Β΄ ΠΡΑΞΗ μέρος 1





Αφηγητής
Κάπου βαθιά στην αστραπή, κρύβεται κάπου η αγάπη
ένα μικρό, λεπτό και ανεπαίσθητο σχοινί, έτοιμο για να σπάσει
μα είναι τόσο δυνατό, από ατσάλινη και εύπλαστη κορδέλα
ένα φωτάκι της ζωής που καθρεπτίζεται η στιγμή πάνω στα χρόνια. Μέτρα!
κι ό,τι κι αν άστραψε ή πέρασε σα σίφουνας ή σαν αιώνιο απαλό αεράκι
ή ό,τι απόμεινε να λάμπει ακόμα σα γαλαξίας στους
καιρούς που περιστρέφεται
σένα πανάρχαιο σύννεφο πιάστηκε και περιφέρεται μες τους αιώνες. Δες!
εκεί περπάτησε η αγάπη

πέρασε μέσα από λυγμούς κι από μπουντρούμι όπου μύριζε η πέτρα
λούστηκε μόλους τους χυμούς, από καρπούς εξωτικούς
κι απτα αιδοία των γυναικών πληθωρικά κατέφτασε στην πτέρνα
αυτό το μένος, τούτο το πάθος, όλος ετούτος ο καημός που να χωρέσει;
αυτή η ορμή που παθιασμένα κυνηγούσε όλο δαίμονες, εκτροχιάστηκε
Άσε! περπάτησε πολλά αυτή η αγάπη...

Χορωδία
Μέσα στον έρημο σταθμό, πάνε και έρχονται τα τρένα
κι απτα βαγόνια κατεβαίνουν οι αγάπες
που δεν αντέξανε ποτέ το χωρισμό
με τα φτερά τους τα σπασμένα

άυλοι άνθρωποι, κορμιά αγανακτισμένα
πουμαθαν πρόστυχο πως είναι πως το φιλί
και σουλατσάρουνε σκυφτοί στις αποβάθρες
κι η μέρα δε θα τους χαρίσει άλλο πρωί

κρατούν βαλίτσες με χιλιάδες αναμνήσεις
με το κορμί να κουβαλάει τις πληγές
τη μνήμη, μάτια μου, δεν σβήνεις όταν θες
σε σβήνει εκείνη με τη μία, όταν θελήσει
όταν το βάρος της κανείς δε θα κρατήσει

μέσα στον έρημο σταθμό
 -  τι κι αν κινούνται τόσα δύστυχα κορμιά;  -
στην αποβάθρα ξαφνικά, σκάει, αστράφτει τουφεκιά
και μια σπασμένη, απτις καρδιές, δε θα κολλήσει

ό,τι κομμάτια έχει γίνει, γίνεται άνεμος
και στο παρόν, το παρελθόν μας δεν κολλάει
όταν ραγίσει το γυαλί, ένα κομμάτι του αρκεί
σαν το μαχαίρι όλο το σώμα να τρυπάει

Αφηγητής
Τα λόγια όμορφα και όμορφες οι ώρες
μα φεύγουν έτσι από τα μάτια μας, σαν τρένα
λες και φορτώσαν τις στιγμές μας και τις κλέψανε
φιλιά με δάκρυ οι αναμνήσεις, χαρισμένα

μέσα στον έρημο σταθμό, πάνε και έρχονται τα τρένα
μη με ρωτήσεις να σου πω, έχω εισιτήριο διπλό
απλά δεν έχω προορισμό και δεν υπάρχω για κανέναν
 -  αν θέλεις έλα. Κρατώ μια θέση και για σένα.  -

Υάκινθος
Τούτο το γράμμα χρωματίζω με πινέλα
βλέπεις δεν έμαθα να ζωγραφίζω, παρά μονάχα κάτι άκομψες τελείες
γεμάτες με σιωπή, αποσιωπητικά και φλέγμα
όσο απόμεινε απτη φωνή που ούρλιαζε απεγνωσμένα
παίρνοντας χρώμα απτην κλίμακα του μαύρου
για να το κάνω διάφανο, σαν το βερνίκι των νυχιών σου
 - η νύχτα ξέβαψε  -
και φωτισμένη απτην κολόνια, άλλαξε όψη
γυάλισε η πόλη μου απτης βροχής τις στάλες και τα δάκρυα
βλέπεις πολλοί διαλύθηκαν εν μια νυκτί και με μανία τέτοια
όπου η σιωπή μετά, αργότερα, κατόπι
ζητούσε αντάλλαγμα της παιδικής ονείρωξης την παθιασμένη δόση
καθώς οι διάττοντες έρωτες, πεθαίνουν από λόγια της στιγμής
 - σβήσαμε -

και ξαφνικά ανοίγει μια πόρτα
και μπαίνεις μέσα και κάθεσαι, ώριμη γυναίκα!
να συνεχίσεις το παραμύθι από εκεί που έχασα τα χέρια σου...

