VI Ανένταχτα του Γιώργου Σ. Κόκκινου - Γ' - Αδημοσίευτα
VI Ανένταχτα του Γιώργου Σ. Κόκκινου - Αδημοσίευτα (μέρος Γ')
Άτλας
(16/04/2020)
Τραγούδι αλλιώτικο αυτό που ξημερώνει
αναβοσβήνουν σαν αστέρες οι καημοί
ρουφάει αστρόσκονη η πλάση κι ημερώνει
γυρνάει τ’ ανάποδα ο νους απ’ την βροχή
ένας κομήτης κατεβαίνει απ’ το πηδάλιο
βιβλίο αδιάβαστο με μιας έχει γραφτεί
και στο περιήλιο στηριγμένη μια αγχόνη
να κρεμαστεί μισή καρδιά πριν να χαθεί
αν όλα τα τραγούδια μας μιλούσαν για τον έρωτα
σωπάσανε οι στίχοι και σφραγίστηκαν τα χείλη
κι απ’ όλη την αγάπη που ξοδεύαμε ατέρμονα
οι νότες της ψυχής θα ταξιδεύουνε στα ύψη
ένας κομήτης κατεβαίνει απ’ το πηδάλιο
γραφή του έρωτα με μιας έχει ειπωθεί
και στο περιήλιο στηριγμένη μια αγχόνη
ν’ αυτοκτονεί η ζωή στην πρώτη συλλαβή
μιας και κοντεύω να δεχτώ τις απουσίες
στα μάτια που έρχονταν κρυφά τόσες νυχτιές
με δάκρυ μύρωσαν το σώμα οι ιστορίες
βολές αλλιώτικες που σχίζουν τις καρδιές
αν όλα τα λουλούδια μας μεθούσαν για τον έρωτα
σωπάσανε οι μίσχοι και σφραγίστηκαν τα χείλη
κι απ’ όλη την αγάπη που ξοδεύαμε ατέρμονα
οι νότες της ψυχής θα ταξιδεύουνε στα ύψη.
Τα βράδια που κυοφορούνται οι μεγάλες ιδέες
(08/05/2020)
Διπλώσανε οι στίχοι μου σε κάτασπρο πανί
στο πιο υψηλό, με εξόρισαν, της λησμονιάς κατάρτι
με τα μαλλιά μου ξέμπλεκα και σείονταν οι ιστοί
κι απάνω που τα έλυσα, τυλίχτηκα μ’ εφιάλτες
μια μελωδία με νότες στο κορμί να συγγραφεί
τουλάχιστον να ‘χει ένα μέρος να κρυφτεί η αλήθεια
τα βράδια που κυοφορούνται οι μεγάλες ιδέες
τα βράδια ξεμυτούν και οι αλήτισσες ώρες
που σέρνουν τους μεθυστικούς τους στίχους
με φθόγγους και αλαλαγμούς αφύσικους
βγαλμένους από λυπημένες απορίες..
Συγκίνηση, θα πει κανείς. Συμπόνοια. Σύμπνοια;
Η εύνοια των προνομιούχων συρφετών
των όχλων, δύστυχων ιστοριών μας
των αλληλουχιών που δέσανε ακατάλληλη στιγμή
κι ακούμπησε ημίγυμνη η περηφάνια στο οδόστρωμα
κι απώλεσε κάθε ίχνος αξιοπρέπειας ανθρώπινης.
Ντροπή μας ! Φώτα ρε, για τους πεζούς
Φώτα για τους περαστικούς και για τον ποδηλάτη
Φώτα για τον ηθοποιό που σχίζεται για να Ποιήσει ήθος
Φώτα και για τον Καλλιτέχνη που πλημμύρισε με στίχους τα τραπέζια
[και με μπογιές πασάλειψε την πολυθρόνα της γιαγιάς.
Φώτα ρε, γι’ αυτή τη νότα που αβοήθητη ψυχορραγεί
[λίγο πριν πέσει απ’ το πεντάγραμμο αναίσθητη.
Φώτα και για τον προβολέα, στην οθόνη
που μόλις παίχτηκε το έργο της ζωής μας
και γύρισε κακήν κακώς τ’ ανάποδα η ταινία
κι απ’ το φινάλε φτάσαμε στα κρεμαστά πανό.
Διπλώσανε οι στίχοι μου σε κάτασπρο πανί
στο πιο υψηλό, με δέσανε, της λησμονιάς κατάρτι
με τα μυαλά τ’ ανέμελα και σείονταν οι ιστοί
κι άξαφνα κατέπεσα στο πιο βαθύ αμπάρι
τουλάχιστον να ‘χει ένα μέρος να κρυφτεί η αλήθεια
τα βράδια που κυοφορούνται οι μεγάλες ιδέες.
Σύννεφο
(12/11/2007)
Μακρύναν τα μαλλιά μου και γίνανε χιλιόμετρα
σε λίγο θ’ ακουμπήσουν το κατώφλι σου
να μην τρομάζεις απ’ το χτύπημα στην πόρτα
δώσε ένα σάλτο κι ανέβα στο χαλί
ακολούθησε εκείνο το περίεργο σύννεφο, με τ’ αξύριστο πρόσωπο
και τη μεγάλη μύτη
ακολούθησε τα σημάδια μου, μετρώντας τα βήματά σου
τα χνάρια που αφήνεις στο έδαφος, είναι πληγές
απ’ τον λαβωμένο μας έρωτα
σκίσαμε την αγάπη, σαν ένα χαρτόνι
κι από μέσα της πετάχτηκε
εκείνος ο κόκκινος διαβολάκος, με την τρίαινα
- χαμογέλασε αυθόρμητα κι έτριψε τα χέρια του -
με είδε που μακρύναν τα μαλλιά μου
στον ώμο κουβαλάω το σταυρό του μαρτυρίου μου
με πνίγει η αδικία
βήχω για να διώξω από πάνω μου κάθε ευθύνη
το βλέμμα μου χαμηλωμένο στη γη
κι έτσι όπως είμαι, δε θα ματαδείς τα μάτια μου
παρά μονάχα τα μακριά μαλλιά μου
και για οδηγό εκείνο το περίεργο σύννεφο
με τ’ αξύριστο πρόσωπο και τη μεγάλη μύτη.
Προσευχή
(13/06/2008)
Όπως πέρναγε ένα τρένο πλάι ξυστά απ’ την πληγή μου
κάπου έπεσε ένα αστέρι και μου πήρε τη ζωή
κι ένα όνειρο που κάρφωσα στο βάθος, την ψυχή μου
στ’ ασπρισμένο μου μπαλκόνι να το έχω προσευχή
προσκυνάω σταυρωτά τα φιλιά που με κεράσαν
τους καημούς κι όλες τις πίκρες τα ‘χω βάλει στη σειρά
έχω όπλο το κουράγιο, τους εχθρούς να πολεμήσουν
που με λόγια μ’ αποπήραν. Θε μου πόση ειν’ η χαρά
δε μου έμεινε η φωνή να μιλήσω μ’ ένα γράμμα
να φωνάξω ''σ’ αγαπάω'' ή να βρίσω ό,τι φθονώ
στ’ ασημένια βλέφαρά μου φυλαχτό να σε φυλάω
σα σκοπός σ’ ένα καμιόνι που του έβαλε φωτιά
είμαι φταίχτης, είμαι ψεύτης, ειμ’ απάνθρωπος που κλαίω
λίγο άνθρωπος να ήμουν, θα σε είχα στη γωνιά
με μαστίγιο το κορμί σου κάθε ώρα να χτυπάω
και με λόγια που τσακίζουν των χειλιών σου τα οστά
Θε μου πόσο το ‘χα σφίξει μες τα χέρια μου σα σφαίρα
σα μια Γη που ‘χα τυλίξει τ’ οξυγόνο γι’ αγκαλιά
και στα μάτια τη φιλούσα. Ξημερώνει. Καλημέρα !
Θε μου πόσο είχα λατρέψει έναν κόσμο στα κρυφά
τώρα μένει να θυμίζει ένα σύννεφο τη μέρα
κι εν’ αστέρι μες τη νύχτα να μου δείχνει που πατά
σ’ ένα υπόγειο κρυμμένος μη γνωρίζοντας ποια χέρια
του κορμιού την περηφάνια, ποιός τη χαίρεται ξανά;
όπως πέρναγε ένα τρένο πλάι ξυστά απ’ την πληγή μου
κάπου έπεσε ένα αστέρι και μου πήρε τη ζωή
κι ένα όνειρο που κάρφωσα στο βάθος, την ψυχή μου
στ’ ασπρισμένο μου μπαλκόνι να το έχω προσευχή.
Πολεμικές ιαχές
(21/03/2020)
Όταν σβήσει και η τελευταία μηχανή παραγωγής
όταν κατέβει και ο τελευταίος διακόπτης
μιας ''αόρατης απειλής'' κι ενός ''άφαντου εχθρού'' το πρόσχημα
φορέστε τις αρβύλες σας
ξεσκονίστε τη στολή παραλλαγής
χαιρετίστε το Εθνόσημο
που ως τότε θα μας έχει συνηθίσει στην απομόνωση
ζητώντας μας νωρίτερα πιστοποιητικό φρονημάτων
ως και αποκλεισμό των αντιφρονούντων στη Μακρόνησο
αφού βέβαια η στενή παρακολούθηση
του Βig Brother, βγαλμένη αυτούσια από το 1984
θα μπορεί να εντοπίσει το ''στίγμα'' Κορωνοϊού οιουδήποτε
για να τον κατατάξουν σε ''ειδική'' κατηγορία αγέλης
ενώ οι Αστυνόμοι θα ντελαλίζουν απαγορεύσεις συγκεντρώσεων
μέσα σε άδεια κράτη, άδειες πόλεις, άδειες περηφάνιες και άδεια κορμιά
τότε πλέον ίσως κάπου άλλου, σε ένα παράλληλο σύμπαν
μια ομάδα ποιητών να απαγγέλλει στίχους ειρήνης και συναδέλφωσης
να ετοιμάζει επωδούς φτωχοποιημένων πολιτών
που νικήθηκαν από τις πολιτείες
και τραγούδια εξορίας που θυμίζουν εποχές του '70
ενώ οι πύραυλοι του κατακτητή θα σημαδεύουν στο ακέραιο το θύμα.
Αφουγκραστείτε το μέλλον, που φαντάζει οξύμωρο
και που μόλις σήμερα ξεπετάχτηκε νιόβγαλτο
γιατί η κοινωνική και η ατομική σας ευθύνη
θα συνεργήσουν τα μέγιστα στο θεάρεστο έργο κατακτητών
λίγο πριν καταστραφεί και η τελευταία ρανίδα ελπίδας του πλανήτη.
Θα ερχόμαστε ή θα χανόμαστε σαν ταξιδιάρικα πουλιά
(1-5/09/2009)
Πολλοί οι άνθρωποι, πολλά τα όνειρα
μόνοι εμείς σ’ ένα μπαλκόνι
στο χέρι σέρτικο βαρύ τσιγάρο
τις νύχτες με πανσέληνο
και κάθε ένας από μας
με μια δική του ιστορία να τον λιώνει
πες το μεράκι, απωθημένο
πες το συνήθεια κακή και νοσταλγία
μα δραπετεύεις έτσι λίγο απ’ τη ζωή
κι από του κόσμου τη βλακεία
άνθρωποι μόνοι μας λοιπόν
έρημοι κι άγνωστοι και ξένοι
παγιδευμένοι σε μια παλιά μας γνωριμία
ή σε μια σκέψη τωρινή
που μας ρουφάει απ’ το μυαλό φαιά ουσία
και δε λέει να ξεκολλήσει
χιλιάδες όνειρα κομμάτια σαν τις πέτρες στο γιαλό
λες και τα χέρια τα πετάξαν σ’ ένα βράχο με μανία για να σπάσουν
τα ωραία λόγια μας διαλύθηκαν
σκορπίσαν στον καιρό
θρύψαλα η μεγάλη αγάπη
- κι η μαγεία -
κι αν μόνος υπάρχω, όπου κι αν γράφω
μα για τους άλλους πια δεν ζω
κι αν κάποια ώρα βουρκώνουνε τα μάτια
κλαίω για μένα
κι αν νιώθω άψυχος, μισός
έχω κουράγιο να διαγράψω με μανία
κι ό,τι με πλήγωσε πολύ
τώρα με μια μονογραφή, βάζω τελεία.
Απλά συνέπεσε στην ήδη πληγωμένη μου ψυχή να δικαστώ
και να με βγάλουν ένοχο τα αισθήματα
που απλόχερα τα χάρισα
με αποκάλεσαν τρελό, κακό κι απάνθρωπο
η ίδια η ζωή μου
κι έτσι αμύνομαι στην τόση αδιαφορία
νιώθω πως άδειασα
σαν κάτι να έσπασε στα σπλάχνα μου
ένα εξάρτημα που χτύπαγε τρελά από λατρεία
μα οι δείχτες έμειναν εκεί που αποχαιρέτησα το βιος μου
κι άφησα πίσω ό,τι στο διάβα μου με πίκραινε
να προσπεράσει
καλό ή κακό, μέλλει να δείξει η ιστορία
μα είναι περίεργο
εκεί που αισθάνεσαι πως κάτι σε γεμίζει
αυτό ν’ αδειάζει
σαν μια παλιά δεξαμενή γεμάτη αγάπη
που όλο στάζει
και στάζει και στάζει και στάζει και στάζει
… άδειασα!
Και θέλω τώρα να γράφω, να γράφω όπως τότε..
τώρα που όλα πέρασαν σαν χιονοστιβάδα από πάνω μου και χάθηκαν
ο έρωτας, αυτό που λένε κόλλημα
η μαγεία, το δέσιμό μας
ένα ακόμα ολάκερο καλοκαίρι στην αγκαλιά σου
που πέρασε
ανεπηρέαστος να γράφω για όλα εκείνα που επιθυμώ
μα όχι πια για όσα έχασα στο διάβα μου
κολλημένος πάνω σου
η ψυχή μου στα κάτεργα
το κορμί μου στο πάτωμα
το μυαλό μου σε σένα
η σκέψη μου τώρα στον εαυτό μου
που παραμέλησα εξαιτίας σου
η αγάπη μου δοσμένη ολάκερη
στον πληγωμένο εγωισμό μου
οι συνήθειές μου αναλλοίωτες κι ας πέρασες ξυστά απ’ τη ζωή μου
γιατί δε θα με αλλάξεις εμένα
εφόσον δεν κατάφερες να αλλάξεις εσύ
το μόνο κοινό που έχουμε, αναμνήσεις του παρελθόντος μας
ας κοιτάξουμε χαμογελώντας το μέλλον
γιατί κάποιος εκεί έξω προσπαθεί να διακρίνει το χαμόγελο στα χείλη μας
ζωγραφισμένο στην αναίσθητη καρδιά μας
γιατί εγώ αν είμαι η ζωή σου, έχω τη δική μου ζωή
κι είμαι ολόκληρος
κι ας ξεχάστηκα στο ντουλάπι των αναμνήσεων
κι ας κρεμάστηκα απ’ τα χείλη σου
να με πας μια βόλτα
κουράστηκα να με περπατάω μάτια μου
άντε .. ώρα να γυρίσουμε στο ντουλάπι.
Διαβάζοντας τις δημιουργίες του Γιώργου Κόκκινου αυτό που εντυπωσιάζει είναι η ικανότητά του να ελίσσεται σε διαφορετικά στυλ! Άλλοτε γράφει ερωτικά ποιήματα γεμάτα ευαισθησία και ρομαντισμό. Όχι συμβατικά μα οι λέξεις παρασύρονται από τον απόλυτο έρωτα. Ο ίδιος σπάει κάθε εγωιστικό ταμπού και παραδίδεται ολοκληρωτικά στην εκάστοτε μούσα του... Παρασύρεται από το συναίσθημα και αυτό φαίνεται να θέλει. Ισοπεδώνεται στην έκφραση της ψυχής του χωρίς να ενδιαφέρεται για τον αντίκτυπο. Όλο αυτό έρχεται να ανατρέψει το μύθο που θέλει το γυναικείο φύλο επιρρεπές στο ρομαντικό στοιχείο. Ο Γιώργος Κόκκινος μέσα από τα ερωτικά του ποιήματα δηλώνει απλώς πως είναι άνθρωπος...
ΑπάντησηΔιαγραφήΆλλοτε, όταν η ωμή πραγματικότητα τον θέτει προ τετελεσμένων καταστάσεων, η ψυχή του δηλητηριάζεται από κυνισμό και στωικότητα. Μιλάει με τη γλώσσα του σήμερα και δημιουργεί ποιήματα καθρέφτες. Καθρεφτίζεται πάλι η ψυχή του με σκληρές λέξεις και η αυτοκριτική που κάνει πολλές φορές είναι αυστηρή. Κάπως έτσι ο ποιητής προσπαθεί να ξορκίσει όλα τα τεκταινόμενα, και αυτά της εσωτερικότητάς του αλλά και αυτά του κόσμου. Αντικομφορμιστής ο ίδιος δε διστάζει να ρίξει ψόγο σε ό,τι τον ενοχλεί αλλά και να επαινέσει το καλό. Βάζοντας τίτλους όπως: " Τα ανένταχτα" δεν μπαίνει σε καλούπια ούτε ενδιαφέρεται για τους τύπους! Ξωτικά και φαντάσματα, όλα μαζί σε έναν αέναο χορό, με χειμαρρώδη λόγο και χωρίς ανάσα, βρίσκει κανείς στο έργο του Γιώργου Κόκκινου. Γοητεύει γιατί είναι αληθινός!
Ευχαριστώ πολύ Βασιλική ! Θα ενημερώσω για την ανάρτηση στο ιστολόγιο. (κριτική αναφορά στα Ανένταχτα). Με τιμούν τα λόγια σου
Διαγραφή