Β’ ΠΡΑΞΗ μέρος 3




(παραμονή Χριστουγέννων σε ένα υπόγειο καφενείο)

Υάκινθος
Ανάμεσα στο ψέμα κι η αλήθεια μας
εκεί είναι κρυμμένο το καλό μες το κακό
της έχθρας τα παιχνίδια στη μαγεία μας
αιώνιο το αποτέλεσμα για κάποιον χωρισμό

αγάπη που χωρίστηκε στα δύο
παλάτι που γκρεμίστηκε κι απόμεινε μισό
φεγγάρι π’ αποκόπηκε να γίνει φυλαχτό

οι στίχοι σου αγάπη μου, κορδέλα στο λαιμό
μαντήλι στα μαλλάκια σου, λουράκι στον καρπό
να μ’ έχεις κάπου επάνω σου να φέγγω
- ιδού η τιμωρία μας -
μα τώρα είναι το φως μου λιγοστό.

Τα μάτια μου γερμένα, κουρασμένα απ’ το κρύο
στην άκρη π’ ανταμώσαμε τα δυο
γνέθω απόψε ένα δικό μας παραμύθι
- παραμονή Χριστούγεννα -
να έχει όσο γίνεται πιο μαυρισμένη τύχη

ο χάρος με αντάμωσε στην πόρτα
τις περασμένες τις φορές, του γλύτωσα από θαύμα
μα σήμερα ζητούσε την ψυχή μου ή εσένα
κι αντάλλαγμα δε βρήκα να του δώσω. Διάλεξα εμένα.

Η όμορφη ψυχή σου έρωτά μου, έτσι απλά δε χαραμίζεται
δε δίνεται γι’ αστείο, δε χαλιέται
δε σπαταλιέται η αγάπη ν’ απογίνει μαύρο κλάμα
ούτε κυλάει σα νεκρώσιμο ποτάμι
που αδειάζει σε μια λίμνη με ξερόχορτα, η αγάπη

εμμένει, επιμένει, παραμένει και διαχέεται
και βρίσκει τρόπο όταν φτάσει η στιγμή να μεταλαμπαδεύεται
- για όλα σου, του έδωσα εμένα, έρωτά μου -

εμένα που με πρόδωσε η αχάριστη ζωή
ζωή φέρνει τα όνειρα κι εκείνη μας τα παίρνει
ζωή γεννά ο έρωτας κι αν κάποτε χαθεί
νομίζεις πως δεν πρόλαβες, δεν ένιωσες ακόμα
της ευτυχίας τις στιγμές, ποτέ να τις γευτείς.

- Του έδωσα εμένα, έρωτά μου, μη θυμώνεις -
νιώθω απλά πως δε γεννήθηκα, δεν έφτασα στη γη
μισός τί να πρωτόμαθα, μισός τί χάρες είδα;
μονάχα ένα χάροντα να μου ζητάει ψυχή

κι αυτή που παραδίδω εδώ δεν είναι η ψυχή μου
πλαστή είναι και κάλπικη, αέρινη ψυχή
κούφια και άδεια, μάτια μου, γιομάτη από λύπη
για λύπηση, για πέταμα, μία και μοναδική…

Αφηγητής
Μπλεγμένοι άνθρωποι, μπλεγμένες καταστάσεις
σχέσεις περίπλοκες και στου μυαλού τη ζάλη μπλέκονται οι χορδές μας
κάπου υπάρχουν αραγμένες οι ψυχές μας
και στο μηδέν κάθονται οι σκέψεις και τα πίνουνε

σ’ ένα υπόγειο γεμάτο από υποσχέσεις
κι από ενθύμια και τάματα που αργήσανε
κινούνται αθόρυβα οι δείχτες των καιρών
να προμηνύουν ένα τέλος που αναπτύσσεται…

Ποιητής
Φαίνεται πως όλα στη ζωή προσωρινά αναπτύσσονται
προσωρινά κινούνται, οδεύουν και ελίσσονται
καθώς περιορισμένα συνεχίζονται και κάποτε πεθαίνουν

και καταλήγουν όπως τόσο απλά, παροδικά αρχίζουν
με τα όνειρα δεμένα μες τη σύντομη ζωή τους.

Άραγε ξέρει και κανείς πόσο προσωρινά υπάρχουμε κι εμείς;
Κι αν όσα ζήσαμε ή κάναμε ή αφήσαμε ή γράψαμε
ή τραγουδήσαμε στους άλλους
θα τα βρούνε λέτε, προσωρινά αφημένα πάνω στο τζάκι τα Χριστούγεννα
ή θα τα ρίξουν έπειτα στην αναμμένη φλόγα;

Και με καημό και μ’ ένα πάθος άσβεστο θα τα διαβάσουν όπως πρώτα
προσωρινά να θυμηθούν το παρελθόν τους για να κλάψουνε;

Θαυμαστικό!
μεγάλη απορία, παχύ θαυμαστικό
διπλό τεράστιο ξενόφερτο πλατύ ερωτηματικό
και μες τη μέση μία άνωθεν τελεία να ελπίζει ακόμα…

