ΕΙΣΑΓΩΓΗ μέρος 1



ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ:
Υάκινθος
Υεμένη
Αφηγητής
Χορωδία





(Η γνωριμία με τα πρόσωπα και την ιστορία τους)



Αφηγητής
Από μιαν αρχή, μια συγκυρία, ξεκινούν όλα κι ύστερα καταλήγουν στο άπειρο. Όπως πιάνεις το μολύβι να περιγράψεις κάτι απ’ τη ζωή σου, μ’ ένα ποίημα και φτάνεις να γράψεις ένα βιβλίο πεντακοσίων σελίδων. Γεμίζεις τις σελίδες άλλοτε με έρωτα, άλλοτε με μίσος κι άλλοτε μ’ αλήθειες όπως μαθαίνεις να μοιράζεσαι την αγάπη και τη λατρεία σου.
Τη λάτρευα, είναι αλήθεια, από τότε που πρωτοσυστήθηκε στην παρέα και πιάσαμε την κουβέντα και μιλούσαμε για τα πάντα, με τα λόγια του αέρα. Κάπνιζε θυμάμαι ελαφριά τσιγάρα και ζήτησε από κάποιον να πεταχτεί στο πλησιέστερο περίπτερο να της αγοράσει πακέτο. Αν την ήξερα από νωρίτερα θα έτρεχα σαν άνεμος, πετώντας, να ήμουν ο πρώτος πού θα ικανοποιούσε την επιθυμία της.
Ντυμένη πάντα μ’ ένα κοριτσίστικο ροζ μπλουζάκι, κολλημένο πάνω στα στήθη της που άφηνε να φαίνεται ένα τμήμα της κοιλιακής της χώρας, έτσι που να σε κάνει να το θαυμάζεις, να το τρως με τα μάτια σου, να θέλεις να το αγγίξεις να το αγκαλιάσεις, να το προσκυνήσεις. Η κοιλίτσα της. Και στα πόδια μ’ ένα στενό ξεβαμμένο τζινάκι, φτηνιάρικο και τόσο κολλημένο πάνω της, που ζωγράφιζαν οι καμπύλες της τον Παράδεισο και τη Γη της επαγγελίας.
Την πρώτη φορά που έτυχε να συναντηθούμε, μου κίνησε το ενδιαφέρον. Δεν έμοιαζε με την πριγκίπισσα του παραμυθιού, ούτε με κάποια ονειρεμένη νεράιδα της φαντασίας μου, άλλα μ’ ένα απλό κορίτσι που βρέθηκε τυχαία στο δρόμο μου κι ήτανε σα να κατέβηκε απ’ τα ουράνια. Ένας άγγελος, να με τροφοδοτήσει με εικόνες να τις πάρω μαζί μου, να τις βάλω στην τσέπη, να τη θυμάμαι όπως τη γνώρισα.
Μέθαγα απ’ τη φωνή της, με τη βραχνάδα εκείνη που δημιουργούσε ο καπνός, καθώς στροβιλιζόταν στον ουρανίσκο της. Έπινα δροσιά απ’ τα μάτια της όπως με κοιτούσε με κείνα τα μελιά μάτια, μέσα απ’ τα πεντακάθαρα γυαλάκια της μυωπίας, λες και βρίσκονταν πίσω από μία κρυστάλλινη τζαμαρία φύλαξης ενός πολύτιμου και σπάνιου θησαυρού, σε μουσείο αρχιτεκτονικών θαυμάτων.
Λες και είχε ανακαλυφθεί πρόσφατα το γονίδιό της, σε κάποιο δυσπρόσιτο ορεινό σημείο της Σουηδίας και μεταφέρθηκε στη χώρα μας, προκειμένου να παραχθεί το εμβόλιο διάσωσης των πεσόντων στην ερωτική μάχη. Κι όταν με κοίταζε στα μάτια, εγώ έλιωνα, πέθαινα και ξέχναγα τα λόγια μου.
Ήταν όπως τότε, που έβγαλα από την τσέπη έναν κόκκινο αναπτήρα γεμάτο με παπαρούνες της Άνοιξης, λες και μόλις τις είχε κόψει κάποιος από τον αγρό για να τις χαρίσει στην αγαπημένη του. Έτσι κι εγώ της χάρισα τον φτωχικό αναπτήρα μου ανάβοντάς της το τσιγάρο και την ηδονή μου, στα υψηλότερα επίπεδα του έρωτα. Τον είχε πάντοτε μαζί της, σα φυλακτό, τον κινούσε επιδεικτικά μπροστά απ’ τα μάτια μου αναμμένο, κι έβγαζε εκείνη τη ζεστή φλόγα του πάθους, την πορφυράδα…

Χορωδία
Τί νύχτα! ο αγέρας σφυρίζει
κρυώνω, ζεσταίνομαι ... ούτε που νοιάζομαι, ούτε που ξέρω
οι σκέψεις ατέλειωτες, τα διαλυμένα μου όνειρα κομμάτια στο βάζο
το πλοίο έφυγε, το τρένο το χάσαμε, πέφτει η βροχή σιωπηλά
το γεμισμένο ποτήρι με τη βότκα αδειάζει

το λεωφορείο ξέφυγε και άδειασε ο σταθμός
ακούγεται ένας κρότος που σκίζει όλη την πλάση
φωνάζει ο σταθμάρχης – ΜΗ! κάντε στην άκρη
στις ράγες κάποιος έπεσε και κάνει προσευχή

να πίνεις δηλητήριο και αίμα και φαρμάκι
το δάκρυ απ’ τα μάτια σου να πίνεις σαν κρασί
να κοινωνείς ροδόσταμο και μέλι απ’ το κορμάκι
που πέρασε απ’ το δρόμο σου, μα ξέρεις, θα χαθεί…

Υάκινθος
Το αγαπημένο παίρνω, το πενάκι
και το κεφάλι όσο πονά, γράφω με μία κοντυλιά
μονολεξεί και ευθαρσώς «Σε αγαπάω»
χύνω μελάνι στην πληγή κι όλα τα μίση, προσευχή
αντιδικίες, εκδικήσεις κι άσπρο πάτο

η βότκα διάφανη ψυχή, να στέκει πάντα προσοχή
κι ο στίχος να ‘χει απ’ τη γεύση του φιλιού σου
κλείνω τα μάτια κι απορώ, πώς τόση αγάπη σου χρωστώ
αφού δεν είμαι ούτε καν το φυλακτό σου.
Θε μου, τί κόλλημα κι αυτό, αρρώστια, αγάπη, ριζικό
μίσος κακό, ανάγκη, αντέχω τα σπαθιά σου
που με χτυπούν, όπως κι εγώ, χτύπησα πάνω στο κορμί
που ερωτεύτηκα και μ’ έλιωσε η καρδιά σου

με το πενάκι το μικρό, σου λέω ακόμα σ’ αγαπώ
μα δεν αντέχω την τρελή παραξενιά σου
τις νευρικές σου συλλαβές, να κάνεις πάντα αυτό που θες
γι’ αυτό μου αρκεί για συντροφιά μόνο η σκιά σου…

Υεμένη
Το απόγευμα εκείνο, που πρωτοκοίταξα τα μάτια σου 
και βρήκα μέσα τους, ένα φεγγάρι ολόγιομο, γεμάτο, δροσερό 
σα ρόδα πορτοκάλι να γυρνάει 
και τη ζωή να μου γελάει, σαν άλλαζε η δική μου
γιατί τον κόσμο μου τον χάρισες κι άλλη μισή ζωή
γιατί δεθήκαμε αυτόματα από το πρώτο βλέμμα - στης αγκαλιάς τη φυλακή - 
που κλείναμε τα όνειρα μην ορφανέψουν
γιατί στην πρώτη μας στροφή, έτσι αντάμα κλάψαμε 
σα νιώθαμε ο έρωτας πως σβήνει
σα νέοι που γεννήθηκαν ταυτόχρονα να βασιλέψουν 
σ’ ένα παλάτι με ρακένδυτους ινδιάνους της φυλής 
όπου ο ένας συμπληρώνει τη ζωή που χάθηκε 
κι ο άλλος ρίχνει ζάχαρη και μέλι να στεριώσει…

Υάκινθος
Το αγαπημένο παίρνω, το πενάκι
και το κεφάλι όσο πονά, γράφω με μία κοντυλιά
μονολεξεί και ευθαρσώς «Σε αγαπάω»
χύνω μελάνι στην πληγή κι όλα τα μίση, προσευχή
αντιδικίες, εκδικήσεις κι άσπρο πάτο

τα αισθήματα είναι αμοιβαία, άλλα δεν είναι πάντα ωραία
όταν το πείσμα μας κρατά σε αποστάσεις
ο εγωισμός, το τσαγανό, «..μ’ ακούς! αυτό που θέλω ΕΓΩ»
αυτό μας χώρισε και κάποιες αντιφάσεις

το αγαπημένο παίρνω, το πενάκι
και το κεφάλι όσο πονά, γράφω με μία κοντυλιά
μονολεξεί και ευθαρσώς «Σε αγαπάω»
κι αν νιώθεις πι’ όμορφα εκεί, πάρε μολύβι και χαρτί
κι έλα ζωγράφισε όλα κείνα που θα χάσεις...

Υεμένη
Κι ήθελα τόσα να σου πω κι άλλα να σου μιλήσω 
μα με την πρώτη αναποδιά, σχίστηκαν τα καλώδια και τώρα κρέμουν στο κενό
τώρα η επαφή ζυγιάζεται απ’ τις λέξεις σου κι από τα γράμματα 
φαρμάκι χύνεται στο στόμα 
μα τώρα πια, σε αγαπώ περισσότερο απ’ το σήμερα 
κι από το τώρα κόβω αγάπη να τη δώσω στο παρόν
και δε μ’ αντέχει η ψυχή, να υποφέρεις μακριά μου 
ούτε το άρχισα εγώ, μήτε το θέλησα 
ειν’ ένα διάλειμμα, ας πούμε, τωρινό
σα ξαφνικό μπουρίνι, που πιάνει στο λεπτό 
κι απλώνεται η ορμή του ως τη θάλασσα 
τη γαλανή τη θάλασσα που πόθησα μαζί σου 
κι είδα στα μάτια σου λευκό τον ουρανό…

Χορωδία
Ίσα που πρόλαβα να δω τα μάτια σου 
παίρναν το χρώμα του μελιού όταν τα φίλαγα στον ήλιο
μόλις που άγγιξα τα τρυφερά σου χείλη 
πέρασες πάνω απ’ το κορμί μου σαν ταχεία στο φεγγαρόφωτο

θυμίζεις έρωτα, γλυκόφωτη ηλιαχτίδα 
μεταλλικό νερό με άρωμα τριαντάφυλλο
θυμίζεις όνειρο αλλόκοτο, σαν καταιγίδα 
που το μπουρίνι ξέσπασε πριν έρθει το Φθινόπωρο

δεν περιμένω έναν Οκτώβρη για να βγω απ’ τη φωλιά μου 
μήτε που θέλω πια να δω, τα φύλλα της μουριάς 
να κιτρινίζουν και να πέφτουν
το τρένο της αγάπης, άγγιξε Φθινόπωρο 
μα στα μισά του δρόμου εκτροχιάστηκε και πάει…

Υεμένη
Κι αυτές οι λέξεις που μιλάω τώρα 
- μαύρες είναι - 
μα περιμένω όλου του κόσμου το λευκό να μας στολίσει

τουλάχιστον να δώσει κάποιο νόημα στις μαύρες μας ήμερες
- ανήμπορος κι ο βιαστικός καιρός να σταματήσει… -

Υάκινθος
Το χέρι δε βρίσκει τις λέξεις. Το στόμα δε βρίσκει τα λόγια. Είμαι άφωνος. 
Είμαι μια στήλη άλατος, ένα άγαλμα που δεν μπορεί να κουνηθεί. 
Ένα κουφάρι, που δεν μπορεί να τρέξει να σ’ αγκαλιάσει όπου κι αν είσαι. 
Η αγκαλιά μου δεν έχει χρώματα. Όλα εκείνα τα κοριτσίστικα χρώματα που τη 
γέμιζαν. 
Τι να κρατήσω για μένα; 
Μονάχα το μαύρο μου έμεινε να φοράω. 
Ζωγραφίζω καπνούς και τσιγάρα. 
Δωμάτια νοσοκομείων στη μέση του πουθενά, με χειρουργημένους ασθενείς.
Με ορούς στα χέρια και σύριγγες στο κορμί τους. 
Ζωγραφίζω το σήμερα σα να είναι η τελευταία μου μέρα. 
Θα ‘θελα να την πέρναγα στην αγκαλιά σου…

Υεμένη
Εμείς δεν κλάψαμε κοιτώντας ο ένας τα μάτια του άλλου στο αντίο μας. 
Ξέρω πόσο έκλαψα μέσα μου. 
Κι όλες οι υπόλοιπες μέρες μου ήταν μουσκεμένες. 
Εμείς δεν αφήσαμε ταυτόχρονα τα δάκρυα να κυλήσουν στα μάτια 
γι’ αυτό που μας περίμενε στη γωνία. 
Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. 
Το γνωρίζαμε και τ’ αφήσαμε να συμβεί, μέχρι να ξεψυχήσει. 
Εμείς, κοιτάζαμε το «Εμάς» να πεθαίνει, να σβήνει 
κι ούτε που προλάβαμε να το κηδέψουμε. 
Έγινε το «Εμείς» ένα μοναχικό «Εγώ» μέσα σε μια νύχτα. 
Κι από μακριά το αποχαιρετούσαμε μ’ ένα Αντίο, όπως ψυχορραγούσε. 
Εμείς δεν κλάψαμε την ώρα που δίναμε στα χείλη το τελευταίο φιλί μας 
πιστεύοντας σε κάποια ύστατη ελπίδα πως δε θα ‘ταν τελευταίο. 

Έπρεπε να βγάλεις τα σκουρόχρωμα γυαλιά σου απ’ το πρόσωπο 
τη μέρα εκείνη, να δεις τα μάτια μου. 
Έλειπε το χαμόγελο απ’ τα χείλη μου. 
Έλειπε γιατί το έπνιξα με τα δάκρυα. 
Την ώρα που έβλεπα την αγάπη μας να πεθαίνει, έσβηνε σαν ένα κατάκοπο 
κι άρρωστο γεροντάκι, που απόκαμε απ’ τις απανωτές εγχειρήσεις… 

Υάκινθος
Να! γι’ αυτό ζωγραφίζω νοσοκομεία και σύριγγες.
Στον ύπνο μου βλέπω τις παιδικές μου ανάγκες. 
Φαΐ απ’ την αγάπη σου. 
Νερό απ’ τα χείλη σου. 
Παραμύθι απ’ τη φωνή σου. 
Αγκαλιά απ’ τα χέρια σου. 
Και γαντζωμένος πάνω στο κορμί σου, να πηγαίνουμε βόλτες…

Υεμένη
Εσύ αγόρασες φιλί και κεχριμπάρι απ’ τη Συρία 
χρυσό απ’ το Λίβανο - Εγώ το δάκρυ σου - 
παντρέψαμε το μίγμα και μας βγήκε προδοσία 
κι η μοναξιά τις κρύες νύχτες περιμένει στη γωνία 

- δεν αγοράσαμε αγάπη απ’ τις μακρινές Ινδίες -
μονάχα δύο πλαστικά φιλιά που κλέψαμε απ’ τον άνεμο 
είκοσι-τρία χάδια απ’ τον οίστρο μιας ποιητικής μαγείας…

Υάκινθος
Ήσουν η μάνα μου στην παγωμένη Καισαρεία 
κι εγώ μικρός Χριστός να περιμένει ντάντεμα απ’ τα μάτια 
και τη γλύκα των χειλιών σου

τα χείλη στέγνωσαν κι η γλώσσα 
- πάνε μήνες - 
φαρμάκι στο λαιμό η λαβωμένη αγάπη 
πικρές οι λέξεις που ‘κονόμησα γι’ αντάλλαγμα απ’ τα κάλαντα της μέρας 
μου έγραφες, αγόρασες κουράγιο με τα τελευταία χρήματα 
και βάζο για τα κόκκινα τριαντάφυλλα που σου ‘δωσα 
- λεφτά δεν περισσέψαν για μια στάλα αγάπη; -

Υεμένη
Φταίει που καίω τις αναμνήσεις μου στη φλόγα του κεριού 
κι είναι τα φώτα όλης της Γης τώρα σβησμένα 
είναι τα λόγια της αγάπης ειπωμένα 
μα τρόπο άλλο δε βρήκανε να ξαναειπωθούν.
Είναι Χριστούγεννα, για δώσ’ μου ένα φιλί 
ίσα ν’ ανάψει απ’ την αρχή ένα κεράκι 
απ’ των χειλιών σου την πνοή και απ’ το δάκρυ 
που ήξερα να κρύβω πριν στα μάτια σου φανεί
φύσα ν’ ανάψει ένα κερί, να δω πού κρύβεις τόση απύθμενη αγάπη 
σβήσαν τα όνειρα και χάσαμε το χάρτη 
κι ενώ ετοιμάζαμε ταξίδια στο χαρτί.
Φύσα ν’ ανάψει ένα κερί να δω ακόμα αν αγκαλιάζεις τα κομμάτια μου 
έτσι μου το ‘γραφες, με νότες ευτυχίας 
από ‘να έρωτα που πέθανε χωρίς ν’ αναστηθεί.
Τ’ άφησα, ξέρεις πού! Στο γωνιακό παρκάκι 
εκεί που έγραφες «μωρό μου σ’ αγαπώ» στο ξύλινο παγκάκι
κι ήθελα απλά έτσι για λίγο να στο πω…

Αφηγητής
Κι έμειναν όλα νεκρά, εκεί στοιβαγμένα 
στο κουτάκι των αναμνήσεων.
Εκεί μέσα κατοικούν και ζούνε ακόμα οι μνήμες
παλιές, λησμονημένες φωτογραφίες που ξεπετάγονται ξαφνικά στην επιφάνεια 
σαν πας να ανοίξεις το κουτί.
Το παρελθόν ξεπετάγεται τρανό, έτοιμο να σε κατασπαράξει σαν ύαινα
οι μνήμες, χαραγμένες στα πιο απρόσιτα εγκεφαλικά κύτταρα
εκείνα που δεν πρόλαβαν ακόμα να καούν 
γιατί ασκήθηκαν στο παιχνίδι του έρωτα και γίνανε πρωταθλητές.
Για κείνα μιλάω, που σκίρτησαν από λαχτάρα να σ’ έχουν 
και μπλέχτηκαν σ’ ένα ατέρμονο ερωτικό παιχνίδι που παίζουν τα παιδιά της 
γειτονιάς μας.
Οι στίχοι με περικύκλωσαν απόψε και οι μελωδίες.
Στο τέλος έβαλα τα κλάματα, σαν παιδί, από φόβο και αντίδραση στο θάνατό μου.
Βαρέθηκα να σπάω την καρδιά μου κάθε τόσο σε κομμάτια 
κι έτσι ξεσπάω λίγο-λίγο με άλλους τρόπους ...
Σκίζομαι, ψυχορραγώ, αναπολώ και ουρλιάζομαι (αμίλητος) 
να νιώσω λίγο ζωντανός εδώ πέρα, περιμένοντας το τίποτα.
Στέρεψε κι η τελευταία νότα του τραγουδιού μου, η μελωδία γαμήθηκε 
κι η ανταμοιβή μου μια πικρία, να μου κάθεται αχώνευτη στο στομάχι.
Όλα μου φαίνονται πεζά κι αναρωτιέμαι μήπως πέθανα 
μπας και ζήσω λίγη ακόμα περιπέτεια ...
Τουλάχιστον υπέφερα, πάλεψα, λύγισα, άντεξα
ε, και φαίνεται στο τέλος πως ξεχάστηκα.
Άντεξα τ’ απολειφάδια του έρωτα που παραμείναν στην καρδιά 
κι ακόμα σου χαϊδεύω τα μαλλιά, λέγοντάς σου καληνύχτα 
- κι ας λείπεις -
Τουλάχιστον τώρα νιώθω κάτι, ακόμα...

Σχόλια