Α’ ΠΡΑΞΗ μέρος 2




Χορωδία
Περνάει το ασθενοφόρο
στους δρόμους ξεχύνεται η σκόνη
καλύπτει τα πατώματα, τα στρώματα
τα μοβ παραθυρόφυλλα, τα χρώματα, τ’ αρώματα
γλυκά φιλιά κι ονόματα, παγκάκια, δέντρα και αυλές
τις ροζ μικρές τριανταφυλλιές
εμπρός - εμπρός, περνάει ο στρατός
ανοίξτε τα ωδεία σας και προς ολοταχώς
εμπρός - εμπρός, ο μαστροπός καιρός
ανοίξτε τα βιβλία σας να δούμε άσπρο φως
που χύθηκε η αγάπη μας, που χύθηκε;
στην άσφαλτο τρακάρισε και λύθηκε
χειρόφρενο δε βρήκανε να βάλουν στις ορμές
και χύθηκε η σκόνη σε σεντόνια με καρδιές

στα μάτια μας η πι’ όμορφη, η πιο αγαπημένη
νωρίς - νωρίς ξεκίνησε να φύγει για δουλειές
τον κόσμο όπου γύριζε την πέρναγαν για ξένη
κι επέστρεψε στον τόπο της μ’ ακράτητες ορμές…

Υάκινθος
Το καραβάνι που μετέφερε τις αντοχές μου πνίγηκε στα Ψυχοσάββατα
κι όλο ανασταίνομαι από κάτι αποδείξεις προδοσίας
εγωϊσμού, ματαιοδοξίας και συμπόνιας για το απερχόμενο
που έμελλε να γίνει αφετηρία μιας βαθιάς σοφίας
τουλάχιστον ένα κομμάτι αρμονικής συμπόρευσης με το ‘εγώ’ μου.

Μέσα στη συννεφιά έπιασε κι ένα ψιλόβροχο
έπεφταν οι σταγόνες στα φύλλα κι ακουγόταν ένας συρφετός από ήχους
λες και μόλις είχε πλαστεί μια καινούργια πένθιμη μελωδία
χαράζοντας το τελευταίο πρωινό του κόσμου
με συνοδεία από κόρνες αυτοκινήτων και λεωφορείων…

Χορωδία
Περνάει το ασθενοφόρο
στους δρόμους ξεχύνεται η σκόνη
καλύπτει τα πατώματα, τα στρώματα
τα μοβ παραθυρόφυλλα, τα χρώματα, τ’ αρώματα
γλυκά φιλιά κι ονόματα, παγκάκια, δέντρα και αυλές
τις ροζ μικρές τριανταφυλλιές
στους δρόμους όποιος περπατεί, σκατά και λάσπες θα πατεί
κι η φλόγα πάει απ’ το κερί, στον τοίχο πάει να δικαστεί
και μια και δυο οπλίσατε, τον κόσμο όλο γαμήσατε
εμπρός - εμπρός, περνάει ο στρατός
ανοίξτε τα ωδεία σας και προς ολοταχώς
εμπρός - εμπρός, ο μαστροπός καιρός
ανοίξτε τα βιβλία σας να δούμε άσπρο φως…

Αφηγητής
Κι όλο αναρωτιόμουν που να ‘φταιξα, που να ‘φταιξες
πολλά είδαν τα μάτια μου κι απόειδα
κάποια στιγμή λύγισα το παντζούρι να πάρω αέρα
και μου ‘ρθαν μαζωμένα τα ερωτηματικά ένα-γύρο…

Υάκινθος
Σαν έβλεπα τ’ αστέρια να φεγγοβολούν την πλάση
κι η πλάση να ‘ναι πάντα γελαστή κι αγέρωχη
κουμπάκια ίδια ενός θαλασσινού πουκάμισου
κι ενός μικράγουρου τριαντάφυλλου η γεννομήτρα
καθώς δυο νεογνοί σ’ ένα μικρό τριφύλλι παίζουνε
δύο πουλιά ‘κει πλάι στο λουλούδι ανθίζουν
και χάμω τους παραμονεύει ο σκώληκας

τρέχει γοργά, σούρνεται, σπεύδει αλαφιασμένος
μόλις τ’ αθώα, των εχθρών τα μάτια τ’ αντικρίζουνε
το ‘να τσιμπάει την ουρά του, το προφταίνει
τ’ άλλο πατάει στο κεφάλι, αργοπεθαίνει…

Υεμένη
Φθινοπώριασε.
Πρέπει ν’ αλλάξουμε το ημερολόγιο.
Πάτα το play να δούμε την ταινία πάλι προς τα πίσω
εκεί που άρχισαν τα πάντα να υπάρχουν από τη σιωπή, το τίποτα, το πουθενά
και πες μου αν έγινα η ζωή μες τη ζωή σου
ή απλά σου κράταγα παρέα δύσκολες μέρες

γεμίσαμε το ημερολόγιο όμορφα όνειρα και υποσχέσεις
χαρτάκια μ’ έγχρωμους στιλούς, σημαδεμένα μ’ ωραία λόγια
να μαρτυρούν πως κάτι αλλάξαμε σε τούτο εδώ τον κόσμο
να γίνει πιο χαρούμενος απ’ όσο ήταν. Ο σκατόκοσμος!

Υάκινθος
Τα πήρα εγώ τα γράμματα στα γρήγορα
μα κόλλησα στους αριθμούς στα σύμβολα
και ξέχασα στο χρόνο ν’ αφαιρώ και τους καιρούς.
Να τρώω από το κέντρο κάθε μνήμης μου
δημιουργώντας τις περίτεχνες κουλούρες ιστορίας.
Στον τοίχο μου με κόλλησαν βαθμοί π’ απόκτησα
κι οι σκέψεις, είτε να μοιάζουν με φεγγάρια
είτε με αρχαία και αστεία, Ινδιάνικη μυθολογία

δυο θάλασσες με δάκρυα τα πίστωσα
κι ο τόκος τρία ποτάμια από ξυλοδαρμούς
γεμάτα με πολύχρωμα πιράνχας του Αμαζονίου

σκίσαν τα ρούχα μου τα παιδικά, οι κροκόδειλοι
κι οι αρκούδες στήσανε χορό να με χορέψουν
ορδές θεόρατων θηλέων τρέχοντας με ποδοπάτησαν
κι ένας ολάκερος στρατός ανδρών με ευνουχίσαν…

Υάκινθος & Υεμένη
Κι η παρουσία μας στο τίποτα, στο πουθενά να υπάρχει
η παρουσία μας απούσα, τυλιγμένη στη σιωπή…

Υεμένη
Απάντησέ μου αν το μπορείς
αυτή η σιωπή, αυτό το δάκρυ που κυλάει
αυτή η απαίσια, αλλοπρόσαλλη στιγμή, τί σόι αγάπη είναι;

Θα αρκούσε ένα “σ’αγαπώ”, μία συγνώμη, ένα κάτι να σαλεύει
μια νότα πένθιμη, ένα τραγούδι ανάγκης, “σε χρειάζομαι”
θα αρκούσε, ώστε να μη χαθώ απ’ τη ζωή σου, η αναγνώριση
πως άρπαξα το χέρι σου και μόλις χώθηκες στην αγκαλιά μου, πέταξες
σαν το πουλί που βρήκαμε κατάκοιτο στο δρόμο και το σώσαμε
θα αρκούσε ...
συγνώμη, πήρα φόρα απ’ τον Αύγουστο και γράφω ακόμα
ήρθε ο Σεπτέμβρης κι είμαι εδώ. Καλό σου μήνα!