Ηθοποιός
Εγώ είμαι ο μπεκρής, ο διασκεδαστής
στα χέρια μου κρατάω τη ζωή σας
σας παίζω και γελώ, γελάτε, σας κοιτώ
και στο πιοτό μου πίνω τη μορφή σας

ο γελωτοποιός, του κόσμου ο χαζός
τρικλοποδιά θα βάλω στ’ όνειρό σας
να ‘ρθει καμιά νυχτιά, ο άλλος εαυτός
να δείτε τι κακός ειν’ ο εχθρός σας

μισώ τη ζητιανιά, μοιράζω τη χαρά
στα χέρια μου κρατώ τη δύναμή σας
τη σφίγγω σα γροθιά, βαράω στα τυφλά
και όποιος δε γελά
στο πάτωμα τον ρίχνω, στα σκουλήκια

εγώ είμαι ο ευτραφής, ο διασκεδαστής
γεννάει το μυαλό μου τόσα αστεία
για βάλτα στη σειρά, πού φτάνουν; μακριά
πιο πέρα κι απ’ του σώματος τα τρία

ο γελωτοποιός, του κόσμου ο τρελός
βαράει στο ψαχνό με τη φωνή σας
και κάνει όσα πόθησες κι αρνήθηκες εσύ
γιατί σαν δικαστής και σαν εκτελεστής
νωρίς τον κατηγόρησες κι απέδωσες ποινή
νωρίς τον απαρνήθηκες κι εσύ

σκοτώστε τον μπεκρή, τον διασκεδαστή
που κάνει όλο τον κόσμο να γελάει
σκοτώστε τον χαζό, τον γελωτοποιό
τρελός είναι και μόνος του μιλάει…

Τραγουδιστής
Σήμερα έμαθα πως η ζωή, είναι ένα παραλιακό ταβερνάκι
που κάποιοι τρώνε και πίνουν και μεθούν
κι άλλοι στις λιγδιασμένες κουζίνες του
πλένουν τα πιάτα και τα ποτήρια κι ύστερα σερβίρουν.
Πως σαν πουλί, πετάς στον ουρανό κι όταν πεινάσεις προσγειώνεσαι
στο έδαφος και σκύβεις το λαιμό σου για να βρεις σπόρους
κι όταν χαρίσεις την καρδιά σου, δεν περιμένεις κανένα αντάλλαγμα
αλλά σου επιστρέφουν το μίσος και την κακία
τυλιγμένα με πολύχρωμες κορδελίτσες και σελοφάν
από αυτά που τυλίγουν τα σέλινα στο μανάβικο.
Κι όταν στην τσέπη σου δε βρίσκονται τα χρήματα
παρά μονάχα κάποια αποθέματα σε συναισθήματα και φιλότιμο
αυτά δεν εξαργυρώνονται πουθενά
κι έτσι το μόνο που καταφέρνεις, είναι να γυρίσεις στο σπίτι
με ένα χαμόγελο απαισιοδοξίας.

Συγγραφέας
Ιδού ένα αλήστου μνήμης μαραφέτιον
που εξόδεψα τα νιάτα έως και την τσαχπινιά μου
το πάλευεν ο νεαρός ωσάν διάτρητον εσώρουχον
να ράψει με μπαλωματιές έως και τα εσώψυχά του
ταύτα που σιγοεβράζανε και σιγοεσκιρτίζαν

- για ειδές καιρόν που διάλεξα να βγάλω και δελτίον –
αφηρημένος ήτο ο νεαρός σαν άλλο ένα θηρίον
καθώς τα “πρέπει” και τα “Σας” τον σφάδαζαν στη μέση

είχε βλέπετε, τσαχπινιά εις το μάτι
μα εις τας πόδας και τα χέρια του όλο πονούσεν
κι εκλείστηκεν ωσάν σε μοναστήριον, εις την κάμαρα
κι ευθύς σαν άλλος αρουραίος, μονολογούσε.

Τί να ειπής και δια τους άρρενες, ωραία δεσποινίς μου;
κυοφορώντας μόρτικες εσπαντρίγιες εις τας πόδας των
κλάνουσι γοερώς, προς πάσα κατεύθυνσις
τόσο που εφόρεσα μια μάσκα εις το πρόσωπον
να μην εισπνέω και την μπόχαν.

Σῦς .. Ω! με το μπαρδόν. Σεις που φέρετε
ψεύτικαι βλεφαρίδαι μα και κάλπικας στήθη
τί θωρείτε; Είσθε καλύτερες του αρσενικού μοτίβου;
ο νεαρός θα επιχειρήσει να συγγράψει
με ένα άθλιον, ελλαττωματικό και σκάρτο πληκτρολόργιον
που εχύθη ο καφές και η φορμόλη απ’  το εργαστήριον

Σεις ωραία δεσποινίδα μου, πως θα συγγράφατε;
κάμνοντας ίσως όπισθεν
και βάζοντας τα ωραία σας οπίσθια εις το φωτοτυπικόν;
και έπειτα θα εφευρίσκατε καινούργιον πληκτρολόργιον
δια την τέρψη του εγωκεντρικού σας γίγνεσθαι
ως πρώτιστη ανάγκη;

θα ομολογούσα ευθαρσώς, σαν άλλος καουμπόης
πως τοξοβόλος έμοιασα και κυνηγός θηλέων
μα τέτοιο όργιο, να συνευρίσκονται ο τζίτζικας κι ο μέρμηγκας
ομολογώ πως δεν ξανάβρα.

Τί να ειπής και δια τους άρρενες, ωραία δεσποινίς μου;
που δεν αφήνουν λεύτερη μπεκάτσα για μπεκάτσα
φοράνε εκεί ένα σεμνότυφον και λιγδιασμένον πανταλόνι
και βγαίνουν τσάρκα εις μπαρόβια κωλόμπαρα
που σεριανίζουν αι τσουλάραι

είχε βλέπετε ο νεαρός, την τσαχπινιά εις το μάτι
μα εις τας πόδας και τα χέρια του όλο κάπου πονούσεν
κι εκλείστηκεν εις την κάμαρα, με τα ντουβάρια κούφια
κι ευθύς σαν άλλος αρουραίος, μονολογούσε…

Ηθοποιός
Τίποτα, δε θα πω άλλο τίποτα.
Θα ανοίξω το στόμα, και χραπ
θα τα φάω με μιας, θα τα καταπιώ όλα.
Οι στιγμές της ζωής, μια ταινία που φεύγει.
Καρτ-ποστάλ σε περίπτερο, σε κιόσκι για πούλημα
απλωμένες εικόνες, σε σχοινιά να στεγνώσουν.
Θα ανοίξω τη σάρκα να κόψω μια φλέβα
όποια βρω και μου κάτσει, θα ανοίξω το στόμα, και χραπ
θα τη φάω…

Τραγουδιστής
Σήμερα έμαθα πως στο κεφάλι μου
έχω πέντε άσπρες τρίχες παραπάνω από χθες
κι αν εισπράξω ένα χαμόγελο, θα πρέπει να ανταποδώσω ένα «ευχαριστώ»
έτσι για τους τύπους.
Και πως η λέξη «σ’ αγαπώ» γράφεται πάντα με λευκό μελάνι
για να μη μπορεί να το διαβάσει κανένας…

Ποιητής
Ο ποιητής ποιεί ήθος πρωτίστως
- κι έπεται το πάθος -
αγαλλιάζει η ψυχή του με το βάθος
και μακραίνει σε απόκοσμους στιχουργικούς διαδρόμους
που δεν έπλασε ο νους!
Συνήθως ξεμακραίνει
έχοντας μια απορία
- τί στην ουσία είναι ετούτη η προσμονή; -
Μην είναι η ανάγκη της έκφρασης η μεγάλη
σίγουρα τον αδίκησαν γι’ αυτό έχει τέτοιο μένος
σίγουρα τον πλανέψανε κι έμεινε σαστισμένος
να ανακράζει δαίμονες κι άλλους Θεούς μ’  οργή…

Υάκινθος
Πουλιά έχουνε γίνει οι ελπίδες μας και πέταξαν
φτερά έχουνε βγάλει τα όνειρά μας και μας φύγαν
καπνοί έχουνε γίνει μάταια οι κόποι μας
τσιγάρα που φουμάραμε και πάνε

αμέτρητες οι γόπες στο σταχτοδοχείο της υπομονής
για έναν καινούργιο, καλύτερο κόσμο
κι αυτός στρωμένος με ροδοπέταλα
και πατημένες υποσχέσεις για το αύριο.

Τώρα δε φτάνει μια ζωή, απ’ την αρχή
τα προηγούμενα όνειρά μου να οικοδομήσω
θέλει μολύβι και χαρτί και σχεδιασμό
μετροταινία, ένα αλφάδι κι ένα χάρακα
και σχεδιασμό απ’ το μηδέν να ξαναρχίσω
κι από το τίποτα, το ολότελα χαμένο
απ’ την αρχή τα ειπωμένα όλα
και πιωμένα τα περσότερα..

Συγγραφέας
Τις ανοικτές τις πλάτες μου κοιτάζω
φτερά δεν μου ‘δωκεν η πλάση
μα σαν φτερούγες αγκαλιάζω το φευγιό μου, με τα χέρια.

Γνωρίζεις τι θα πει να ‘χεις τη θέληση
αλλά με φόρα να σου κόβουνε τα χέρια;

Ευχαριστώ λοιπόν την χώραν που με ορφάνεψε
κι ενώ υπηρέτησα εις τα καθήκοντά μου ως στρατιώτης
από ανθρώπους, φίλους κι εχθρούς με εγκατέλειψε
δημιουργώντας μου μια σχέση αφραγκίας με το γίγνεσθαι

καθότι αι οικονομικοί παράγονται
τοιουτοτρόπως τέμνονται εις μίαν παράλληλο ευθείαν
όταν το τετράγωνο της υποτείνουσας ισούται με το
άθροισμα
των τετραγώνων των δύο κάθετων πλευρών.

Πως διάολο ξεπέσαμεν εμείς οι ποιηταί;
που πρώτοι απ’ τους αρχαίους δώκαμε πολιτισμό
εις το πλήθος
και θέσαμεν ωσάν παρακαταθήκη, αφήκαμε την
πρωτοπόρα λίθο
κι οι επόμενοι αντέγραψαν χωρίς καν δισταγμό
το life style της ζωής ώστε να γίνει μόδα…

Τις ανοικτές τις πλάτες μου κοιτάζω
φτερά δεν μου ‘δωκεν η πλάση
μα σαν φτερούγες αγκαλιάζω το φευγιό μου, με τα χέρια
κι αναφωνώ πως ό,τι είχα να το πράξω, το δοκίμασα
και πως απαύδησα μ’ όλο τον παραπάνω οχετό
έως και πληγώθηκαν τα αισθήματά μου
δι’ αυτό και πλέον αποσύρθην…

Τραγουδιστής
Ερωτεύσιμος θα πει, να ‘ναι η καρδιά σου φυλακή
μα εσύ ελεύθερο πουλί που θα πετάει
ένα κελί στην ερημιά, να μη γνωρίζει λευτεριά
κι ουδείς στον κόσμο το κλειδί του να κρατάει

ερωτεύσιμος θα πει, να ‘χεις μι’ αγάπη στην ψυχή
που δεν περνά, όσο το δάκρυ κι αν κυλάει
χωρίς τα βράδια συντροφιά, με τον καπνό παρηγοριά
με κάποια άγνωστη σκιά να σου μιλάει

ερωτεύσιμος θα πει, να χτίζεις κάστρα στη σιωπή
τα πρωινά μονάχα ο αγέρας να περνάει
τόσα που κόπιασες να δεις, να σου τα τρώει η ζωή
σ’ ένα λεπτό, κάθε σου αίσθηση να σπάει

ερωτεύσιμος θα πει, πάνω στα χείλη της φιλί
χωρίς πιοτό, χωρίς ζωή, χωρίς νερό και προσμονή
κι εσύ να ζεις, κι εσύ να ζεις… γαμώτο
εσύ να ζεις μέσα σε κάποια φυλακή
που όσο κι αν θάβεις πιο βαθιά το μυστικό
να μη γιατρεύεται η πληγή και να πονάει…

Συγγραφέας
Εκ των κλασμένων μου ονείρων και πατημένων
ψευδαισθήσεων
κάνω απόψε σιωπηλή διαμαρτυρία…
για όλα εκείνα τα ανήκουστα που βολοδέρνανε στο
ασυνείδητο
γι’ αυτό κι οι λέξεις που θα πω θα ‘ναι ατόφιες και ένρινες
σαν πετριές στη γλώσσα.

Μισή κλανιά για τ’ όνειρο που μου το κλέψανε
μισή ζωή που την σπατάλησα σε ψευδαισθήσεις
-μισός εγώ, μισή εσύ- κι όλοι μαζί ένα μισό απ’ το
ολόκληρο

μισή κι η τούρτα στο ψυγείο…
κι αυτό το ποίημα -νεανική μου ανάμνηση-
να μου το σημειώσεις κάπου πριν να λήξει η αξία του
τουλάχιστον να το κρατήσουν στην επόμενη ζωή
για την αποφυγή του ανεκπλήρωτου.

Βρέχει απόψε παγωμένες σταγονίτσες
που πέφτουν πάνω σε θλιμμένα πρόσωπα με σκυθρωπά
προσωπεία
και μοιάζουν σα να πλησιάζουν τα Χριστούγεννα ένα
πράγμα…

Υάκινθος
Αστράφτει. Φοβάμαι. Φοβάμαι μόνος.
Κράτα με στην αγκαλιά σου, να μην κρυώνω απ’ τ’ αγιάζι.
Μη μιλάς. Άκου. Αστράφτει. Που είσαι; Μίλα μου.
Πες ένα γράμμα, το πιο όμορφο. Φώναξε!
Πες μια λέξη, την πιο ωραία. Κι ας λείπεις. Δε θα μιλήσω.
Θα μιλάει η σιωπή μου. Θα λέει τα πάντα. Θα σε κοιτάω ν’ αστράφτεις!
Γέρασα. Μεγάλωσαν τα νύχια μου. Αγριέψαν τα μαλλιά μου.
Ασπρίσανε τα γένια μου. Καμπούριασα.
Θυμάμαι τα χείλη σου. Κεράσια. Με μέθαγαν.
Ρώγες που κύλισαν στον κατήφορο, την ώρα που ανηφορίζαμε.
Μάτια που σφράγισαν τις παραισθήσεις. Χείλη που πάγωσαν το χρόνο.
Λέξεις που σκότωσαν το συναίσθημα. Χέρια π’ ανάστησαν την αγάπη.
Ζωγραφίζω καράβια να πλέουν στις θάλασσες.
Πάρε με στην αγκαλιά σου. Αλήθεια λέω. Άκου. Αστράφτει!

