Αφιέρωμα στην Αλκυόνη Παπαδάκη


Είναι άνοιξη! Απόβραδο.
Με πνίγει η άνοιξη. Μου κόβει την ανάσα. Δεν αντέχει πια η ψυχή μου να κουβαλήσει τόση ομορφιά.
Σαν να φορτώσεις στη ράχη μιας κάμπιας ένα κόκκινο ρόδι.
Φουσκώνουν οι φλέβες μου, πονάει το αίμα μου, παλεύουν να βλαστήσουν οι σπόροι μέσα μου και δεν υπάρχει χώμα για να ριζώσουν. Δεν υπάρχει αρκετό νερό να ποτιστούν.
Όταν έπρεπε να κόψω όλους τους άγριους θάμνους να ελευθερωθεί το τοπίο, δεν το 'κανα. Λυπήθηκα τα φίδια, που δεν θα είχαν άλλες φωλιές για να κρυφτούν.
Όταν έπρεπε να φυλάξω λίγο νερό, για ώρα ανάγκης, δεν το 'κανα.
Λυπήθηκα τ' αδέσποτα, που διψούσαν.
Τώρα... Τώρα, πώς να φυτρώσουν οι βολβοί; Πως να ποτιστούν τα όνειρα...
Παρ' όλα αυτά, δεν λέω πως δεν βρίσκω κάποιες λύσεις. Πάντα υπάρχει ένα ξεχασμένο, άδειο κονσερβοκούτι στην ψυχή μου. Με φτάνει για να φυτέψω ένα λουλούδι, εποχιακό.
-Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο πλάσμα επί της γης, που να υπηρετεί και να λατρεύει τόσο το εφήμερο όσο εσύ! μου είπε κάποτε ένας εραστής μου.
- Αμέ Υπάρχει. Οι πεταλούδες! του απάντησα.

Από το νέο της βιβλίο «Το ταξίδι που λέγαμε...»
Εκδόσεις: ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Ημερ/νία έκδοσης: 2007
Αριθμός σελίδων: 394


Είναι μερικοί άνθρωποι που δεν μπόρεσαν ποτέ να διαβάσουν το μυστικό σημείωμα που άφησε μέσα τους ο Θεός. Δεν είχαν το απαιτούμενο φως για να το διαβάσουν.
Και τ' άφησαν διπλωμένο να κιτρινίζει σε ένα κρυφό συρταράκι της ψυχής τους.
Είναι μερικοί άνθρωποι που, όταν πέσει στα χέρια τους η χαρά, δεν ξέρουν πως τους ανήκει.
Και σαστίζουν. Τη φέρνουν από δω, τη γυρνάνε από κει, ώσπου ανοίγουν ένα λάκκο και τη θάβουν, όπως κάνουν με τα κόκαλα τα σκυλιά.
Είναι μερικοί άνθρωποι που πίστεψαν αλήθεια πως ο Θεός αγαπάει τους μουτρωμένους.
Χαρά σ' αυτούς που γέμισαν την ψυχή τους και διάβασαν τραγουδιστά το μυστικό τους σημειωματάκι.
Αν το 'σκισαν μετά, αν το 'καψαν, το έκαναν μόνο και μόνο για το κέφι τους. Για να κλείσουν μάτι στο Θεό.
Χαρά σ' αυτούς που πιάστηκαν στο δόλωμα της ζωής και σπαρτάρισαν μέσα στα δίχτυα της.
Αν τα τρύπησαν μια στιγμή και ξαναβγήκαν στο πέλαγος, το 'καναν μόνο και μόνο για να 'χουν τη χαρά να ξαναπιαστούν...

Από το βιβλίο «Σαν χειμωνιάτικη λιακάδα»
Εκδόσεις: ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Ημερ/νία έκδοσης: 1999
Αριθμός σελίδων: 379


Μια ζωή θυμάμαι τον εαυτό μου να φτιάχνει στέκια και καταφύγια για την ψυχή μου. Κι εκεί που είναι όλα έτοιμα κι έχω αρχίσει να βολεύομαι, εκεί που είναι τα πάντα τακτοποιημένα και κάθομαι λίγο να ξεκουραστώ και να κάμω τσιγαράκι, μπαίνει ο διάολος μέσα μου και μου την ανάβει.
-Τι 'ναι τούτα δω τα σκιάχτρα; μου λέει. Δεν είναι για σένα η λούφα, κορίτσι μου. Πάλι πλαστογραφίες κάνεις;
Και βροντάω τότε ένα ασιχτίρ και τα κάνω όλα κεραμιδαριό.
Ύστερα κάθομαι σταυροπόδι και γλείφω τις πληγές μου σαν το σκυλί. Δεν πειράζει, λέω. Πάμε γι' άλλα. Όπως και να 'χει το πράμα, η Ρόζυ γεννήθηκε με το βλέμμα καρφωμένο στο ξημέρωμα. Όρτζα τα πανιά λοιπόν.

Από το βιβλίο «Σκισμένο ψαθάκι»
Εκδόσεις: ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Ημερ/νία έκδοσης: 1993
Αριθμός σελίδων: 241


Ήταν η μικρή αράχνη που στήριζε μια μεταξωτή κλωστή σ' ένα φύλλο του γιασεμιού κι ύστερα κρεμότανε πάνω της και νανούριζε τους πόθους της.
Ήταν η ανόητη σαύρα που κρύφτηκε στη ρίζα του αλεξανδρινού, γιατί φοβήθηκε τη σκιά της ερημιάς.
Ήταν η φτερούγα από το όνειρο του Σέβη που καρφώθηκε σαν το σουγιά σε μια γινωμένη ρόγα σταφυλιού.
Ήταν ο αναστεναγμός από τον ξεσταχιασμένο έρωτα του Σούλια που έκανε τις πέτρινες βρύσες να ιδρώνουν.
Ήταν οι κόμποι από το φαρμάκι στην ψυχή της Σιδερίας που έσταζαν πάνω στα κυκλάμινα και τα ξέραιναν.
Ήταν η αναπνοή του Λέου που τρεμόπαιζε στα φτερά της άσπρης πεταλούδας και δεν την άφηνε να αποκοιμηθεί.
Ήταν η αγάπη της Δαμάσκας που άνοιγε τα μπουμπούκια της μπιγκόνιας.
Ήταν όλ' αυτά ανακατωμένα. Ποιος μπορούσε να τα ξεχωρίσει... Και προς τι;

Από το βιβλίο «Αμάν, αμάν»
Εκδόσεις: ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Ημερ/νία έκδοσης: 1995
Αριθμός σελίδων: 250


Το χαμπέρι έφτασε και στο χωριό της πλαγιάς. Έφτασε σαν το κακό πουλί. Κι εσκέπασε σφιχτά με τις φτερούγες του τον ανθισμένο λόφο. Και τον έπνιξε.
Πρωί πρωί η «κυρία είσοδος» του κόκκινου σπιτιού έκλεισε μ' ένα βρόντο σαν τη στριγγλιά. Και το μπρούτζινο χέρι με το δαχτυλίδι τινάχτηκε δυο φορές στον αέρα και χτύπησε δίχως σκοπό. Τακ. Τακ.
Περάστε! είπε η μοίρα στη συφορά. Κι εκείνη πέρασε ευγενικά κι εστρογγυλοκάθισε στον καναπέ, δίπλα στο μαντολίνο του Νικόλα και στα δαντελένια μαξιλαράκια της κυρίας Κατίνας.
Κείνη τη μέρα μαζευτήκανε όλοι στο σπίτι της Σμυρνιάς. Από κει θα φεύγανε οι πέντε άντρες.
«Θα 'ρθουμε πίσω», λέγανε. Γιατί προσπαθούσανε να δώσουνε κουράγιο στις γυναίκες. Και γελούσανε. Μα το γέλιο έπεφτε από το μισό τους χείλι σαν τ' αποτσίγαρο. Κι έσβηνε...

Από το βιβλίο «Το κόκκινο σπίτι»
Εκδόσεις: ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Ημερ/νία έκδοσης: 1988
Αριθμός σελίδων: 170


Να ονειρεύεσαι, μου 'λεγε ένας φίλος που μ' αγαπούσε και με ήξερε καλά. Τα όνειρα, συνήθως, προδίδουν. Παραπλανούν. Καμιά φορά και σκοτώνουν.
Όμως, δε γίνεται να ζεις χωρίς να ονειρεύεσαι. Δεν έχει νόημα. Δεν έχει ουσία.
Να ονειρεύεσαι!
Κοίτα μόνο να 'χεις σταμπάρει καλά την έξοδο κινδύνου από τα όνειρά σου. Τότε σώζεσαι.
Και ποιά είναι η έξοδος κινδύνου; Τίποτα δεν είναι στη ζωή το παν! Έχει και παρακάτω... Έχει κι άλλο... Προχώρα, λοιπόν, ξεκόλλα! Αυτή είναι η έξοδος κινδύνου!

Όταν ένας άνθρωπος έχει ενδώσει εντελώς στο πάθος του, είναι μάταιο να προσπαθείς να του αλλάξεις τακτική. Είναι όπως ακριβώς ο τζόγος. Όσο χάνεις, τόσο κολλάς. Έχει μια περίεργη γλύκα η αυτοκαταστροφή.

Από το βιβλίο «Βαρκάρισσα της χίμαιρας»
Εκδόσεις: ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Ημερ/νία έκδοσης: 2001
Αριθμός σελίδων: 369


Είναι κάτι νύχτες, που τ' αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου.
Είναι κάτι νύχτες, που όλα σιγοτραγουδούν. Ακόμα κι οι πέτρες.
Και τα ξερά κλαδιά.
Αυτές τις νύχτες προτιμά να σε θυμάται η μοναξιά σου.
Κι έρχεται ακάλεστη. Χωρίς να χτυπήσει ούτε καν την πόρτα,
να ρωτήσει αν δέχεσαι επισκέψεις. Χωρίς να κρατά η αφιλότιμη,
ούτ' ένα λουλουδάκι. Ούτ' ένα γλυκό, μπας και σε ξεγελάσει.
Θρονιάζεται στην ψυχή σου κι ανάβει προκλητικά το τσιγαράκι της.
«Αυτάααα! Πού είχαμε μείνει;»
Σου λέει μ' όλο το θράσος της και σε κοιτά κατάματα.
Είν' αυτές οι νύχτες, που τ' άστρα κατεβαίνουν χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι. Που όλα σιγοτραγουδούν.
Είν' αυτές οι νύχτες τελικά, που βλέπεις καθαρά, το χρώμα που έχουν τα μάτια της μοναξιάς.
Ίδιο ακριβώς, όπως οι στάχτες από τα όνειρα.

Από το βιβλίο «Στον ίσκιο των πουλιών»
Εκδόσεις: ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Ημερ/νία έκδοσης: 2003
Αριθμός σελίδων: 382


Τι φταις αλήθεια.
Κανείς δε σου 'μαθε το δρόμο για το "εμείς".
Και το χειρότερο, κανένας δε σε εκπαίδευσε να επενδύεις στο "εγώ".
Σαν επαίτης εκλιπαρείς μπροστά στην πόρτα του "εσείς".
Έσπασες αμέτρητες φορές τα μούτρα σου, προσπαθώντας ανάμεσα σε σκοτάδια ν' ανακαλύψεις το "εσύ".
Σ' έπιασε πάντα πανικός στη θέα και στη σκέψη του "αυτοί".
Και στην απελπισία, στο χαμό σου, φώναζε "Αυτός! Αυτός!"
Κι έπιασες ένα πιστόλι, να πολεμάς.
Τι φταις!

Από το βιβλίο «Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή»
Εκδόσεις: ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Ημερ/νία έκδοσης: 2004
Αριθμός σελίδων: 135


Έχω γνωρίσει στη ζωή μου αρκετούς ανθρώπους, που έψαχναν απεγνωσμένα την ελευθερία της ψυχής τους. Πέρασαν βουνά, θάλασσες και ποτάμια, μοναχικοί καβαλάρηδες πάντα, εραστές μια χίμαιρας που την είχαν βαφτίσει ελευθερία.
Αυτού του είδους οι άνθρωποι μοιάζει να ψάχνουν τελικά για την παγίδα τους.
Μοιάζει να ψάχνουν, κάπου να αιχμαλωτιστούν.
Κάπου να χαρίσουν, κάπου να πετάξουν, την ελευθερία που ήδη κουβαλάνε μέσα τους, χωρίς οι ίδιοι να το ξέρουν.
Μερικοί, μπαίνουν σε ναρκοπέδια και χάνονται.
Άλλοι βρίσκουν τη μεγάλη παγίδα και παγιδεύονται.
Ολότελα. Για πάντα.
Μόνο που δεν παραδέχονται ποτέ, πως εκεί που έφτασαν, είναι παγίδα.
Της δίνουν απλώς μια άλλη ονομασία. Χρέος, ας πούμε. Θυσία. Αποστολή.
Έτσι για να μπορούνε δηλαδή, άμα λάχει, να φοράνε το καπελάκι τους, στραβά.

Από το βιβλίο «Στο ακρογιάλι της ουτοπίας»
Εκδόσεις: ΚΑΛΕΝΤΗΣ
Ημερ/νία έκδοσης: 2005
Αριθμός σελίδων: 279


Η εργογραφία της Αλκυόνης Παπαδάκη:

• Επταφωνίας αναγνώσματα
• Σαν χειμωνιάτικη λιακάδα
• Το χρώμα του φεγγαριού
• Σκισμένο ψαθάκι
• Αμάν, αμάν
• Η μπόρα
• Το κόκκινο σπίτι
• Οι κάργιες
• The colour of the moon
• Die Farbe des Mondes
• Βαρκάρισσα της χίμαιρας
• Το τετράδιο της Αλκυόνης
• Στον ίσκιο των πουλιών
• Ξεφυλλίζοντας τη σιωπή
• Στο ακρογιάλι της ουτοπίας
• Το ταξίδι που λέγαμε


Αλκυόνη Παπαδάκη
Γεννήθηκα στο Νιο Χωριό, πολύ κοντά στα Χανιά. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος. Η μάνα μου, ονειροπόλα... Όσο ήμουνα παιδί, η οικογένειά μου περνούσε δύσκολες έως τραγικές καταστάσεις. Έτσι, αναγκάστηκα να ψάχνω από τότε τα μονοπάτια της φυγής. Εκείνη την εποχή μιλούσα με τα δέντρα, τις κάργιες που φώλιαζαν στα κυπαρίσσια του κήπου μας, τους θάμνους και τις πέτρες. Μου άρεσε, ακόμη, να φέρνω στο μυαλό μου διάφορες λέξεις και ν` ανακαλύπτω το χρώμα και τη μυρουδιά τους.
Τελείωσα τη Γαλλική Σχολή κι ύστερα ήρθα στην Αθήνα με τ` όνειρο ν` αλλάξω τον κόσμο. Άρχισα τις επαναστάσεις και τις ανατροπές και το μόνο που κατάφερα ήταν να σπάω συνεχώς τα μούτρα μου. Ευτυχώς που όλα έγιναν έτσι ακριβώς όπως έγιναν. Χαλάλι. Είδα, έμαθα κι ένιωσα τόσα πολλά!
Όταν κατάλαβα πως δεν μπορούσα ν` αλλάξω τον κόσμο, είπα: εντάξει, θ` αλλάξω τον εαυτό μου. Πολύ το διασκέδασα που την πάτησα κι εκεί. Τελικά σκέφτομαι, προς το παρόν δηλαδή γιατί πάντα το ψάχνω, πως επανάσταση είναι να `χεις τα μάτια της ψυχής σου ανοιχτά• να επιμένεις, ν` αγαπάς τη ζωή και να φροντίζεις να μην τη μολύνεις με το πέρασμά σου.
Όσο για το γράψιμο, έγραφα από παιδί. Το πρώτο μου γραφτό ήταν ένα ραβασάκι στο Θεό. Η αλήθεια είναι πως, όταν μεγάλωσα αρκετά, έκανα φιλότιμες προσπάθειες να μην μπλεχτώ στα γρανάζια της λογοτεχνίας. Φοβόμουνα μήπως κάποια μέρα αυτή η ιστορία με καπελώσει. Μάταιος κόπος! Φαίνεται πως μερικοί γεννιούνται με τούτη την περίεργη διαστροφή στο κεφαλάκι τους. Τουλάχιστον με παρηγορεί το γεγονός, πως το καπέλο μου δε μου `κρυψε ποτέ τα μάτια και τ` αφτιά μου.

~~~

Τα αποσπάσματα των βιβλίων της Αλκυόνης Παπαδάκη, καθώς και η εργογραφία με το βιογραφικό της σημείωμα
είναι παρμένα από τη σελίδα του ηλεκτρονικού καταστήματος της αλυσίδας βιβλιοπωλείων Πρωτοπορία
www.protoporia.gr

Σχόλια

  1. Γιώργο,καλημέρα,καλό μήνα και καλή Πρωτομαγιά. Υπέροχο το αφιέρωμα στην Αλκυόνη Παπαδάκη,υπέροχη κι αυτή και η γραφή της. Ο λόγος της πεζός και ποιητικός ταυτόχρονα μ' αρέσει πάρα πολύ και το καλοκαίρι που θα έχω ελεύθερο χρόνο για να διαβάζω πολλή ποίηση θα αγοράσω βιβλία της και θα τα διαβάσω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλημέρα Ελένη και καλή Πρωτομαγιά!
    Ο λόγος της, όπως σωστά είπες είναι πεζό-ποιητικός και γι'αυτό παραμένει αγαπημένη συγγραφέας όλων μας!
    Το αφιέρωμά μας εδώ στην Πορφυράδα, γίνεται με σκοπό την προβολή του αξιόλογου συγγραφικού της έργου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Μπράβο σου για τα αποσπάσματα που εβαλες απο τα έργα της Αλκυόνης Παπαδάκη. Ειναι πραγματικά πανέμορφα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Καλησπέρα Μαρία και χρόνια πολλά για την Πρωτομαγιά! Εύχομαι από καρδιάς, καλό μήνα για όλους μας..

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου