Σοφία Πολυκρέτη - Το Ανοίκειο στην Ποίηση του Νίκου Καββαδία

ΣΟΦΙΑ ΠΟΛΥΚΡΕΤΗ
Το Ανοίκειο στην Ποίηση του Νίκου Καββαδία


Ο Νίκος Καββαδίας υπήρξε εκτός των άλλων ταξιδιωτικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος αλλά και μεταφραστής. Άτομο ανήσυχο, που λειτουργούσε σε πολλά επίπεδα, δυσκολευόταν να προσαρμοστεί στην ελληνική πραγματικότητα και ένιωθε πολύ πιο άνετα στη θάλασσα. 

Παρόλα αυτά, η Ελλάδα εμφανίζεται συχνά στα ποιήματά του. Οι «φωτεινές ρεκλάμες της οδού Σταδίου» έρχονται στη μνήμη καθώς το ποιητικό υποκείμενο περιμένει να φανεί «του Άλμπορ το φανάρι» (Black and White). Το Δίστομο και η Καισαριανή, δικοί μας τόποι μαρτυρίου, μπερδεύονται με τον Ισπανικό Εμφύλιο (Federico Garcia Lorca). Η Τούμπα ρίχνει σε διπλό κρεβάτι τα χαρτιά της ενώ στην Καλαμαριά, μια κοπέλα ράβει πουκάμισο για το ποιητικό υποκείμενο το οποίο θυμάται χαρακτηριστικά τη μακρινή Άγρα και το Σάντουν μόλις δει «αναθρώσκοντα καπνό» 
(Θεσσαλονίκη ΙΙ). 

Με άλλα λόγια, στην ποίηση του Καββαδία, το μακρινό και το ανοίκειο όχι μόνο υπάρχουν ταυτόχρονα, αλλά το ένα νοηματοδοτεί το άλλο: το ταξίδι έχει νόημα όταν υπάρχει η στεριά, η πατρίδα αποκτά έννοια ως αντιδιαστολή με τους ξένους τόπους. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει έντονο και το στοιχείο της ανατροπής: στο ποίημα Θεσσαλονίκη ΙΙ, η πατρίδα είναι που ανακαλεί τους μακρινούς τόπους, δημιουργώντας κάτι σαν αντίστροφη νοσταλγία. Εξάλλου, η αίσθηση του ανοίκειου που δημιουργεί η χρήση των εξωτικών τοπωνυμίων από τον Καββαδία μεταφέρεται και στα οικεία ονόματα των ελληνικών τόπων και των ελληνικών δρόμων έτσι που αρχίζουν και αυτά να μας μοιάζουν κάπως ξένα· και τότε συνειδητοποιούμε πως μόνο αυτός που έχει ζήσει μακριά από τη χώρα του μπορεί να την καταλάβει ολοκληρωτικά.

Και ο Νίκος Καββαδίας, ο κατ’ εξοχήν ταξιδευτής, ελίσσεται ανάμεσα στους δύο κόσμους· στον κόσμο της θάλασσας και στον κόσμο της στεριάς, στον κόσμο που πάει μπροστά και στον κόσμο που παραμένει στάσιμος. Και για όλους εμάς που πορευόμαστε στο «τρομακτικό ταξίδι του χαμού» (Θεσσαλονίκη) που δεν είναι άλλο από την πορεία της ύπαρξής μας που ολοκληρώνεται αναγκαστικά με τον θάνατο, ο Καββαδίας αποτελεί σύμμαχο, σύντροφο και οδηγό, όπως συμβαίνει με κάθε σπουδαίο ποιητή που έχει γράψει στη γλώσσα μας.


Η Σοφία Πολυκρέτη ζει στην Μπολόνια της Ιταλίας και εργάζεται ως μεταφράστρια. Είναι διπλωματούχος Αγρονόμος και Τοπογράφος Μηχανικός του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και πτυχιούχος του τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου έλαβε και το μεταπτυχιακό δίπλωμα (ΜΑ) από το Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Μετάφραση-Μεταφρασεολογία. Έχει δημοσιεύσει επιστημονικά άρθρα σχετικά με τη φιλολογία και τη μετάφραση ενώ τα βιβλία που έχει μεταφράσει κυκλοφορούν από γνωστούς εκδοτικούς οίκους. 







Συνοπτικό βιογραφικό σημείωμα για τον Νίκο Καββαδία από τη Βικιπαιδεία

Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκ Ουσουρίσκι (Nikolsk-Ussuriysky), μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Βλαδιβοστόκ στη Ρωσία, από γονείς Κεφαλονίτες, το Χαρίλαο Καββαδία και τη Δωροθέα Αγγελάτου της γνωστής οικογένειας εφοπλιστών της Κεφαλονιάς. Στην ίδια πόλη γεννήθηκαν και τα αδέλφια του Τζένια (Ευγενία) και ο Μήκιας (Δημήτρης). Ο πατέρας του Καββαδία διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου διακινώντας μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων με κύριο πελάτη τον τσαρικό στρατό.

Μετά το Αργοστόλι, η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά. Ο Καββαδίας πηγαίνει στο Δημοτικό κι είναι συμμαθητής με το Γιάννη Τσαρούχη και τον Παπά-Γιώργη Πυρουνάκη. Διαβάζει Ιούλιο Βερν και διάφορα βιβλία περιπέτειας. Στο Γυμνάσιο γνωρίζεται με το συγγραφέα και ιατρό του Πολεμικού Ναυτικού Παύλο Νιρβάνα. Δεκαοκτώ ετών, αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας και εκδίδει ο ίδιος το σατυρικό φυλλάδιο "Σχολικός Σάτυρος", γράφοντας ποιήματα για τους συμμαθητές του. Το πρώτο ποίημά του δημοσιεύεται στην εφημερίδα "Σημαία" με τίτλο "Ο Θάνατος της Παιδούλας". Κατά τον Δ. Νικορέτζο (στο έργο του "Νίκος Καββαδίας, ο τελευταίος αμαρτωλός"), πρώτο του ποίημα ήταν άλλο ("Ο Πόθος") στο περιοδικό της "Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας".

Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Καββαδίας περνάει στις γραμμές της Εθνικής Αντίστασης και γίνεται μέλος του ΕΑΜ. Την ίδια ακριβώς περίοδο γίνεται και μέλος του ΚΚΕ. Εντάσσεται, επιπλέον, στην Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, παρά το γεγονός ότι είχε τυπώσει τότε μόνο ένα βιβλίο, το Μαραμπού, ενώ το όριο ήταν τα τρία βιβλία. Είναι όμως ενεργός λογοτεχνικά, γράφοντας ποιήματα, ορισμένα εξ αυτών αντιστασιακά, με πιο χαρακτηριστικό το ποίημα "Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη" και "Αθήνα 1943", με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός, στο περιοδικό "Πρωτοπόροι". Το 1944 μεταφράζει μαζί με τον Βασίλη Νικολόπουλο, το έργο του Ευγένιου Ονήλ "Το Ταξίδι του Γυρισμού". Στις αρχές του 1945 γίνεται επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών, θέση την οποία παραχωρεί στις 6 Οκτώβρη του ίδιου έτους στον Νικηφόρο Βρεττάκο, εξαιτίας της αναχώρησής του από την Ελλάδα με το πλοίο "Κορινθία". Η ασφάλεια τού έδωσε άδεια, καθώς θεωρείτο ανενεργός κομμουνιστής. Το περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα" δημοσιεύει τα ποιήματά του "Αντίσταση" και "Federico Garcia Lorca", ενώ κυκλοφορεί και η μετάφραση του έργου του Αμερικανού ποιητή Φορντ Μάντοξ με τίτλο "Τα Παλιά Σπίτια της Φλάντρας". Τον Ιανουάριο του 1947 οι εκδόσεις Θ. Καραβία κυκλοφορούν τη δεύτερη ποιητική συλλογή του Ν. Καββαδία, με τίτλο "Πούσι", ενώ επανεκδίδεται και το "Μαραμπού".

Από το 1954 μέχρι και το 1974, ταξιδεύει με τα καράβια διαρκώς με πολύ μικρά διαλείμματα και με την ιδιότητα του Ασυρματιστή. Μέσα στη χρονική αυτή περίοδο, τα πιο σημαντικά γεγονότα στη ζωή του ποιητή αφορούν το θάνατο του πιο μικρού του αδερφού, Αργύρη, το 1957, την κυκλοφορία της «Βάρδιας» στα γαλλικά το 1959, την επανέκδοση του «Μαραμπού» και του «Πούσι» το 1961 από τις εκδόσεις Γαλαξίας, το θάνατο της μητέρας του το 1965 και τη γέννηση του Φίλιππου το 1966, γιου της ανιψιάς του Έλγκας.

Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του, και συγκεκριμένα το 1954, συνέβη το εξής περιστατικό: Ενώ ο ποιητής εργαζόταν σε "ποστάλι" (καράβι μικρών αποστάσεων, επιβατηγό), ταξίδεψε με το καράβι του ο Γιώργος Σεφέρης. Τόσο κατά την τυπική υποδοχή των ταξιδιωτών, όσο και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Σεφέρης δεν μπήκε καν στη διαδικασία να χαιρετίσει τον Καββαδία. Το γεγονός πίκρανε ιδιαίτερα τον Καββαδία, που θεωρούσε ότι η λογοτεχνική γενιά του '30, στην οποία ανήκε και ο ίδιος, τον υποτιμούσε.

Το 1975 στις 10 Φεβρουαρίου στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι», αφήνει την τελευταία του πνοή ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, παρουσία πολλών ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης.

Η μεγάλη αναγνώριση του έργου του Ν. Καββαδία ήρθε μετά θάνατον. Ποιήματά του μελοποίησαν οι Θάνος Μικρούτσικος, Γιάννης Σπανός, αδελφοί Κατσιμίχα, Δημήτρης Ζερβουδάκης, Μαρίζα Κωχ, Λευτέρης Πλιάτσικας, Ξέμπαρκοι κ.α

Εργογραφία
Ποίηση
1.Μαραμπού (1933)
2.Πούσι (1947) και το 2015 από τις εκδόσεις Άγρα.
3. Τραβέρσο (1975)
4. Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη: Αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα, επιμέλεια Guy (Michel) Saunier. Αθήνα: Άγρα, 2005
Το ποίημα Αντίσταση αφιερωμένο από τον ποιητή στη Μέλπω Αξιώτη, πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» (τεύχος 14 – 10 Αυγούστου 1945), και συμπεριλήφθηκε στην ανθολογία «Τραγούδια της Αντίστασης» που επιμελήθηκε η Φούλα Χατζιδάκη και κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 1951 από το «Εκδοτικό Νέα Ελλάδα». Βρίσκεται στο βιβλίο «ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ» (2001, ΚΕΔΡΟΣ)

Πεζογραφία
1.Βάρδια (1954)
2.Λι (1987)
3.Του πολέμου/Στ' άλογό μου (1987)
Το μικρό πεζό "Λι" γυρίστηκε σε κινηματογραφική ταινία το 1995 με τίτλο "Between the devil and the deep blue sea".[8] Το διήγημα του Νίκου Καββαδία "Του πολέμου", που εξιστορεί την φιλοξενία ενός Έλληνα στρατιώτη από έναν Αρβανίτη κατά την διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, γυρίστηκε σε ταινία και σε σκηνοθεσία του Χρήστου Παληγιαννόπουλου



  (ΡΙΚ) ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ - ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

το μικρό αυτό δοκίμιο της Σοφίας Πολυκρέτη παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο ιστολόγιο της Πορφυράδας © Φεβρουάριος 2020

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου