοτικής σ’ όλα τα είδη του γραπτού λόγου. Γνωστότερες είναι οι μεταφράσεις του της Ιλιάδας του Ομήρου, καθώς επίσης της Καινής Διαθήκης (με τον τίτλο Νέα Διαθήκη), η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις από τις 9 Σεπτεμβρίου ως τις 20 Οκτωβρίου του 1901 και στάθηκε αφορμή για την έκρηξη των αντιδράσεων των εκκλησιαστικών και αντιπάλων του δημοτικισμού κύκλων. Οι παραπάνω αντιδράσεις οδήγησαν τον ίδιο χρόνο στις αιματηρές φοιτητικές συγκρούσεις στην Αθήνα, γνωστές ως τα «Ευαγγελικά», οι οποίες προκάλεσαν την παραίτηση της κυβέρνησης Θεοτόκη και του Αρχιεπισκόπου. Μετέφρασε επίσης έργα των αρχαίων τραγικών, του Σαίξπηρ, καθώς επίσης φιλολογικές, φιλοσοφικές, ιστορικές και άλλες επιστημονικές μελέτες. Μεγάλο μέρος του έργου συγκέντρωσε στα «Κούφια καρύδια» (Λίβερπουλ 1915) με το ψευδώνυμο Λέκας Αρβανίτης Μαλλιαρός.
(Πηγή: timesnews.gr)
* Τα έργα του, όπως η μετάφραση της Ιλιάδας, το διήγημα Μπρουσός, η συλλογή Ταμπουράς και Κόπανος, τα Κούφια καρύδια με το φιλολογικό ψευδώνυμο Λέκας Αρβανίτης, διατίθενται προς ανάγνωση από το δίκτυο της Ανέμης (The digital library of modern Greek studies)
Καλημερούδια
Ταμπουράς και Κόπανος
Τραγούδια, (Παιδιάτικα)
(κατά το Αγγλικό πρωτότυπο)
Με τί καμάρι περπατεί
την κούκλα της κρατώντας
και με ένα σπάγκο το γατί
ξοπίσω της τραβώντας!
Κοντά στην πόρτα σταματά
πριν πάει πιο παραπέρα,
και τα πουλιά της χαιρετά
με μια της καλημέρα.
«Καλημερούδια σας, πουλιά.
»καλημερούδια, χήνα …
»Την κούκλα λεν Τρανταφυλλιά
»και το γατί Ψιψίνα.
»Κι' α με ρωτάτε και για πού,
»εγώ νωρίς εβγήκα,
»πάω να προφτάσω τον παππού
»που με φιλέβει σύκα. »
(Πηγή: greek-language.gr)
Καταλάνα
Αλεξανδρινή Τέχνη, Τεύχος 3, Μάρτιος 1929
(Σημ.- «Ράμπλα » εἶνε ὁ μεγάλος καὶ πολυ-
σύχναστος περίπατος τῆς Βαρκελλώνης)
Στρωτὴ 'ναι ἡ Ράμπλα μὲ πλατάνων φύλλα
ξερά, ποὺ ἔνα ἔνα ὁ νότος ξεκολνᾶ.
Κι' αὐτή, σὲ μαύρη δαντελλιὰ μαντίλλα,
φροὺ φροὺ περνᾶ.
Ἄθωρο οἱ σάρκες της ἀχνὸ σκορπᾶνε,
καὶ τρανταχτὸ μὲ βῆμα ἐνῶ πατᾶ
τὰ πλέρια στήθια μὲ ρυθμὸ πηδᾶνε
ἀκόρσετα.
Ὅλα τὰ μάτια βουτηχτάδες ψάχνουν
μιὰ μιὰ τίς ὁμορφιές της τίς κρυφτές,
τῶν ἀχναριῶν της τίς μοσκιές ἀδράχνουν
μύτες σκυφτές.
Φρεγάδα αὐτὴ τὸ λάγνο κῦμα σκίζει
ἄνοιθη λές, μὰ ἐμένα (ὤ τί χαρά!)
πρίν στρίψη πῶς χαμόγελα γυρίζει
και με τηρά!!!...
(Πηγή: Βικιθήκη)
για το ιστολόγιο της Πορφυράδας
© Αύγουστος 2020
ενισχύστε την Πορφυράδα στηρίξτε την προσπάθειά μας
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου