Β’ ΠΡΑΞΗ μέρος 2
Αφηγητής
Σήμερα κάθισα
δίπλα σου από τύχη, όπως σ’ αντάμωσα στο ίδιο βαγόνι.
Το όνειρο
βγαίνει αληθινό, το τρένο σφυρίζει, οι πόρτες θα κλείσουν.
Θα σαλπάρουμε
στο επόμενο δευτερόλεπτο για το παράλογο.
Να έχεις τα
μάτια σου ανοιχτά, μόνο να με διαβάζεις απ’ το βλέμμα μου.
Δε θα μιλώ, ούτε
άχνα δε θα βγάλω, μόνο θα σε κοιτάζω, να σε μαθαίνω.
Θα σε
περιεργάζομαι, έτσι όπως σε μάθαινα πάντα απ’ τα βιβλία σου.
Θα σε κοιτώ
σιωπηλός, να σε περιγράφω με το μυαλό μου
κι εσύ θα
προσπαθείς να μαντέψεις, τι κρύβω στα μάτια
σαν ένα
παιχνίδι. Θέλεις να παίξουμε; Πες μου!
Δε θα κινώ μήτε
τα χείλη μου, θα με διαβάζεις απ’ το βλέμμα.
Σήμερα θα σου
μιλήσω εγώ για όλα, για οτιδήποτε θεωρούσες παράλογο.
Διάβαζα χρόνια
τις ιστορίες σου στα βιβλία, τους έρωτές σου
τα πάθη σου, τα
λάθη σου, μάθαινα ότι έκλαιγες κι όταν γελούσες, χαιρόμουν.
Περπάταγες στα
πλακόστρωτα τις νύχτες, μεθυσμένη
άλλες φορές
ερωτεύτηκες, νοστάλγησες τα περασμένα.
Εγώ κλεισμένος
χρόνια στο παιδικό μου δωμάτιο, να ξεφυλλίζω τις σελίδες σου.
Δεν ένιωθα αν
ξημερώνει ή αν βραδιάζει, μάζευα μία-μία τις φωτογραφίες σου.
Φοράς το ίδιο
στενό ξεβαμμένο σου τζιν, σκισμένο παντού και ραμμένο
το ίδιο
σκουρόχρωμο σακάκι που αγκάλιαζα τις παγωμένες νύχτες.
Θυμάμαι ακόμα
τον ήχο σου, ξέρω απ’ έξω τη μελωδία, μα δεν άκουσα
ούτε μια νότα
απ’ τη φωνή σου. Εκείνη δεν τη γνώρισα ποτέ. Μη μιλάς!
Ζήλευα πάντοτε
τις απαντήσεις που δεν προλάβαινα να πάρω.
Που σε ρώταγα
για χρόνια, μα εσύ απέφευγες να ομολογήσεις.
Χωρίς μια λέξη
να αρθρώσω, να ρωτήσω που πας, που αφήνεσαι
για που κινείς,
που τελειώνεις, ποιος Θεός σ’ αγκαλιάζει τις νύχτες
ποια χείλη να
μαγεύουν τις παλάμες σου με θεϊκές αμαρτίες;
Στα επόμενα
κλάσματα του δευτερολέπτου, την επόμενη
χρονική στιγμή,
θα πρέπει να τελειώσεις τα πάντα όπως άρχισαν.
Το τελευταίο σου
βήμα είναι το τέλος της διαδρομής μου.
Εσύ θα κατέβεις
στην επόμενη στάση, να χαθείς μες το πλήθος
κι όταν ανοίξουν
οι πόρτες, θα έχω σαλπάρει για το παράλογο…
Υάκινθος
Μύρισε θάνατο η
αγκαλιά μου, σιωπή παντού
μαύρο τσιγάρο,
πικρός καφές
ίδιο το πένθος
να μοιάζει στο χθες
πέθανε ο έρωτας,
πες μου γιατί
φταίξαμε κάπου,
καρδιά μου ορφανή;
εμείς δεν
τρέξαμε πάνω στις ράγες;
και το πουλί
στην παλιά σκαλωσιά
πέταξε ανάποδα, αχ!
