Γιώργος Μπλάνας - Γυμνάσματα - Μέρος Β'


Γιώργος Μπλάνας - Γυμνάσματα - Μέρος Β'



ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΣΗΜΕΙΩΣΕΩΝ 2000

ΝΥΧΤΩΝΕΙ. Κάπου μακριά, ένα δέντρο 
σαλεύει με τ’ αρχαία του φύλλα μιαν ακατόρθωτη ψυχή. 
Γιατί φυσάει κι όταν φυσάει: κατάσαρκα εσύ.
Έρχεται νύχτα πορφυρή, σκοτάδι φλόγα.
Θ’ αφουγκραστώ. Ίσως ακούσω έναν λυγμό ευχαριστώ
πού δεν σε ξέχασα κατάστηθά μου.
Αφουγκράζομαι κι ακούω: «Καταραμένε,
με ξέχασες: υπάρχεις την άσπονδη απώλειά μου».
*
ΟΧΙ ΤΑ ΦΥΛΛΑ αρχαία αυτού του δέντρου,
ο άνεμος αρχαίος που τα κινεί. Ούτε κι εσύ απουσία.
Πληγώνεις με κοπάδια νύχτες δόντια,
χτυπάς πριν με ανάσες σκοτεινές.
Δεν βλέπω στόμα, δεν βλέπω χείλη,
δεν βλέπω πρόσωπο ούτε λάμψη 
του καταπρόσωπο θανάτου.

Είσαι, λοιπόν, τόσο βαθιά πληγή,
που φτάνει ένα δέντρο για ν’ ανοίξεις;
*
ΦΤΑΝΕΙ ένα δέντρο. Η ζωή 
μπορεί να περιμένει ωσότου δάσος.
Κατάμαυρα πουλιά χοροπηδούν 
τα ματωμένα ράμφη τους,
δολοφονούν τη νύχτα με φτερά μεταλλικά.
Κατέχεις το μυστήριο του θανάτου,
όμως δεν έχεις μάτια σαν φωτιά
ούτε μαλλιά σαν τα κλαδιά.

Έχεις το χώμα σου κι εγώ μια ρίζα.
*
ΞΕΦΛΟΥΔΙΖΩ τις μέρες μου: η σάρκα πικρή, 
ο χυμός αλμυρός. Δεν μπορώ να ελπίσω 
ούτ’ ένα κουκούτσι γαλήνη.
Το δέντρο  απ’ όπου έκοψα το κάτεργό μου έχει τη ρίζα οργή.
Ξέχασα, λες, τον καρπό που δίνει ευμάρεια και προσπαθώ
να ζήσω τους νεκρούς. Μα ποιός σ’ ακούει,
αφού εγώ μιλώ την γλώσσα των τυφλών, 
θρηνώντας ένα δέντρο κτήνος; 

ΔΕΝ ήμουν πάντα κτήνος. Όχι τουλάχιστον πριν γεννηθώ.
Κυρίως θυμάμαι κήπους.
Ανάσαινα δυο φύλλα φως κι ένα παρτέρι αέρα.
Ωστόσο, ήρθε η βροχή και φώναξε με χέρια υγρά την τιμωρία:
«Θα ζεις, θα ζεις, θα ζεις εξορισμένος
στη λάσπη που καραδοκεί άμμος η επιθυμία».

Ελέησέ με τον χειμώνα της καρδιάς,
εισάκουσε τη θαλπωρή 
που δίψασα έκτοτε στον ποταμό σου.
*
ΚΑΤΕΧΕΙΣ ό,τι πέθανα κάτω από δέντρο και ποτάμι.
Αναστενάζει, όταν αλλάζει ο καιρός, θυμάται πόνους.
Μα δεν πονά, δεν βιάζεται να ευτυχήσει.
Τι μου παράτησες εδώ; Ένα καλάμι;
Ποιος άνεμος θα το λυγίσει;
Κατά πού; Σ’ ένα διάστημα σκοτεινό,
άβολο, ξένο, αρχαίο, αιματηρό,
τι θα δεχθεί τη μετανάστιδα φωνή μου;
*
ΔΕΝ απαιτώ έναν θάνατο ελάφι.
Ένα ποτάμι κι ένα δέντρο σου ζητώ.
Εκεί που βλέπει ο νεκρός τη συμφορά μου,
εκεί που είμαι ζωντανός μαρτυρικά μου.
Μια φυλακή της γλώσσας μου ζητώ:
ελευθερία πράσινη ή γαλάζια.

Έχω νεκρό στα λόγια μου,
δώσ’  μου ένα μέρος σκοτεινό να τον ξεχάσω.
*
ΜΕ ΒΑΣΑΝΙΖΟΥΝ τα βουνά, γιατί χιονίζει
λευκό σαν πρόσχαρη αγκαλιά, πέρα μακριά τους.
Εγώ θα πρέπει να μετρώ 
ήλιους, ιδρώτες, δάκρυα και θανάτους,
πάντα εδώ· λίγο πιο εδώ και το παραμικρό 
πουλί θα με συντρίψει. Ωστόσο, διατηρώ 
ακόμη μια διέξοδο σ’ εκείνη τη βαθιά διαδρομή
που γύρισα από το δριμύ ψύχος της απουσίας σου. 
Και λέω κάθε πρωί· «Με τόση συννεφιά ψυχών, 
ίσως στο τέλος να χιονίσει».
*
ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΜΕ. Αρκεί να ν’ αναπαυτώ
κάτω από δέντρο με σκιά κι ας έχει ξεψυχήσει
δίπλα ποτάμι, ας έχει σκάψει το νερό
τάφους όσα τα βότσαλα που το κρατούσαν.
Θα δροσιστώ ένα φύλλο παγωνιά,
μια ρίζα καλοκαίρι θα χορτάσω.
Θέλω να φύγω άπρακτος
από έναν κόσμο δραστικό. Εκχώρησέ μου
μια νέα αναίτια φυλακή, τιμώρησέ με λήθη.
*
Δεν έχεις πεθάνει ούτε ένα δάκρυ σκοτεινό.
Κι αυτόν που θρήνησες, σε ξένα στήθη έχεις ματώσει.
Δεν ξύπνησες ποτέ μέσα σε νύχτα ασβέστη από το χιόνι
ούτε κομμάτιασες τα χέρια σου ζητώντας
να μην αγγίξεις θάνατο στη σάρκα 
που είχες γεννήσει. Πώς να πονέσεις 
με τόσο φως; Στα σκοτεινά
λάμπει το πένθος της βαθύτατης πληγής. 
*
ΜΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΣ να μετρήσεις
τα πετροχώραφα των ημερών μου.
Πίσω από κάθε  ιδρωμένο μεσημέρι ανατριχιάζει
μια θάλασσα χειμώνας: κύμα, κύμα σαν βουνό
κι ένας αδίστακτος βυθός ν’ ανηφορίζει
με φύλλα κάτασπρα προς τον καρπό
του γαλανού θανάτου. 
Έχω πεθάνει αναρίθμητα νησιά.
Δεν πρόκειται ν’ ασχοληθώ 
με τη χωμάτινη ζωή σου.
*
ΑΠΕΧΘΑΝΕΣΑΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ εκτός από το άλλο
που ήσουν πάντα πράσινα και γαλανά. Ανέχεσαι 
τα πάντα εκτός από το ανυποχώρητα μεγάλο
που θα’ σαι όταν μείνω μοναχός.
«Τι νόημα έχουν» -σαν να λες- «οι αποστάσεις,
αν κάποτε δεν γίνεται να ελπίσεις δυο βήματα επιστροφή;
Όταν η νύχτα απλώνεται μ’ εκατομμύρια πέτρες
-τι σημασία έχει αν είναι φωτεινές-
δεν έχει νόημα ο δρόμος, το λαχάνιασμα, ο ιδρώτας.
Αν δεν καταρρεύσεις ένα δέντρο δροσιά,
αν δεν απελπιστείς ένα ποτάμι δίψα,
πώς θα υπάρξεις οδοιπόρος;»
Ναι, αλλά δεν βγαίνει νόημα έτσι.
Από καιρό τα όνειρά μου είναι φωτιές
κι εγώ βαρέθηκα να τριγυρίζω το σκοτάδι. 
*
ΚΙ Ο ΑΕΤΟΣ στα ορεινά φτερά του 
ελπίζει ένα τέλος πεδινό.
Κουρνιάζει στη φωλιά του κι απορεί
βαθιά στο βλέμμα του πώς στέρεψε η πηγή τόσων ανέμων
το ακάματο ξερόχορτο ποιο πρόβατο θ’ αναπολεί
σε βράχο μηρυκαστικό και ύψος χλοερό;

Με ορεινά φτερά ζεσταίνει ο αετός
την άπνοια της πληγής του.
Δεν είσαι εσύ ο κυνηγός;
Ελέησέ με την φτερούγα ενός απόκρημνου θανάτου.
*
Τ’ ΑΓΡΙΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ φυτρώνουν ξαφνικά
πίσω από δέντρα επίσημα, εύπορους θάμνους, πουλιά δαπανηρά.
Τ'’ άγρια τριαντάφυλλα επιφυλάσσουν
μια συγκατάβαση εξαίσια θαλπωρή
σ’ όποιον -κομμάτια- αναζητεί
λίγη συνέχεια μες στη νύχτα, μες στο κρύο, μες στη βροχή.

Άγρια τριαντάφυλλα σωπαίνεις σε τόση ευφράδεια χλοερή.
Ελέησέ με, ο φτωχός, μια ξαφνική τριανταφυλλιά,
μέσα σε τόσα άγρια πλούτη. 
*
ΠΟΣΟ ΓΑΛΑΖΙΟ, σκέφτομαι, σπατάλησες για να ξεφύγω
το αίμα στις φλέβες μου; Τώρα φοβάμαι
αυτόν  ψεύτικο ουρανό κι αυτόν τον ψεύτικο ήλιο.
Μια φυλλωσιά και λίγο φως θ’ αρκούσε. 
Μια φυλλωσιά και λίγο φως. Ό,τι ίσως περίσσευε
απ’ όλο αυτό το κόκκινο στις φλέβες μου
που ακόμη δεν μπορώ να το ξεφύγω. 
*
ΣΤΕΚΕΣΑΙ ΑΣΚΟΠΑ, εμποδίζεις μιαν ομίχλη 
ακόμη πιο άσκοπη: σχεδόν σιωπή ξεπαγιασμένη
σε λόγια που προσπάθησαν να ζεσταθούν
με μια αγκαλιά υγρή απελπισία.
Είμαι η ρίζα σου, κρυώνω 
άσκοπα μέσα μου κι η νύχτα τριγυρίζει
με δύσβατα όνειρα κι απόκρημνους ψιθύρους,
τα σκοτεινά φυλλώματά σου. 
*
ΑΝ μιαν ώρα από κείνες που ανήκουν 
το ίδιο στον θάνατο και στην ελευθερία, 
δραπέτευες πού θα κατέφευγες; Μπροστά εγώ 
αναίτιος  σαν βράχος. Πίσω εγώ 
απρονόητος σαν νερό. Γύρω η ζωή 
σαν αλάτι σε πληγή. 
Και φως, ω, πόσο φως η φυλακή σου. 
*
ΚΑΠΟΤΕ ΚΑΠΟΤΕ νομίζω πως το χώμα έχει το χρώμα των μαλλιών μου.
Δεν σκέφτομαι τον θάνατο και ούτε γέρασα ακόμη
τόσο βαθιά. Μαύρα μαλλιά το χώμα, ρίζες σκοτεινές
αρπάζουν, σφίγγουν, καρτερούν μια χαίτη που γεννήθηκε νωθρή, 
αλλ’ ονειρεύεται συχνά τον άνεμο στην πέτρινη καρδιά της.
Ύστερα έρχεται όλο το πράσινο της απόγνωσης.
Λαχανιάζει προς τα πάνω μια γαλήνη απίστευτα βαθιά.

Έκανες τα χορτάρια να είναι σαν τα μαλλιά.
Σκέφτομαι συνέχεια τον θάνατο: γερνάω τόσο βαθιά, τόσο βαθιά.
*
ΓΑΥΓΙΖΕΙ ο σκύλος το σκοτάδι που καθεύδεις με δρασκελιές ομίχλη.
Ούτε η πηγή που επιμένει να συγκρατεί έναν χείμαρρο στον ψίθυρό της,
ούτε τα δέντρα που διστάζουν μια θύελλα στο ανάστημά τους,
ούτε το αόρατο τριζόνι που χαράζει
δέκα δάχτυλα κομματιασμένο ύπνο στην αγρύπνια της φωνής του,
γνωρίζουν το ζεστό σου ανάμεσά μας.
Μια ορεινή φαμίλια φως κι ένα σκυλί γαλήνη σπιτική οι μέτοχοί σου.
*
ΜΕ δάκρυ χιόνι γράφεται η λήθη, αλλά ποιος
κρατάει γη και ουρανό στα δυο του χέρια, αν όχι εσύ;
Όχι εσύ. Εσύ μοιάζεις ανήλικο κραυγής,
άρνηση ούτε να ψελλίσεις.
Κάτι αμάθητο χιονίζει ανάμεσά μας.
Απλά χιονίζει. Δεν ξεχνώ κι ας ξεπαγιάσω λάθη.
*
ΑΜΑΡΤΗΣΑ κατάσαρκά σου μιαν αμέριστη ελπίδα.
Τι θέλουν πάλι οι άνθρωποι και στάζουν 
ανάμεσά μας; Μήπως μου είπες· «Η ζωή
βρέχει ακούραστα μια νύχτα ως το πρωί
και το πρωί διψάμε»;
Δεν με προειδοποίησες φωτιά και θαλπωρή.
Όφειλες άραγε, πριν σβήσεις;
Αμάρτησα κατάσαρκά σου.
Μούσκεψέ με απελπισία.
*
ΦΕΡΝΕΙΣ τη νύχτα του ομώνυμου φονιά 
και υποκύπτεις στ’ ανοιχτά επίθετά σου.
Συντάσσονται ένα γύρο τα βουνά 
με σκοτεινές προθέσεις.
Παράκτιες σκιές και τα μεγάλα 
μάτια της δύσης κουκουβάγιας
ματώνουν· «τόσο αλάτι, τόσο αλάτι 
κι ούτε ένα κύμα δικαιοσύνη,
μέσα σ’ αυτή τη δολοφόνα υγρασία».
Φέρνεις τη νύχτα του ομώνυμου φονιά.
Γλώσσα δεν πρόκειται να βρέξω
στων πληγών σου τη θαλάσσια σημασία.
*
ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ίσως να το ξέρεις
κατάκαρπα πως, όταν δυσχερείς, 
φεύγεις, αφήνεσαι ή σε αφήνουν.
Πολύ μετά, αρχίζει το χλοερό μαρτύριο της σοδειάς·
όταν κι η ξηρασία καταντά έστω μια κίτρινη ελπίδα.
Θα έπρεπε ίσως να ξαφνιάζεις
κατάριζα πως όταν αδρανείς,
ξεχνιέσαι, χάνεσαι ή σε χάνουν.
Θα έπρεπε ίσως να έχεις σπαρταρήσει
πως τόσο απογευματινά
μόνο σαν άνθρωπος μπορείς να μαραθείς· ποτέ σαν φύλλο.
*
ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ των γατιών καραδοκείς έναν πόθο σχεδόν γλώσσα.
Το περιστέρι που άνοιξες φτερά ένα κομμάτι στόμα τώρα κοκκινίζει.
Κοιτάς· μην παριστάνεις τη σιωπή με γρήγορες κινήσεις.
Αργείς το νόημα που αργεί κάθε ουρανός πάνω απ' το βράχο.
Δεν είχες γιο, ούτε τον έλεγαν Χουάν, δεν έγραψες ποτέ ένα στίχο.
Έχανες, έχανες στοργή, κέρδιζες μάτια.
Κυνήγα τώρα τρωκτικά στα τετράποδα όνειρά σου.
Κοίτα με, κοίτα με· δε σε καταλαβαίνω.
*
ΧΙΛΙΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ μπορούν να εκπλαγούν τον αθρόο όλεθρό σου,
γυμνά στον ήλιο, διψασμένα στη βροχή,
με δέρμα σκοτεινό στο θράσος του ανέμου,
αλλ' ούτε ένα πάτημα χορτάρι.
Στα δέντρα πάνω καμαρώνουν τα πουλιά.
Κάτω, παιδιά τρεχοβολούν μια ανάσα αθανασία
και το νερό της λίμνης λέει·
"Πέτρα γεννήθηκα βαθιά μου".
Χιλιάδες σπίτια μπορούν να ταραχτούν τον αθρόο όλεθρό σου,
γυνμά στον ήλιο. διψασμένα στη βροχή,
με σπλάχνα ανάστατα στο θράσος του ανέμου,
αλλ' ούτε ένα βήμα αυλή.
Κάθε που ανοίγει κάποιος και προβαίνει,
προβαίνεις σπάνια ξύλο κι ελάχιστα υγρό·
προβαίνεις, ο εκδρομικός θεός της εφηβίας.
*
"ΠΟΙΟ ΔΡΟΜΟ να πενθήσω στη ζωή;" αναρωτιέμαι,
γιατί σκοτάδι μέσα μου ξέρω πως ό,τι κρύσταλλο απ' το δάκρυ.
Εργάστηκα, έδωσα ζωή, στερήθηκα ζωή.
Προόδευσα, κατέκτησα τη νύχτα κι υποδουλώθηκα ύπνο.
Πήγα μακριά και βρέθηκα γκρεμούς πιο πίσω.
Πάνω, ψηλά, στην κορυφή των ημερών μου, καμαρώνει
ένα ελάφι φως. Πεινώ· ποιο δρόμο να πενθήσω στη ζωή;
*
ΔΕΝ ΑΓΩΝΙΣΤΗΚΑΝ ποτέ κάτι δικό τους,
δεν έκλαψαν το τίποτε που πνίγει κλάμα στο σκοτάδι,
δεν έχασαν τα πάντα που ανοίγουν φλέβα στο φως, 
δε χόρτασαν την πείνα που ευωδιάζει
αύριο ζεστό και μαλακό σαν πρωινό καρβέλι.
Ακόμη και τη φτώχια τους έτοιμη τη βρήκαν.

Άνθρωπος αδοκίμαστος στην πτώση,
πέτρα που δε λαχτάρησε ποτέ το επάνω.

Δεν έκλαψαν ποτέ κάτι αιχμηρό τους,
δεν πόνεσαν το χτύπημα που σπάζει όνειρα κοπτήρες,
δεν παραστάθηκαν τη μαχαιριά που τρέφεται με γλώσσα χώμα,
δεν έσβησαν τη δίψα που κυλάει
αύριο μούδιασμα ψυχρό σαν μπίρα μεσημεριανή.
Ακόμη και τη φτώχια τους έτοιμη τη βρήκαν.

Άνθρωπος στεγνός στην τρικυμία,
σκαρί που δεν αντέχει τα ταξίδια.
*
ΣΩΜΑ ΤΕΡΑΣΤΙΟ πατρίδα μοχθηρή,
όσων μου ξέφυγαν σιωπή κι όσων μου έμειναν γλώσσα.
Γυμνή ασάφεια που ονόμασα ψυχή πριν ξεψυχήσω κόσμο.

Σώμα σκοτάδι, έθνος πνιγηρό,
όσων διαύγεια έχασα κι όσων καρπώθηκα βρωμιά.
Αίμα ασφυξία που ονόμασα καρδιά πριν γονατίσω είμαι.

Σώμα εξορία, κρησφύγετο κραυγή
όσων βλαστήμησα το φως κι όσων σεβάστηκα ύπνο.
Αντίσταση παραμικρή που ονόμασα ορμή πριν καταρρεύσω υπάρχω.

Σώμα, πώς λέει στον άνεμο το φύλλο "αντέχω";
*
Τον κύκνο ύπνο σου αγρυπνώ.
Σκέπτομαι, σκέπτομαι κι επινοώ
μια νέα τεχνολογία των παθών.
Η λίμνη είναι τεχνητή πάντα και πάντα το χορτάρι
αφύσικο σαν φύσημα οχιάς σε ξυράφι.
Τα δέντρα στηλώνουν ένα ξύλινο πόδι
στον άργιλο και περιμένουν
άδικα τον παπαγάλο να κραυγάσει·
"Μη με φωνάζεις Ισμαήλ". Μονάχα
το νερό ταράζει σπλάχνα δροσερά
προσμένοντας το υπερούσιο ψάρι.
Ξάφνου γλυστρώ κατάλευκος
κι αυτό σημαίνει "στ' άδεια τα ονείρατά μου"·
αγρύπνια σ' έναν κόσμο τεχνητό,
με πάθος υπερήφανα λευκό
κι έναν θεό πανέτοιμο να τραγουδήσει.
*
ΑΝΤΕ στο διάβολο, ουρανέ· δεν πρόκειται να κλάψω
για δυο χωράφια δάχτυλα 
λιγότερα, πεντέξι σπίτια δόντια
σπασμένα, ματωμένα εκεί που αγγίζει σάρκα
η ανάστροφη του φονικού.
Άντε στο διάβολο, ουρανέ, και το βαμβακερό παιχνίδι
που δίνεις δώρο στα όνειρα του βρέφους,
σαν γύπας λιμπεραλιστής κλεμμένος από κούκο.
Άντε στο διάβολο, ουρανέ·
φέγγε, δελέαζε, υποσχέσου έναν πλανήτη τσέπης.
Εγώ, εδώ κάτω, ουρλιάζω και πονώ,
κοιλοπονώ το σπιτικό θεό μου·
ένα ποτήρι ξέφωτο κρασί, λίγο ψωμί και μια κουβέρτα
(τον Μότσαρτ θα τον μουρμουρίζω)
μέσα στη μπόρα των δικτύων.
*
Ο ΑΠΟΣΠΕΡΙΤΗΣ, σαν σκυλί
που έφυγε τη μετέωρη αυλή σου και γυρίζει
στις γειτονιές των αστεριών, μια φλούδα
φεγγάρι εργατικό μυρίζει.
Είναι γλυκά, είναι όμορφα
(συν το συν μεθυστικό του γιασεμιού).
Καλά πού φώλιασες το εξοχικό σου εκεί πάνω!
Έτρεξα δυο και τρεις ζωές απελπισία·
ούτ' ένα δέντρο στη βροχή δεν έχω κατορθώσει.
Νυχτώνει· ο αποσπερίτης σου αγριεύει. Δε γαυγίζει... 
*
ΣΥΓΧΩΡΕΣΕ τους, πορφυρέ, με τη μεγάλη δύση των βουνών σου.
Νεκρώνονται κατάσπλαχνα, όταν χυμούν σε σπλάχνα άλλων.
Γυρίζουν από τη σφαγή, να ξαποστάσουν νικητές τον όλεθρό τους.
Καθένας ζει πολλούς νεκρούς, για να μη θάψει το νεκρό του.

Συγχώρεσέ τους, δροσερέ, με το βαθύ γαλάζιο των νερών σου.
Ξεσχίζονται κατάσαρκα, όταν χυμούν στις σάρκες άλλων.
Γυρίζουν από τη σφαγή, για να σαπίσουν παρατημένοι στα πεδία των ονείρων.
Καθένας ξενυχτάει πολλούς νεκρούς, για να μην κλάψει το νεκρό του.

Συγχώρεσέ τους, ανθηρέ, με το μεγάλο ίσκιο των δασών σου.
Από τη μάχη των εμπόρων, κανείς δε βγαίνει ζωντανός.
Νεκρό το θύμα και ο θύτης δυο ζωντανές φορές νεκρός.
*
ΠΕΦΤΟΥΝ ΒΥΘΙΖΟΝΤΑΙ αποχωρούν,
ψάχνουν μες στο σκοτάδι
ένα δέντρο να χάσουν τα ρούχα τους,
ένα δάσος ν' απαλλαγούν τη σάρκα τους,
μια γωνιά να πυρώσουν τα σπλάχνα τους.
Πέφτουν, βυθίζονται, αποχωρούν, τελειώνουν.

Α, ρε μπουρδέλο γη· πόσο μαύρο διανυκτερεύεις.

Σηκώνονται, αναδύονται, προσέρχονται,
ζητούν μέσα στο φως
λίγον αέρα να κερδίσουν τα φύλλα τους,
μια θύελλα ν' αποκτήσουν τη φλούδα τους,
μια γωνιά να δροσίσουν τις ρίζες τους.
Σηκώνονται, αναδύονται, προσέρχονται, αρχίζουν.

Α, ρε μπουρδέλο γη· πόσο πράσινο εφημερεύεις.

Άνθρωποι και πλατάνια.
*
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΙΔΕΡΟ αλλά τρελαίνονται σκουριά,
όταν ο θάνατος ισχύει ανάμεσά τους,
ορθώνοντας ατσάλινες προβλέψεις,
προτείνοντας ορείχαλκες επενδύσεις,
αποφέροντας θάνατο, θάνατο, προσεκτικά
καθαρισμένα γυαλιά, επιμελείς
γραβάτες, άψογα
σιδερωμένα πουκάμισα, σάβανα,
σάβανα, σκουριά ο λάκκος που χορταίνει
την ξύλινη φιλοδοξία.

Καύσιμα θηλαστικά σε κατάσταση αποσύνθεσης.
*
(...)
*
ΜΑ, ΝΑ! Βγάζεις περίπατο μια πρόσχαρη βροχή,
και τέλος όλα τα δεινά αμμουδερά βαθιά μου.
Το δέρμα του φεγγίτη κάποτε ήταν τζάμι
κι αυτά τα δάχτυλα σκουριά οι μεντεσέδες.
Ω, τι φαράγγι γηρατειά που σφύζουν τη βροχή σου!
Ω, τι λαγκάδι φυλλωσιά λάμπει στο βλέμμα της φωλιάς σου!
Η γάτα έρχεται σιγά, χαϊδολογιέται
μυριάδες ασυνείδητα στα χέρια μου, σωπαίνει
την ακατάβλητη σιωπή των ερχομών σου.

Αν δεν μπορούσες να δακρύσεις μια βροχή,
ποιος θα σε είχε καταφύγει;
*
ΚΑΘΕ που ανθίζεις δέντρο, αναστενάζει·
εργατικός, μελετηρός και συνεπής
κάποιος παλιός κομμουνιστής
που έκαψε τα νιάτα του
πασχίζοντας ν' ανάψει ένα φιτίλι ελευθερία.

Κάθε που ανθίζεις δέντρο, αναστενάζει·
φιλόπονος, ευθύς κι ενοχικός
κάποιος γέρος μοναχός
που έκαψε τα νιάτα του
πασχίζοντας ν' ανάψει ένα φιτίλι ελπίδα.

Κάθε που ανθίζεις δέντρο, περιμένει·
μνησίκακο, εκδικητικό και πρόστυχο της γης το κατακάθι,
τα γηρατειά που γλίτωσαν κάποιοι να πυρπολήσει.
Νομοταγείς πολίτες, σκυλοόι κι αρχοντολόι,
το δέντρο που ανθίζεις τριγυρίζουν.

Κάθε που ανθίζεις δέντρο, αναστενάζει
κάποιος κι ακούγεται, από μακριά 
ο Μάρκος Μπότσαρης να κράζει·
"Τούρκοι, Ρωμιοί, Αρβανίτες, Βλάχοι, ενθάδε τι με νοιάζει;"
*
Τον πλατύφυλλο βυθό σου ξημερώνομαι:
ήλιος εύοσμος το μαξιλάρι
και δέκα δάχτυλα αγωνία
στων σεντονιών τη θηλασμένη νηνεμία.
Με συγχωρείς που δεν μπορώ να επιπλεύσω
τον ύπνο ενός κλαδιού.
Με συγχωρείς που απαιτώ
καρπούς κι απ’ των ονείρων το χαλίκι.
Με συγχωρείς· θα βρίσκεσαι μια πέτρινη ζωή βαθιά μου,
εσύ κι ασφυκτικά ό,τι σου ανήκει.
*
ΜΗΝ ΤΟΥΣ ΚΡΙΝΕΙΣ με μιαν άβυσο οργή.
Μια βρύση ευτυχία προσπαθούν κι είναι πλασμένοι άμμος.
Ιδρώνουν λάσπη, ρίζα και βροχή,
διψάνε πέτρα, φύλλο και τσακμάκι,
κοιμούνται ολόκληρα βουνά κακοτυχία.

Εργάτης άνθρωπος· δυο χούφτες δυστυχία.

Μην τους κρίνεις μ' ένα ορίζοντα θυμό.
Ένα χωράφι ευδαιμονία προσπαθούν κι είναι πλασμένοι πέτρα.
Ιδρώνουν καύσωνα, φωτιά και στάχτη,
διψάνε κάρβουνο, άμμο και σκόνη,
κοιμούνται απέραντες ερήμους πανικό.

Εργάτης άνθρωπος· δυο βήματα ερπετό.

Μην τους κρίνεις με μιαν απουσία βουνό.
Μια κατηφόρα ονειρεύονται θεό, ένα δέντρο,
μια καταπρόσωπο δροσιά κι ένα κατάστηθο χωριό.

Μην τους κρίνεις· σκοτεινιάζεις, θα νυχτώσουν.  
*
θάρρος μου λεπίδα στο μάτι της κερκίδας.

ρόγχος.
μια τέτοια ειρήνη
εγκληματία πολέμου.
*
είκοσι τέσσερα φεγγάρια ξάγρυπνες αυλές.
*
ΠΑΘΟΣ 
ένα ποτήρι απόδραση ως τον κήπο

ποινή σκοτάδι με αθωώνει.
*
ύπνος
φυλάει τα λιμάνια της ζωής
μ' εκατομμύρια νάρκες δάκρυ.

πολιτική οικονομία των δασών.

πάλη των χεριών και των φιλιών.
*
υπομένει η πέτρα κατεπάνω στη βροχή,

ισχυρίζεται η πλαγιά τ’ αντίστροφα του ανέμου,
*
ανθισμένη κερασιά, 
είναι μια απόγνωση βουνό που προσπερνάει. 
*
ΩΡΥΕΣΑΙ τον ύπνο της ελιάς, μέσα στη νύχτα·

Αυτή η γαλήνη λέγεται ερπετό 
κι αυτή η σιωπή γεράκι.

πλαγιά·
δυο βράχια δρόμος προς το φως

άνεμος σύμβολα εργάζονται
κλαδιά και φύλλα στους αδένες.

αηδόνι δροσιά πετούμενο στον ουρανό της πέτρας,

Ψυχή ο πόθος άνθρωπος κι άνθρωπος η ψυχή του.

σφαγή του άμαχου μεσημεριού

σαύρας τη φριγμένη ραθυμία
τη φτερούγα του πουλιού

ψυχή η πρωινή αυτονομία των βουνών

επάνω 
η αρχαία δημοκρατία των δασών.

Το φίδι σέρνεται ανάπηρη κραυγή
που λέει ολόκληρη την ερημιά του κόσμου σκόνη.

Εδώ βαθιά ορθώνεται το μάκρος
που επιστρέφει άνθρωπος για να τελειώσει τόπος.




ΤΟ ΧΡΕΟΣ
Ένα ποίημα

Κυρίες και κύριοι, αφού 
η σοφία μιας παράδοξης στιγμής 
τα έφερε έτσι ώστε –εγώ, 
ένας... κάποιος... απ’ αυτούς, 
ξέρετε... της ποίησης τέλος πάντων- 
ν’ ασχοληθώ με ένα φλέγον 
ζήτημα ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΠΟΛΙΤΙΚΟ-ΕΘΝΙΚΟ                              
επιτρέψτε μου να τρελαθώ
εδώ μπροστά σας και ν’ αρχίσω απ’ την αρχή. 
Και λέω «να τρελαθώ», αφού κυκλοφορεί
η φήμη πως οι ποιητές πάσχουν κυρίως
από υπερχειλίζοντα συναισθηματισμό
κι αρχίζουν πάντα απ’ το σημείο
της υποχώρησης της στάθμης των δακρύων
προκειμένου να θρηνήσουν ένα-ένα
τα πτώματα των λέξεων. Ως εκ τούτου
μπορείτε  να εκλάβετε το παραλήρημά μου
ως σύμπτωμα στιχηρής νεκροφιλίας.
Πλην όμως, αφού σύμφωνα
με τις τρέχουσες επινοήσεις,
για να είναι ένας ποιητής υγιής
θα πρέπει να είναι εντελώς ψυχοπαθής,
πρέπει να μου εκχωρήσετε 
το δικαίωμα να σας διαψεύσω.
Αρχίζω, λοιπόν, με το ίδιο το γεγονός
της προσπάθειας να εξισωθεί
ο λόγος μου με τον θεορητικό [sic]  λόγο.
Φυσικά, σε μια δημοκρατία
η ισοσθένεια των λόγων είναι δεδομένη,
αλλά μόνο από την θέση μιας ακραίας εκδοχής 
της αρχαίας αθηναϊκής 
δημοκρατίας θα μπορούσε να παραβλεφθεί 
το γεγονός πως οι ουσιώδεις 
όψεις του πτώματος που μας απασχολεί 
έχουν χαρακτήρα ειδικό.
Κι αφού ό,τι κυρίως ευελπιστούμε ν’ ακουστεί 
είναι η ΑΛΗΘΕΙΑ, θεωρώ απολύτως φυσικό
ν’ αναρωτιόμαστε τι σχέση έχει 
ένας ποιητής με την ΑΛΗΘΕΙΑ.
Μπορούμε ίσως ν’ ακούσουμε από αυτόν
κάποιες έντονα φορτισμένες
συναισθηματικές εξομολογήσεις,
σχετικές με τις ανθρώπινες συνέπειες
της δεινής οικονομικής κατάστασης
στην οποία περιήλθε η χώρα μας.
Αν είναι έτσι το πράγμα, κακώς βρίσκομαι εδώ.
Αλλά δεν είναι καθόλου έτσι.
Θέλω να πω ή μάλλον δεν θέλω
να πω αυτό που αν το έλεγα
θα έπεφταν μπουνιές, κλωτσιές
και άλλα πετρελαιοκίνητα εδώ μέσα, 
πράγμα που δεν με βρίσκει 
καθόλου απροετοίμαστο,
αλλά... Όχι δεν θέλω, για άλλη μια φορά:
«Τα έσπασε όλα αυτός ο τύπος, με την όψη
Πελοποννήσιου νονού, που επιμένει
να μεταφράζει αρχαίους λυρικούς»,
όπως συνήθιζε να λέει ένας κότσυφας
με την όψη Ηπειρώτη υφασματέμπορου,
που επέμενε να γράφει υπέροχες μπαλάντες.  

Εν πάση περιπτώσει, τα έντονα συναισθήματα 
και τα παιχνίδια με τις λέξεις
δεν είναι ποίηση. Είναι υγιής 
στιχουργία επιτυχημένων πνευμάτων.
Η ποίηση είχε πάντα το δικό της
τρόπο να αναζητά, να μορφοποιεί
και να εκθέτει αλήθειες.
Η ποίηση, όπως η επιστήμη κι ο έρωτας
είναι μια διαδικασία ΑΛΗΘΕΙΑΣ.
Υφαρπάζει από τα φαινόμενα τα ρέστα,
του ποσού που καταβάλουμε κάθε φορά
προκειμένου να εξαγοράσουμε
την ουσία των πραγμάτων,
εκείνη την ουσία που κρύβεται,
όλως παραδόξως, μόνο και μόνο
για να υφαρπάξει την προσοχή μας.
Συνεπώς, σας διαβεβαιώνω
πως βρίσκομαι εδώ για να σας εκθέσω
μιαν όψη του αντικειμένου μας ΑΛΗΘΙΝΗ·
ΤΡΑΓΙΚΗ και εν πολλοίς ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ –
τουλάχιστον όσο εγώ.
Κατόπιν τούτων, υποχρεούμαι να σας εκθέσω
το γνωστικό -θα τολμούσα να ισχυριστώ-
παράδειγμα που ακολουθώ,
το δικό μου, φυσικά, γνωστικό παράδειγμα,
το οποίο παραμένει πιστό
στην άποψη του Αριστοτέλη, που θέλει
την ποίηση φιλοσοφώτερη της Ιστορίας·
και της Πολιτικής Οικονομίας, θα ωρυόμουν,
αφού από καιρό η Δύση επιχειρεί
να ταυτίσει την Ιστορία με την οικονομία.

Έστω ένας Έλληνας: ποιητής, αλλά ποιητής·
όχι συναισθηματικά τραυματισμένο Hamster.
Είναι νύχτα, στα ρηχά· μόλις έπεσε το σκοτάδι.
Οδηγεί το αυτοκίνητό του,
κατευθυνόμενος προς την Αράχοβα.
Το γεγονός είναι πως πηγαίνει να ξεκουραστεί
σε μιαν ορεινή κωμόπολη του Νομού Βοιωτίας,
χτισμένη στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού,
σε υψόμετρο 960 μέτρων, ενταγμένη
-με την εφαρμογή του προγράμματος
Καλλικράτης- στον νέο δήμο
Διστόμου-Αράχοβας-Αντίκυρας,
δημοφιλές χειμερινό θέρετρο,
χάρη στην ύπαρξη χιονοδρομικού κέντρου.
Αυτό είναι το γεγονός,
το γεγονός που αναφέρεται
σε ένα σύμπαν οικονομικών ποσοτήτων,
αφού και η ανάπαυση παράγει υπεραξία·
και χρέη φυσικά.
Τι είναι όμως αυτό μπροστά στο οποίο
βρίσκεται ο ποιητής μας
-αν είναι όντως ποιητής-
όταν σε μια στροφή του νυχτωμένου δρόμου
αντικρίζει ένα κοπάδι φώτα ν’ ανεβαίνει
προς τον έναστρο ουρανό,
τρεμοσβήνοντας μέσα στην ομίχλη,
που υποχωρεί σιγά-σιγά;
Είναι μήπως η κωμόπολη Αράχοβα,
χτισμένη σε μια πλαγιά του Παρνασσού,
που καταλήγει σε μια χαράδρα,
στο βάθος της οποίας
ρέει ο ποταμός Πλείστος,
στην κύρια οδό 
που συνέδεε από την αρχαιότητα τους Δελφούς
και την πεδιάδα της Άμφισσας με τη Βοιωτία;
Όχι βέβαια, αφού και αυτό το γεγονός
μπορεί να ενταχθεί μια χαρά στο σύμπαν
της Ιστορίας-Πολιτικής Οικονομίας.
Αυτό που αντικρίζει ο ποιητής
είναι το συναρπαστικό,
αλλά και ανεξήγητο 
ίχνος ενός συμβάντος, που τον προκαλεί 
να αναλάβει τις συνέπειές του, να προβεί
στην επανέναρξη ενός από καιρό
παροπλισμένου προτάγματος.
Και αναλαμβάνοντας αυτές τις συνέπειες,
μπορεί κάλλιστα να οδηγηθεί σε μιαν ιδέα,
η οποία εγκαταλείπει το καθεστώς
των αριθμών, που ορίζουν -επιβάλουν θα τολμούσα 
να μου αντιτείνω- το ενθάδε ενός οικισμού χτισμένου
από πολίτες ενός κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτό που διανοίγεται στην ποιητική συνείδηση,
απαιτώντας τον οντολογικό προσδιορισμό του
εντός ενός νέου σύμπαντος αναφοράς,
μπορεί να ενθυλακωθεί στην ύπαρξή μας με τους στίχους:

Όποιος ζητά την άνωση του δέντρου,
χρεώνεται υγρή οφειλή στον ουρανό.

Γιατί τίποτα δεν μπορεί να εξηγήσει
με αριθμούς –και άλλα είδη γραφείου-
την ύπαρξη εκείνων των λαμπηδόνων,
εκεί ψηλά, στην ερημιά του θεού.
Ένα πολυτελές ξενοδοχείο
θα ήταν οπωσδήποτε ένα γεγονός,
που θα μπορούσε να ερμηνευθεί στη βάση
                     των αρχών της Οικονομικής.
Αλλά ένα χωριό σκαρφαλωμένο πάνω στα βουνά, 
στα 2011, λέει περισσότερα πράγματα
για την πάλη της ψυχής
                           των κατοίκων του με τον κόσμο.
Οι άνθρωποι εκείνοι, που μιλούν την ίδια γλώσσα
και μοιράζονται προφανώς την ίδια ιδέα
για την σχέση του ανθρώπου με τον ουρανό
ως εμπράγματο σύμβολο της ευδαιμονίας*

*Στο σημείο αυτό θα πρέπει 
να επισημάνω πως η εκάστοτε προσπάθεια 
να ταξινομηθούν οι φαντασιακές κατασκευές
ισοδυναμεί –μα την πίστη μου-
με την προσπάθεια ταξινόμησης ενός λαού δαιμόνων
που αλλάζουν μορφή κάθε 36 δευτερόλεπτα.  

αναζήτησαν μια θέση για την αυτονομία τους
ανάμεσα στη γη και τον ουρανό.
Κι έτσι, το ιερό ίχνος της αυτονομίας
είναι εκεί, για όποιον μπορεί να το δει.
Γιατί η Αράχοβα επιμένει, ως οφειλή 
στην άνωση του αυτόνομου Ανθρώπου,
να στέκεται στην άκρη μιας ρεματιάς,
950 μέτρα πάνω από τα σχέδια
                            και τις μέριμνές μας,
τρελαίνοντας τους αριθμούς.
Ας σκεφτούμε –αυτή την στιγμή,
όχι ύστερα, μετά, κατόπιν-
πως αυτό που εμείς εδώ κάτω
ονομάζουμε παραεμπόριο και φοροδιαφυγή
είναι εκεί πάνω συνθήκη ύπαρξης,
υπαρκτικός ορίζοντας, οντολογικό επίπεδο...
Ή μήπως θα μπορούσαν
                  να επιβιώσουν τέτοιες κωμοπόλεις
σεβόμενες τους νόμους ενός κράτους
άρπαγα, ενός κράτους που δεν αρκείται
στην κλοπή των χρειωδών μας
                                        -ως άλλη Άρπια- 
αλλά φροντίζει να καταχέσει όλα όσα
δεν χωρούν στις αρπάγες του.
Η ανάληψη των συνεπειών του συμβάντος
της εν λόγω κωμόπολης -και πολλών άλλων,
των οποίων η υπόσταση επιχειρείται
να αφανιστεί με το βάρβαρο πρόγραμμα
«Καλλικράτης» - δοκιμασμένο άλλωστε
και από τον Καποδίστρια,
με τις γνωστές τραγικές συνέπειες-
συνάδει προς τις αρχές 
                     του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Και οι αρχές αυτές επιβάλουν
το σύνταγμα ως ύψιστη υπαρκτική συνθήκη
                                    ενός έθνους-κράτους.
Οφείλουμε να πεινάσουμε,
                      να δυστυχήσουμε ακόμα-ακόμα,
αλλά όχι να παραβιάσουμε το σύνταγμα.
Γιατί το σύνταγμα δεν είναι μια συμφωνία
ανάμεσα σ’ εμάς και στο κράτος,
αλλά μια συμφωνία ημών μεταξύ μας.
Σαν να λέμε: Ποιος το γαμεί το κράτος!
Κι αν -σύμφωνα πάλι με το ευρωπαϊκό πνεύμα-
που είναι όπως γνωρίζουμε παιδί ελληνικό,
αρχαίο και νεώτερο επίσης-
ο Άνθρωπος είναι Άνθρωπος
μόνο μέσα στην κοινωνική συνθήκη,
που του εξασφαλίζει την αυτονομία του,
τότε το ουσιώδες του συντάγματός μας
είναι μια συνέπεια του συμβάντος
                            των ορεινών οικισμών μας -
συμπεριλαμβανομένων του παραεμπορίου
                                  και της φοροδιαφυγής,
ως ακραίων οικιστικών δράσεων
                    δραπέτευσης από την αθλιότητα.
Τι να κάνουμε; Ο πολιτισμός δεν βρίσκεται πάντα
σε όλα όσα το κράτος ονομάζει πολιτισμό –
ιδίως όταν το κράτος μας έχει χεσμένους - σαν Άρπια.

Αν κάτι καταλάβατε μέχρι εδώ,
θα καταλάβετε ασφαλώς το γιατί έχω
                                               την ακόλουθη άποψη
περί του φημολογούμενου ΕΛΛΗΝΙΚΟΥΧΡΕΟΥΣ.
Είναι γεγονός πως το ΕΛΛΗΝΙΚΟΚΡΑΤΟΣ
δανείστηκε τεράστια ποσά,
τα οποία ακόμα κι ένας πλανόδιος μπαλονάς,
φυστικάς, καλαμποκάς, καστανάς,
κουλουράς, παπατζής, Κινέζος, Πακιστανός,
Αφρικανός, Ινδός, Σύριος, Ιρακινός, 
Τσιγγάνος –ιδίως αυτός- θα καταλάβαινε
πως δεν είναι δυνατόν να εξοφληθούν
            ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΤΟΝ ΑΠΑΝΤΑ.
Είναι γεγονός πως το ΕΛΛΗΝΙΚΟΚΡΑΤΟΣ
ισχυρίζεται ότι το χρέος είναι νόμιμο
και δημόσιο, αφού με τα χρήματα αυτά
βελτιώθηκε το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων,
οι οποίοι ευθύνονται για τις ενέργειες
των αντιπροσώπων τους και, -συνεπώς-
προκειμένου να μην τεθεί σε κίνδυνο
                               το βιοτικό τους επίπεδο
και η ίδια η εθνική κυριαρχία,
πρέπει να τεθεί σε κίνδυνο
                               το βιοτικό τους επίπεδο
και η ίδια η εθνική κυριαρχία,
                                            με κάθε μέσο.
Απέναντι σε αυτό το γεγονός,
που ταυτίζει την ύπαρξη του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥΚΡΑΤΟΥΣ
με την ικανοποίηση των νομικά
                                    κατοχυρωμένων αριθμών,
οι Έλληνες συνεχίζουν να επιμένουν
                                     στο βιοτικό τους επίπεδο,
αρνούμενοι να πειθαρχήσουν
                   στις εντολές του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥΚΡΑΤΟΥΣ.
Στην απείθαρχη αυτή στάση αντιτάσσεται
μια ακαθόριστη πολιτικά και πληθυσμιακά
–αλλά δυστυχώς καθορισμένη «μισθολογικά»-
ομάδα «ευρωπαϊστών», «νεωτεριστών»,
                                                «εκσυγχρονιστών», 
οι οποίοι εκπαιδευμένοι στα εκτροφεία
ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝΕΠΙΣΤΗΜΩΝ συντηρητικών
-κυρίως αγγλοσαξονικών- πανεπιστημίων,
επισείουν
                    [κραυγάζουν σαν υστερικοί, δηλ.]
τον κίνδυνο να κυλήσει πάλι
                                        η ελληνική κοινωνία
στον φονταμενταλισμό της «ελληνικότητας»,
                                     σ’ εκείνη την Ελλάδα, 
που ένας πολύ σημαντικός ποιητής μας
-αλλά δυστυχώς ανόητος και επικίνδυνος άνθρωπος-
έλεγε πως «μυρίζει μυζήθρα».
Ξέρετε τώρα: την Ελλάδα των ΚΛΕΦΤΑΡΜΑΤΟΛΩΝ.
Παραγνωρίζουν πως το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
δεν οργανώθηκε από ΚΛΕΦΤΑΡΜΑΤΟΛΟΥΣ,
αλλά από εραστές ενός καθεστωτικού
                                      Διαφωτισμού, με βελάδες,
που θεωρούσαν τη λεμονάδα αλκοολούχο.
Και δεν θέλουν να δουν αυτοί
                                          οι πλανόδιοι απόστολοι
του φιλελευθερισμού μαλθουσιανής κοπής
-ΓΕΝΙΤΣΑΡΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΡΘΟΤΗΤΑΣ
θα τους ονομάσω ή ακόμα-ακόμα
ΞΕΦΤΙΛΙΣΜΕΝΟΥΣ ΑΡΟΥΡΑΙΟΥΣ·
καίτοι ο δεύτερος αυτός προσδιορισμός
ταιριάζει περισσότερο σ’ εκείνο το ξέρασμα
τον Κον-Μπεντίτ, τον κωλοπαιδαρά-
πως η προσαγόρευση της προβληματικής
ύπαρξής μας διανοίγει ενώπιών μας δύο τινά:
ένα γεγονός καταμετρημένο
                                     και επαρκώς ταξινομημένο
στο σύμπαν των κοινωνικών επιστημών
και το ίχνος ενός ιστορικού συμβάντος.
Το ίχνος αυτό είναι η αρνητική στάση
των Ελλήνων απέναντι στο κράτος.
Αν ανταποκριθούμε στη διάνοιξη
αυτού του ίχνους και δεν αρκεστούμε
                         στις –σημαντικές εν τούτοις
από φιλοσοφική άποψη προτάσεις:
«Γαμώ το κράτος σας»,
                «Γαμώ τα υπουργεία σας»,
                        «Ρε, τι μπουρδέλο είναι αυτό» 
                                                                    κλπ.
όχι μόνο θα εξηγήσουμε καλύτερα
τη «βαλκανική» στάση των Ελλήνων,
όχι μόνο θα εκτεθούμε στην ουσία της,
αλλά θα βρεθούμε μπροστά στην πρόκληση
της ανάληψης συνεπειών,
                         κάθε άλλο παρά «βαλκανικών»,
με τον προσβλητικό τρόπο που
                        χρησιμοποιούν τον προσδιορισμό
οι υπερασπιστές της αποκαθαρμένης
                            από κοινωνικά πάθη Ευρώπης.
που βακχεύεται μόνο στα όνειρα των ειδικών
                            του ΠΕΛΑΤΟΚΕΝΤΡΙΚΟΥMARKETING.
Τι μπορεί να μας πει αυτό το ίχνος, λοιπόν;
Νομίζω το ίδιο μ’ εκείνη την παραδειγματική
κωμόπολη, στην οποία αναφέρθηκα:

Όποιος ζητά την άνωση του δέντρου,
χρεώνεται υγρή οφειλή στον ουρανό.

Να το πω στη βάση των συνεπειών του;
Ένα έθνος, που ζητά να ριζώσει
                            στον τόπο του και ν’ ανθίσει
και να καρπίσει, πρέπει πρώτα απ’ όλα
να τινάζει τα κλαδιά του προς τα πάνω,
                             όσο βαθιά πηγαίνουν οι ρίζες του
και με όση υγρασία μπορεί να φυλακίσει
                                                          στο σώμα του.
Αυτό που θα καρπίσει
                είναι ο χυμός και το φλούδι
                                      και τα σπόρια της Ιστορίας του•
πάντα μέχρι εκεί που μπορεί να φτάσει,
                                                      αλλά με αξιοπρέπεια
-αν θυμάται κανείς τι σημαίνει αυτό.

Γι’ αυτό οι Έλληνες αντιδρούν
                                             στις εντολές του κράτους.
Γιατί μας βάζουν και βγάζουμε
                                             τις καλύτερες καλλιέργειες
και ύστερα μας γαμούν στα χωράφια
                                              με τις γόβες.
Παρακαλώ, παρακαλώ, μην εξάπτεσθε.
Αν οι δρόμοι εξαφανίζονται
                                         με τις πρώτες βροχές
και η κορυδαλλοί θυμώνουν
                                           –πολύ θυμώνουν – κάθε αυγή,
η ποίηση πρέπει να συναισθάνεται τις οφειλές της
                                                    στην αγροκαλλιέργεια.

Οι Έλληνες, λοιπόν, βρέθηκαν
για άλλη μια φορά μπροστά σε ένα κράτος,
που τους χαρακτηρίζει θρασύτατα: τεμπέληδες,
Βαλκάνιους, εγωιστές, απατεώνες,
ανώριμους, ευδαιμονιστές, κουτοπόνηρους,
από συνήθεια παρανομούντες
και μύρια όσα θα μπορούσε να σκαρφιστεί
ο τσόγλανος ο Κον-Μπεντίτ –
                                                      για να μην ξεχνιόμαστε.
Ωστόσο δεν έκαναν τίποτα παράνομο
                                - αν εξαιρέσει κανείς την άρνησή τους
να καταβάλλουν στο κράτος χρήματα,
που εν πολλοίς είναι παράνομα ή τουλάχιστον
                                                           παράλογα απαιτητά.
Φοροδιαφεύγουν επειδή
                                    το κράτος τους φορτώνει κάθε τόσο
με παράλογες εισφορές
                                     οθωμανικού –και βάλε- τύπου.
Και καθένας φοροδιαφεύγει
                                         ανάλογα με το βαλάντιό του.
                Οι έχοντες πολύ, 
                                           οι μη έχοντες λίγο.
Ένα ιστορικό ένστικτο,
                                        βαθύτερο από την ένταξή μας
στην ευρωζώνη, μας κάνει σήμερα
                                                 ακόμα πιο αντιδραστικούς.
Ξέρουμε πως το χρέος είναι ειδεχθές,
αφού δεν ρωτηθήκαμε για την ανάληψή του,
κατέστρεψε τη χώρα,
                                και η αποπληρωμή του
                                       θα είναι ακόμα πιο καταστροφική.
Ξέρουμε πως το χρέος δεν αφορά
                            στη βελτίωση των κοινωνικών υπηρεσιών
τις οποίες το κράτος υποχρεούται από το σύνταγμα 
                            να οργανώσει.
                                                 Ξέρουμε πως η Ελλάδα
δεν είναι υποχρεωμένη
                                   να πληρώσει το χρέος,
γιατί η νομική αυτή υποχρέωση
                                             απαιτεί την αναγνώρισή της
από τον εντολοδόχο του κράτους:
                                                   το έθνος
-αν θυμάται κανείς τι σημαίνει αυτό.
Ξέρουμε πως δεν ευθυνόμαστε
                                    για το σύνολο των πρωτοβουλιών
                                                      της όποιας κυβέρνησης,
αφού δεν έχουμε τη δυνατότητα
                          να της απαγορεύσουμε τις πρωτοβουλίες,
που δεν μας φαίνονται συμφέρουσες.
Ξέρουμε πως η εθνική μας ανεξαρτησία
                                  δεν μπορεί να κινδυνεύσει παρά μόνο
από βίαιη καταστρατήγηση των συνόρων μας, 
πράγμα που παραβιάζει κάθε διεθνή νόμο
και ως εκ τούτου έχουμε κάθε λόγο
να μην καταβάλουμε ούτε ένα λεπτό
                                   σε όποιον αφήνει να εννοηθεί
πως υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο.
Έστω και αν η πλειοψηφία των Ελλήνων
                                                            που αντιδρά 
δεν αντιλαμβάνεται την στάση της 
                                       ως πολιτικά συγκροτημένη
στάση [έχουν χεσμένα τα κόμματα και τις
συναφείς οργανώσεις δηλαδή]
είναι προφανές πως αναλαμβάνει
                                              τις συνέπειες του ίχνους
που έχει εγγράψει στο σώμα
                                  της ελληνικής κρατικής οντότητας
                                             το συμβάν μιας διακήρυξης, 
η οποία πριν από 200 περίπου χρόνια υπέκλεψε
                          από το καθεστώς της εθνικής υποτέλειας,
την ουσία της ελληνικής κοινωνίας:
                                             την αυτονομία, την πρώτιστη
-ενθυλακωμένη στην ελληνική γλώσσα-
                                      αρχή της αυτοτέλειας, 
                                                                        μια αρχή
που δεν τόλμησε να αμφισβητήσει
                              ούτε η μεγαλύτερη πνευματική δύναμη
των νεωτέρων χρόνων: η ορθοδοξία,
η οποία ίσα-ίσα την ενσωμάτωσε
                           στις έννοιες της εκκλησίας
                                                         και του προσώπου,
όποιον ρόλο -συχνά ανεπίτρεπτο-
                                                 και αν έπαιξε η Ιεραρχία.
Το συμβάν αυτό έθεσε εξαρχής
                                     την ήδη λειτουργική αυτοδιοίκηση
ως ριζικά αντίπαλη προς το κεντρικό κράτος:
                                         οθωμανικό ή ψευδο-νεωτερικό.
Οι προσπάθειες δημιουργίας κρατιδίων
αντιμετωπίστηκαν ως εγκλήματα κατά της Ελλάδας.
Γιατί; Διότι τα κρατίδια
                              δεν θα μπορούσαν να αξιώσουν δάνεια,
ούτε να δημιουργήσουν χρέη,
                          η αποπληρωμή των οποίων θα προϋπέθετε
ένα «σύγχρονο» κράτος ληστών,
                                            που αρχίζουν την καριέρα τους
υποκλέπτοντας την ψήφο του κάθε αφελή πολίτη.
Ναι, λοιπόν! Σκάστε κι ακούστε! 
Επειδή ο Οδυσσέας Ανδρούτσος δεν είχε γράψει
λιμπρέτα και ποιήματα, δεν σημαίνει πως δεν ήταν
πολιτική μορφή του ύψους του Σαιν-Ζυστ.

Βέβαια από τότε κύλησε πολύ νερό
                                     στο αυλάκι της αθλιότητας της Δύσης
και η βαρβαρότητα
                                         δεν κατάφερε να κρυφτεί επαρκώς.
Σήμερα δεν την ενδιαφέρει καν να κρυφτεί.
Αλλά το ίχνος του συμβάντος
που έθετε τους Έλληνες απέναντι στο κράτος
ως ορκισμένους εχθρούς, μας διανοίγεται
κάθε φορά που αυτό το κράτος
                                                 επιτίθεται στο έθνος,
στου οποίου το σώμα έχει κολλήσει σαν τσιμπούρι.
Οι Έλληνες δεν αναγνωρίζουν το κράτος
                                               και τις λειτουργίες του,
το θεωρούν εχθρό τους, βασανιστή τους,
                                               κλέφτη των κόπων τους.
Ας μην γελιόμαστε.
               Όλοι έτσι το αντιμετωπίζουμε.
                                                    Και τέτοιο είναι.
Ποια μεγάλη για την Ιστορία μας απόφαση
                                                μας άφησε να πάρουμε;
Ο πολιτικός μας βίος είναι γεμάτος
                                       με εθνάρχες που έκαναν λάθη,
                                                         ολέθρια λάθη.
Τόσοι ηλίθιοι μαζεμένοι σ’ ένα αξίωμα, 
                                          καταντά χρεοκοπημένο τσίρκο.
Και κάθε φορά διαγραφόταν στον ορίζοντα
το ίχνος του τρομερού συμβάντος,
που έκανε κάποτε έναν ρακένδυτο λαό
να διεκδικήσει πράγματα ασύλληπτα
                                                        για την εποχή του.
Και κάθε φορά έλειπαν εκείνοι
που θα αναλάμβαναν τις συνέπειες
                                                       αυτού του ίχνους.
Γιατί μοιράζονταν -ναι μοιράζονταν
κι αφήστε αυτά που ξέρετε βλακόμουτρα, οι άλλοι-
                                                               το πλιάτσικο.
Και κάθε φορά, οι ειδικοί της απολογητικής
έσπευδαν να προειδοποιήσουν τους Έλληνες
πως υπάρχει ο φόβος να επιστρέψουν 
σε ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ,
αν δεν ακολουθούσαν τα προηγμένα έθνη.
Και με το χρέος;
                         Τι γίνεται με το χρέος;
                                                         ΠΟΙΟ ΧΡΕΟΣ;
Οι Έλληνες φαίνεται να αναγνωρίζουν
                                              ΜΟΝΑΧΑ ΕΝΑ ΧΡΕΟΣ.
Αυτό του κράτους απέναντί τους.
Όσο οι απαιτήσεις του κράτους θα αυξάνονται, 
τόσο μεγαλύτερη θα γίνεται
                              η παραβατικότητα των Ελλήνων.
Όσο θα αυξάνεται ο Φόρος Προστιθέμενης Αξίας, 
τόσο λιγότερες θα είναι οι αποδείξεις που θα κόβονται.
Όσο θα σκληραίνουν τα φορολογικά μέτρα,
τόσο μεγαλύτερη θα είναι η φοροδιαφυγή.
Το ελληνικό έθνος πορεύεται
                                         σε πείσμα του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ,
το οποίο ενώ καν δεν το αντιπροσωπεύει,
αντιμετωπίζει τη δημόσια περιουσία
                                                        σαν ιδιοκτησία του.
Και για άλλη μια φορά το ιστορικό ένστικτο,
το καταγωγικό συμβάν της αντιπαλότητας
                                             με την αλλότρια κεντρική εξουσία,
επαναφέρει το ζήτημα της εντιμότητας
και της ίδιας της νομιμότητας του κράτους.
Θα συμφωνήσετε νομίζω πως κάθε φορά
                                                         που νιώθουμε έναν κίνδυνο,
στρεφόμαστε προς το ’21.
                                    Γιατί άραγε;
                                                       Γιατί τα ριζικά
προτάγματά του δεν έχουν ικανοποιηθεί
και γιατί παραμένουν ως συμβαντικά ίχνη
                                                            στον κοινωνικό βίο μας.
Η κοινωνία μας αρνείται να δεχθεί
                                           πως το άκαπνο παιδί του ενός
και το εγγόνι του άλλου
                        κι ο ανεψιός του τάδε
                                                    κι ο γαμπρός του δείνα
μπορούν να ορίσουν τις τύχες της.
Την στιγμή μάλιστα που προφανώς ΕΙΝΑΙ ΑΝΙΚΑΝΟΙ.
Αν το ολιγαρχικό κράτος δεν θέλει να βρεθούμε
μπροστά σε φαινόμενα «βαλκανικά»
-με την αρνητική όψη του προσδιορισμού-
θα πρέπει να ικανοποιήσει την καταφανή
αναγκαιότητα της πραγματικής δημοκρατίας,
η οποία εξάλλου είναι και παραείναι
                                            αίτημα της νεωτερικότητας.
Η Προεδρική Δημοκρατία,
                        η απλή αναλογική
                                    και η ομοσπονδιακής
                                               κατεύθυνσης αυτοδιοίκηση
είναι μέτρα που έχουν ήδη υποδειχθεί.
Είναι απολύτως βέβαιο
                                πως με αυτόν τον τρόπο
θα λυθούν τα σοβαρότερα προβλήματά μας.
Δεν θα πληρωθεί βέβαια το χρέος,
στο οποίο έντεχνα οδηγήθηκε
                                     από τους χρηματιστές
που εποφθαλμιούν τη δημόσια περιουσία,
αλλά σίγουρα η χώρα θα αποκτήσει
                                                         την αξιοπιστία της
και οι πολίτες την υπευθυνότητά τους.
Μια ματιά σ’ αυτό που διανοίγουν οι καιροί
                                            των Ελλήνων μπροστά μας,
μια ματιά που δεν προσπαθεί
                                             να πετάξει στα σκουπίδια
την ιστορική υπόσταση του βλέμματός μας,
φανερώνει την ΑΛΗΘΕΙΑ:
Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
ΕΠΙΧΕΙΡΕΙ ΝΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΕΙ
ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ
ΝΑ ΠΕΙΣΕΙ ΤΟΥΣ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΟΥΣ
ΔΑΝΕΙΣΤΕΣ ΤΗΣ, ΠΩΣ ΜΠΟΡΟΥΝ
ΝΑ ΤΗΝ ΕΜΠΙΣΤΕΥΟΝΤΑΙ
ΩΣ ΑΠΟΛΥΤΟ ΑΡΧΟΝΤΑ
ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΠΑΡΩΧΗΜΕΝΟΥ
-ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ-
«ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥ» ΜΟΡΦΩΜΑΤΟΣ.

Άλλωστε οι δανεισμοί
                                 έναν και μόνο στόχο είχαν,
από την πλευρά του πολιτικού συστήματος:
την αποκλειστική διαχείριση της εξουσίας –
όποιο κόμμα κι αν βρισκόταν
                                              στην κυβέρνηση.
Δανείστηκαν για να μας χρηματίσουν.
ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΤΕ;

Λοιπόν; Ως ποιητής συνιστώ να σκεφτούμε
σοβαρά την ανάληψη των συνεπειών
του δικού μας ιστορικού συμβάντος:
η σημερινή κρίση είναι ΠΟΛΙΤΙΚΗ
                                                 και όχι ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ.
Χρήματα σήμερα δεν έχουμε, αύριο έχουμε.
Είναι βέβαια ζήτημα λογιστικό.
Η Ιστορία όμως δεν έχει λογιστήριο.
Ο μόνος δρόμος εξόδου
        από την «εικονική» αυτή κρίση
                                          είναι η δημιουργία
ΜΙΑΣΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
        ΜΙΑΣΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
         ΜΙΑΣΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
         ΜΙΑΣΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
           ΜΙΑΣΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ


Τελεία και παύλα κι ευχαριστώ.



Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΜΑΡΙΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ ΑΝΑΧΩΡΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΔΗ.

Λοιπόν, αντίο, Μάριε. 
Όπως είπαμε: σιγά, 
στοχαστικά· ξέρεις εσύ. 
Όπως θα μπαίνεις –δεξιά,
νομίζω- υπάρχει μια πηγή. Μην πιεις.
Περίμενε. Δεν πρόκειται ν’ αργήσω.
Αν ωστόσο –όπως είναι
το πιθανότερο- δεν βρεις
παρά μόνο σκοτάδι, θα σε βρω
εγώ ανάμεσα στ’ ανώνυμα όλα
της σιωπής σου. Κι αν εν πάση περιπτώσει
κανείς δεν βρει κανένα, όπως και να ’χει 
θα έχουμε απαλλαγεί απ’ αυτήν την πόλη
που αποσυντίθεται με όνομα
κι απ’ αυτούς τους αντώνυμους ανθρώπους
που τρέχουν πάνω-κάτω
σαν δηλητηριασμένα ποντίκια,
νομίζοντας πως προοδεύουν. 

ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΦΙΛΙΠΠΙΚΟΣ ΙΙ

Τι είναι πάλι όλα αυτά τα ερπετά κι ανήλιαγα, 
γείτονες; Τι πάει να πει: «Δεν θέλουμε
να μάθουμε. Να ζήσουμε θέλουμε;»
Δηλώνετε οπαδοί της ειμαρμένης
ή αποφασίσατε πως για να γίνει κανείς αφεντικό
πρέπει να σκέφτεται σαν δούλος; 
Όσο γι’ αυτό, δεν θα διαφωνήσω. Ωστόσο,
ξεχάσατε να ορίσετε διεύθυνση. Αυτά
τα διανύσματα δεν είναι 
ούτε ομόρροπα ούτε αντίρροπα.
Μάλλον ετοιμόρροπα θα μπορούσα να τα χαρακτηρίσω.
Ελπίζω να μην υποννοείτε
πως για να καταντήσει κανείς δούλος
πρέπει να σκέφτεται σαν αφεντικό.
Καταλαβαίνετε, νομίζω. 
Γι’ αυτό σας λέω κατάμουτρα χυδαίους υποκριτές.
Περάστε τώρα απ’ το ταμείο. 
Η αφέλεια είναι δωρεάν.
Η αμάθεια κοστίζει μια ζωή.


Γιώργος Μπλάνας
για το ιστολόγιο της Πορφυράδας
30/12/2019

Σχόλια