Η Ψυχολογία των Σχέσεων - Ποιητικά κείμενα
Η Ψυχολογία των Σχέσεων
με ποιήματα και ποιητικά κείμενα της Κατερίνας Συνοδινού, της Σοφίας Ζήση
της Βίκυς Τσιμπιρλή, της Ματούλας Στεργίου, της Εύης Γουργιώτη, του Γιώργου Κόκκινου
και με εικαστικές δημιουργίες του Γιάννη - Στέλιου Παππά
Βίκυ Τσιμπιρλή
Eξ επαφής
(29/10/19)
Ω ! Μη διστάσεις.
Να κάνεις το προσκύνημα.
Και μια- και δυο- και τρεις.
Εκεί πού΄ναι θαμμένα τα άφταστα
και τ΄αποθυμητά σου.
Κι ας είναι αμμώδη τ΄αχνάρια σου,
κι ας παραπαίει η καρδιά σου.
Εσύ, να περπατάς.
Να ανοίγεις τη νύχτα με τα χέρια σου,
σαν να΄ναι κουρτίνα.
Να περπατάς.
Να καταθέσεις τον ολοστρόγγυλο,
πυκνανθισμένο πόθο σου,
στο μοναχό αρμυρίκι.
Ν΄αφουγκραστείς το πνεύμα του,
κι όσα ΄χει ιδωμένα.
Τα παρακείμενα χρώματα,
και τον ιδρώτα που ανάβλυζε,
από τα δάχτυλα του δημιουργού.
Το σούρσιμο του Αλντεμπαράν,
στα πορφυρά μονοπάτια του οριζόντου.
Το ερωτοσπάραγμα των βυθών,
σαν επανάσταση πάνω στην κόψη
της πετονιάς, ταρακουνώντας την,
από την άλλη άκρη,
της θεοφόρου νησίδος.
Το σκόρπιο λιβάνι από τα δέντρα της
και τους ροδόσταμους, μισανοιγμένους
καρπούς της.
Τα οιστρογόνα της νύχτας σου,
που κάνανε γόνιμα,
τα τρυφερά όνειρά σου.
Τη στυφιασμένη πικράδα του αγκιστριού,
σαν ήταν ολότελα κι αναπάντεχα,
έξω από τον στόχο.....
Μια τρύπα- λέει- στον τοίχο.
Σ΄έναν μοιραίο τοίχο,
μ΄υπόσταση διπλή.
Μια ετικέτα, ξερή και γκριζόχρωμη,
κολλημένη κατάσαρκα
στην κόχη της ψυχής σου.
Το σιγοτραγούδισμα του ψαρά,
σε γλώσσα παντοιοτρόπως γλαυκή,
αμολυμένη στο λιόγερμα,
στην ξεκλεμμένη του ρέμβη.
Και το κονάκι του,
ανείδωτο και απαγορευτικό,
στην έρμη του ειμαρμένη.
Έστω... και το αγχωτικό μουρμούρισμα,
από οξειδωμένες άγκυρες,
κι άνεργες αλυσίδες.
Tα αποθυμητά σου.
Και το προσκύνημά σου.
Προς στιγμήν, θα σε φυσήξει
ο μπάτης της δύναμής τους.
Μα θα΄ναι η Στιγμή Αιώνια,
κι η επίγευση Ιερή...
Κατερίνα Συνοδινού
Silenzioso
(04/12/2018)
Σαν σκιά στους ώμους μας.
Τρεμάμενοι, παγωμένοι, χαμένοι,
αδυνατούμε να μιλήσουμε -και δε μιλούμε-.
Σιωπή.
Δεν την διαλέγουμε .
Διαλέγουμε να μιλήσουμε με καθαρές, γαλάζιες κι ολοφώτεινες κουβέντες,
με γιουκαλίλια ανοιχτά ,
ανοιχτά σε αστρικές μουσικές και συμφωνίες.
Έρχεται όμως σαν σκιά, τυλίγεται γύρω από τους ώμους μας.
Μια υγρασία διαπερνάει όσα έχουμε κι όσα δεν είχαμε.
Τρεμάμενοι, παγωμένοι ,χαμένοι
και βυθισμένοι στο φόβο,
δε μιλούμε πια.
Δεν τη διαλέξαμε τη σιωπή.
Εμείς,
θέλαμε να μιλάμε με καθαρές, γαλάζιες κι ολοφώτεινες κουβέντες.
Να μιλάμε με καθαρές, γαλάζιες κι ολοφώτεινες κουβέντες.
Και νά 'ναι τα γιουκαλίλια ανοιχτά,
να μαζεύουν τον αχνό από τις βοές που θα στέλνουμε στα ωκεάνια πλάτη.
Να γυρνά πίσω αυτός, ψυχή, φωνή, ήλιος και μελωδία.
Αντί για έναν πένθιμο, σκοτεινό αντίλαλο.
Εύη Γουργιώτη
Σ' Αγαπώ
(25/10/2019)
Για ποια αγάπη μου μιλάς,
όταν δεν ξέρεις πως
"γράφεται" επάνω στην καρδιά.
Όταν το ( Σ ) δεν ξέρεις να το ψιθυρίζεις δίπλα στο αυτί μου.
Όταν το ( Α ) δεν μπορείς να το χαράξεις στο λαιμό μου.
Όταν το ( Γ ) δεν το σχεδιάζεις πάνω στα χείλη μου.
Όταν το ( Α ) δεν το ακουμπάς απαλά στα μαλλιά μου.
Όταν το ( Π ) δεν το γράφεις επάνω στο κορμί μου.
Όταν το ( Ω ) δεν το στέλνεις μέσα στην αγκαλιά μου.
Για ποια αγάπη μου μιλάς όταν δεν ξέρεις να τη νιώθεις.
Όταν δεν ξέρεις να λες το " Σ' ΑΓΑΠΩ ".
Σοφία Ζήση
Είναι στο ράφι σου ένα βιβλίο
Είναι στο ράφι σου ένα βιβλίο
είναι ένα έργο για το θέατρο, αγορασμένο απ’ της Αγγλίας το Εθνικό·
στη σελίδα είκοσι έξι είναι μια φράση σημειωμένη
- “you were the person I fell in love with
and as it happened, you arrived with a wife” -
που λέει η Κίρα στο Τομ σαν βρέθηκαν από τον χωρισμό τους μετά δυο χρόνια,
είναι η φράση καλά καλά και επί τούτου υπογραμμισμένη,
κι είναι στο εξώφυλλο ο που σου μοιάζει
ηθοποιός που πριν τον μάθω, μ’ εσένα έλεγα όμοιος δεν βρίσκεται,
που στην σκηνή δεν περπατεί μονάχα, μα φλόγες ζώνεται και αναλίσκεται.
Στο χέρι σου ‘δωσα λοιπόν βιβλίο και σακούλα
μα η σακούλα από το χέρι σου κατρακυλάει και πέφτει
παρά τη διάσημη φίρμα του Εθνικού που έχει επάνω,
και το βιβλίο αδιάβαστο αφήνεις να σιγοσβήνεται πάνω στο ράφι
γιατί είναι λες σε άλλη γλώσσα
που κι αν την ξέρεις δεν την κατέχεις, για να πιστέψεις
αυτά που θέλουν να σου πουν οι περιστάσεις κι οι χαρακτήρες,
σκηνές, διάλογοι και πράξεις που οδηγούν σε βέβαιο τέλος,
κι όλα μαζί θα την κουρδίζουν της φαντασίας σου την συναυλία,
για να θυμάσαι πως πήρες σάρκα πρώτη φορά σ’ αυτό το έργο,
και πως τα λόγια σου δεν ξέχασες, τα ‘ξερες πάντα, και τα φυλούσες
για ώρες δύσκολες, για να μην πεις πως πήγαν άδικα
τα περιστέρια που με τα χέρια σου τυραννούσες.
Είναι στην κρεμάστρα σου μια γραβάτα
την διάλεξα από έναν πάγκο στο εμπορικό κέντρο του Southwark,
σκέτη και μαύρη, και μόνο Peacock να γράφει στην ετικέτα,
και σ’ έναν φάκελο την έκλεισα, για να σ’ την στείλω και να σε φτάσει,
μα την διεύθυνση μην ξέροντας όπου κουρνιάζεις και μελετάς το πέραν,
την έστειλα εκεί που μέρα τη μέρα με το ίδιο σου πνεύμα βρίσκεσαι και παλεύεις.
Κι όλο σκεφτόμουν και δεν κοιμόμουν
τι να έγινε όταν τον φάκελο πήρες στα χέρια
κι όταν τον έσκισες τον φάκελο, και βρήκες μέσα ένα άγριο φίδι
που στον λαιμό σου να λαχταρήσει πια δεν κρατιέται,
και δόντι βγάζει στις απροσπέλαστες λίμνες σου τις παγωμένες για να βυθίζεται,
και άλλοτε γίνεται ποτάμι, που προς τα ελάφια που το γυρεύουνε κύμα σηκώνει και ποτίζεται.
Μα μην αφήνεις την μαύρη γραβάτα στην κρεμάστρα σου να μαραζώνει,
ξεφύλλιζέ την συχνά και πότε, κοίτα τι γράφει κι ας μην διαβάζεις,
και το βιβλίο πάνω στο ράφι, αντί να απλώνεται και να στάζει σκόνη,
να το φοράς, για να σου φτάνει απ’ το λαιμό μέχρι το στήθος,
κι αν έχει μάκρος που περισσεύει, ασ’ το να φτάσει ως την κοιλιά σου
τον αφαλό για να σου δέσει, που είναι τρύπα λιανής φλογέρας
κι αναρωτιέται, όσο απόκοσμα σφυρίζει, τι σχέση να ‘χει με την πανάρχαιη ρίζα της φλόγας
που είναι σίγουρα σχέση συγγενική,
αφού φουντώνει η πεθυμιά της όσο τον ρου της ξετυλίγει
και τον απώτερο σκοπό της να πλησιάσει ποτέ δεν γίνεται
μόνο απόηχους ζώνεται, και στις ορμές της παραδίνεται.
Είναι στο μανίκι σου μια στάλα αίμα
από όταν σκούπισες την τραχιά σόλα σου όταν με βρήκες στο πεζοδρόμιο,
κάτω απ’ το βήμα σου να περιμένω να με συντρίψεις,
παραληρώντας πως έχω δει σε άπειρες πόζες αυτά τα πόδια να χάνουν έδαφος,
όταν ανήμπορος Ορέστης, στου χειροδύναμου χορού σου τις ορέξεις λυγάς κι αφήνεσαι
να σε γυρίσει τα πάνω κάτω, και να σε πάει περιπλανώμενο στης γης την άκρη,
που είναι στα όρια της σκηνής λίγο πιο πέρα, για να σε δουν όσοι ακόμα δεν κατάλαβαν
πως δεν καμώνεσαι το τρομερό ον, μα τρομερό ον στ’ αλήθεια είσαι,
κι όσοι νομίζουν πως οι πατούσες είναι το ανθρώπινο μέρος το πιο γελοίο,
ας πέσουν μαζί μου στο πεζοδρόμιο, να δουν το κάλλος σου από άλλη γωνία,
τη άκομψη όψη σου την ιδεώδη για να λατρέψουν,
της κτηνωδίας σου να διαπιστώσουν το μεγαλείο.
Ματούλα Στεργίου
2 Ποιήματα
H Φαντασία...
Σχεδόν Πάντα θα Ξεπερνάει την Πραγματικότητα
Την Φέρνεις στα Μέτρα κ στα Σταθμά σου ..
Την Κανείς ό,τι Θέλεις
κ την Πας όπου Θέλεις..
Βολική η ¨"Άτιμη".
Κλέβοντας...
Ρούφηξα τις Σκέψεις σου
Απ τις Αφές που μου Άφηναν οι Ανάσες σου
Αυτές τις Αφανέρωτες Δικές σου
Τόσο Δυνατά που Άδειασαν τα Πνευμόνια Μου
Έγιναν Λέξεις που Άκουγα
Απ Αυτές τις Ανείπωτες Δικές σου
Και Με Μιας..
Έγινε η Δεύτερη Αίσθηση που Έχω από Εσένα
Ονειρικό μου.....
Γιώργος Σ. Κόκκινος
Στις σόλες
(15/11/2007)
Γράφω για μένα, όχι για σένα
γραμμή-γραμμή
λέξη-λέξη
τελεία-τελεία
φύλλο το φύλλο
φταίει το μελάνι, λένε
περσινό σύννεφο πέταξε πάνω απ’ το σπίτι μου και με θυμήθηκε
εσύ όχι.
Στις άκρες είναι η ζωή, στις μύτες
στις ακρογωνιασμένες νύχτες των φεγγαριών
στις απόκρημνες πλαγιές των ορεινών σχηματισμών είναι η ζωή
στα λυπημένα μάτια των γλάρων
στους μοναχικούς ακροθαλάσσιους φάρους
στις νυκτωδίες φεγγαριών που σβήσανε
στις μελωδίες των ήλιων που ανέτειλαν, είναι η ζωή
στα βράχια ξεχασμένων θαλασσών
στα τελευταία δάκρυα πιερότων που αναζητήσανε τον έρωτα.
Γράφω για μένα, όχι για σένα
έτσι αδικημένα
ξεκινώ κι ολοκληρώνω με την αδικία στα μάτια να ζωγραφίζει χαμένους θαλασσινούς παραδείσους
έτσι αρχίζω κι έτσι τελειώνω
τελειώνω..
Γράφω για μένα
κάποια τα έσκισα, τα γκρέμισα, τα άφησα μισά
κάποια τα ξεκίνησα λανθασμένα και στην πορεία τα ξέκανα
κι ό,τι δεν πάει καλά, δεν το αλλάζω
το υιοθετώ και το συνεχίζω
κι ύστερα με βρίζω.
Σκόνη και μελάνι με κυκλώνει
κάτι δεν πάει καλά
έχω πάθει παράκρουση, έχω πάθει παράκρουση.
Ακούστε τα πουλιά που τραγουδούν
πεθαίνουν τραγουδώντας και γλιστρούν πάνω στα καλώδια
στρίβω το νόμισμα για ν’ αλλάξω σελίδα στα περασμένα λόγια
γράφω για μένα
λέξη-λέξη
γραμμή-γραμμή
τα αδικημένα γράμματα του μελανιού μου.
Φέγγει καλύτερα το σκοτάδι στα μισόκλειστα μάτια μου
γυαλίζει η επιφάνεια του λευκού, που ντύνεται με γαλάζιο
τρέχει απ’ τα μάτια το γαλάζιο και γίνεται μπλε της παλίρροιας.
Κάπου στις άκρες των γραμμάτων
υπάρχουνε τρίχινες βεντάλιες να σου κάνουν αέρα
κοιμήσου
κοιμήσου εσύ
μένει ν’ αποκοιμηθώ στο πλάι σου.
Στις άκρες, ένας ψεύτης ήλιος κι ένας αλήτης καιρός να γυρνάει
γράφω με πένα, για μένα
έχω κάνει αίτηση, περιμένω τ’ αποτελέσματα
μια ζωή περιμένω
περιμένω
μια ζωή σε περίμενα.
Γράφω γαλάζια
με γαλάζιο μελάνι
σαν τον ουρανό όταν δεν έχει συννεφιά
και τη θάλασσα όταν δεν έχει φουρτούνες
μια καταγάλανη θάλασσα παραδίπλα.
Είναι πολλά τα χιλιόμετρα και λίγο το κουράγιο που έμεινε
αγόρασα ένα δερμάτινο χαρτοφύλακα για τα υλικά της φυγής
με τα δώρα σου θ’ αγοράσω το σχοινί.