και κρεμάστηκε
κλαίει μανούλα
μου, μαύρο το δάκρυ του
άγριο το κλάμα
αυτού του οιωνού
πώς περιμέναμε,
άκου μανούλα μου
μες τα θεμέλια
μιας φυλακής
τον ερχομό του
λοιπόν περιμέναμε
του πελαργού να
μας φέρει αγάπη
κάπου την
είχαμε, κάπου την χάσαμε
ή την ξεχάσαμε
μες το ντουλάπι;
την αγαπώ, την
αγαπώ, θα το φωνάζω
όλη τη δύναμη κι
όσο θα ζω
μέχρι τα μάτια
μου να με προδώσουν
μέχρι το φως μου
να χάσω κι εγώ
με αγαπά, με
αγαπά, να το φωνάζει
με μια φωνή που
δε φοβάται να ουρλιάζει
κι αυτά τα δυο
τα σ’ αγαπώ να ενωθούνε
πάνω στο τζάκι
που έκαμε στάχτη ετούτη η αγάπη
σπάσαν μανούλα
μου, κούπες οι αγάπες
και τα κομμάτια
μας πρέπει να βρούμε
χτύπησε ο χάρος
την πόρτα να βγούμε
μα τον τρομάξαμε
με μια ματιά
την αγαπώ, την
αγαπώ, θα το φωνάζω
όλη τη δύναμη κι
όσο θα ζω
μέχρι τα μάτια
μου να με προδώσουν
μέχρι το φως μου
να χάσω κι εγώ
κουνώ το χέρι
και χαϊδεύω τα μαλλιά της
έχει την όψη
μιας νεκρής μα δε με νιώθει
αυτή στα μάτια
μου ζωγράφιζε πορεία
και στο χαρτί μ’
ένα μολύβι τριαντάφυλλο
έγραφε Εμάς, το
σ’ αγαπώ, την ευτυχία
σε μια γαλάζια
οροφή, σ’ ένα κερί
σ’ ένα αστέρι
είχε κρεμάσει τη ζωή μας
και για
εικόνισμα μια σέπια κοινή φωτογραφία
αντίο ζωή, μα
δεν αρκεί να σε φωνάζω με συνθήματα;
πάθος, φιλί,
ζεστή αγκαλιά, μια ροζ καρδιά
ζωγραφισμένη με μαγεία,
αντίο Υεμένη
έτσι φαινόταν η
αγάπη μας στην τελική ευθεία
τρόμαξε ο
χάροντας και πήγε και κρεμάστηκε
κι εμείς εδώ,
εμείς γιατί, πες μου τι φταίξαμε;
μαύρο κρασί,
ρέει το δάκρυ από τις φλέβες
μια χαρακιά πάνω
στον δείχτη είναι η πένα μας
γράφουμε κόκκινη
λοιπόν την ιστορία…
Υεμένη
Τις μέρες που
αμαρτάναμε
τα τριαντάφυλλα,
φορέσαν το βαθύ
το μαύρο χρώμα
του ανύπαρκτου
βάφεται σκούρα η
αμαρτία μας
στολίδι γκρίζο,
όταν το φως τα λαχταρά
κι όταν ο ήλιος
τα κοιτάζει
γράφονται μαύρες
οι σελίδες, στα βιβλία
έτσι σκουρόχρωμα
ντυμένη
σα μας κοιτάζει
μ’ απορία, η ιστορία μας
και λέει πώς
φτάσαμε ως εδώ
ρωτάει πώς
φύγαμε, σε ποιόν αστερισμό;
κι εμείς της
λέμε, έτσι απλά
όπου αλλάζουν
χρώμα τα τριαντάφυλλα
κι όπου τα
πέταλα, βυθίζονται στο πένθος
εκεί που σμίγει
με τ’ ανέφικτο, τ’ απέραντο
κι ύστερα
κλαίνε, όπως κλαίει ο ουρανός
ύστερα βάφονται
στο γκρίζο
τα παρτέρια,
όπου φυσάει ο άνεμος
σκίζονται τ’
άψυχα της γης, τα μεσημέρια
βάφεται σκούρα η
αμαρτία μας
στολίδι γκρίζο,
όταν το φως τα λαχταρά
κι όταν ο ήλιος
τα κοιτάζει…
Ποιητής
Ένα λεπτό από
την αστραπή
κι όπως με
γλύφει ο κεραυνός στα δέκα μέτρα
και το καμιόνι
τρέχει με διακόσια στην Εθνική
κάτω απ’ τη
θάλασσα είναι η Άβυσσος
κάτω απ’ την
Άβυσσο πάτο δεν έχει
μα εσύ γυναίκα
να ζεις σ’ ένα
σώμα που αιμορραγεί
και γιατρικό
άλλο απ’ τον έρωτα πού να το βρεις;
Το παρασύνθημα
είναι η τρομπέτα σου και για μπουρδέλο η μοναξιά σου
στο ένα τέταρτο
η ζωή κι εγώ την ίδια τη ζωή κατάπια
η νύχτα γέννησε
τη μοναξιά, μα η μοναξιά είναι πουτάνα
παίρνει στα
πόδια της ανάμεσα όλα τ’ αγόρια αντάμα
όσους μονάχοι
απομένουν και περιμένουν καρτερικά
και να σκεφτείς
ένα λεπτό πριν την Ανατολή
όλο το Σύμπαν
πλημμυρίζει.
Δε με φοβίζει ο
θάνατος
τρέμω της
ύπαρξής μου την αθωότητα μητέρα
και πως θα φτάσω
τον Παράδεισο παρθένος.
Έρημη χώρα η
Ελλάδα
καρκίνος πέφτει
στα χωράφια και καρπίζει
κάτω απ’ τον
πάτο του κρασιού οι λογοτέχνες
στήνουν χορό οι
ξεχασμένοι ποιητές
τούτοι δε
λείπουνε ποτέ
ήπιαν τ’ αθάνατο
νερό και δε τους πιάνει το φαρμάκι
ούτε η σφαίρα
ούτε η αρρώστια δε τους πιάνει
γεννάνε λέξεις
που δε γέννησε η γλώσσα.
Τα βογγητά
ζηλεύω και τους ψίθυρους
ερωτικές κραυγές
την ώρα που πηδιούνται
στο ένα τέταρτο
η ζωή κι εγώ τη γλύτωσα απ’ το θάνατο
στημένος πίσω
απ’ τον τοίχο να σ’ ακούω.
Πήραν φωτιά τα
τούβλα στο χαμόσπιτο
και τα ντουβάρια
μαύρισαν τον ήλιο
στη νύχτα έμαθε
η μοναξιά να παίζει
γλύτωσα τέσσερις
το θάνατο
παραμιλώ
παραπατάω
μα το λιμάνι του
έρωτα δε φτάνω
κι απ’ του
κρασιού τη ζάλη έπιασα πάτο…
Υεμένη
Νύχτα τη στήσαν
τη σκηνή του κόσμου οι αστρίτες
και σαν οχιές
κοιμήθηκαν επάνω στ’ άπλωμά της
έτσι κατάχαμα,
για δες, που κείτονται οι τερμίτες
και στρωματσάδα
απλώσανε να φτάσουν τις ιτιές
γίναν πολλοί οι
συγγραφείς και λόγιοι, κι οι εκδότες
που θέλησαν να
βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα
με ρίμες και με
λυρισμό να γράψουν για το χώμα
μιας που κανείς
δεν πρόκαμε να φτάσει το γκρεμό
νύχτα τη λύσαν
τη σκηνή του κόσμου οι λογοτέχνες
για μια φορά
κατέβηκαν στο ύψος των ποδιών
ορθώσανε οι
μύτες στο αφρατένιο στρώμα
να ιδούνε πως
οσμίζονται οι αστρίτες το γκαζόν
μα αντί γι’ αυτό
προσλάβανε υπαλλήλους στη ρεμούλα
να καταγράψουν
το συμβάν με κάλπικο οχετό
μιας και η νύχτα
σφάγιασε της φτήνιας τα ρολόγια
οι λεπτοδείχτες
θα μετρούν τα ωραία χρόνια εδώ…
Ποιητής
- Σκέψου -
πως όλες οι
λέξεις δημιουργήθηκαν για εμάς
τους ποιητές
μιας ανείπωτης ερωτικής πλάνης
που πέσαμε ως
θύματα στην αρένα και θυσιαστήκαμε
για να κάνουμε
το πιο τρελό μας όνειρο πραγματικότητα
με λόγια αγάπης
και παντοτινής λατρείας
και πράξεις, που
κανείς δε φρόντισε να τις περάσει στα βιβλία
τώρα η γνώση
διατυμπανίζεται
αποτυπωμένη με
τον πιο απλούστερο τρόπο
και αναζητά
ικανούς αποκωδικοποιητές
είναι κάτι
στιγμές που ξεχύνονται
- ήχοι από
πυροβόλα όπλα μέσα στη νύχτα -
που γίνονται μια
πονεμένη σελίδα σ’ ένα βιβλίο ποίησης.
Κλείσανε οι
ποιητές ολάκερο τον κόσμο
σε μια μικρούλα
φλούδα πορτοκαλιού
που άστραφτε
στον ήλιο σαν το διαμάντι.
Τον φύλαξαν σ’
ένα καλά κλειδωμένο ερμάριο, για χρόνια
πάλιωσε σα το
παλιό καλό κρασί, που όσο παλιώνει γλυκαίνει.
Εκείνα θα
γινόντουσαν
τα πιο όμορφα
ποιήματα που γράφτηκαν ποτέ
- οι στίχοι μου
-
πουλιά που
πετάνε στον ουρανό κι αναζητούνε ψυχές
αναζητούνε έρωτα
και λατρεία…
Υεμένη
Ο ήλιος, το
φεγγάρι, τ’ αστέρια, η θάλασσα
κάθε
κορυφογραμμή της απύθμενης φαντασίας μας
σε μια νύχτα
γεμάτη υπονοούμενα
με λέξεις απ’ αυτές
που ανταλλάσσουν οι ερωτοχτυπημένοι
κι όλα τα
τραγούδια γράφτηκαν για εμάς
τους μοναχικούς
καβαλάρηδες των νυχτερινών κόσμων
που τραγουδάμε
σερενάτες τα μεσάνυχτα
κάθε που
νιώθουμε τη μοναξιά να μας βαραίνει
να χαϊδεύω τα
μαλλιά και να σου τραγουδώ στ’ αυτί μελωδίες
την ώρα που
ακουμπισμένη στην αγκαλιά σου
θα υφαίνεις το
χρόνο με δευτερόλεπτα παντοτινής ευτυχίας…
Ποιητής
Τη γλώσσα
ποιητές, τη φτιάξαμε για να ‘χουμε να τρώμε
ποιήματα, που να
μιλούν για έρωτες κι άλλοτε για τις θύμησες
αφού πνευματική
τροφή δε βρήκαμε κρυμμένη στα ντουλάπια
μήτε και το ψωμί
να ψήνεται, στα φώτα της σελήνης
εμείς, στο
στρογγυλό τραπέζι μας, βρήκαμε τον Μπωτλαίρ
για κολατσιό στο
λιόγερμα, τρώγαμε τον Ελύτη
στις σκάλες π’
ανεβαίναμε, του Κάλβου τις Ωδές
τη γλώσσα ποιητές,
τη φτιάξαμε για να μιλά η εκδίκηση
για να μιλούν οι
λέξεις που κολλούσανε στο στόμα
όταν εκφράζαμε
του κόσμου τις πληγές
κι αφού σημαίες
και πανό, στα χέρια δεν υψώσαμε
μήτε στους
δρόμους μαζωχτήκαμε να κάνουμε ειρήνη
εμείς, το δίκιο
λέγαμε, του εργάτη τις ουλές
κι αυτοί μας
καταχώνιασαν στον πάτο της ευθύνης.
Τραγούδια
μάθαμε, στο στόμα να τα λέμε
που άλλα υμνούν
τους έρωτες κι άλλα το μισεμό μας
με μελωδίες
πένθιμες, μέσα στις εκκλησιές…
Υεμένη
Είναι φορές που
τα πουλιά δεν τραγουδάνε
μήτε κι ανθίζουν
τριαντάφυλλα λευκά
είναι ψυχές που
δεν τους έλαχε να πιούνε
ένα φιλί αντί
πιοτού για μι’ αγκαλιά
κι άλλοι που
είχανε τα πάντα στη ζωή τους
ήπιαν,
γλεντήσανε μια κίβδηλη ψευτιά
κι αν λεν τ’
αντίθετο, μ’ ακούς; Μονολογούνε
η ομορφιά τους
ως ψευτιά τους κυνηγά
μα δε μ’ ακούει,
μα δε μ’ ακούει κανείς απόψε;
ποιος λες να
νοιάστηκε αν χτυπάει μια καρδιά
τι κι αν πονά ή
δεν πονά, έλα και κόψε
όλες τις φλέβες
μου που κλαίνε σιωπηλά
σε μια γιορτή
ελάτε όλοι να ορκιστούμε
να υποσχεθούμε
πως θα στήσουμε χορό
την ομορφιά,
μέσα στα σπλάχνα μας να δούμε
κι ύστερα αφήστε
την να σβήσει, να χαθώ…
Ποιητής
Κανένας στίχος
στο συρτάρι τώρα πια
βγάλτε τις
λέξεις που ντρεπόντουσαν να βγούνε
κι αυτά τα
εντέχνως καλά κρυμμένα σας τετράδια ποίησης
λευκώματα – τα μυστικά
σας! -
καλώς να ορίσουν
το λοιπόν στην παγωμένη ολονών μας επιφάνεια
που ξύλιασε να
περιμένει απ’ το κρύο
γι’ ανταμοιβή
από τους κόπους της αγάπης που εδώκαμε
κι αναρωτιέμαι,
το λοιπόν
πόσο απύθμενη,
φίλε ποιητή, είναι η αγάπη μας;
καθώς κι αν διαμοιράζεται
αν μπαίνει σ’
άλλα στόματα ή άλλα αιδοία
αν ταξιδεύει
όταν χωρίζουμε
αν διαμαρτύρεται
όταν πονάμε
ή απλά χαίρεται
όταν εμείς χαιρόμαστε !
ως κάποιοι άλλοι
δάσκαλοί μας ποιητές
προκάτοχοι
ετούτης της ρημάδας τέχνης
«της ανασφάλειας
που ζούμε»
που άλλοι το
αποκαλούν κι «ευθανασία»
μας διδάξανε
λοιπόν, ακούστε!
να ψάχνουμε
μονάχοι μας να βρούμε λύση στην Αλήθεια
κι απαντήσεις
πάνω σε φιλοσοφικά, ερωτικά
ή υπαρξιακά
ζητήματα που αφορούν την πλάση
κι εμείς σαν
άξιοι μαθητές, διαβάσαμε το μάθημα, το μάθαμε νεράκι
μα έχουμε
ξεμείνει από αυτή την απορία!
ποιο να ‘ναι εν
τέλει το νόημα της ζωής;
( κι αυτό
καλείσαι εσύ να το ανακαλύψεις .....!)
Υάκινθος
Τα χέρια μου
σηκώσανε τον έρωτα - τον εξυψώσανε -
τα πόδια μου,
στο δρόμο μιας αγάπης, χιλιόμετρα διαβήκανε
και κείτομαι
γερμένος σ’ ένα υπόστεγο
τριγύρω να
χιονίζει και να βρέχει - πόσο μόνος! -
για όπλο να
μασάω ένα στίχο μου
γι’ ασπίδα τα
υψηλά φρονήματά μου
που θέλησαν
σκληρά να τα συνθλίψουνε
-για δες -
κι εκείνα μείναν
έτσι. Παλικάρι !