Υάκινθος & Υεμένη
Κι η παρουσία μας στο τίποτα, στο πουθενά να υπάρχει
η παρουσία μας απούσα, τυλιγμένη στη σιωπή…

Χορωδία
Σ’ έψαξα σε σκοτεινά δωμάτια μαγεμένα
μέσα σε καπνούς και ξόρκια των Νεράιδων
ζήλεψα να δω τα μάτια σου γερμένα
πάνω στα φτερά ενός κύκνου των Τυράννων
μαύρα, καστανά ή γαλάζια τι με μέλλει;
ό,τι προσκυνώ ψυχή μου δε με θέλει
κι έχω απ’ τη νιότη ετούτη τη συνήθεια
φτιάχνει ο νους μου τρύπια παραμύθια
σ’ έψαξα σε μουχλιασμένα υπόγεια κλειδωμένα
‘κει που ρέει η λάβα, οι φλόγες των Καιάδων
χρόνια και καιρούς με σκόρπια απωθημένα
ίχνη από μαστίγια κι όπλα των Κενταύρων
πόθησα να δω τα μάτια σου υγραμένα
σ’ άδειες φυλακές του ονείρου παραβάτες
θειάφι και ασβέστης λόγια πληγωμένα
τα ‘καμε να κλάψουν ο ιππότης του Θερβάντες
μαύρα, καστανά ή γαλάζια τι με μέλλει;
ό,τι προσκυνώ, ψυχή μου δε με θέλει
κι έχω απ’ τη νιότη ετούτη τη συνήθεια
φτιάχνει ο νους μου τρύπια παραμύθια…

Υάκινθος
Στο γωνιακό παρκάκι απόψε βρέχει
τρέχει ο κόσμος να προλάβει τη δουλειά, περνούν τα χρόνια
και ταχυδρόμο διάλεξε ο χάρος, να σου φέρει
στερνά ένα αντίο, κλάματα, δώρο τη μοναξιά

εκεί στο τρίτο το δικό μας το παγκάκι, όχι το τέταρτο
- στο τέταρτο παίζουν πασιέντζα ακόμα οι μοίρες -
το βρόχινο νερό στολίζει με Χριστούγεννα τις μνήμες

στο γωνιακό παρκάκι απόψε κλαίει κι ο Θεός
τον ρώτησα αν είναι δάκρυα πού χώρισαν οι δρόμοι μας
κι απάντηση δεν πήρα. Θέλω για δες
θέλω να πάρω μια απάντηση από σένα…

Υεμένη
Μα εμείς αγάπη μου, πού με κρατάς για πάντα
φυλαγμένο στην καρδιά σου. Εμείς μονάχα
απουσιάζουμε απ’ τον πίνακα πού στόλισαν οι αγάπες

κι αν τούτο το γραπτό μιλάει ακόμα για τα μάτια σου
να μη νοιαστείς αν πάσχει από ομοιοκαταληξίες ή επίθετα
θέλω και τούτο, δες, να μιλάει ευθεία στην καρδιά σου

το «σ’ αγαπώ» είναι μία λέξη τόσο απλή, τόσο φτηνή κι αστεία
τόσο μικρή για να στολίσει ό,τι αισθάνομαι. Ακούς; Το εννοώ
κι ακούω τώρα τη φωνή σου να προστάζει ‘μείνε λίγο ακόμα’
‘μείνε λίγο ακόμα, σε παρακαλώ’…

Υάκινθος & Υεμένη
Στο γωνιακό παρκάκι απόψε βρέχει
μα εμείς αγάπη μου, που με κρατάς για πάντα
φυλαγμένο στην καρδιά σου, απουσιάζουμε απ’ τον πίνακα
που ζωγραφίζουν οι αγκαλιές μας…

Υάκινθος
Κι αν τούτο το γραπτό μιλάει ακόμα για τα μάτια σου
να μη νοιαστείς αν πάσχει από ομοιοκαταληξίες ή επίθετα
θέλω και τούτο, δες, να μιλάει ευθεία στην καρδιά σου

βλέπεις, ακόμα κι αν σταμάτησα να γράφω για τα μάτια σου
τίποτα πια δε με βοηθάει για να σβήσω αυτό που ζήσαμε
κι ακούω τώρα τη φωνή σου να προστάζει ‘μείνε λίγο ακόμα’
‘μείνε λίγο ακόμα, σε παρακαλώ’…

Υεμένη
Πόσο καιρό, πόση βροχή, πόσα χαμένα μας φιλιά ακόμα;
πόσες ήμερες, πόσες ώρες για να ‘ρθεις;
κρατώ ημερολόγιο το σώμα, να σημειώνω τις σταγόνες της βροχής

κι αν πίστευα
- μα τώρα έχουν πεθάνει κι οι ελπίδες μου μαζί σου -
πως από κάπου, έστω νεκρή, θα ξαναέβλεπα στα χείλη
ένα χαμόγελο που θα ‘σκαγε δειλά στο πρόσωπό σου

κι αν πίστευα πώς θα γεννιόμουνα ξανά στην αγκαλιά σου
ήρθαν Χριστούγεννα και πάλι κι αρρωσταίνω…

Υάκινθος & Υεμένη
Στο γωνιακό παρκάκι απόψε βρέχει
μα εμείς αγάπη μου, που με κρατάς για πάντα
φυλαγμένο στην καρδιά σου, απουσιάζουμε απ’ τον πίνακα
που ζωγραφίζουν οι αγκαλιές μας.
Κρατώ ημερολόγιο το σώμα,
να σημειώνω τις σταγόνες της βροχής…

Αφηγητής
Έχω τραβήξει το λοιπόν, ένα πελώριο τοίχο μπρος στα μάτια μου
να βλέπω το σκοτάδι κατά μέτωπο, σημάδι πως πεθαίνω
παίζουν παράσταση οι σκιές στο παρελθόν
μια φάρσα, μ’ αρχηγό ένα ραμολιμέντο

το «σ’ αγαπώ» είναι μια λέξη τόσο απλή, είναι μια λέξη κρύα
τόσο άψυχη θα έλεγα, γι’ αυτά που ‘χω να γράψω…

Υάκινθος
Σου στέλνω την αγάπη μου, με γαλανό γκλίτερ μελάνι.
Πήρα το δρόμο που οδηγεί για το βουνό απόψε κι ανεβαίνω.
Κι όλο ανεβαίνω, ανεβαίνω, μα στην κορφή δεν έφτασα χωρίς εσένα.
Ποιο είναι τ’ όνομα σου; Μίλα. Μίλα μου ψιθυριστά.
Σιγά, να μην τ’ ακούει κανένας τ’ όνομά σου.
Μίλα μου αθόρυβα, όπως περνά στον ουρανό ένα σύννεφο.
Όπως διαλύεται το δάκρυ στις λακκούβες των χειλιών σου.
Πες μου, γιατί τα μάτια σου είναι πιο γαλανά απ’ τη θάλασσα;
Γιατί τα χείλη σου πιο κόκκινα απ’ το αίμα;
Έχω πάψει ν’ αγαπώ. Είμαι αναίσθητος, τρελός, παράφρονας.
Είμαι κλεισμένος χρόνια σε μια φυλακή βιβλίων, που με κοιτάζουν απ’ τους τοίχους
σα να θέλουν να με φάνε. Είμαι έγκλειστος σου λέω χρόνια
σε ιδιωτικό φρενοκομείο, δίχως παράθυρα και πόρτα.
Κι απ’ αυτή τη φυλακή μιλάω τώρα.
Τριγύρω πεταμένα, σκόρπια τα χαρτιά μου.
Οι σκέψεις μου πετάνε στο δωμάτιο σκορπισμένες.
Κάνω παρέα μ’ άψυχα πράγματα. Μελάνια, πλαστικούς στιλούς
κομμάτια εφημερίδας και περιοδικά ληγμένα.
Εδώ, μες στο βασίλειο του καπνού, μια γκρίζα απόχρωση κυριαρχεί και ψέμα.
Πολύ ψέμα. Χούφτες το ψέμα που ‘χουν πει.
Δε θα ‘βρεις άλλο τίποτα στο λέω, να πλανάται στον αέρα.
Σου χάιδεψα απαλά τους ώμους να καθίσεις.
Κι απλώνονταν τα πλούσια μελαχρινά μαλλιά σου στο κορμί.
Να! πόσο απαλό είναι το δέρμα σου. Ποιο είναι τ’ όνομά σου;
Δε βλέπω παραισθήσεις. Κοιτάζω όσο πιο βαθιά μπορώ τις κόρες των ματιών
να πάρω τις χαμένες απαντήσεις. Ποιοι πόθησαν ετούτο το κορμί, για πες μου;
Ποιοι το χάρηκαν; Ποιοι γεύτηκαν πιο πρώτοι τους χυμούς του;
Το άρωμα του αλαβάστρινου κορμιού σου, ποιοι σου το ‘κλεψαν;
Σημείωσα τη μέρα που μου ήρθες. Γνωρίζω και τη μέρα που θα φύγεις.
Μ’ απάθεια σου λέω, δε το νοιάζομαι.
Αυτό που ‘ναι να γίνει θ’ απογίνει κι αυτό που ‘ναι γραφτό θα ειπωθεί.
Τριγύρω πεταμένα, σκόρπια τα χαρτιά μου.
Οι σκέψεις μου πετάνε στο δωμάτιο σκορπισμένες.
Μιλώ σε τοίχους που δεν έχουνε αυτιά να με ακούσουν.
Και σε πατώματα που όσο κι αν τα βρέχω με το δάκρυ, δε με νιώθουν.
Σου χάιδεψα απαλά τους ώμους να καθίσεις.
Όπως διαλύεται το δάκρυ στις λακκούβες των χειλιών σου…

Υεμένη
Μικρό μου λουλουδάκι ανθισμένο
μου εχάθηκες, μα εγώ σε περιμένω
τα φύλλα σου γερμένα από το κρύο, με ζητούν
τα κόκκινα φιλιά μου έχω αφήσει στο κορμί σου
να σκέφτεσαι τις νύχτες πως υπάρχουμε παντού

διαβάτης δεν πατά πάνω στα χνάρια που αφήσαμε
μονάχα η δροσιά του πρωινού είναι που την ήπιαμε
κρυστάλλινο ποτήρι αυτή η αγάπη
και φτάνει μια απρόσεχτη στιγμή για να το σπάσει
ή έστω να ραγίσει ένα κομμάτι του
στο μέρος που χτυπάει η καρδιά
οι δυο μας μόνο, μόνοι, έρημοι οι δρόμοι
κανείς δε μας χαλάει τη σιωπή

γαλάζια η οροφή, την ανεβήκαμε
στους τοίχους σκαρφαλώσαμε κι ας ήτανε υγροί
τα λόγια μας με μέλι τα κολλήσαμε
στις τσάντες κουβαλάμε τη ζωή

εμάς δε μας χωρίζουνε αγάπη μου
τα πείσματα, οι γκρίνιες κι οι τρελοί εγωισμοί
στο βλέμμα μας αυτόματα δεθήκαμε
κι απάνω αγκιστρωθήκαμε να φύγουμε μαζί
να τρέξουμε, κι όπου μας βγάλει η άκρη

χωρίς το δηλητήριο και το δάκρυ
δε θα ‘χε τόση γλύκα η ζωή…

Υάκινθος
Δυο-τρία γράμματα με κόκκινο από αίμα και του έρωτα μελάνι
με τα πολύχρωμα στιλάκια που μου έγραφες κι εσύ.
Τα φύλαγα προσεχτικά εν’ άλλο Καλοκαίρι, σε μια κόκκινη καρδιά που ράγισε έναν Αύγουστο
- που ήλπιζα μαζί, πως θα προλάβουμε του Αυγούστου το φεγγάρι -
Ήταν γιατί, ήσουν εσύ η πρώτη μου αγάπη, που με ταξίδεψες σε τόπο μακρινό.
Μα δεν κρατώ κακία για όσα πρόσφερες απλόχερα με το ‘να σου το χάδι.
Μα ευχή μου αυτή η συμφορά μακριά κι από εχθρό.
Ήταν γιατί, πόσο σε έκλαψα ποτέ δε θα το μάθεις
γιατί εσύ μου είπες πρώτη ένα “Αντίο, σ’ αγαπώ”.
Φόρεσα έτσι ένα ψεύτικο χαμόγελο στην πιο στερνή συνάντηση
και είπα για καλό σου, μείνε έτσι μην αλλάξεις.
Μα ήρθε και χαιρέτησα τα μάτια σου, τ’ απόβραδο.
Με πήρε πίσω απ’ το κατόπι ο εφιάλτης.
Κρύβοντας έντεχνα τα μάτια μου απ’ το κλάμα
να μη με δεις πόσο λυπήθηκα για σένα κι ό,τι είπες
να μη σκεφτείς καθόλου πως χάνοντας εσένα, έχασα κι όλη τη ζωή.
Αυτή την ψεύτικη ή την κάλπικη που φτιάχναμε σα θάλασσα γαλάζια
και ρίχναμε τα όνειρα, καράβια να πνιγούνε.
Σε έχασα και έμαθα πόσο στοιχίζει η αγάπη, πόσο κοστίζει ο έρωτας που κόπηκε στα δυο.
Έμαθα πως στα ψέματα στηρίζεται το χάδι
για να ‘χει ο καθένας μας απλά μια συντροφιά.
Το παρελθόν είναι σκληρό γι’ αυτούς που το θυμούνται
κι όσο γυρίζει πίσω η σκέψη στον καιρό, πικραίνονται σαν πρώτα.
Μπήκα στ’ αμάξι κι έκλεισα την πόρτα, με τα παράθυρα κλειστά κι αμπαρωμένα.
Τα δάκρυα δε νοιάστηκα κι αν βρέχανε τα χέρια
γλιστρούσαν στο τιμόνι με σβηστή τη μηχανή.
Ήτανε βλέπεις πάντοτε που αναζητούσα εμένα, σε κάποια δίδυμη ψυχή
τριγύρω απ’ τη ζωή μου.
Ήθελα βλέπεις να τη μοιραστεί μαζί μου.
Το ξέρω, τη μοιράστηκες.
Τον πόνο στην ψυχή;
Στο σπίτι σύρθηκα αργά, είχε νυχτώσει
τα μάτια καθώς κλαίγανε και βάδιζα σκυφτά
να μη με δει ανθρώπου άλλου μάτι, να μη με νιώσει, να μη με λυπηθεί
γι’ αυτά που κλαίει η αγάπη.
Γονάτισα στα τέσσερα και βρόντηξα την πόρτα.
Δε μ’ ένοιαζε κι αν πρόβαλλε θλιμμένο το φεγγάρι
μονάχα που με πρόδωσε η πρώτη μου αγάπη
δε μ’ ένοιαζε πια τίποτα κι αν φύγω απ’ τη ζωή.
Και πλάνταξα και έκλαιγα στα τέσσερα για ώρες
τα μάτια μου πρηστήκανε, μαυρίσανε απ’ το κλάμα.
Θυμάμαι τηλεφώνησε η θεία μου η Ντολόρες.
Με ρώτησε τί έπαθα, “έχασα στα χαρτιά”…

Υεμένη
Ακόμα αναρωτιέμαι αν μ’ αγάπησες
μα κι αν αγάπησες, πως μπόρεσες να σβήσεις
να λησμονήσεις απ’ τη μνήμη, έτσι απλά
μέσα στο χρόνο τον ασήμαντο
τα δάκρυα της ανημποριάς που κύλησαν στα μάτια σου;

ν’ αφήσεις να χαθεί απ’ τα χέρια σου
ό,τι είχες αγαπήσει;

κι ανέβαινα σκυφτή τα σκαλοπάτια
να φτάσω ως τις άκρες των δαχτύλων σου
μα εσύ ήσουν πουθενά, εσύ ήσουν πουθενά
κι εγώ παντού σ’ αγνάντευα
στο ξεχασμένο παρελθόν που σμίξαμε οι δυο μας
στο πικραμένο τώρα που ξεχείλισε λυγμούς
στο τιποτένιο αύριο που θα ‘ρθει κάποιαν ώρα
να μας ραπίσει με τριαντάφυλλα και μαύρα λίλιουμ
που γέμισαν καπνούς.

Ήθελα βλέπεις χρόνο να σε πάρω απ’ το χέρι
να σου τα πω με λόγια από τα χείλη μου…
Υπήρξες και υπάρχεις στη ζωή μου, το πιο λαμπρό αστέρι
μα εσύ ήσουν πουθενά, εσύ ήσουν πουθενά
και ξέχναγα κι ολοένα έχανα ξοπίσω τη μορφή σου
κι ολοένα έφευγε, χανόταν απ’ το βλέμμα μου η ματιά σου…

Υάκινθος
Ξεκίνησα μιαν ώρα για ένα μακρύ ταξίδι
πιο μακριά να φτάσω απ’ τη δική μου Ιθάκη
εφόδια δεν κράταγα στους ώμους, μήτε στις τσέπες μου ψωμί

αγάπη είχα φορτώσει τις βαλίτσες μου
λατρεία απ’ τη λατρεία μου, στο κόκκινο δισάκι
τεράστια τ’ αποθέματα υπομονής κι ελπίδας μες στα σπλάχνα μου
κομμάτια εφημερίδας μες τις τσέπες
που λέγανε για μια χαμένη αγάπη, που άργησε να ‘ρθει

ο δρόμος που περπάτησα, χιλιόμετρα
με ορθάνοιχτα τα μάτια και τ’ αυτιά να μη τον χάσω

κι όπου έβρισκα μικρές τριανταφυλλιές
προσκύναγα το χώμα τους, κάνοντας μιαν ευχή
να φτάσω μ’ όση δύναμη μου απόμεινε τα μάτια σου

θα έμοιαζα, αλλοτινούς καιρούς, σαν κυνηγός πολύτιμων κι αστραφτερών πλασμάτων
που όμοια τους δεν γέννησε η γη μες στους καιρούς
σαν ένας κλέφτης διαμαντιών στο όρος του Καυκάσου
εκεί που είναι αδύνατο να βρεις τριανταφυλλιές

τα πέταλα συνέλεγα μ’ αγάπη ένα προς ένα
τα φύλασσα σ’ ένα πουγκί πιο ροζ κι από τα χείλη σου
πιο κόκκινα λουλούδια κι απ’ το αίμα του κορμιού σου
πιο πορφυρά κι απ’ τα φιλιά που μ’ έκαναν παιδί

αρώματα δε φτιάχνονται μ’ οσμή παραδεισένια
γιατί όποιος το άρωμά σου έφτασε να πιει
στη ζάλη απ’ το μεθύσι του, κόλλησε η σκιά σου
και γίνηκε κομμάτι απ’ το κορμί σου, το κορμί

συνέλεγα στους σάκους μου αρώματα
να δένουν, να παντρεύονται μ’ αγάπη απ’ την αγάπη
να σμίγουνε, να ενώνονται λατρεία με γινάτι
κουράγιο να βαπτίζονται, καρτέρι, επιθυμία
κι εμείς κάποια νυχτιά να τα φορέσουμε στο σώμα

μα ο δρόμος που κινήσαμε, λέγεται Αθανασία…

Υεμένη
Η πρώτη λέξη που έμαθα “σταμάτα και ξεκίνα”
ξεκίνησα με την αυγή και τέλειωσα τυφλή.
Να πεις δεν είχα όραση, μυαλό, προμετωπίδα
διαύγεια ίσως πνεύματος κι απόρθητο σκοπό;
Δίψα να μάθω πράγματα που μ’ άφησαν απ’ έξω
σ’ ένα κατώφλι της ζωής, αγάπη να ζητώ

τα πήρα και τα σήκωσα, τα γράμματα, τις λέξεις
μετά τα περιέλουσα με πράγματα δικά μου
από το μίγμα πρόβαλλε μι’ αγάπη στην καρδιά μου
και να, με εγκατέλειψε σαν ‘ξώγαμο παιδί

τυφλώθηκα - Όχι, τα μάτια μου κοιτούν από διόπτρες -
τυφλώθηκε η ψυχή μου και δεν ξέρω που πατώ
κι άμα κανείς στο δρόμο σας, δει να παραπατάω
απλώστε μου το χέρι σας κι εγώ θα το φιλώ…

Υάκινθος
Πολλά τα σταυροδρόμια και μας πλάνεψαν
δεξιά φραγκοσυκιές και βάτα με κοχύλια
πιο πέρα η μαύρη θάλασσα, στην άκρη η ελπίδα

στ’ αριστερά ένα κάστρο με ξερόλες αυλικούς
ιπτάμενους γαϊδάρους, χιμπατζήδες μ’ αλυσίδα

στο δρόμο μου δεν είδα μήτε ιππότες ή σοφούς
πριγκίπισσες με στέμματα, παρά με μια χλαμύδα
που έκρυβε ανεκτίμητα διαμάντια απ’ τους εχθρούς
τριγύρω απ’ την καρδιά, μιαν ηλιαχτίδα

τι άλλο να σου πω; Περπάτησα χιλιόμετρα
τ’ αυτιά μου τυμπανίζουνε ακόμα από φωνές
σκληρά τα λόγια που είπανε σε μι’ άγραφη σελίδα
καλύτερα να μου έσχιζαν το σώμα από πετριές

αλλά τι λέω! Έτσι δε θα ‘βλεπα ποτέ ξανά τα μάτια σου
δε θ’ άκουγα τον ήχο απ’ τη φωνή σου
θα έμοιαζα με άγγελο τριγύρω απ’ το κορμί σου
να σου φυλάω όνειρα που φτιάχναμε μαζί

συνέλεγα στους σάκους μου αρώματα
να δένουν, να παντρεύονται μ’ αγάπη απ’ την αγάπη
να σμίγουνε, να ενώνονται λατρεία με γινάτι
κι εμείς κάποια νυχτιά να τα φορέσουμε στο σώμα

μα ο δρόμος που κινήσαμε, λέγεται Αθανασία…

Χορωδία
Το μόνο που ζητώ για να μου πεις
αν μένεις έτσι αμόλυντη όπως σ’ έμαθα
αγνή, σαν ένα κρίνο της σιωπής
που εφύτρωσε στο χώμα του για μένα

θυμάσαι πως μεγάλωνες στα χέρια μου;
τριαντάφυλλο που χάιδευα τα φύλλα
που φίλαγα τα μάτια του και πέθαινα
σε χίλια σ’ αγαπώ του, ονειρεμένα

ετούτη την αγάπη να ‘χω πλάι μου
και τίποτα στον κόσμο, απ’ τ’ άγγιγμά της
οι νύχτες με το σώμα της στα χέρια μου
τρελαίνοντας τα γόνιμα όνειρά της

το μόνο που ζητώ για να μου πεις
κι ας είναι μια κουβέντα τελευταία
γεννιόμαστε απ’ τον έρωτα Εμείς
ή σβήνουμε, αστέρια από τη μέρα;

...

Σχόλια