Ηθοποιός
Η ώρα έφτασε λοιπόν
σε ένα καρουζέλ να ενώσουμε τα χέρια, γεμισμένα με αλκοόλ
κι η χαρμολύπη από μακριά να πλησιάζει, οσονούπω
με μια μαϊμού που μας χορεύει ένα συρτό

φάτε ψάρια, φάτε ψάρια και κοιλιά περίδρομο
φάτε ψάρια κι όχι μάτια, χτύπησα το σήμαντρο
και μαζεύτηκε ο κόσμος γύρω από την εκκλησιά
από μέσα πεθαμένος και απ’ έξω μια οχιά

γιατί έχω βασιλιά νονό, έχω κουμπάρο αρχηγό
σε μια ομάδα ποδοσφαίρου του Κονγκό
έχω τσίρκο, έχω και τσίρκο
και μια αρκούδα που χορεύει καλαματιανό

φάτε ψάρια, φάτε ψάρια και χορέψτε μαζί μου λαμπάντα
μασκαράδες του κόσμου γιορτάστε
κι έξω να βρέχει, έξω να βρέχει
μια εμπειρία ακόμα χορτάστε!

φάτε ψάρια, φάτε ψάρια και κουνήστε τον ποπό
να απλωθεί εις την βεράντα, ωσάν μια κίτρινη μπουγάδα
η κλεψιά, η πορδή κι ο οχετός
- κι έχω φτωχύνει -

φάτε ψάρια και σταυρώστε, αμαυρώστε τον σκοπό
μιας και ο γράφοντας τούτης της λύπης
εντός σκυθρωπού προσωπείου, θαρρώ
έχει απογίνει πλέον αλήτης

κι έξω να βρέχει, έξω να βρέχει
μια εμπειρία ακόμα χορτάστε
φάτε ψάρια και σταυρώστε κι αμαυρώστε τον σκοπό…

Συγγραφέας
Ο γέρος με τα δόντια σάπια, τα μαλλιά ψαρά
κουμάντο κάνει απόψε σε μια αδειανή φωλιά
αμ, ξέρει πως προδόθηκε απ’  τις επιλογές
φωνάχτε του να μαζωχτεί απ’  τις τρικλοποδιές
δεν ήτο και καλός εις τις αθλοπαιδιές..

στο δρόμο του τα γιούλια γενόντουσαν φραγκόσυκα
τα πορφυρά κυκλάμινα γινόντουσαν σταφύλια
ήσαντε πέντε ξόβεργες στημένες στις μηλιές
επιάστηκεν αιχμάλωτος και μέτρησε τα μήλα

μ’  αυτό στο βιός πορεύτηκε και σήκωνε παντιέρα
κάθε όταν του τη σβούριζε, καθ’  όποτε νικιόταν
και φου και φου τη σήκωνε στον άνεμο με φόρα
- χύθηκεν το φιλότιμο και μούσκεψε το χώμα -
υπερηφάνεια δεν περίσσεψε ούτε ένα δράμι ως τώρα

ο γέρος με τα δόντια σάπια, τα μαλλιά ψαρά
το ακλόνητο σκεπάρνι σέρνει με βαριά καρδιά
σηκώνει, το σβουράει στην πλάση και μονολογεί
 «πώς γίνεται στον κόσμο να ‘ ναι όλοι τους τρελοί; »

Ποιητής
Λείψανε βλέπεις τα τραγούδια εξορίας
λείψανε οι επαναστάσεις και οι έρωτες
από ‘να κόσμο που συντηρεί τις ενοχές του και τις βρίζει
και βγαίνει στα μπαλκόνια έπειτα αυτόνομα να κάνει κήρυγμα.

Μάθαμε λοιπόν ποτέ αν οι εξεγέρσεις γίνονται πανανθρώπινα;
ως αγαθά ενός πολιτισμού που καταργεί την εκμετάλλευση και τη διχόνοια
σπέρνει θεμέλια για να πατήσουν τα ορφανά του
και καταργεί την υποτέλεια…

Υάκινθος
Σαφέστατα δεν άντεξα γι’ αλαργινό ταξίδι
πονέσανε οι ώμοι μου να κουβαλάω τη νιότη
πληγώθηκαν τα πόδια μου να περπατώ στις μύτες
μην τύχει και ξυπνήσουνε του πρότερου αναμνήσεις
και βάλθηκα να ετοιμαστώ για το στερνό φευγιό μου
με δυο βαλίτσες αδειανές που μέσα έχουν τα πάντα
- εμένανε, εσένανε - κι άλλα που δεν μετριούνται
τα άυλα, απατηλά, αστάθμητα όνειρά μας
κι αυτά που ο καθένας μας φροντίζει να ελπίζει
μα αν τα μετρήσεις σιωπηλά, είναι όλη η ζωή μας.

Άλλοι τα λένε τεμπελιά κι άλλοι τα λένε πλούτη
κι άλλοι τα δένουν στα μαλλιά και τα ‘χουν για παντιέρα
στον κόσμο θα ‘βρεις σύμμαχους, μα και πολλούς κηφήνες
που τρώνε απ’ τη σάρκα σου, το μυελό οστό σου
και πίνουνε για λιχουδιά, ουσία του εγκεφάλου
-μπορείς να τους αποκαλείς «κανίβαλους» αν θέλεις
μα εκείνοι που μας δίδαξαν τους κάμαν αρχηγούς τους
πατώντας πλάι σε πτώματα και σκίζοντας τις σάρκες
να βρούνε μέσα θησαυρό, να τον επωμιστούνε-

το εισιτήριο λοιπόν, δεν μοιάζει με όλα τ’ άλλα
σκαλίστηκε από έμπειρο μαστόρι, Αφρικάνο
δεν είναι κάνα χάρτινο που σκίζεται στα τρένα
κι ύστερα δίνεις μια και το πετάς στις ράγες…
ετούτο χειροποίητο, το λες και κεντημένο
κι έχει επάνω του ρωγμές από ιδρώτα κι αίμα
κι εκεί που ανεβάζαμε ψηλά τα ιδανικά μας
ο Αφρικάνος μου έφερε ετούτο απ’ το μαστόρι.

Την ιστορία της ζωής , αν θες να περιγράψω
απ’ όπου συλλαμβάνονται τα τέκνα με το σπέρμα
- για εμάς που δεν ετύχαμε μια τέτοια συγκυρία
και μείναμε στις χούφτες να βαστάμε την ορφάνια
για εμάς, που λες, πιο εύκολα θα κλήρωνε ταξίδι
που στα σαράντα φτάσαμε ν’ αποφυλακιστούμε
περνώντας όλο το άδικο, μα και το κρίμα ολούθε -

κοιτώντας από μια σχισμή - Τί βλέπεις πες μου, τώρα; -
σε μία κλειδαρότρυπα χωθήκαν οι ενοχές μας
οι τύψεις μας, τα νιάτα μας μα κι ο εγωϊσμός μας
να καμαρώνει σέρνοντας, την τύχη του στη χλόη

ο Αφρικάνος μου έφερε ετούτο απ’ το μαστόρι
το εισιτήριο αυτό από σίδερο και βίδα
μοστράρει επικίνδυνα τις νύχτες στο μανδύα
αυτόν με τις εννιά ουρές και την οπή οβίδας
που διαπερνά συθέμελα και σκίζει το κρανίο
δεν είναι κάνα χάρτινο που παίρνεις λεωφορείο
και ύστερα λήγει πια η ταξιδιωτική του ρότα.

Το λες και «δε-γαμιώτικη» σκληροπυρηνική καπότα
για ν’ αποφεύγεις έμπρακτα την βίαιη ορμή σου
το λες και ταξιδιάρικη σκληροπυρηνική φυγή…

Τραγουδιστής
Στον τόπο αυτό που με ορφάνεψε
κι εντέχνως, σιωπηλά με παραγκώνισε στο περιθώριο
να στέκομαι ως πελαργός με το ‘να πόδι όρθιο σε μια γωνιά
έχω να πω
πως δεν θα ορθώσω το κεφάλι, ούτε ανάστημα
μα κι ούτε θα παλέψω με τους δαίμονες που δημιούργησε
- καθώς κι αυτά σαν τέρατα, δικαιούνται για να ζήσουν -
έχω να πω
πως ίσα κι όμοια, ζώα αμόρφωτα με ανθισμένους κρίνους
ίσα και όμοια μας κατατάξανε με όποια πενία της ψυχής
και στο τραπέζι μας πλασάρανε τους φουρνισμένους αχινούς
μιας οπτικής μπουρζουαζίας
και τα ψημένα κάστανα επάνω στη φουφού
να περιμένουν την πορεία
μιας ομαδούλας κωλοπαίδων που “εψήθηκαν” να φτάσουν στου Ψυρρή
για τυπικούς ουζομεζέδες.

Εγώ γουστάρω να σε πάρω απόψε για να φύγουμε! Που είσαι;
μα ξέχασα! εσύ δεν γνώρισες μητέρα και πατέρα
μα μόνο εμένα που σ’ ανάθρεψα
κι απάνω στα φτερά σου ακούμπησα λησμονημένος
- πες ότι θέριεψα απ’ την παρέα σου και αναστήθηκα -

μες την ψυχή, τα σωθικά
μέσα στο νου και τυραννιέται
κυκλοφορεί σα μαστουριά μέσα στο αίμα και πλανιέται
κάθε μου λέξη, συλλαβή, κάθε μου όρθιος στίχος
- κι αυτός έπεσε ένδοξα καβάλα στην ελπίδα -
ηρωικά απόβραδα
που ρήμαζαν στα χνάρια σου, της νιότης μου τα χρόνια…

Ποιητής
Στα λυπημένα μάτια των γλάρων
στους μοναχικούς ακροθαλάσσιους φάρους
στις νυκτωδίες φεγγαριών που σβήσανε
στις μελωδίες των ήλιων που ανέτειλαν, είναι η ζωή.

Στα βράχια ξεχασμένων θαλασσών
στα τελευταία δάκρυα πιερότων που αναζητήσανε τον έρωτα.

Ξεκινώ κι ολοκληρώνω με την αδικία στα μάτια να ζωγραφίζει χαμένους
θαλασσινούς παραδείσους.

Στις ακρογωνιασμένες νύχτες των φεγγαριών
στις απόκρημνες πλαγιές των ορεινών σχηματισμών, είναι η ζωή.
Περσινό σύννεφο πέταξε πάνω απ’ το σπίτι μου και με θυμήθηκε..

Συγγραφέας
Φέγγει καλύτερα το σκοτάδι στα μισόκλειστα μάτια μου
γυαλίζει η επιφάνεια του λευκού, που ντύνεται με γαλάζιο
τρέχει απ’ τα μάτια το γαλάζιο και γίνεται μπλε της παλίρροιας.

Κάπου στις άκρες των γραμμάτων
υπάρχουνε τρίχινες βεντάλιες να σου κάνουν αέρα
μένει ν’ αποκοιμηθώ στο πλάι σου.
Στις άκρες, ένας ψεύτης ήλιος κι ένας αλήτης καιρός να γυρνάει
- τα αδικημένα γράμματα του μελανιού μου –

Με όποιο χρώμα και να σε ζωγραφίσω, θα κλάψω.
- Γράφω για μένα -
το τιποτένιο ισχνό ανθρωπάκι με τα μαύρα γυαλιά
και το τσιγάρο στα χείλη…

Ηθοποιός
Πάει το καράβι βούλιαξε, γιατί έμπασε νερά
κι ο καπετάνιος απ’ το δάκρυ πνίγηκε στο χαντάκι
έλιωσε το χαρτί του κι ήταν φτιαγμένο με μεράκι

μου είπες «πήρα τις αποφάσεις μου και βρίσκομαι αλλού»
- τα λόγια σου είναι αυτά, μην λες πως σ’ αδικώ -
όπου κι αν είσαι, ό,τι κι αν κάνεις, όπως περνάς
θα ‘χεις το βάρος μες τα σπλάχνα

και πάντα θα πετάγονται στον ύπνο οι ενοχές
για να ζητούν δικαίωση για ό,τι ειπώθηκε κι ό,τι αδικήθηκε
μα εγώ θα λείπω από εκεί για ν’ απαντήσω

κι εμείς σπασμένο μανταλάκι
που κρέμαγε αγάπες με ζουμιά απ’ τα φιλιά
πλυμένη απ’ τον ιδρώτα, σαν αμάνικο μπλουζάκι
που βρέθηκε με λάσπες στα σκαλιά

βλέπεις, δεν γεννηθήκαμε εχθές
και το πιοτό που θα ξεχνάς τις «αντοχές»
δεν εφευρέθηκε ακόμα.…

Ποιητής
Μπλουζάκι καλοκαιρινό, φοράω γύρω απ’ το λαιμό
σαν κόκκινο μαντήλι
να μου προσέχει το λαιμό, αντί για εσένα που αγαπώ
που κίνησες ταξίδι
μπλουζάκι καλοκαιρινό, φοράω για μαντήλι
αντί για σένα που αγαπώ κι αρνήθηκες το δρόμο αυτό
- κι η παγωνιά δε σμίγει -
ανθρώπους που αγαπήθηκαν, ολότελα χωρίζει

και κείτομαι γερμένος σ’ ένα υπόστεγο
τριγύρω να χιονίζει και να βρέχει
για όπλο να ’χω μόνο ένα στίχο μου
κι ασπίδα τα υψηλά ιδανικά μου…

Συγγραφέας
Περιφέρομαι σαν άγνωστος στρατιώτης
σ’ έναν κόσμο που τον έπλασε ο Θεός
μα στην πλάση να μην βρίσκεται Θεός;
να με πάρει από το χέρι να μου δείξει την οδό
να με βγάλει απ’ τ’ αδιέξοδο που σφήνωσα
- ποιος θα βρει της ευτυχίας τον σκοπό; -

Μέσα κι έξω ανθρωπάκια, φίλοι - εχθροί, χαμογελάκια
πονηρά γλυκά λογάκια, ερωτόλογα στους τοίχους. Μέσα εγώ!
Στη σκοπιά φυλακισμένος, μόνος, έρμος, πεταγμένος
ένας άγνωστος στρατιώτης μες το πλήθος, που κραυγάζει “σε μισώ”

να μ’ αλλάξετε ποτέ δε θα μπορέσετε. ν’ αποτρέψετε χειρότερα, μπορείτε.
Δέστε ζόρικο σχοινί και ψηλά στη φυλακή
κάποιος να ‘ρθει να κλωτσήσει την καρέκλα.
- Η ζωή είναι μια τρέλα και ο θάνατος ευχή
θέλει θάρρος για ν’ αφήκεις τη ζωή -

Τι άλλο πια να πω για μένα; είναι χιλιοειπωμένα. Τα ‘παν άλλοι σε μια μέρα
μα στο τέλος κρεμαστήκαν ζωντανοί
άλλος πήρε δηλητήριο να περάσει καθαρτήριο
και στην κόλαση σαν πήγε να εκτελέσει την ποινή
είδε είμαστε ούλοι κι ούλοι, ίσοι κι όμοιοι, αφέντες - δούλοι
κι οι αυτόχειρες παρθένοι στο σκαμνί
- τούτη γη που την πατούμε, όλοι μέσα θε’ να μπούμε. Ε! ας φύγουμε όπως
θέλουμε εμείς -

ας την πλάσουμε μια νύχτα πριν ν’ ανοίξουμε τα μάτια
έτσι όπως τα παλάτια που γκρεμίζονται με μιας
λες και είναι τα όνειρά μας που χαράξανε το θέλημα καρδιάς.

Λένε αυτό ελευθερία ή τ’ ανθρώπου απλά δειλία
ν’ αποτρέπει τα συμβάντα τα μελλούμενα;

γιατί πιο απαίσια γεύση έχει η μνήμη που θα έρθει
όταν σμίξουνε στα μάτια μας τα επόμενα
- όσα δε θα τ’ ανεχτούμε, τόσα θα ‘ρθουν που θα πούμε
“φτάνει, ως εδώ ήταν όλα αυτά που ανεχτήκαμε” -

Τώρα πρέπει να σας βρίσω για να σας καληνυχτίσω
τόσο όμορφα που έντυσα τη νύχτα σας.
Φέρτε κάδους και κουβάδες, τρέχει αίμα στις καινούργιες χαραμάδες.
Κοκκινίσανε τ’ αστέρια και θλιμμένο το φεγγάρι
κατεβάζει τη στερνή γουλιά υδράργυρο.

Χαιρετώ Σας ποιητές μου, λέγοντας δυο συλλαβές μου
- “Γαμώ” - και οδεύω προς την έξοδο που εφηύρα…

Ηθοποιός
Στερέψανε τα περιθώρια της υπομονής και της ανάγκης μου
το πάθος κατεβαίνει με ξεκούρδιστες κιθάρες στα υπόγεια πατώματα
κι εγώ ετοιμάζω τις βαλίτσες μου για να κρυφτώ μαζί του

φεύγω στο άπειρο ταξίδι με τις μνήμες μου
πλάθω τον κόσμο απ’ την αρχή, βάζω και μια υπογραφή
σ’ αυτό τον πίνακα που φτιάχτηκε απ’ τις κακίες μας
και τις κακές στιγμές του

- εγώ τον έπλασα κι εσύ
και τώρα μαρτυρώ τις αντοχές μου -

χτυπάνε ακόμα οι λέξεις μες τα σπλάχνα μου
λέξεις που σφάζουν τους ανθρώπους σαν ακούσεις να τις λένε
στριφογυρίζουν στο μυαλό και μες την τρέλα σου
βάζεις φωτιά να τις τελειώσεις κι αυτές σε καίνε

κατηγορώ και τις ανάγκες μου, γιατί σαν άνθρωπος τα ζήλεψα
τα ευτυχισμένα στιγμουλάκια, τα μικρούλικα, εκείνα !
που σου χαρίζουνε την αίσθηση
πως κρύβεις έναν κόσμο μες τη χούφτα σου…

Υάκινθος
Φάγαμε πιο λίγη πίκρα σήμερα.
Η κοιλιά είναι πρησμένη από τις μαζωμένες, αχώνευτες
πικρίες, που κάτσανε σαν πέτρες
και δε λέει ν’ αδειάσει το γαμημένο το έντερο.
Δυσκοιλιότητα πετριών σ’ ένα σμάρι από τρωγλοδύτες.
Έπλυνα τα δόντια μου με λαδόνερο
μήπως και ξεπλυθεί το στόμα μου απ’ τις κακίες που
ξεστόμισα.
Άνοιξα το παντζούρι, να δω αν πρόβαλε για λίγο ο ήλιος
και το έκλεισα αμέσως, σαπίζοντας
πεθαίνοντας στα σκοτεινά μονοπάτια της κάμαρας
λίγο-λίγο.
Κι αύριο, αν έχει πιο καλύτερο καιρό
λέω να πάω καμιά βόλτα μέχρι τον κήπο
- έτσι ταπεινά -
μονάχα για να δω αν τα ραδίκια έχουν φυτρώσει ανάποδα
ή αν κάνα γεροσκώληκας
κατέληξε να γίνει η τροφή γι’ αρπακτικά.
Σημείωσα στο ημερολόγιο πορεία θανάτου.

Δευτέρα – Τρίτη μέσα
Τετάρτη στο γιατρό
Πέμπτη στο φαρμακείο
Παρασκευή στην ξάπλα για να με πιάσουνε τα φάρμακα
Σαββατοκύριακο, πρώτα ο Θεός
με τις πιτζάμες αποχαύνωση.

Μου χτύπησε στο μάτι μια λέξη κι άνοιξα λεξικό
- να! κάτι πρωτότυπο -
“επέκεινα” γράφει.
Τι σκατά είναι το “επέκεινα”;

Εγώ επέκεινα…
Εσύ επέκεινες…
Αυτός επέκεινε…

Επεκείναμε όλοι που λες, σε μιαν άγνωστη λέξη κολλημένοι
πάνω που πηγαίναμε τσάρκες
και τώρα τραβάμε νέα πορεία
κι ο καθένας πουλάει το κορμί του σε τιμή ευκαιρίας.
Βρείτε έναν κατάλληλο δότη συναισθημάτων
γραπώστε τον και κρατήστε τον!
Αν νομίζετε πως τα υπόλοιπα πρωτεύουν
μάλλον πρέπει να σας δει ένας ψυχίατρος…

Απόγινε το κακό.
Κι αν έβρεξε για λίγο σήμερα
θα βρέξει κι αύριο
θα βρέχει κάνα χρόνο ακόμα
μέχρι να ξεπλυθούμε
και να στεγνώσει το δάκρυ…



...

Σχόλια