Υεμένη
Κομμένα αυτά.. ανήκουνε στο παρελθόν, σε μουχλιασμένα, κίτρινα βιβλία
και σε συρτάρια που φυλάσσουν ψεύτικα και σκονισμένα λόγια αλαζονείας
κρυμμένα έντεχνα σε ερωτικές επιστολές, δίχως καμιά αξία

μικρός ετούτος ο παράδεισος να ζεις τον έρωτα, δε μας χωράει
μεγάλη η κόλαση που μας καλύπτει όταν χάνεται
κι η πιο πικρή ανταμοιβή, η αχαριστία
να μη σου λένε κάτι αυτά τα μάτια που αγάπησες, όταν τα βλέπεις πάλι
να σου ζητάνε μόνο να πηδήξεις μέσα τους, να βυθιστείς
όσο μπορείς, χωρίς σωσίβιο, σαυτήν την απληστία

Υάκινθος
Εγώ δεν είμαι ποιητής
απλά σκαλίζω τα εσώψυχα σκιρτήματα
και συλλαβίζω μελαγχολικά τα λόγια
παίρνω μια πέτρα και τη ρίχνω στη σιωπή
κι ακούω ένα ρεφρέν να κλαίει
γιατί τα μάτια μου είσαι εσύ
και μάφησες να φύγω από τα χέρια σου

απλά με στίχους ζωγραφίζω συναισθήματα
κι απόλα τα λουλούδια που σου χάρισα
το χρώμα τους μαζεύω για τις λέξεις μου

κι αν σου μιλάω λίγο απόμακρα, μη φοβηθείς
- είναι που σβήνω -
εγώ είμαι ένα άστρο της αυγής
και μόλις τέλειωσα μπροστά στη φυλακή σου
και το φιλί σου κοριτσάκι να μου δώσεις
όλα ταστέρια φτάνει η ώρα να πεθάνουν
μονάχα λίγες, εκλεκτές αγάπες μένουν χρόνια
που δοκιμάζονται στον χρόνο πριν παλιώσουν
καθώς οι διάττοντες έρωτες, πεθαίνουν από λόγια της στιγμής

Υεμένη
Γέμισε η νύχτα πιτσιλιές λευκές, σταγόνες του λευκού αλφάβητου
Άγγιγμα, Βλέμμα, Γεύση, Δάχτυλα, Έρωτας, Ζεύγος, Ηλιοβασίλεμα
Θαλπωρή, Ίριδα, Κλίνη, Λατρεία, Μουσική, Νεύμα, Ξενοδοχείο
Ομορφιά, Παρέα, Ρόδινο, Συνήθεια ,Τηλεπάθεια, Υγρά,
Φαντασίωση, Χάδι, Ψίθυρος, Ωκεανός...

κι ύστερα το σκότος
πηγαινοερχόμουνα στις σκάλες σου να βρω ένα μικρό κομμάτι από Συμπόνια
να το πάρω στο Ταξίδι κολατσιό μου
- κανείς δε με λυπήθηκε -
κι έμεινα έρμο, πεταμένο αποπαίδι στη βροχή
να μασουλάω πασατέμπο και ψημένα κάστανα, να φτύνω ταποτσόφλια τους
ναναμετρώ τα όσα οι άλλοι χαίρονταν στο διάβα της ζωής
 -  σε μια ζωή που τους χαρίστηκε με περισσή ευκολία  -
κι εγώ να προσπαθώ μένα τηλέφωνο μουγγό να παίζω με τα γράμματα
για ναποδείξω της αγάπης τα πρωτεία...

Υάκινθος
Βλέπεις, τα λόγια της αγάπης είναι όνειρα
που αποτυπώνονται σιγά σιγά στα φύλλα σα να χτίζεις μία χώρα
πάνω στο χάρτη της ζωής που τον σχεδίαζες στα χέρια σου
προτού προλάβει να τον πάρει η κατηφόρα

γιαυτό μη σταματάς τα όνειρα, διεκδίκησε το τώρα!
κι ό,τι κι αν άστραψε, ή πέρασε σα σίφουνας ή σαν αιώνιο απαλό αεράκι
ή ό,τι απόμεινε να λάμπει ακόμα σα γαλαξίας στους καιρούς που περιστρέφεται
σένα πανάρχαιο σύννεφο πιάστηκε και περιφέρεται μες τους αιώνες. Δες!
εκεί περπάτησε η αγάπη...

Υεμένη
Αρχαιολόγοι ήρθανε από την Αφρική
κουνούσανε τα σώματα λες κάτι να χορεύουν
μου έμαθες πως λέγεται χορός η φυλακή
μα τρόφιμα δε βρήκα να σου φέρω
μονάχα κάτι κράκερ γεμιστά με σαντιγί

κι αυτά γλυκά, πως μοιάζουν στο φιλί μου
κομμάτι από μένανε και σκέψη της στιγμής
προδίδουν έτσι απλά τον έρωτά μου
τον τελευταίο στίχο θα σου γράψω
μην πω κι άλλα στα μάτια σου και τα φορέσεις προίκα
μην πω άλλα στα χείλη σου και πάψουν να ρωτούν
μονάχα θα σου πω ό,τι ήθελα το βρήκα
μετά από σένα παύει νανασαίνει το κορμί
μετά απτην αγάπη μόνο ο θάνατος υπάρχει
και είσαι όλη για μένα ζωή

Αφηγητής
Σαυτή τη γη, λόγια δεν ειπωθήκαν για υποσχέσεις
αλλά για άλλην εξωτική, απόμακρη, παραθαλάσσια
στα βότσαλα πνιγμένη
ειρωνική, κι άλλοτε σάπια κι άλλοτε πρόστυχη και στείρα
 - σάπια ζωή τί να την κάνεις..; - μοιάζει παμπάλαιη ζωστήρα

κι απτο καλό που δώκαμε τίποτα δεν περίσσεψε
κι απτο κακό που διώξαμε θα τοβρουμε μπροστά μας να μας γνέφει
να μας προστάζει δυνατό πόσο μικροί γινήκαμε
κι αφοπλιστήκαμε λοιπόν με τα ιδανικά μας

έρημοι, πονόψυχοι και φτωχεμένοι ιπποκόμοι
κι άλλοτε χαλιμπαλίδες ακάματοι
χαμάληδες και στέρφοι ιπποκόμοι
σφετεριστές της ουτοπίας, που πεθυμήσαμε μια θέση στόνειρο να έρθει
να ακουμπήσουμε σεμνά πάνω στα σύγνεφα για προίκα
να ακουμπήσουμε στα σύγνεφα για να τα κάμουμε ήλιους

που πεθυμήσαμε γοργά ώστε να φύγουνε τα δάκρυα απτο στρώμα
να μας πετάξουνε ψηλά
μέσα σε μια σφικτή, πλεχτοδεμένη, ουτοπική αιώρα

Χορωδία
Κοιτώ τα μάτια που με πήραν απτο χέρι
και με πετάξαν σέναν άγνωστο ουρανό
δε θα γυρίσω μάνα τάλλο μεσημέρι
θα μείνω εκεί για να κοιτώ το βλέμμα αυτό

θα μείνω εκεί ώσπου να σβήσει η φωνή μου
κι ώσπου να πάψει η καρδιά μου να χτυπά
τι νόημα έχει μία αγάπη πικραμένη;
σα βρίσκει ο έρωτας κατάρτια στη στεριά

κι έτσι θα πλέω μες του σύγνεφου το κύμα
ούτε η βροχή κι ούτε η μπόρα να με νοιάζει
αρκεί να βλέπω από ψηλά όλο το κρίμα
που την καρδιά κάθε γυναίκας θυσιάζει

ήπια δροσιά, κουτάλες μέλι απτα χείλη της
ένιωσα αγάπης τα φιλιά στο πέταγμά της
ψυχή δε βρήκα, μια γουλιά απτο ποτήρι της
μέθυσα μόνο απτην απέραντη ομορφιά της

είναι παράξενο πως άλλαξε έτσι ο βιός
τη μια φεγγάρι, την άλλη ήλιος και καπνός
τη μια βροχή, την άλλη καύτρα και μαγεία
στην πιο απόμακρη της πλάσης πολιτεία

Υάκινθος
Ποια είναι αυτή που θα τολμήσει να κρυφτεί
απτις ορέξεις του επόμενου εραστή;
Ω, πες μου! Μη
δεν θέλω Μη
δε γεννηθήκαμε ακόμη προδομένοι απτο Μη
αλλά από ορμή
να επιτρέψουμε στην πυρωμένη μας ψυχή
να επιστρέψουμε δεμένοι
έως της άφθαρτης αθανασίας την ψυχή
 -  μιας και σε τούτο το κορμί φυλακισμένοι  -
έχουν μπλεχτεί σε μια ατέρμονη ερωτική περιστροφή
 -  Ιεροτελεστία, θα έλεγε κανείς, και μαγική  -
θέλω να εισβάλλω από άκρη ως άκρη στο κορμί
να πιπιλίσω των κρυμμένων παραδείσων σου τις ρώγες
και να ρουφήξω απτο κεντρί σου
του εραστή ναφήσω τη σφραγίδα, πλάι στους ώμους
πάνω στο στήθος, πέντε σημάδια αρσενικού μοτίβου να κεντήσω
με πιπιλιές που χάνονται την πέμπτη ημέρα
Ω, πες μου! Μη

Υεμένη
Ίσως θα έπρεπε όταν χωρίζουν οι άνθρωποι
να δίνουν πίσω ένα κομμάτι εαυτό
ένα μέρος από τα φλεγόμενα όνειρα εκείνης της ανέμελης «απέραντης ζωής»
και τα ποθητά φιλιά που ξεροσταλιάζουν στο απυρόβλητο των χειλιών

ίσως θαπρεπε να δίνουν πίσω μισή καρδιά κι ένα «καλή τύχη»
ένα «άντε γαμήσου» κι ένα από εκείνα τα ψυχικά χαλάσματα
τις ψυχικές οδύνες που κάποια στιγμή
χτύπησαν σα σφαλιάρα το πρόσωπο και άνοιξε η μύτη
κι αφού τα «σαγαπώ» δεν είναι εύκολο να τα γυρίσεις απτα χείλη που τα ξεστόμισαν
ας επέστρεφαν τουλάχιστον τα χαμένα τους λόγια που δεν εισακούστηκαν
σα δάκρυα που κύλησαν μια μοναχική βραδιά, καθισμένοι στη βεράντα

Υάκινθος
Θα έπρεπε κάμποσες πεθαμένες αγκαλιές να επιστρέψουν πίσω στον αποστολέα τους
και οι ραγισμένες ερωτικές επιστολές να επιστρέφονται ως απαράδεκτες χρόνια μετά

όταν χωρίζουν οι άνθρωποι θα έπρεπε να δίνουν πίσω τη ζωή που μοιράστηκαν
κι αφού τα «σαγαπώ» δεν είναι εύκολο να τα γυρίσεις απτα χείλη που τα ξεστόμισαν
ας επέστρεφαν μια στάλα εγωϊσμό κι ένα «συγνώμη» τους
σαν μέρος από τα φλεγόμενα εκείνα απέραντα όνειρα

Υεμένη
Ύστερα πιάνει μια βροχή και ξεπλένει τις μνήμες
 - κρύβει τα δάκρυα -  μούσκεμα γίνονται τα γράμματά τους κάτω απτις σταγόνες
ενώ το ραδιόφωνο παίζει ακόμα απτην ίδια συχνότητα το «τσάι γιασεμιού»
αλλά όταν χωρίζουν οι άνθρωποι τα γιασεμιά έχουν μαραθεί στην πολιτεία
κι αν τύχει και πουθενά συναντηθούνε
θα στρέψει ο ένας το βλέμμα του αλλού, για να αποφευχθεί το «τρακάρισμα»

κάποια στιγμή τα φώτα της πλατείας θα σβήσουν
και θαρθει το ξημέρωμα να τους βρει χωμένους στον πολυσύχναστο δρόμο που αντάμωναν

Υάκινθος & Υεμένη
Κι αφού τα «σαγαπώ» δεν είναι εύκολο να τα γυρίσεις απτα χείλη που τα ξεστόμισαν
ας επέστρεφαν τουλάχιστον τα χαμένα τους λόγια που δεν εισακούστηκαν
σα δάκρυα που κύλησαν μια μοναχική βραδιά, καθισμένοι στη βεράντα

Υάκινθος
Αυτή η πόρτα έχει φτιαχτεί να την ανοίξουμε
έχει χτιστεί κι ένα γιοφύρι από μετάξι, να διαβούμε
στον πάτο θα κυλάει γάργαρο νερό, πλάι στα τριαντάφυλλα
οι ώριμες, ζεστές, οι πορφυρές, του κόσμου οι χλωμές και βαθυκόκκινες δικές μας παπαρούνες
και πίσω από την πύλη, ποιος ξέρει να μας πει τι θα μας ξημερώσει;

για σήμερα γεννιέται μια αγάπη, κι απαύριο πεθαίνει ένα φιλί
γαντζώνεται μια αγκαλιά στο μπράτσο σου και σβήνει
σα νιόβγαλτο, ανάπηρο, νιογέννητο παιδί και σβήνει με το χρόνο
κρατιέται άραγε κι αυτό από ένα θόλο βυσσινί;
πιάσε το χέρι μου και πάμε, ποιος ξέρει να μας πει τι θα μας ξημερώσει;

Υεμένη
Θέλω νακούω την πνοή σου στο Ταξίδι
για τώρα να σου πω μια καληνύχτα
που ίσως δεν προλάβω όταν πρέπει να τη βγάλω απτα χείλη
γιαπόψε μας αρκεί ένα Αντίο
που ίσως δεν προλάβουμε κανείς μας να το πούμε απτα χείλη
μα θαναι μια αλήθεια, που εσύ να μην πιστέψεις
με τόκο κάποια προκαταβολή, για ένα όνειρο που ζήσαμε και πάει

Υάκινθος
Μα εσύ να μη μιλάς, όπως και τώρα
παρά μονάχα να συλλέγεις μία προς μία τις πνοές μου
παρά μονάχα να συλλέγεις στοργικά ανάσες, ως την τελευταία

σβήσε τα δάκρυα απτα μάτια σου και πάμε, θέλω μονάχα να γελάς
πιάσε το χέρι μου!
Αυτή η πόρτα έχει φτιαχτεί να την ανοίξουμε

Υάκινθος & Υεμένη
Έχει χτιστεί κι ένα γιοφύρι από μετάξι, να διαβούμε
στον πάτο θα κυλάει γάργαρο νερό, πλάι στα τριαντάφυλλα
οι ώριμες, ζεστές, οι πορφυρές, του κόσμου οι χλωμές και βαθυκόκκινες δικές μας παπαρούνες

Αφηγητής
Μια ιστορία θα σας πω που μοιάζει παραμύθι
μα ετούτη η αφήγηση λες γίνηκε σταλήθεια
πριγκίπισσα ερωτεύτηκε έναν πρίγκιπα με πάθος
κι αυτός που την αγάπησε, την άφησε να φύγει
στην καύτρα του Καλοκαιριού, του καύσωνα τη ζάλη
δυο νέοι συναντήθηκαν στην πρώτη τη φορά τους
εκείνος ομορφόπαιδο, δεν είχε αγάπη άλλη
κι εκείνη ως πριγκίπισσα, αμόλυντη κι αγνή
στα μάτια κοιταχτήκανε και δώσανε το λόγο
πως θαναι ο ένας πάντα πλάι στον άλλο στη ζωή
κι ευθύς ταποφασίσανε να γίνουνε ζευγάρι
ανδρόγυνο σε μια εκκλησιά, την πιο ερημική
γεμίσανε την πλάση και τον ήλιο, το φεγγάρι
φιλιά, αγκαλιές και στίχους που τους γράφανε μαζί
τον κόσμο όλο γυρίσανε μένα παλιό αμάξι
που φάνταζε σαν άμαξα με άλογα, χρυσή

για κοίτα πως αλλάζει τα φαινόμενα η αγάπη
σε μια στιγμή νομίζουμε, αφήνουμε τη γη
κι ευθύς σαν αστροναύτες πως πετάμε στο φεγγάρι
μα κάποτε ξυπνάμε κι ικετεύουμε ζωή
ο πρίγκιπας της χάρισε έναν κήπο με λουλούδια
αρώματα και χρώματα, μπορντό και βυσσινί
της δίδαξε αλήθειες και της έμαθε τα λόγια
που αφήκανε για προίκα ποιητές, οι πιο τρανοί

Υάκινθος
Δεν είναι ωραίο να ακούγεται η βροχή του πρωινού;
πάνω στα μάτια και το πρόσωπο να πέφτουν οι ψιχάλες της
προσμένοντας το χάδι σου, αγάπη μου
μα πιο ωραίο το συναίσθημα να έχεις έναν κόσμο κλειδωμένο
φυλακισμένο το εγώ σου σε μηνύματα
και την καρδιά παραδομένη σε σκιρτήματα και λόγια ερωτικά
τις αγκαλιές και τα φιλιά σου ακουμπισμένα
σε πλακόστρωτους πεζόδρομους και υπόγεια περάσματα
που κάθε ημέρα περπατώνται απτου έρωτα τα βήματα, τα αισθήματα

Υεμένη
Περάσαμε τα σύννεφα, πατήσαμε ουρανό
διαλύσαμε και χτίσαμε ξανά τα ίδια όνειρα για να έχουμε πορεία
φορές που σφίγγοντας το χέρι σου στη στάση του μετρό
τα κάστανα μετρούσαμε ψημένα, στο σταθμό
κι οι μνήμες πάντα ερχόντουσαν στην πρώτη γνωριμία

ώσπου τα δάκρυα στερέψανε και πήγα στο γιατρό
του είπα, περιέργως έχω πάψει πια να κλαίω
συνήθισα τα δάκρυα και τώρα αναπολώ
τις μέρες που τα μάτια μου φλεγόντουσαν για εσένα
κι αν φταίω που σαγάπησα κι ακόμα σαγαπώ, συγχώρα με
μα έμαθα ναφήνομαι ολόκληρη εγώ
και ναχω μιαν απαίτηση παρέα να ζητώ
να παίρνω όσα κέρδισα με κόπο χωρίς ναναι χαρισμένα ούτε ένα
να παίρνω όσα κέρδισα με κόπο χωρίς ναναι χαρισμένα ούτε ένα
Υάκινθος
Μονάχα ζευγαράκια ερωτευμένα
να καρφώνουνε το βλέμμα τους με μιας που σε φιλώ
κι είναι μέρες που όλο τούτο δε μας φτάνει
κι αν φταίω που σ’ αγάπησα κι ακόμα σ’ αγαπώ, συγχώρα με
μα έμαθα ν’ αφήνομαι ολόκληρος εγώ
και να ‘χω μιαν απαίτηση παρέα να ζητώ
να παίρνω όσα κέρδισα με κόπο χωρίς να ‘ναι χαρισμένα ούτε ένα…

Χορωδία
Μα εσένα που σε κέρδισα με την αξία μου
και στη ζωή σου και στο θάνατο, μπροστά σου θα με βλέπεις
τα μάτια μου, το βλέμμα μου, τα χείλη μου
είτε γελούν, είτε σου κλαίνε, θα σου λένε
τον κάθε στίχο που έγραψα, την κάθε νότα, συλλαβή
την κάθε λέξη ερωτική που αμόλησα
την κάθε στάλα, την οσμή, τη γεύση αγάπης θα σου λένε
κι αν όλα αυτά δεν σου αρκούν, αγάπη μου
θυμήσου πόσο όμορφα ακούγεται του πρωινού η βροχή
θυμήσου πόσο όμορφα ακούγεται του πρωινού η βροχή…

Αφηγητής
Οι μυγδαλιές ανθίσανε στο περιβόλι του τρελού
και μια παλινωδία εύρωστη πλανάται πάνω απ’ την πόλη
σα μια συχνοουρία κάλπικη σ’ ένα σπιρτόκουτο μέσα
λες και οι ήχοι που παράγονται, είναι ένα συνεχές φσσσς…
κι ένα θρόισμα των φύλλων.