Τα πουλιά με
αγκαλιάζουνε με τις φτερούγες τους
και με φθονούν
οι άνθρωποι για ελπίδες φρούδες
που τάχα λεν’
τους έδωσα για να πορεύονται
- Μα… ποιος
κατηγορεί τους ποιητές; -
αν όχι της ζωής
οι δικαστές
κι αν όχι
εκείνοι που πισώπλατα μας πρόδωσαν
μια νύχτα με πανσέληνο
και καλιακούδες
που ούρλιαζαν
σαν άρρωστη ανάμνηση
που πήδηκε από
γνώριμες εξάψεις;
Μην έχοντας τα
χέρια μου λυτά
για να κρατήσω
μες την αγκαλιά μου ό,τι ποθούσα
ανάμεσα σε
τόσους άλλους, ολόγυρα περιπατούσα
και πήγαινα κι
ερχόμουνα
και πήγαινα ολοένα
και μακρύτερα
ανάμεσα σε
τόσους άλλους μόνους
αγνώστους και
απρόσωπους, ηλιολουσμένους ποιητές
και
φεγγαρολουσμένους πότες
κι αν μόνοι
περπατάμε, ανάμεσα σε τόσους άλλους μόνους
αγνώστους και
απρόσωπους, ηλιολουσμένους εραστές
και
φεγγαρολουσμένους τυχοδιώκτες ή επαίτες
που ζητούν ένα
κομμάτι ψυχικής ελεημοσύνης για τις τσέπες τους
κι ανάμεσα σε
τόσους άλλους πόνους της ψυχής ολόγυρά μας
για πες μου;
Hμέρεψε ο πόνος,
που χρόνια ομολογώντας, καρτερούσα να ημερέψει
που άδικα και
αναπάντεχα φορτώθηκε στις πλάτες μου
και που
κουράστηκα να τον βαστάω
και πρηστήκανε
τα πόδια μου και μάτωσαν
ανάμεσα σε
τόσους άλλους πόνους
για πες μου,
ημέρεψε ο πόνος της ψυχής;
Υεμένη
Κι αν νύχτωσε κι
αν βρέχει, κι αν πάλι κάνει κρύο
κι αν πέρασε μία
ακόμα ημέρα από εχθές
κι αν συνεχίζει
ο ήλιος ν’ ανατέλλει απ’ την Ασία
κι αν το φεγγάρι
γέμισε κι απλώθηκε η νυχτιά
- καθόλου δε με
νοιάζει -
εγώ μισή, εσύ
μισός, όλοι οι άλλοι ένα μισό απ’ το ολόκληρο
έτσι ήτανε από
εξαρχής γραμμένο
και τα λοιπά, τα
σχετικά με το ολόκληρο
είναι μια πλάνη,
ώστε να ελπίζουμε σε κάτι
«κοίτα να ζήσεις
τη στιγμή, να καρπωθείς ό,τι σου φέρει η τύχη»
ετούτο, το
λοιπόν, μου είχε πει παλιά, ένας … «μισός»
που νόμιζε το
ολόκληρο μπορούσε να το φτάσει
να νιώθει
πλήρης, επαρκής και να γεράσει ολάκερος με όσα του χαρίστηκαν
και όσα πόθησε,
είχε την αίσθηση (και την ψευδαίσθηση) ότι μπορούσε να τα φτάσει
γινήκανε τα
πόδια μας πρησμένα και ματώσανε
και αποθήκη για
τις μνήμες έχει γίνει το μυαλό μας
για το κορμί μας
δε, ένα τσουβάλι συναισθήματα να κουβαλάμε
κι ένα φιλί
ενθύμιο, βαρύτερο κι από ελέφαντα…
Υάκινθος
Κόπιασα τόσο για
να βρω ένα κορμί για ν’ ακουμπήσω
κι από τις
μακριές κοτσίδες του, ορειβάτης
να πιαστώ, να
κρατηθώ
κι εγώ μικρός
Χριστός, που πλέον χάθηκα
αντί να δώσω την
ψυχή της να την πάρει ο χάρος
έδωσα όλο μου το
είναι μες τα χέρια της
κι απέθανα,
προτού προλάβω να τη δω μητέρα…
Υάκινθος
& Υεμένη
Κι αν νύχτωσε κι
αν βρέχει, κι αν πάλι κάνει κρύο
κι αν πέρασε μία
ακόμα ημέρα από εχθές
κι αν συνεχίζει
ο ήλιος ν’ ανατέλλει απ’ την Ασία
κι αν το φεγγάρι
γέμισε κι απλώθηκε η νυχτιά
- καθόλου δε με
νοιάζει -
για πες μου
αν ημέρεψε ο
πόνος, που χρόνια ομολογώντας, καρτερούσα να ημερέψει
που άδικα και
αναπάντεχα φορτώθηκε στις πλάτες μου
για πες μου…
...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου