Γ’ ΠΡΑΞΗ μέρος 2





Χορωδία
Μου τα ‘χε πει ο άγγελος στ' αυτί
σε έναν ξέφρενο εφιάλτη, αργά μια νύχτα
με παρηγόρησε πως ξέρει την αλήθεια
κα πως το αμόλυντο κορμί μου θα σωθεί

μαζεύει όλες της αγάπης τις ψυχές
νεκρές τις ρίχνει στην πελώρια αγκαλιά του
πριν ξημερώσει η αυγή, σβήνει και χάνεται
- κυκλοφορεί ανάμεσά μας στην πλατεία -

γαλάζιο σύννεφο απόψε σε κοιμίζει
στην αγκαλιά του σ’ έχει πάρει ένας Θεός
ποιος τάχα άραγε, μ’ αγάπη σε γεμίζει
ποιος σου χαρίζει της λατρείας του το φως;

γαλάζιο σύννεφο γλυκά σε νανουρίζει
και λέει τραγούδια όπως δεν έχω ξαναπεί
ποιος τάχα άραγε, με έρωτα σ’ αγγίζει
ποιος σου χαρίζει της γαλήνης τη σιωπή;

Νυχτερίδα
Θέλω ν’ ανοίξω το παράθυρο
να διώξω το σκοτάδι απ’ τα μάτια μου
θέλω ο άνεμος σα φύλλο να μ’ αρπάξει

δε μ’ ενοχλεί ούτε ο χιονιάς κι ούτε το κρύο του βοριά
θέλω το χιόνι ως την αυγή γλυκά να μ’ αγκαλιάσει
- να μου χαρίσει ένα φιλί -

ξέρεις, κουράστηκα να ζω σε μέρη απόκοσμα
μες τα σκοτάδια, τους καπνούς απ’ τα τσιγάρα
- τα μαύρα σάβανα -

θέλω ν’ ανοίξω τα φτερά μου τα πελώρια, τα λευκά
που μέσα κρύβουνε τα δάκρυα
θέλω απόψε να πετάξω, τ’ όνειρο σα σφαίρα να το πιάσω

είμαι ένας άγγελος που κατοικεί στ’ αθώα μάτια σου
που σιγολιώνει απ’ τη ματιά σου
καθώς, σκυμμένος στη γωνιά, μετράει λίγο-λίγο
κάθε χτύπο απ’ την αγάπη σου

ξέρεις, πεθύμησα το φως θέλω ν’ ανοίξω το παράθυρο
να δω ξανά τον ήλιο
όμως κι αυτός ακόμα να φανεί, δεν έχει μέρος να πλαγιάσει
- πού να χωρέσει στην καρδιά σου; -

Υάκινθος
Εδώ, που βασιλεύει ακόμα ο καπνός και η σκόνη
σας στέλνω την αγάπη μου, καπελωμένος από ένα μάτσο βιβλία
που κιτρίνισαν οι σελίδες τους οι αδειανές στο χρόνο
γιατί δεν γράφτηκε ακόμα η παντοτινή ιστορία

κι αυτά που διαβαστήκανε
κλάψανε υγρασία τόση που ξεβαφτήκανε τα γράμματα
χυθήκαν, σα τα δάκρυα πάνω στα πατώματα
και μούσκεψε το ξύλο

κι απόμεινε ένα απίστευτο μούδιασμα να τρώει την ωμοπλάτη μου
που όταν πάω να σηκώσω το κεφάλι
με σφαδάζουνε τα πεπραγμένα
απέμεινα εδώ που βασιλεύει η μουντίλα
ανάμεσα σε αραδιασμένα, ένα σωρό, βιβλία για την καφρίλα
που ο κάθε εύπορος αστός, θυμήθηκε να γράψει
κι η τύχη τον ευνόησε να γίνει πλοηγός.

Ένα ρεφρέν θα σκαρφιστώ για το φινάλε
εκεί που βγαίνει μες το έργο ο χάροντας
και βγάζει τα εργαλεία του για επίδειξη ισχύος

μα εσείς να απομείνετε σ' αυτά που θα γνωρίζετε
τα υπόλοιπα είναι για τους σπαταλιστές του χωροχρόνου
και για τις ώριμες ατόφιες εφηβείες που γινήκανε ανάγκες

επίσης, για τους παραδόπιστους θνητούς
που λογαριάζουνε τον έρωτα με ζυγαριά
και τον μετράνε για να δούνε την αξία του σε χρήμα...

Νυχτερίδα
Αγόρασα δροσιά από τη θάλασσα
και έκλεψα τα κύματα απ’ τον άνεμο
περπάταγα για ώρες πλάι στην ακροθαλασσιά
να πιάσω απ’ την αρχή, όλο το νήμα του έρωτα
και μέτραγα ένα-ένα τ’ ατοπήματα
- ποιο νόημα έχει άλλωστε η ζωή δίχως ετούτον; -

κι ειν’ η ζωή μια τουφεκιά
που κομματιάζονται στ’ αγέρι τα τρυγόνια
στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
συνθλίβονται τα σύννεφα
και μένουν έρμοι κι ορφανοί οι μελλοθάνατοι
να υψώνουν τη φωνή τους, δειλοί, μπροστά στο θάνατο

μα πέρα κι απ’ το θάνατο, τ’ ανέφικτο
κι ανέφικτο θα μένει μέχρι κάποιος να το πιάσει
ανέφικτο θα υφίσταται , πριν κάποιος τολμηρός να το προφτάσει

- τρεχάτε να το δείτε! -
το χάσαμε το πλοίο ενώ πέρναγε απ’ την πόρτα μας
κι ίσως ποτέ να μη το δούμε
ίνα δικαιωθεί η αγάπη, θα πρέπει να κοπιάσουμε
καβάλα σ’ ένα άτι να γλυτώσουμε τα σύννεφα…

Υάκινθος
Βλέπετε, νόμιζα πως ήμουν ποιητής, μα αρχίζω ν’ αμφιβάλλω
κοιτάζω τα τριαντάφυλλα και δε διακρίνω έρωτα
κι απ’ το χαμένο χρώμα τους
μαζεύω όλο το κόκκινο για να ‘χω και να κλαίω
αύριο, που θα ‘ρθουν κι άλλα μαζωμένα

μονάχα τις παλιές μου αναμνήσεις να ‘χω πλάι μου
κι αυτές, αργά παραμονής, θα βάλω να τις κάψω.
Το χιόνι θα καλύπτει τις φωλιές, που έχτιζε η αγάπη μας
φωτιά δε θα ‘χει μείνει να το λιώσει
κι απάνω στα παγκάκια που μεθούσαμε απ’ τον έρωτα
σκυλιά θα τρέχουν τώρα να κρυφτούνε…

Νυχτερίδα
Στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, συνθλίβονται τα σύννεφα.
Ίνα δικαιωθεί η αγάπη, θα πρέπει να κοπιάσουμε
καβάλα σ’ ένα άτι να γλυτώσουμε τα σύννεφα
ίνα δικαιωθεί η αγάπη, θα πρέπει να κοπιάσουμε
καβάλα σ’ ένα άτι να γλυτώσουμε τα σύννεφα…

Υεμένη
Κοίταξέ με, τα μαλλιά μου έχουν μακρύνει
κι αν ασπρίσανε οι τρίχες, πάνε μήνες, πάει καιρός
που με φώναζες “αγάπη” όπως εκείνη

λάθη έγιναν σωρό, άγγελέ μου απολογούμαι
θέλω ακόμα όμως κάτι να σου πω
τί κι αν ράγισαν τα χείλη από δάκρυα, σ’ αγαπώ
τί κι αν άλλαξες κι αλλάξαμε κι οι δυο

δε σε ξέχασα ποτέ, φίλε, έρωτα, αδερφέ
μια εμπειρία η συνάντηση εκείνη

να ρωτήσω τί φωλιάζει στην καρδιά σου;
αν σου φαίνεται χυδαίο, μη μου πεις
ποιος χαϊδεύει το λαιμό και τα μαλλιά σου
ποιος στα χείλη σου μεθάει από φιλί;

άστα όλα ν’ αργοσβήνουν αν σε πίκραναν
είσαι άγγελος με διάτρητες φτερούγες
Μπαμ! σε παίρνει η τουφεκιά, η χειρότερη ψευτιά
κι ειν’ αλήθεια, τους καλύτερους πενθούμε…

Αφηγητής
Όλα μου τα χρόνια προσπαθούσα να γεμίσω
το κεφάλι μου, με χρήσιμες πληροφορίες.
Πήρα ένα μάθημα από τη ζωή, τώρα που ένιωσα το κενό
αυτό που δημιουργεί η έλλειψη του συντρόφου.
Δεν έμαθα το σημαντικότερο όλων των μαθημάτων.
Τι είναι ο Έρωτας και ποιο το νόημα της Ζωής;
Γιατί οι άνθρωποι χρειάζονται, ο ένας τον άλλον
για να μοιράζονται τις σκέψεις και τη ζωή τους;

Υάκινθος
Τα μέτρησες τα λόγια στην αγάπη
κι αρκέστηκες σε βασικές εκφράσεις δίχως πράξεις.
Τα ζύγιασες, τα μέτρησες με χάρακα
τα ζυγοστάθμισες μ’ ένα μοιρογνωμόνιο
και έβαλες τα υπόλοιπα να πιεις σ’ ένα ποτήρι δάκρυα
για σήμερα το απόγευμα

υπάρχει πάντα μια σωστή επιλογή στη χούφτα μας
κι αυτή όμως μπορεί να μας πλανέψει

μικρός ο χώρος μας στον κόσμο ετούτο
κι εμείς δύο κουκκίδες ασημαντότητας, στο όριο του τετραδίου μας.
Στο χέρι μας, αν θα κρατήσουμε ένα ρόλο στη ζωή
ή με μανία θα τραβήξουμε φινάλε.
Πάει, τελείωσε αυτή η κωμωδία
σε ένα θέατρο σκιών που δεν υπάρχουν ούτε φώτα, ούτε γιρλάντες

γυμνοί μπροστά στις λέξεις και τις πράξεις μας για να διαλέξουμε
ολόγυμνοι και καθαροί για να γνωρίζουμε εξ’ αρχής
αυτή η σκηνή πριν απ’ το τέλος αν είναι μία ακόμα κοροϊδία
σε σκηνικό που έχτιζε μια νύχτα με πανσέληνο, η αγάπη μας
και κάηκε, μπροστά σε μια ανώριμη κι αστεία ευκαιρία…

Νυχτερίδα
Κι ολόγυρα στο έδαφος μαζεύω λίγο χώμα με τις χούφτες
στον κόρφο μου τριγύρω σαν την άμμο το σκορπίζω
καβάλα σ’ ένα άλογο πιο άσπρο από χιόνι τώρα βρίσκομαι
κοιτάζοντας τριγύρω δεν υπάρχει πουθενά το χελιδόνι

στα χέρια μου διαλέγω τα πιο ρόδινα τριαντάφυλλα
μια φτερούγα χελιδονιού, τρεις ματωμένες μαργαρίτες
αγκάθια από κόκκινα τριαντάφυλλα
και κόκκινες παπαρούνες του φεγγαριού
υδράργυρος από τα βάθη της Ασίας, διαμάντια από τα πέρατα της Δύσης
και αίμα απ’ τα δάχτυλα πριγκίπισσας
που περιμένει για χρόνια στις πολεμίστρες της ουτοπίας
τον πρίγκιπά της που χάθηκε ένα πρωί του Φλεβάρη…

Υάκινθος
Πες μου, πως γίνεται η ζωή να μας αφήνει μόνους
να ταξιδεύουμε επιβάτες προς το άγνωστο
πλάι σε καμένες περιοχές και σε κρανίου τόπους;

σε παιδικές χαρές, φτιαγμένες από στάχτες
κι εμείς διαβάτες τ’ ουρανού να ονειρευόμαστε

τότε λοιπόν, γιατί τα κάνουμε τα όνειρα
τι τα γεννάμε, τι τα θέλουμε, τι τα ζητάμε
γιατί ως δικαστές, τα πληγωμένα βράδια μας
πάντα στον ύπνο μας, την πόρτα μας χτυπάνε;

κι ούτε μια λάμπα να ‘χει τώρα ο ταξιδιώτης
κι ο αδικημένος, της ζωής κατάδικος, ούτε φανό
ν’ ακολουθώ τη θλίψη των ματιών σου…

Υεμένη
Με το που έρθει η Άνοιξη, το πρώτο τριαντάφυλλο θα κόψω
να το φορέσω στα μαλλιά
θα το φωνάζω χαραυγή, τα πρωϊνά γλυκά να με ξυπνάει
και με τ’ αγκάθια, τις πληγές μου να γιατρεύει

με το που έρθει η Άνοιξη. το πρώτο χελιδόνι θα φωνάξω
για να του στήσω μια φωλιά
να κελαηδάει σαν το αηδόνι την αυγή
και να πετά σαν αετόπουλο, τον κόσμο να μαγεύει

τον πρώτο ανθό της μυγδαλιάς
θα τον κρατήσω φυλακτό, στην τσέπη
να με κοιτούν τ’ αστέρια, να ζηλεύουν
να μ’ αγαπούν τα μάτια σου, που χρόνια με παιδεύουν

κι ένα πρωί σαν περιστέρι
σαν το πουλί, θα φτερουγίσω στα μαλλιά σου
και θα ζητήσω απ’ τα χέρια σου τροφή
αφού δεν τα ‘νιωσα σφιχτά να με χαϊδεύουν

σ’ αυτά τα χείλη που τη γλύκα δε με κέρασαν
και την καρδιά μου δεν τη δέχτηκαν
μα κι ούτε θέλησαν ποτέ να τη γιατρέψουν...

Υάκινθος
Ακροπατούσα στα στενά ενός ονείρου
κι εσύ που χάιδευες τα καστανά μαλλιά σου
ανέβαινες τις σκάλες τ’ ουρανού, τα σκαλοπάτια από ευτυχία
κι εγώ ταξίδευα στα μάτια σου και μέθαγα
κι έπιανα τους χτύπους στο δικό σου το χορό
με σφάζαν τα μαχαίρια σου από έρωτα
κι είχες στα πόδια τα φτερά αγγέλου
φτερούγιζαν στα σύνορα της φαντασίας

μια τόση δα ευκαιρία, δε βρήκα για ν’ αγγίξω τις παλάμες σου
για να διαβάσω που κρύβεται η χαρά σου
κι αν δάκρυα απ’ τα μάτια σου, κι αν στάξανε
φυλάξου, θα βρω στη δεύτερη ζωή μου γιατρειά
να πλέξω γύρω απ’ το κορμί σου ένα σύμπαν

να φλέγονται τα δάκρυα της ψυχής, πριν να κυλήσουν
να κρύβονται σαν όρνεα του θανάτου
κι απ’ το φιλί σου να σκορπά η ευτυχία, σα ροδόσταμο
- ποιο το νόημα της ζωής, χωρίς τα χείλη σου; -
σαν έρθει ο θάνατος χωρίς την αγκαλιά σου

θα ‘μαι μισός κι αμάθητος
ένα κοράλλι δίχως θάλασσα, ένα παιδί δίχως αγάπη
θα ‘μαι λουλούδι που μαράθηκε προτού ο ήλιος το κοιτάξει
θα ‘μαι ένα κόκκινο, ερυθρό, θα ‘μαι ένα ρόδινο τριαντάφυλλο
- που το ‘καμαν να κλάψει -
μα θα ‘μαι όλη σου η ζωή…

Χορωδία
Σα σήμερα εστάθηκεν η φλούδα
σε μέρος του λαιμού που πνίγει βόα
τα σύγνεφα τρομάξαν κροταλία
κι αστέρια βγήκαν στη νεραϊδοχώρα

μονάχος, τυφλωμένος τα κοιτούσε
ο γιος του καπιτάνιου του Νικόλα
τα χέρια του γιομίσανε μπιμπίκια
αφρούς γέμισε τ’ άσπρο του το στόμα

ποιας μάισσας κακιάς να ‘ναι αντάρα
ποιας μαύρης συφοράς τούτη η κατάρα
που ο ναύτης της θολής νεραϊδολίμνης
πληγώθηκε απ’ τα φώτα της σελήνης;

σα σήμερα κινήσανε οι Νεράιδες
του κόσμου όλου να βρούνε τους παράδες
στα σπάργανα της Γης να πεταχτούνε
κι οι μάισσες στον Άδη να καούνε

τα μάγια να λυθούνε προσπαθούσαν
του γιου του καπιτάνιου του Νικόλα
που έστεκε στη βάρκα τυφλωμένος
κι αφρούς γέμισε τ’ άσπρο του το στόμα

ποιας μάισσας κακιάς να ‘ναι αντάρα
ποιας μαύρης συφοράς τούτη η κατάρα
που ο ναύτης της θολής νεραϊδολίμνης
πληγώθηκε απ’ τα φώτα της σελήνης;

Υεμένη
Ετούτο, το λοιπόν, μου είχε πει παλιά, ένας … «μισός»
που νόμιζε το ολόκληρο μπορούσε να το φτάσει
να νιώθει πλήρης, επαρκής και να γεράσει ολάκερος με όσα του χαρίστηκαν

«κοίτα να ζήσεις τη στιγμή, να καρπωθείς ό,τι σου φέρει η τύχη»

εγώ μισή, εσύ μισός, όλοι οι άλλοι ένα μισό απ’ το ολόκληρο
έτσι ήτανε από εξαρχής γραμμένο
και τα λοιπά, τα σχετικά με το ολόκληρο
είναι μια πλάνη, ώστε να ελπίζουμε σε κάτι…

Υάκινθος
Συνωμοτεί μαζί η γη κι όλος ο κόσμος μια γιορτή
σ' ένα στεφάνι από κλαδιά, που έχουν φτιάξει
την καρδιά σου να ζεστάνουν

μοιάζει σεντόνι της ζωής, της χρυσοφόρετης αυγής
και δυο μπουμπούκια από άνθη
σκοπό έχουν βάλει, τα όνειρά σου να γλυκάνουν

και να φωνάξουν «σ' αγαπώ»
θέλανε ίσως, να κρυφτώ
για μια ολόκληρη ζωή, μέσα στα ρόδινα
τα φύλλα της καρδιάς σου…

Υεμένη
Και ποιο το νόημα της ζωής, χωρίς τα χείλη σου
σαν έρθει ο θάνατος χωρίς την αγκαλιά σου;
θα ‘μαι μισή κι αμάθητη
ένα κοράλλι δίχως θάλασσα, ένα παιδί δίχως αγάπη
θα ‘μαι λουλούδι που μαράθηκε προτού ο ήλιος το κοιτάξει
θα ‘μαι ένα κόκκινο, ερυθρό, θα ‘μαι ένα ρόδινο τριαντάφυλλο
- που το ‘καμαν να κλάψει -
μα θα ‘μαι όλη σου η ζωή…

Υάκινθος & Υεμένη
Θα ‘μαι μισός, θα ‘μαι μισός κι αμάθητος
ένα κοράλλι δίχως θάλασσα, ένα παιδί δίχως αγάπη
θα ‘μαι λουλούδι που μαράθηκε προτού ο ήλιος το κοιτάξει
θα ‘μαι ένα κόκκινο, ερυθρό, θα ‘μαι ένα ρόδινο τριαντάφυλλο
- που το ‘καμαν να κλάψει -
μα θα ‘μαι όλη σου η ζωή…

Αφηγητής
Κάθε σου λέξη όνειρο, κάθε σου γράμμα χρώμα
κάθε σου σκέψη ποίημα κι εγώ μία σταγόνα
να πέφτει μες τα χέρια σου και να την πλάθεις νότα
να γίνεται πεντάγραμμο, να τραγουδάει σαν πρώτα

Ο χρόνος, το μέλλον, το παρόν, το παρελθόν μας
χωρίς ουσία και υπόσταση οι έννοιες
χωρίς ανάσα, να μετράμε λάθος χρόνους
κι εμείς δύο κουκκίδες ασημαντότητας, στο όριο του τετραδίου μας…

Υάκινθος
Σταγόνα εγώ, βροχή εσύ, στίχος εγώ, τραγούδι εσύ
κορμί εγώ, ψυχή εσύ, κι όλα να γίνουν Ένα
δύο κορμιά μες τη βροχή που όλο τραγούδια ψάχνουν
ενώ οι ψιχάλες πέφτουνε πάνω στα πρόσωπά τους
για τη γλυκιά αγάπη τους μιλούν τα σωθικά τους
κάπου χαμένοι στη βροχή, κάπου βαθιά στις σκέψεις

κι εμείς οι δυο πάλι μαζί, να προχωράμε απόψε
σε συνοικίες του ονείρου που την καρδιά κλειδώσαν
μ’ εμάς μπορούνε μάτια μου, πάλι να ξεκλειδώσουν
αν αφεθούμε ανέστεγα μες της βροχής τις στάλες
και με το μέλι της βροχής να γίνουμε ψιχάλες
που αντάμα πλάι στον Έρωτα θα τραγουδάνε απόψε…

Υεμένη
Κάθε σου λέξη όνειρο, κάθε σου γράμμα χρώμα
κάθε σου σκέψη ποίημα κι εγώ μία σταγόνα
να πέφτει μες τα χέρια σου και να την πλάθεις νότα
να γίνεται πεντάγραμμο, να τραγουδάει σαν πρώτα

είναι η καρδιά κι η αποθήκη των αισθήσεων, απύθμενη
οι παραισθήσεις γράφτηκαν με στίχους σε ποιήματα
κι οι σκέψεις μέλι στάζουνε στου Έρωτος τα θύματα
για να γλυκάνουν τις πληγές μας, όπως πρώτα

κι εμείς οι δυο πάλι μαζί, να προχωράμε απόψε
σε συνοικίες του ονείρου που την καρδιά κλειδώσαν
μ’ εμάς μπορούνε μάτια μου, πάλι να ξεκλειδώσουν
αν αφεθούμε ανέστεγα μες της βροχής τις στάλες
και με το μέλι της βροχής να γίνουμε ψιχάλες
που αντάμα πλάι στον Έρωτα θα τραγουδάνε απόψε…

Υάκινθος & Υεμένη
Σταγόνα εγώ, βροχή εσύ, στίχος εγώ, τραγούδι εσύ
κορμί εγώ, ψυχή εσύ, κι όλα να γίνουν Ένα
δύο κορμιά μες τη βροχή που όλο τραγούδια ψάχνουν
ενώ οι ψιχάλες πέφτουνε πάνω στα πρόσωπά τους
για τη γλυκιά αγάπη τους μιλούν τα σωθικά τους…

...

Eπιστροφή στο μενού
Tο βιβλίο σε pdf

Σχόλια