Όλα μια ζωντανή αλληλουχία
κι όταν φύγουν τα δάκρυα κι ανθίσεις
τότε με πιο ξεκάθαρο μυαλό θα επιθυμήσεις
τις περασμένες Άνοιξες, τις πασχαλιές, τις ανθισμένες μυγδαλιές και τ’ αγιοκλήματα
θα επιθυμήσεις περασμένες αγκαλιές
που σ’ άφηκαν πάνω στο δέρμα ένα tattoo με θραύσματα αγάπης
και μέσα στον εγκέφαλο, ερωτικά σκιρτήματα κωδικοποιημένα…

Υάκινθος
Εδώ κυλάει η ζωή
σα γάργαρο νερό και τρέχει στο αυλάκι
κι ακούγονται οι συνειρμοί σαν μουσικές
με ήχο στερεοφωνικό και δυνατά τα μπάσα
ο δίσκος έφτασε στο τέλος του να παίζει «προβατάκια»
και να που πλησιάζει ο χάροντας από μακριά ν’ αλλάξει την πλευρά
δε θα ‘ναι ονειρικό το τέλος όπως το φινάλε στις ταινίες
ίσως να μοιάζει με ταινία πορνό όπου σφαδάζει μια πουτάνα
ιδανικά θα έλεγα πως θα χαθούμε
αφού σε κάθε έναν μας ταιριάζει κι ένας θάνατος…

Υεμένη
Αστράκια έβλεπα στον ύπνο μου και φαρσοκωμωδίες
βρε, δεν ξεκίνησε καλά ετούτη η Άνοιξη
ζωάκια τρέχανε ολούθε να σωθούνε κι εγώ σε μια πιρόγα διάβαζα Μαγιακόφσκι.
Φυσάει καιρό ανάμνηση, ροδόνερο κι αστάρι
μυρίζει η μπογιά φρεσκοβαμμένο χωρισμό
χτυπάει η καμπάνα, δες, μας κάναν πηγαδάκι
στον ουρανό αστράφτει και παντρεύουν το θεριό
Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει, γι’ αλλού ταξίδι ήθελα να πάω, το ξέρει το χωριό
μα σε κηδεία βρέθηκα και ξέμεινα εδώ…

Υάκινθος
Τώρα, που είναι Άνοιξη και γέμισαν οι δρόμοι μ’ ανθισμένες μυγδαλιές
φυσάει καιρό με πεπραγμένα γνώριμα και γίνανε ανθόσπαρτοι οι δρόμοι
χρόνια μετρούμενα σαν τις πετριές σε ένα κομπολόι
και σαν τους χτύπους των λεπτοδεικτών
τα αλλεπάλληλα τικ - τακ
που τα πουλάνε οι εμπόροι

κι ευθύς ξανά δε θα μας έρθουν

φύγανε βλέπεις όλοι έτσι απ’ τη ζωή μου
κι εγώ ξεγλίστρησα και το’ σκασα απ’ τη δική τους
για να μην έχουμε να επαναλαμβάνουμε τα αυτονόητα και τα εκούσια
παρά για να’ χουμε για κάτι να μιλάμε ως το μέλλον
αλληλένδετα και με το παρελθόν μας
- όλα μια ζωντανή αλληλουχία -
 
Χορωδία
Στην παλιά μας γειτονιά, έξω βρέχει ένα χρόνο
πάνω σύννεφα βαριά, ξεφυλλίζουνε τον πόνο
μέσα κάνει παγωνιά, τι κι αν φτάνει καλοκαίρι
αν δεν πιάνει εν’ αγόρι το κορίτσι του απ’ το χέρι

έτσι άρχισε να τρέχει ο καιρός, σαν ακροβάτης
ένας γνώριμος σακάτης, που τον έλουσε το φως
κι από ‘κει που ‘ταν τυφλός γεννημένος απ’ τη στάχτη
μ’ ένα σάλτο πάλι χόρεψε, στου πάθους το χορό

νέα μέρα έτσι αρχίζει, τα παλιά παραμερίζει
κι ό,τι άφησαν, στης μνήμης τα ντουλάπια, οι ενοχές
έρχεται ‘να αεράκι, στο μικρό μας μπαλκονάκι
και φυσάνε με μανία, της αγάπης οι πνοές
έρχεται ‘να αεράκι, στο μικρό παραθυράκι
και ξεχύνονται απ’ τη σκόνη, αχ του έρωτα οι φωνές

στην παλιά μας γειτονιά, έξω βρέχει ένα χρόνο
πάνω σύννεφα βαριά, ξεφυλλίζουνε τον πόνο
μέσα κάνει παγωνιά, τι κι αν φτάνει καλοκαίρι
αν δεν πιάνει εν’ αγόρι το κορίτσι του απ’ το χέρι…

Υάκινθος
Είναι γαλάζια τα μάτια του Θεού απόψε
και καστανόχρωμα τα δάκρυα.
Τα σύννεφα λευκά.
Είναι πολύχρωμο το φεγγάρι σήμερα, μάτια μου.
Ο ουρανός σου. Ντομάτα, φέτα και ψωμί, ζαμπόν. Αντζούγιες, σέλινο, κρεμμύδι, σκόρδο. Χωρισμένος στα οκτώ.
8. Οκτώ η ώρα λέγαμε στο παρελθόν, να χτίσουμε το μέλλον μας.
8. Οκτώ είμαστε όλοι κι όλοι.
Το μόνο που δεν πείραξα, είναι τα καστανά μαλλιά μου.
Κι έχουν μακρύνει, χύνονται σα λάβα από ένα ηφαίστειο που βράζει.
Οκτώ. Οκτώ ασπρόμαυρα κοκαλάκια για τα μαλλιά έχουν μείνει, να ετοιμάσω τις κοτσίδες μου, να τις τραβήξω.
Τι σου ‘λεγα; Οκτώ η ώρα θα ‘ρθω να σε βρω...

Υεμένη
Μικρός ετούτος ο παράδεισος να ζεις τον έρωτα, δε μας χωράει
μεγάλη η κόλαση που μας καλύπτει όταν χάνεται
κι η πιο πικρή ανταμοιβή, η αχαριστία
να μη σου λένε κάτι αυτά τα μάτια που αγάπησες, όταν τα βλέπεις πάλι
να σου ζητάνε μόνο να πηδήξεις μέσα τους, να βυθιστείς
όσο μπορείς, χωρίς σωσίβιο, σ’ αυτήν την απληστία
κι ενώ γυρίσανε των Αθηνών κάθε κρυφή γωνία
και δεν υπάρχει κάπου ένα μέρος να κρυφτούνε
- έτσι κολύμπησαν και πνίγηκαν τα μάτια μου σ’ αυτή την πολιτεία -

τουλάχιστον να μην τα βλέπουν οι περίοικοι να σπαρταράνε
κι οι καστανάδες άλλο πια μην τα λυπούνται
σαν χωριστή τραβήξανε πορεία...

Υάκινθος
Τα αποκόμματα μου μείνανε για να κοιτώ το μέλλον
για να ορμήσω με χαρά στην ταπεινή μου ελευθερία
και τα πολύχρωμα λογάκια αγάπης περισσέψανε
για να γεμίσω μέχρι και τις τσέπες, στο ταξίδι
πετώ ελεύθερο πουλί με τις φτερούγες μου στο άπειρο
κι απομακρύνομαι από τόπους που με θέλουν μαντρωμένο
χώρεσαν κάποιες αναμνήσεις στις βαλίτσες σου
στις αποθήκες του μυαλού έβαλα κάθε τι σπασμένο
και δες, περίσσεψε και χώρος για τα καλλυντικά σου..

Υεμένη
Πολλές φορές προσπάθησα
ν’ αλλάξω τη ζωή βγαίνοντας από το σπίτι
να πάρω μαζί μου λίγα από ‘κείνα τα αστρόνειρα
που φύλαγα στα σεντόνια
κι όμως με το φως του πρωινού
λιώνανε πάντα όλα τα όνειρα και δεν προλάβαινα
να βάλω ένα στην τσέπη, για κολατσιό..
έπειτα στάθηκα όρθια να σ’ αποχαιρετήσω
με κοίταζες, σε κοίταγα
κοιταζόμασταν με τα μάτια καρφωμένα στο σήμερα
μέτραγα τα βλέμματα ένα - ένα
μέτρησα έντεκα αιώνια δευτερόλεπτα
αγκιστρωμένα στο τώρα…

Υάκινθος
Στο φως των στεριών
κάπου εκεί θα κολυμπούμε, θα πλανιόμαστε
εγώ να πλησιάζω τ’ αναπόφευκτο
της φύσης μου σημάδι
- το καμπανάκι (που κοινώς ο κόσμος λέγει..) -

κι εσύ εκεί, για πάντα εκεί ... να περιμένεις να καπνίσει το τσουκάλι

σου ‘ρχομαι ανυπέρβλητη πυγολαμπίδα μου
καταρρέει και το τελευταίο μου δάκρυ
μιας κι αυτό έμεινε να ανακράζει την ασφυξία της υπομονής μου.
Εδώ πέρα, λούζομαι αβάσταχτες πικρίες
απορίες που παραμένουν άλυτες
κι αναπάντητες απ’ τον όχλο κι απ’ τον οχετό του εξώκοσμου…

Υεμένη
Φύγανε βλέπεις όλοι έτσι απ’ τη ζωή μου
κι εγώ ξεγλίστρησα και το ‘σκασα απ’ τη δική τους
για να μην έχουμε να επαναλαμβάνουμε τα αυτονόητα και τα εκούσια
παρά για να ‘χουμε για κάτι να μιλάμε ως το μέλλον
αλληλένδετα και με το παρελθόν μας
- όλα μια ζωντανή αλληλουχία -

Υάκινθος
Κατακριτέο ό,τι φίλησα
- μικρή μου περιστέρα -

μικρό σπουργίτι, άβγαλτο κι αθώο
που στα χεράκια μου τσιμπολογούσες σπόρους
και φυστίκια αραχίδες
καιρός ν’ ανοίξω τα φτερά μου για να φύγω
για να προλάβω τα μυριάδες θραύσματα της λησμονιάς
που καταφθάνουν σφαίρα...
τσιμπολογώντας τα χαρτάκια σου που μου άφηκες
με γεύση μεταμέλειας, ουσία εγκατάλειψης κι αυτή που προκαλεί τη στέρηση
πως λέγεται να δεις...;

- ο πρίγκιπάς σου ακούμπησε τα όρια του θανάτου -

αλλοτινούς καιρούς που εσύ δε του μιλούσες
και θεραπεία δε βρέθηκε γι’ αυτή σου την αρρώστια

είναι τ’ αμίλητο νερό φαρμάκι ως το Τέλος
που πίνεται με δυο γουλιές τις νύχτες με φεγγάρι
εκεί που σβήνουν τ’ άστρα μες το μακρινό ουρανό
συνήθεια ηθοποιών που έμαθαν το ρόλο
και η παράσταση γνωστή με θεατές τους φίλους
θα σβήσει η ανάμνηση, θα σβήσει και η μνήμη
- είναι τυφλός ο έρωτας κι όταν πεθαίνει αλλάζει -

και γίνεται εκδίκηση ζηλείας κι οφθαλμαπάτη…

Υεμένη
Του Ρεβυθούλη το σακί είχα στην πλάτη χρόνια
και κάθε βήμα που έκανα μου στοίχιζε και κάτι
κουκιά πετούσα αγάπη μου, μες τα στενά και σπόρια
να μη χαθώ απ’ το βλέμμα σου, να γίνω η θωριά σου
ώσπου το γράμμα έφτασε, το ‘φερε ταχυδρόμος
ένα γεράκι ολόμαυρο, μα πιο βαθύ απ’ το αίμα
ήταν το λεξιλόγιο που διάβαζε η καρδιά μου
- χωρίσανε οι δρόμοι μας, δυο ξένοι είμαστε τώρα -

και το ρολόι σταμάτησε τους χτύπους να μετράει
που έκαναν τα βήματα στα θερινά σοκάκια
εκείνα τα πλακόστρωτα, με κάστανα ψημένα
το τρένο αναχώρησε - Χριστούγεννα χαμένα -

το νέο χρόνο αγάπη μου, τον πήρε η κατηφόρα
μακάρι να μετρούσαμε αντίθετα τη φόρα
να μην προφτάσουμε να δούμε τα γυαλιά μας
και τα συντρίμμια που άφηκε στο διάβα του ο τυφώνας…

Υάκινθος & Υεμένη
Καλή σου ώρα αγάπη μου, σου πίνω τη γουλιά σου
απ’ το αμίλητο νερό που καίει τα σωθικά σου
κι αντί για τελευταίο φιλί, σου δίνω αυτό το στίχο
«να με κρατάς όπου κι αν πας επάνω σου, να ζήσω»

Υεμένη
Για βέβαιο το νόμιζα αυτό το σκηνικό
για τώρα, για το αύριο, στον πιο γλυκό παράδεισο
να σμίξουμε το ήθελα, ακόμα και στο θάνατο
να ενώσουμε τα θραύσματα πού σπάσαν απ’ τους δυο
η ζάχαρή μου έλιωσε επάνω στα γραπτά σου
κολλήσανε τα γράμματα και γίναν φυλαχτό
μυρίζουνε οι λέξεις σου ακόμα τ’ άρωμά σου
μα πώς να γιατρευτεί ζωή μου αυτό το “σ’ αγαπώ”;

Υάκινθος
Εκείνος που ήρθε απ’ την κόλαση να με βρει
το είπε ξεκάθαρα: «Μόνο τα απαραίτητα»
από την τσέπη του σκισμένου παντελονιού μου
εμφανίζεται δειλά - δειλά ο Ελβετικός σουγιάς
- κόκκινος -

εγώ δε μίλησα, μόνο τον άκουγα να μου μιλάει:
«...μόνο τα απαραίτητα, κι όταν έρθεις να φύγουμε»

Υεμένη
Εγώ λοιπόν, τι να σου πω;
όποιον κι αν ρώτησα μου λέει είμαι τρελή
τρελά σ’ αγάπησα, τρελή η αγάπη μας, τρελοί κι οι δυο
άρρωστη μήνες, μακριά από τη φωνή σου
νεκρό, ακούνητο μωρό μακριά από το χάδι
θλιμμένη τόσο που σε άφησα απ’ τα χέρια μου
μετανιωμένη και τρελά απαρηγόρητη
μ’ ένα κερί για συντροφιά απ’ τα δικά σου
ώσπου κι η φλόγα του κεριού μ’ αποχαιρέτησε
μ’ ένα αντίο με χαιρέτησε γλυκά η ζεστασιά της
πιο μόνη τώρα από ποτέ και κουρασμένος επιβάτης
μέσα στο τρένο μας που χάλασε κι αποκαλούσαμε “έρωτα”…

Υάκινθος
Καλή σου ώρα αγάπη μου, σου πίνω τη γουλιά σου
απ’ το αμίλητο νερό που καίει τα σωθικά σου
κι αντί για τελευταίο φιλί, σου δίνω αυτό το στίχο
«να με κρατάς όπου κι αν πας επάνω σου, να ζήσω»
...

Eπιστροφή στο μενού
Tο βιβλίο σε pdf

Σχόλια