Κάθε μέρα περιμένω
κάθε μέρα σε περιμένω
σχίστηκαν οι χορδές μου να σε φωνάζω.
Κοιτάζω χαμηλά
φαντάζομαι τα ψηλά
πέφτω στα μαλακά
γίνομαι Περσικό χαλί
ξυρίζομαι μια φορά τη βδομάδα
δεν μ’ απασχολεί το αύριο
μου μείνανε, ένα μπουκάλι γάλα
μισό κιλό τυρί και βούτυρο
κουράστηκα να το φωνάζω.
Οι φίλοι με ρωτάνε που έχασα το χαμόγελο
δε μιλώ πια
γράφω για μένα, όχι για σένα
στον απέναντι λόφο δεν υπάρχει πολιτισμός
το εδώ είναι γύρω από μένα
δεν υπάρχει κανείς να μ’ ακούσει όταν μιλάω
σέρνομαι στα τέσσερα, σε κομμάτια, στις σόλες
κανείς δε με βλέπει
περνάει το τρένο
νυστάζω
σφυρίζουν οι ράγες
έχασα την αγάπη μου
κάτω απ’ τα κουρασμένα της πόδια.
Τα έπινα γουλιά-γουλιά και μέθυσα απ’ το γαλάζιο
τα ήπια
βυθίζεσαι μέσα τους
κολυμπάς με τις ώρες
για μένα, όχι για σένα.
Έγινα κόκκινος, μπλε, φούξιας
έγινα πράσινος, ωχρός κι έμεινα μαύρος
ήρθα κι έκατσα πάνω στο χαλάκι του μπάνιου σου
με όποιο χρώμα και να σε ζωγραφίσω, θα κλάψω
γράφω για μένα
το τιποτένιο ισχνό ανθρωπάκι με τα μαύρα γυαλιά και το τσιγάρο στα χείλη
πίνω το μαύρο κι ατενίζω τα γαλάζια μου όνειρα
καπνίζω μπλε τσιγάρα κι έχουν μακρύνει τα μαλλιά μου
στην από κάτω είναι η ζωή
σκόρπια λόγια
γεμάτα πιτυρίδα και ξηροδερμία στο βάθος των μαλλιών μου
το θηλυκό σου άρωμα δεμένο στο μανίκι μου.
Ήπια κρασί και τώρα μέθυσα
ξερνάω απ’ την αρρώστια
θαυμαστικά γεμάτη η ατζέντα μου
σελίδες ξεσκισμένες η ζωή μου
μελάνι θαλασσί και πάνω στα βιβλία μου
στις άκρες χρωματίζω τα πουλιά και ζωγραφίζω καράβια
το φαγητό ληγμένο
το τρώγαμε με τα χέρια, από κάτω
στις σόλες.
Τρέχει στα μάτια το γαλάζιο και γίνεται μπλε της παλίρροιας
κάπου στις άκρες των γραμμάτων
υπάρχουνε τρίχινες βεντάλιες να σου κάνουν αέρα
κοιμήσου
κοιμήσου εσύ
μένει ν’ αποκοιμηθώ στο πλάι σου, στις άκρες..
Στις σόλες
(15/11/2007)
Γράφω για μένα, όχι για σένα
γραμμή-γραμμή
λέξη-λέξη
τελεία-τελεία
φύλλο το φύλλο
φταίει το μελάνι, λένε
περσινό σύννεφο πέταξε πάνω απ’ το σπίτι μου και με θυμήθηκε
εσύ όχι.
Στις άκρες είναι η ζωή, στις μύτες
στις ακρογωνιασμένες νύχτες των φεγγαριών
στις απόκρημνες πλαγιές των ορεινών σχηματισμών είναι η ζωή
στα λυπημένα μάτια των γλάρων
στους μοναχικούς ακροθαλάσσιους φάρους
στις νυκτωδίες φεγγαριών που σβήσανε
στις μελωδίες των ήλιων που ανέτειλαν, είναι η ζωή
στα βράχια ξεχασμένων θαλασσών
στα τελευταία δάκρυα πιερότων που αναζητήσανε τον έρωτα.
Γράφω για μένα, όχι για σένα
έτσι αδικημένα
ξεκινώ κι ολοκληρώνω με την αδικία στα μάτια να ζωγραφίζει χαμένους θαλασσινούς παραδείσους
έτσι αρχίζω κι έτσι τελειώνω
τελειώνω..
Γράφω για μένα
κάποια τα έσκισα, τα γκρέμισα, τα άφησα μισά
κάποια τα ξεκίνησα λανθασμένα και στην πορεία τα ξέκανα
κι ό,τι δεν πάει καλά, δεν το αλλάζω
το υιοθετώ και το συνεχίζω
κι ύστερα με βρίζω.
Σκόνη και μελάνι με κυκλώνει
κάτι δεν πάει καλά
έχω πάθει παράκρουση, έχω πάθει παράκρουση.
Ακούστε τα πουλιά που τραγουδούν
πεθαίνουν τραγουδώντας και γλιστρούν πάνω στα καλώδια
στρίβω το νόμισμα για ν’ αλλάξω σελίδα στα περασμένα λόγια
γράφω για μένα
λέξη-λέξη
γραμμή-γραμμή
τα αδικημένα γράμματα του μελανιού μου.
Φέγγει καλύτερα το σκοτάδι στα μισόκλειστα μάτια μου
γυαλίζει η επιφάνεια του λευκού, που ντύνεται με γαλάζιο
τρέχει απ’ τα μάτια το γαλάζιο και γίνεται μπλε της παλίρροιας.
Κάπου στις άκρες των γραμμάτων
υπάρχουνε τρίχινες βεντάλιες να σου κάνουν αέρα
κοιμήσου
κοιμήσου εσύ
μένει ν’ αποκοιμηθώ στο πλάι σου.
Στις άκρες, ένας ψεύτης ήλιος κι ένας αλήτης καιρός να γυρνάει
γράφω με πένα, για μένα
έχω κάνει αίτηση, περιμένω τ’ αποτελέσματα
μια ζωή περιμένω
περιμένω
μια ζωή σε περίμενα.
Γράφω γαλάζια
με γαλάζιο μελάνι
σαν τον ουρανό όταν δεν έχει συννεφιά
και τη θάλασσα όταν δεν έχει φουρτούνες
μια καταγάλανη θάλασσα παραδίπλα.
Είναι πολλά τα χιλιόμετρα και λίγο το κουράγιο που έμεινε
αγόρασα ένα δερμάτινο χαρτοφύλακα για τα υλικά της φυγής
με τα δώρα σου θ’ αγοράσω το σχοινί.
Κάθε μέρα περιμένω
κάθε μέρα σε περιμένω
σχίστηκαν οι χορδές μου να σε φωνάζω.
Κοιτάζω χαμηλά
φαντάζομαι τα ψηλά
πέφτω στα μαλακά
γίνομαι Περσικό χαλί
ξυρίζομαι μια φορά τη βδομάδα
δεν μ’ απασχολεί το αύριο
μου μείνανε, ένα μπουκάλι γάλα
μισό κιλό τυρί και βούτυρο
κουράστηκα να το φωνάζω.
Οι φίλοι με ρωτάνε που έχασα το χαμόγελο
δε μιλώ πια
γράφω για μένα, όχι για σένα
στον απέναντι λόφο δεν υπάρχει πολιτισμός
το εδώ είναι γύρω από μένα
δεν υπάρχει κανείς να μ’ ακούσει όταν μιλάω
σέρνομαι στα τέσσερα, σε κομμάτια, στις σόλες
κανείς δε με βλέπει
περνάει το τρένο
νυστάζω
σφυρίζουν οι ράγες
έχασα την αγάπη μου
κάτω απ’ τα κουρασμένα της πόδια.
Τα έπινα γουλιά-γουλιά και μέθυσα απ’ το γαλάζιο
τα ήπια
βυθίζεσαι μέσα τους
κολυμπάς με τις ώρες
για μένα, όχι για σένα.
Έγινα κόκκινος, μπλε, φούξιας
έγινα πράσινος, ωχρός κι έμεινα μαύρος
ήρθα κι έκατσα πάνω στο χαλάκι του μπάνιου σου
με όποιο χρώμα και να σε ζωγραφίσω, θα κλάψω
γράφω για μένα
το τιποτένιο ισχνό ανθρωπάκι με τα μαύρα γυαλιά και το τσιγάρο στα χείλη
πίνω το μαύρο κι ατενίζω τα γαλάζια μου όνειρα
καπνίζω μπλε τσιγάρα κι έχουν μακρύνει τα μαλλιά μου
στην από κάτω είναι η ζωή
σκόρπια λόγια
γεμάτα πιτυρίδα και ξηροδερμία στο βάθος των μαλλιών μου
το θηλυκό σου άρωμα δεμένο στο μανίκι μου.
Ήπια κρασί και τώρα μέθυσα
ξερνάω απ’ την αρρώστια
θαυμαστικά γεμάτη η ατζέντα μου
σελίδες ξεσκισμένες η ζωή μου
μελάνι θαλασσί και πάνω στα βιβλία μου
στις άκρες χρωματίζω τα πουλιά και ζωγραφίζω καράβια
το φαγητό ληγμένο
το τρώγαμε με τα χέρια, από κάτω
στις σόλες.
Τρέχει στα μάτια το γαλάζιο και γίνεται μπλε της παλίρροιας
κάπου στις άκρες των γραμμάτων
υπάρχουνε τρίχινες βεντάλιες να σου κάνουν αέρα
κοιμήσου
κοιμήσου εσύ
μένει ν’ αποκοιμηθώ στο πλάι σου, στις άκρες..
*Το ποίημα ''Σ' Αγαπώ'' της Εύης Γουργιώτη παραχωρήθηκε
από τη σελίδα Γραπτές σκέψεις - Εύη Γουργιώτη
*Οι πίνακες του Γιάννη - Στέλιου Παππά παραχωρήθηκαν
από τη σελίδα John's Oil Paintings
από τη σελίδα Γραπτές σκέψεις - Εύη Γουργιώτη
*Οι πίνακες του Γιάννη - Στέλιου Παππά παραχωρήθηκαν
από τη σελίδα John's Oil Paintings
Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στους δημιουργούς
που έχουν μεριμνήσει για την διασφάλιση των δημιουργιών
Κατερίνα Συνοδινού - Σοφία Ζήση - Βίκυ Τσιμπιρλή -
Ματούλα Στεργίου - Εύη Γουργιώτη - Γιώργος Σ. Κόκκινος
Ματούλα Στεργίου - Εύη Γουργιώτη - Γιώργος Σ. Κόκκινος
για την Πορφυράδα © Νοέμβριος 2019
Επιμέλεια - Ανθολόγηση: Γιώργος Σ. Κόκκινος
Οι συλλογές δημιουργήθηκαν μετά από την ιδέα συνεργασίας μεταξύ ομότεχνων
και διανθίστηκαν με φωτογραφίες και πίνακες. Η επιλογή των ποιημάτων και κειμένων
που περιέχονται στις τέσσερις συλλογές έγινε με κριτήριο την πρωτοτυπία
και την νοηματική διασύνδεση του περιεχομένου.
(19/10/2019) Λόγοι Αγάπης - Μέρος Α'
(20/10/2019) Λόγοι Αγάπης - Μέρος Β'
(22/10/2019) Λόγοι Αγάπης - Μέρος Γ'
(13/10/2019) Η Τέχνη ενώνει ανθρώπους, τόπους, πολιτισμούς I
(14/10/2019) Η Τέχνη ενώνει ανθρώπους, τόπους, πολιτισμούς ΙΙ
(16/10/2019) Η Τέχνη ενώνει ανθρώπους, τόπους, πολιτισμούς ΙΙΙ
(09/10/2019) Τέσσερις λογουργοί εικαστικώς δραματουργούν
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΑΣ !
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου