Η δημιουργική ζήλια κ.α. ποιήματα του Γ. Κόκκινου


Η δημιουργική ζήλια 
και άλλα ανένταχτα ποιήματα και κείμενα
του Γιώργου Κόκκινου
- Αδημοσίευτα -
Φωτογραφίες: Synodia Paraskevi




Η δημιουργική ζήλια
(24/02/2019)

Συγγράφεις δια την Φιλοσοφίαν;
στάζουν τα δάχτυλα πεντάγραμμα επάνω στα χαρτιά σου
κι απάνω στα μαλλιά σου, οι νότες γίνονται βροχή και πλάθουν μελωδία
χύνονται απόμακρα οι λέξεις, κατάσαρκα απ’ τα εσώρουχά σου
υποχωρούν νωχελικά τα τρύπια λόγια στο φευγιό μας

αφοδεύσαμε ελπίδες και τις αφήκαμε να στέκουν σε παράταξη
μας γάμησαν το παραμύθι και το πήρανε μαζί τους
κι άλλοτε συγγράφοντας, θελήσαν να θρηνήσουνε για την απώλειά του

τίποτα να μην πιστεύεις!
Μην εμπιστεύεσαι τον κόρφο σου..
εδώ, θα σου κρατώ το χέρι να πηγαίνουμε
και άμα στην πορεία κουραστείς ή νιώσεις την ανάγκη να ουρλιάξεις
καβάλησε ένα στίχο μου και πάρε τον σεργιάνι στην καβάντζα

Σκατά! η δημιουργική μας τρέλα, μάλλον, αφουγκράζεται τα σύννεφα
ζηλεύει, θα έλεγε κανείς, το μονοπάτι της ορφάνιας μας
κι ενώ αιωρείται θέλοντας να τ’ αρπάξει
ραίνει παλμούς εντός των εσωρούχων, στα βυζιά μας

συγγράφοντας δια το φιλοσοφείν
ζηλεύω, έχω να σου πω, σαν άλλος σε κεντρίζει
κι ενώ δεν πρόκειται για ένα ακόμα ατόπημα εις το πτυχίον μου
παρά για μίαν δημιουργική διαπίστωση, παράλληλη στην τρέλα
τα ιμάτιά μου σχίζοντας, διαλέγω τη συνέχεια
κι ακολουθώ το μονοπάτι που σε ορίζει

γαμήθηκε το παραμύθι μου! Δωσ’ μου το χέρι σου
γαμήθηκε το παραμύθι μου! Και το δικό σου..
Δωσ’ μου το χέρι σου, μπας και το χτίσουμε απ’ την αρχή
-για τη ζωή, για την αγάπη και τα ‘’θέλω’’ σου-
στήνεις φραγή και ξεκινάς απ’ την αρχή
χτίζοντας πάλι ένα προς ένα, τα κομμάτια σου που άλλα ράγισαν
κι άλλα συνθλίφθηκαν, αλλοτινά χρόνια απ’ τη λήθη ιδωμένα

Φτου! η ζήλια φταίει για όλα..
σου δίνει το έναυσμα για ν’ αποκτήσεις κίνητρο
λες κι ο καθένας κουβαλάει ένα σταυρό για το δικό του θάνατο..

σταγόνες ρέουν νωχελικά κι επάνω στις παλάμες μας
από ιδρώτα λες ή καρδιοχτύπι;
καβάλα σ’ ένα σύγνεφο που κονομήσαμε απ’ το δάκρυ μας
συγγράφουμε δια το φιλοσοφίζειν..



Μια αγκαλιά τον Χειμώνα
(18/11/2007)

Τι να κρατήσω για μένα; Τα πήρες όλα. Στα έδωσα. Έμεινα λειψός από ψυχή κι αισθήματα. Κουράγιο για να συνεχίσω το ταξίδι. Τώρα ξέρω ν’ αγαπώ ό,τι μου έμαθες ν’ αγαπάω. Μα μου λείπει ακόμα η φωνή σου, όπως μίλαγε και τριγύριζε γύρω-γύρω απ’ τ’ αυτιά μου. Ζήσαμε κάτι έντονο είπες, που μόνο οι δυο μας γνωρίζουμε. Μετά αντίο. Ήρθε ο Χειμώνας. Είναι μάλλον ο πιο αργόσυρτος Χειμώνας που έχω ζήσει. Τώρα κλαίω. Γιατί δεν έχω κάτι ωραιότερο να κάνω. Τώρα τραβάω γραμμές σ’ ένα άδειο τετράδιο, προσπαθώντας να το γεμίσω. Το χέρι δε βρίσκει τις λέξεις. Το στόμα δε βρίσκει τα λόγια. Νιώθω άφωνος. Είμαι μια στήλη άλατος, ένα άγαλμα που δεν μπορεί να κινηθεί. Ένα κουφάρι, που δεν μπορεί να τρέξει να σ’ αγκαλιάσει όπου κι αν είσαι. Τώρα η αγκαλιά μου δεν έχει χρώματα. Όλα εκείνα τα κοριτσίστικα χρώματα που τη γέμιζαν. Τι να κρατήσω για μένα; Μονάχα το μαύρο μου έμεινε να φοράω. Ζωγραφίζω καπνούς και τσιγάρα. Δωμάτια νοσοκομείων στη μέση του πουθενά, με χειρουργημένους ασθενείς στην καρδιά. Με ορούς στα χέρια και σύριγγες στο κορμί τους. Ζωγραφίζω το σήμερα σα να είναι η τελευταία μου μέρα. Θα ‘θελα να την πέρναγα στην αγκαλιά σου. Σ’ ένα μικρό σπίτι δίπλα στη θάλασσα, με μεγάλο κήπο, για να χωράει τις τριανταφυλλιές σου. Τι να κρατήσω για μένα; Αρκεί που κρατάς στα χέρια τα μαραμένα μου τριαντάφυλλα. Είναι σα να γράφουν τ’ όνομά μου κάπου εκεί μέσα. Ακόμα και τ’ όνομά μου το πήρες. Ξέχασα πως με λένε. Αισθάνομαι κατά καιρούς πως με φωνάζουν, αλλά τρέμω να γυρίσω το κεφάλι, μήπως συναντήσω το παρελθόν μας τη στιγμή του αποχωρισμού. Εμείς δεν κλάψαμε κοιτώντας ο ένας τα μάτια του άλλου στο αντίο μας. Ξέρω πως έκλαψα, μέσα μου. Κι όλες οι υπόλοιπες μέρες μου ήταν μουσκεμένες. Εμείς δεν αφήσαμε ταυτόχρονα τα δάκρυα να κυλήσουν στα μάτια, γι’ αυτό που μας περίμενε στη γωνία. Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Το γνωρίζαμε και τ’ αφήσαμε να συμβεί, μέχρι να ξεψυχήσει. Εμείς, κοιτάζαμε το “εμάς” να πεθαίνει, να σβήνει κι ούτε που προλάβαμε να το κηδέψουμε. Έγινε το “εμείς” ένα μοναχικό “εγώ” μέσα σε μια νύχτα. Κι από μακριά το αποχαιρετούσαμε μ’ ένα αντίο, όπως ψυχορραγούσε. Εμείς δεν κλάψαμε την ώρα που δίναμε στα χείλη το τελευταίο φιλί μας, πιστεύοντας σε κάποια ελπίδα πως δε θα ‘ταν τελευταίο. Μα έπρεπε να βγάλεις τα σκουρόχρωμα γυαλιά σου απ’ το πρόσωπο τη μέρα εκείνη, να δεις τα μάτια μου. Έλειπε το χαμόγελο απ’ τα χείλη μου. Έλειπε γιατί το έπνιξα με τα δάκρυα. Την ώρα που έβλεπα την αγάπη μας να πεθαίνει. Έσβηνε σαν κατάκοπο κι άρρωστο γεροντάκι, που απόκαμε απ’ τις απανωτές εγχειρήσεις. Να, γι’ αυτό ζωγραφίζω νοσοκομεία και σύριγγες. Στον ύπνο μου βλέπω τις παιδικές μου ανάγκες. Φαΐ απ’ την αγάπη σου. Νερό απ’ τα χείλη σου. Παραμύθι απ’ τη φωνή σου. Αγκαλιά απ’ τα χέρια σου. Και γαντζωμένος πάνω στο κορμί σου, να πηγαίνουμε βόλτες. Τι να κρατήσω για μένα; Τώρα το “εγώ” γίνηκε ο χειρότερός μου εφιάλτης και με μαχαιρώνει πισώπλατα. Τώρα μαθαίνω για κραυγές που δε γνώριζα να υπάρχουν. Εμείς δεν κλάψαμε αντάμα, κοιτώντας τα ραγισμένα μας μάτια ν’ αστράφτουν απ’ τη λύπη, στο σκοτάδι. Την ώρα εκείνη που μαγκωμένα τα χείλη, ψελλίζουν δειλά-δειλά ένα αντίο…




Σημαίνουν Χριστούγεννα
(03/12/2008)

Μία πεθαμένη μέρα χύνεται σ’ ένα παγωμένο ποτήρι
δύο πεθαμένα χρόνια μακριά απ’ την αγκαλιά σου

μακριά απ’ την αγκαλιά σου αγάπη μου
νεκρά είναι τα κύτταρά μου
αμίλητη η ανάσα μου, ψυχρά τα δάκρυά μου
μακριά απ’ την αγκαλιά σου αστέρι μου, δε λάμπω
δεν είμαι μήτε υπάρχω σ’ ένα άδειο σκηνικό

γιατί γεμίζει και ζεσταίνεται η μέρα
όταν οι δύο γίνονται Ένα και κολλάνε
κι αν τύχει ν’ αποκολληθούν, θρηνούν το μισεμό

είναι αβάσταχτος καημός όταν ψελλίζεις απ’ τα χείλη σου τ’ Αντίο
και πιο βαρύ όταν τα χείλη εννοούν το χωρισμό
είναι σκληρό ν’ αργοπεθαίνεις, έτσι αμίλητος
σαν το κερί πού έμεινε στην άκρη αργοπεθαίνοντας λειψό

είναι σκληρός κι ο χωρισμός όταν επέρχεται
κι εσύ κοιτάς αμέτοχος, μην έχοντας τη δύναμη μακριά να τον τσακίσεις
μακριά απ’ την αγκαλιά σου αγάπη μου, είμαι μισός
και το χαμόγελο πάνε δύο χρόνια πού ‘χει να φανεί στα χείλη

«ΧΑΜΟΓΕΛΟ» τί αστεία λέξη;

ένας χαμός και ένας γέλωτας είρωνας
κι εκεί που πήγε ίσα μια στάλα το στόμα να τσακίσει, μάντεψε!
χύθηκε η μέρα μου σ’ ένα ποτήρι αδειανό

μου ‘πες θα βγει ο αυγερινός, μα κάπου χάθηκε το φως
μου ‘πες θα ‘ρθει η ανατολή και πως θ’ ανάψει ένα κερί
μα στον τυφλό, έστω κι αυτό μοιάζει με ψέμα

σημαίνουν Χριστούγεννα, η μαύρη γιορτή
υπάρχω ακόμα κι αν ζω δίχως σώμα
υπάρχουν για σένα, υπάρχουν κρυμμένα
μι’ ανάσα, μια σκέψη, μία νέα αρχή

πετρόψαρα ρίξτε στον πάτο ν’ ανθίσει
λουλούδι που γέλασε, άνθος που θρηνεί
στον πάτο της λίμνης υπάρχει μία τύχη
κρυμμένη στον βούρκο, κρυμμένη μια ευχή

κι αυτός που αγάπησε, αυτός που χωρίζει
θα είναι διπλά τυχερός σαν τη βρει..




Μελλοντικές πεταλούδες
(20/02/2007)

Τις μέρες που αμαρτάναμε
τα τριαντάφυλλα, φορέσαν το βαθύ
το μαύρο χρώμα του ανύπαρκτου

βάφεται σκούρα η αμαρτία μας
στολίδι γκρίζο, όταν το φως τα λαχταρά
κι όταν ο ήλιος τα κοιτάζει

γράφονται μαύρες οι σελίδες, στα βιβλία
έτσι σκουρόχρωμα ντυμένη
σα μας κοιτάζει μ’ απορία, η ιστορία μας

και λέει πώς φτάσαμε ως εδώ
ρωτάει πώς φύγαμε, σε ποιόν αστερισμό;
κι εμείς της λέμε, έτσι απλά

όπου αλλάζουν χρώμα τα τριαντάφυλλα
όπου τα πέταλα, βυθίζονται στο πένθος
εκεί που σμίγει με τ’ ανέφικτο, τ’ απέραντο

κι ύστερα κλαίνε, όπως κλαίει ο ουρανός
ύστερα βάφονται στο γκρίζο
τα παρτέρια, όπου φυσάει ο άνεμος
σκίζονται τ’ άψυχα της γης, τα μεσημέρια

βάφεται σκούρα η αμαρτία μας
στολίδι γκρίζο, όταν το φως τα λαχταρά
κι όταν ο ήλιος τα κοιτάζει.


Πανέμορφη, μη εφικτή μου αγαπημένη
(19/02/2008)

Τα κρέμασα τ’ αστέρια πλάι στα μάτια σου
και τ’ άναψα τον ήλιο, να φεγγίζει τα μαλλιά σου
ανάμεσα σε χαραμάδες που μιλούν ειν’ η αγάπη
κι αν κάνεις πως πιστεύεις σε Θεό, θα ερωτευτείς

στη θάλασσα, νεράιδα όπως κινείσαι
μια στάλα, μία τόση σπιθαμή είναι ο έρωτας
πανέμορφη, μη εφικτή μου αγαπημένη
κι αν κάνεις πως γυρίζεις το κορμί, θα πληγωθείς

σου φέρνω απ’ τη Δύση τις αξίες μου
το δάκρυ μου αιώνιο, λυγμός με κατατρέχει
σου φέρνω απ’ την Ανατολή, του πάθους τη φωτιά μου
μα στάσου. Στάσου, κοίταξε. Φυλάξου

ανάμεσα στις κίτρινες σελίδες η αγάπη
σ’ απόκρυφα κι αδιάβαστα βιβλία που τα γράψαμε
πανέμορφη, μη εφικτή μου αγαπημένη
εγώ ήμουν ζωή κι εσύ ήσουν το μελάνι

λευκή σαν τριαντάφυλλο και κόκκινη σα ρόδο
γαρίφαλα σου τάξανε οι πρώην εραστές σου
ανθόσπαρτος κι ο δρόμος που διαβήκαμε
πετρόσπορο χτισμένο μονοπάτι τα φιλιά σου

τα κρέμασα τ’ αστέρια πλάι στα μάτια σου
κι ανέβασα σε θρόνο το κορμί σου
θυμήσου. Θυμήσου, άργησε να ‘ρθει. Κοιμήσου
πανέμορφη, μη εφικτή μου αγαπημένη.




Κυκλώνας
(10/09/2010)

Τα μέτρησα τα λόγια μου μα και τις προφητείες
που ήθελαν να σμίξουμε μα και να χωριστούμε

κι απάνω που τα μούτρα μου κατέβασα για να ‘ρθω, επάνω εκεί στην αγκαλιά
τα νύχια της ξεπρόβαλαν μαύρα και κοφτερά, να πνίξουν ό,τι ζήσαμε κι όλες τις προσδοκίες

προσπάθησα ...
αλλά είναι μέρες που την ψάχνω για να βρω σε ποια καρδιά ανήκω
κι όσο σκαλίζω τη ζωή μου βλέπω άδειες τις ημέρες μου
περνά ο καιρός, μητέρα, κι ο χρόνος θα γιατρέψει...

αυτό το ποίημα θα το γράψω σε συνέχειες
για να ‘χουν ένα πάτημα οι ώρες μου να λένε πως τις ξόδεψα φιλότιμα
κι ύστερα θα το πάρει ο άνεμος και τα χαμένα λόγια
οι μαύρες οι σκιές των αναμνήσεων και η κλεισούρα

και τώρα σε τούτο εδώ το χώρο που μαζί της δημιούργησα
αναρωτιέμαι όλη αυτή η αγάπη που την ξόδεψα, αν άξιζε να χαριστεί απλόχερα
τα δάκρυα που χύθηκαν στο πάτωμα ανελέητα, αν άξιζαν
το σάλιο μου απ’ τα χαμένα λόγια αγάπης, τα φιλιά, οι αγκαλιές
που βράχος έγιναν να στηριχθεί επάνω τους...

οι τοίχοι θα βαφόντουσαν στο χρώμα το λευκό
μα τώρα με το πείσμα της θα τους ταιριάζει μαύρο
το μαύρο της εκδίκησης και της αδιαφορίας
αυτό που αποκόμισα, στυγνό εγωισμό!
(Ετούτο το ποτάμι πια δεν έχει γυρισμό)

μου έρχεται να σπάσω τα ενθύμια που μάζευα
να σκίσω όλα τα ψεύτικα τα λόγια της αγάπης
γιατί σε κάθε εκατοστό υπάρχει το άρωμά της, η σκέψη της
η δαχτυλιά απ’ το χέρι της και τα τρελά όνειρά της
... το πάθος της υπάρχει επάνω στο κρεβάτι,
κι εκεί είναι που τα μάτια μου βαραίνουν και βουρκώνουν...
και κάθε λέξη που μετρώ απ’ τα ενθύμιά της
πληγώνει περισσότερο τα αισθήματα, μητέρα...

Αμέτρητα αποτσίγαρα, καπνοί στο πέρασμά της
την κάθε μέρα που μετρώ γερνάω γρηγορότερα
και μοιάζω με μεσήλικα που έχασε το βιός του

“με πούλησες” αυτό ταιριάζει μόνο για απάντηση στα χείλη της
- σε κάθε ένα απ’ τα γραπτά της! -
“με πούλησες φτηνά για ν’ αγοράσεις μοναξιά...”
κι ακόμα βρίσκω ενθύμια, σκιές του παρελθόντος
κι εκεί που πάω να ξεχαστώ απ’ τα πολλά χαστούκια
το πνεύμα μου ζαλίζεται από τη σκέψη πάλι
κι αρχίζω να τη σκέφτομαι κι εγώ όπως και πρώτα ...
η σκέψη της, μητέρα, πάει να με τρελάνει!

εγώ ο “άρρωστος” αγαπημένος της, ο αθεράπευτα ερωτευμένος
κι “επικίνδυνος” εκφραστής της ζήλιας της αγάπης
εγώ ο “ποιητής” του πείσματος και των εγωισμών της
εγώ ο “διασκεδαστής” του δόλιου μας του έρμου συναισθήματος
που έριξα τα μούτρα μου για να της πω “συγνώμη”
εγώ που περιβάλλομαι ακόμα απ’ τις σκιές αυτού που πέρασε και μόχθησα να ΜΗΝ τελειώσει ...
δηλώνω ταπεινά πως η αγάπη μου η τόση, δεν ήταν παραμύθι όπως και τα δικά της

γιατί όπως με βλέπετε γράφω για τα δεινά της
που άφησε επάνω μου ετούτος ο κυκλώνας ......

''...καπνίζω μέσα στο δωμάτιο κι όλο πίνω
και με τις μνήμες των φιλιών δάκρυα χύνω
όλα τα λόγια των τρελών ήταν δικά μας λόγια
πάρε τις λέξεις τους και καν' τα κομπολόγια...''
(να τα μετράς Χριστούγεννα στο τζάκι, ένα-ένα!)



Ένα τραγούδι [αφορά το ‘’Μέσα στον έρημο σταθμό’’]
(15/12/2010)

Δυναμώστε την ένταση! Αυτό το λυπημένο τραγούδι θα το πω τόσο σιωπηλά και πικραμένα... Έτσι έμαθα να λέω τα τραγούδια μου. Οι στίχοι ήταν πάντα μόνοι, απομονωμένοι σε μια φυλακή συναισθημάτων που αδημονούσαν να ξεφύγουν. Οι στίχοι οι δικοί μου ατραγούδιστοι! Δε βρήκαν ανταπόκριση μήτε στα μάτια της. Εκείνη η μικρή νυχτερινή μουσική μέσα στον έρημο σταθμό ακόμα αναμένει επιβάτες στο ταξίδι της. Κι εμείς, όλοι, με ανεκπλήρωτους έρωτες από νωρίς αποστατήσαμε απ’ το ταξίδι. Ετούτη η μουσική δε βρήκε ακόμα ορχήστρα να την παίξει, μήτε ακροατές να τη χαρούν για την αγάπη. Είναι ένα δράμα που εξελίσσεται και τις καρδιές όσων το ακούνε ημιτελές, παγώνει. Λυπάμαι αν οι νότες του είναι πιο νεκρικές, πιο πένθιμες απ’ ό,τι περιμένατε. Είναι γιατί η συννεφιά και η βροχή, το χιόνι κι η κακοκαιριά δεν του άφησαν τα περιθώρια ν’ ανατείλει. Είναι γιατί μέσα σε νέφη από καπνούς και στις οσμές των βλαβερών ουσιών, ακόμα το οινόπνευμα κυλάει μες τις φλέβες του. Κι αν κάποια μέρα ξαφνικά θα ξημερώσει η λιακάδα, είναι γιατί, σταμάτησε να σκέφτεται τις μέρες του και θέλει να πεθάνει. Κι ο προορισμός του σίγουρα να γίνει δοξασμένο. Να σιγοψιθυρίζεται στα χείλη όσων τ’ ακούνε και στο ραδιόφωνο να παίζονται οι πιο θλιμμένοι στίχοι του, μα εμείς δε θα τ’ ακούμε! Κάποια ημέρα ο προορισμός μου είναι να φύγω. Κι ακόμα αν αυτό που έγραψα φωλιάζει στην καρδιά σας, θα ‘ναι γιατί ξεκλείδωσα εν άγνοιά μου τους χτύπους της και αγαλλίασε μαθαίνοντας πως βρήκα το μεγάλο μυστικό για την αγάπη. Μέσα μου δεν κατοικούνε πλέον στίχοι, παρά μονάχα η πίκρα ότι τους έγραψα και πλέον τριγυρνούν ελεύθεροι κάπου κοντά σας και πετάνε. Μαζεύτε τους! Γιατί πλέον ακροβατούν κάπου ανάμεσα στην τελειότητα και τον παράδεισο της μελωδίας. Είναι ελεύθεροι στην αιωνιότητα οι στίχοι μου, μα πάνω τους γραμμένο το Παρελθόν. Το πρώτο φιλί, ένα αποξηραμένο τριαντάφυλλο, το εκκλησάκι του Άγιου Παύλου, το ταξίδι στην Εύβοια, μερικά ενθύμια κι ερωτικά γράμματα φυλαγμένα στο συρτάρι των αναμνήσεων, το σκίτσο μιας γυμνής κοπέλας που γύρισε την πλάτη της κι ένα κόκκινο ρολόι που σταμάτησε να χτυπάει απ’ τον Αύγουστο. Πάνω σ’ αυτό, σε τούτο το τραγούδι λέω, γραμμένα όλα τα δάκρυα που χύθηκαν και τα φιλιά της ιστορίας του. Ένα τραγούδι όπως τ’ άλλα, που εγώ δε θα προλάβω να το ακούσω..




Θ' αργήσω
(16/12/2010)

Μη με ρωτάς που πήγαν τόσα χυμένα δάκρυα ...
κανέναν δακρύβρεχτο παραπόταμο δε γνωρίζω απ’ το μάθημα της Γεωγραφίας
παρά μόνο, ότι τρέχω και κυλάω μαζί του
κι όπου πάει, με κατευθύνει
είμαι έρμαιο
πατημένων συναισθημάτων, πεθαμένων αναμνήσεων, αλησμόνητων φιλιών
έρμαιο σου λέω, κάποιων κακεντρεχών στιγμών
μη με ρωτάς ποιος είναι ο επόμενος πλησιέστερος σταθμός
γιατί το μόνο που γνωρίζω είναι πότε θα ξυπνήσω
πότε θα ντυθώ, πότε θα φάω, πότε θα πάρω τα κλειδιά να φύγω
τρώω μνήμες δακρύων και πόνου
μη με περιμένεις για το δείπνο, δε γνωρίζω πότε θα γυρίσω
θ' αργήσω...



Φωτογραφίες: Synodia Paraskevi
Νοέμβριος 2019 © Γιώργος Σ. Κόκκινος

Σχόλια