Έρχομαι από τη χώρα του θυμάμαι…
Κατευθύνομαι εδώ και κάμποσες χιλιάδες μέρες προς τη χώρα του ανήκω…
Ο πατέρας μου μ’ έσπειρε σε ώρα, που μεσουρανούσαν οι Διόσκουροι…
Η μάνα μου με γέννησε τη μέρα, που το φεγγάρι του Αυγούστου είχε πάρει την κάτω βόλτα… Δεν το είχα προλάβει ολόκληρο…
Έζησα χρόνους πολλούς στην ίδια γειτονιά, στον ίδιο δρόμο…
Οδός Εμμονής 23 έγραφε απ’ έξω το καταφύγιο των πολλών εαυτών μου…
Εκεί πήγα τις πρώτες μου βόλτες, εκεί έμαθα να περπατώ πάνω στο νήμα…
Ακροβάτης εκπαιδευμένη στα πιο ακριβά σαλόνια …
Έμαθα να τρώω με χρυσά πιρούνια, με λογής – λογής κουτάλια…
Να διαχωρίζω τα συμβατικά μαχαίρια από το άλλο μαχαίρι… αυτό με το οποίο αλείφεις τις πληγές σου αλάτι, για να εκπαιδεύεις τον εγωκεντρικό σου εαυτούλη στον πόνο και το δρόμο…
Σπούδασα αγγλικά, γερμανικά και πιάνο…
Αυτά… μα όχι μόνο αυτό…
Πέρασα πύλες – όχι του Ρουβικώνα, αυτές τις καθυστέρησα για κάμποσα τέρμινα – αλλά πύλες τριτοβαθμίου εκπαίδευσης και πολυτεχνικής επιτυχίας…
Και συνέχιζα… Λίγα λογίζονταν…
Αλλά τα λίγα είναι για τους γνωστικούς…
Κ η παράνοια μου ήταν μεγάλη, για να σταματήσω εκεί…
Με έμαθαν να μην μιλάω ποτέ σε αγνώστους, ούτε και να τρώω τις καραμέλες τους…
Μου γνωστοποίησαν πως η μνήμη και η λήθη είναι σιαμαία αδέρφια της αυταπάτης…
… και πως ο δρόμος χρειάζεται συμβιβασμό και ένταξη σε νόρμες…
Τα λουλούδια που μου έστελναν τους αυγούστους που έσβηνα τα κεράκια μου, έγραφαν πάνω στη ροζ – πάντα – καρτούλα, πως η ζωή εγκυμονεί το φιάσκο…
Για αυτό και δεν πρέπει να μιλάω πολύ, γιατί εκτίθεμαι…
Και πήγαινα, πήγαινα, προχωρούσα…
Φορτωμένη η πλάτη με ταμπελίτσες πολύχρωμες, σχήματα με ακριβείς ορθές γωνίες και κληρονομιά ασφάλειας επηρμένης…
Ευθυτενής έγραφα στο κοντέρ τα χιλιόμετρα, για να μην στεναχωρήσω τη δασκάλα του μπαλέτου μου, που ήθελε να με κάνει χορεύτρια…
Ανακεφαλαιώνουμε λοιπόν: αγγλικά, γερμανικά, πιάνο, τριτοβάθμια εκπαίδευση με αξιώσεις ακόμα και σε καιρούς κρίσης - οικονομικής… όχι ανθρώπινων αξιών [αυτές δεν τις υπολογίζει κανείς… γιατί ως γνωστόν, μεγαλύτερος νταβατζής από τα φράγκα δεν υπάρχει]…
Και μια μέρα, που λες…
Ξύπνησα με έντονο βήχα… δεν ήταν κρύωμα…
Αλλεργική αντίδραση βαριάς μορφής ήταν…
Και τότε τα έστειλα όλα στο διάολο… Ακούς;
Λέγε, ρε… Ακούς;
Χτυπάει τίποτα εκεί ζερβά;
Μένει κανείς εντός σου;
Τα έστειλα όλα στο διάολο…
Πτυχία, τάματα, δωρίσματα, εγγυήσεις, υπογραφές, κορνίζες με μεγάλα γράμματα για να τα βλέπει ο πρεσβύωπας περίγυρος, τραπεζικές καταθέσεις, βέρες και δεσμεύσεις…
Τώρα, φοράω το καπελάκι μου στραβά,
Παίρνω τα μπογαλάκια μου και αλλάζω τη ρότα…
Έρχομαι από τη χώρα του θυμάμαι και κατευθύνομαι στη χώρα του είμαι…
Κάλλιο αργά παρά ποτέ…
Το αληθές ελίσσεται γύρω από την κυρά, που οι δαίμονες την βάφτισαν σε ινκόγκνιτο τελετή – ΕΠΙΓΝΩΣΗ…
Αυτά…
Έφυγα…
Μαίρη, Μαιρούλα, Μαιράκι…

Σχόλια