Α’ ΠΡΑΞΗ μέρος 3
Υάκινθος
Νωρίς τα πρωινά,
πριν ξημερώσει η μέρα
υπό το φως,
κάποιων κεριών, λησμονημένων χρόνων
παρέδιδες, απλά
μαθήματα της ψυχικής φωτογραφίας.
Κοίτα εκεί, το
λάγνο βλέμμα
το βλέμμα ετούτο
με προσκάλεσε για να σ’ αγγίξω
να βρω τα ίχνη
σου απ’ τη μαγεμένη πένα
μέσα στο λεύκωμα, το ξεχασμένο
σε μονοπάτια του
δικτυακού πολιτισμού
ο κάθε στίχος
σου, χτισμένος με το δάκρυ
κάθε στροφή
γιομάτη πόνο, απογοήτευση
- ταιριάζουν τ’
άνθη σ’ ένα βάζο σάπιο απ’ το χρόνο -
μα τα λουλούδια
της ψυχής ζητούν εκδίκηση.
Τούτες τις
μέρες, κλαίω. Κλαίω συνέχεια, απαρηγόρητα
νιώθω τα χείλη
σου, σαρκώδη
είναι υπέροχα
έτσι, τα μαλλιά σου ατημέλητα.
Εσύ που γέλαγες,
ξεγέλασες τα όνειρα
με κοιτάζει
αμήχανα το βλέμμα, φοβισμένο
- ο διοπτροφόρος
έρωτας με βρήκε μεθυσμένο -
κι αναζητά στα
φύλλα μου το δροσερό πρωινό
μήπως να ψάχνει για
μι’ αγάπη που στερήθηκε
μήπως να ψάχνει
αγκαλιές ή τραγούδια του έρωτα;
Με όση δύναμη κι
αν έχω θα κυνηγήσω και θα κλέψω
κάθε ελπίδα που
μου μένει.
Κι έτσι ποτέ δε
θ’ απαντήσω, μήτε στιγμή
να σταματήσω να
σ’ αγαπώ αληθινά
την κάθε ημέρα πιο
πολύ, πιο δυνατά
μ’ έπνιξε τ’
όνειρο μα φτάνει να σ’ αγγίξω…
Υεμένη
Με το πρώτο φως
του ήλιου
πριν ανάψω το
πρώτο πρωινό τσιγάρο
και πριν πιώ την
πρώτη γουλιά του πρωινού καφέ
κρατώντας το
πρώτο κλειδί που ανοίγει την καρδιά σου
θα βγω στο δρόμο
να σ’ ανταμώσω.
Ζητιανεύοντας το
πρώτο δροσερό φιλί απ’ τα χείλη σου
κι αγκαλιάζοντας
για πρώτη φορά τόσο γλυκά το κορμί σου
ακούγοντας τον
πρώτο δυνατό χτύπο της καρδιάς σου
μέσα στην ομίχλη
του πρωινού και την υγρασία της πόλης
θα βγω στο δρόμο
να σ’ ανταμώσω.
Υποσχέσου μου…
δε θα’ ναι μια
ακόμα ευτυχισμένη Άνοιξη που πέρασε
σαν άλλες που
περάσανε
μα το προμήνυμα
πως θα υπάρχουν κι άλλες όμορφες στιγμές
μέσα στο χρόνο,
που ακόμα δεν προφτάσαμε να ζήσουμε σαν πρώτες…
Αφηγητής
Είναι περίεργες
οι συνήθειες των ανθρώπων
- άλλα εγώ, άλλα
εσύ, άλλα μυαλά ο άλλος -
το πλέον
δυσκολότερο να βρίσκεις την τομή
ή τέλος πάντων
το κλειδί που ανοίγει την ψυχή τους
κι αυτή με λόγια
απλά, αλήθειες να σου πει
παρά το
δηλητήριο να στάζει η πληγή τους.
Τούτο το βράδυ
είναι αμέτρητες οι ώρες
- όχι δεν κλαίω
-
μονάχα σκέφτομαι
την ατυχία
κάπου να
πιάνεται απ’ τα λόγια η ευτυχία
και να φουντάρει
στο κενό δίχως ομπρέλα…
Υάκινθος
Ξεκίνησε να
βρέχει ... πάει καιρός που τώρα βρέχει κάθε μέρα
να δεις τις
στάλες πως διασπώνται στα πλακάκια που βαδίζαμε
βαδίζαμε σκυφτοί
και σιωπηλοί
άυλοι άνθρωποι,
αδειανοί σα να μην είχαμε ανταλλάξει μια κουβέντα
ένα χάδι, μια
αγκαλιά ή ένα φιλί μες στον πολύπαθο έρωτά μας.
Σα να μην
ήμασταν εμείς, οι τελευταίοι μιας στιγμής
που ερωτικά σ’
ένα κορμί είχαμε νιώσει
κι
αντιλαμβάνομαι πως όλα έχουν τελειώσει…
Υεμένη
Νιώθω απίστευτη
οργή
θλίψη κι ανάγκη
και θυμό
νιώθω αμέτρητα
"γιατί" να μ’ έχουν ζώσει
πως θέλω κάπου
να μιλήσω, να ξεσπάσω
νιώθω
εγκατάλειψη μ’ απίστευτο λυγμό
κι
αντιλαμβάνομαι πως όλα έχουν τελειώσει…
Υάκινθος
Σημάδι δείχνει ο
καιρός, την ευκαιρία να διακόψει αυτή η αγάπη
αυτή η πολύπαθη,
η αγνή, αυτή που είχαμε ορκιστεί
πως θα κρατούσε
μια ζωή, μέσα απ’ τα λάθη.
Πολλές οι μέρες
και τα δάκρυα με πνίγανε κι υπέμενα
πολλά μου κάτσαν’
στο λαιμό και τα κατάπινα
τόσα που είχαν
μαζωχτεί με κατατρώγανε
μα απαντούσα,
πως εσένα είχα διαλέξει...
Ευχαριστώ
λοιπόν, που χόρτασα με κλάματα
κι απ’ την
ανάγκη ν’ αποδείξω τις αξίες μου
λυπάμαι
μόνο - και κοίτα με κατάματα –
κι αν κάπου
έσφαλα ... σου ζητώ συγνώμη
θέλω να φύγω από
‘δω με καθαρή συνείδηση
και για τα λάθη
μου συγνώμη να ζητήσω
από το φίλο, τον
εχθρό ή τη γυναίκα μου
κι ό,τι κι αν
πλήγωσα ζητώ να το εξαγνίσω…
Αφηγητής
Όπως περπατάς
μαζί της στους στρωμένους δρόμους με τα ροδοπέταλα
- κι έτσι
ασυναίσθητα τα δάκτυλά της μπλέκονται με τους ακροδέκτες σου -
ενώνονται τα
χέρια όπως ιδρώνουν και κολλάνε μεταξύ τους απ’ την ευτυχία.
Δε σκέφτεσαι
στιγμή να σταματήσεις το όνειρο για να γυρίσεις πίσω
σ’ εκείνη τη μονότονη πραγματικότητα που
βίωσες.
Μα ήρθε η ώρα
για να αναλύσουμε τα όσα δεν λέγονταν ποτέ απ’ τα χείλη
μας. Όπως όταν
κοιτιόμασταν πονηρά στα μάτια και το φιλί στο στόμα, δεν
άφηνε περιθώρια
ν’ αφουγκραστούμε την αρρώστια μας.
Γιατί αρρώστια
νιώθεις, σαν χάνεις κάνεις που εκτιμούσες και που πίστεψες
έστω και στιγμιαία,
πως θα μπορούσε να γεμίσει τη ζωή σου για χρόνια,
κοντά σου, δίπλα
σου, με χαμόγελα, αισιοδοξία και φιλιά.
Τώρα πια, κανένα
φιλί στο μάγουλο, δεν έχει την ίδια γεύση σοκολάτας ή
βανίλιας, όπως
το παγωτό που μοιραστήκαμε, καθισμένοι στο παγκάκι του
πάρκου, κι ούτε
αυτό το παγωτό μας άφησε τα περιθώρια να ζήσουμε το
τώρα, τη στιγμή,
τη δικιά μας στιγμή όπως τη νιώσαμε έντονη, ως
ερωτευμένοι.
Όπως ίσως θα
νιώθαμε στο αύριο, να πεθαίνουμε ο ένας για τον άλλο
παθιασμένοι απ’
τα φιλιά μας.
Μα όποιο δάκρυ
κι αν κυλήσει στο σήμερα ή το αύριο, να ξέρεις, πως θα ‘χει
πάνω του
τυπωμένο τ’ όνομά σου και τις πληγές απ’ τα χάδια που
στερήθηκα χρόνια…
Υεμένη
Και να το
θλιβερό αποτέλεσμα τούτης εδώ της μάχης
για σένα που
αγάπησες μόνο τον εαυτό σου
- αφού
αριστεύουν οι “πριγκίπισσες” και παίρνουν τα πρωτεία -
για σένα που μ’
αγάπησες όπως και τον εχθρό σου
για σένα φίλε
μου καλέ. Ναι, σε σένανε μιλάω!
Πως όσα χρόνια
κουβαλάω στην καμπούρα μου
διπλάσια
φωλιάζουν τα κρυμμένα συναισθήματα
αισθήματα που
αναμειγνύονται με βάσανα και πίκρες
που αναμειγνύουν
τη χαρά με την ελπίδα. Δες με!
Πως όσο και να
σκάψεις στις φλέβες μου βαθιά
κομμάτι
αλαζονείας δε θα βρεις να το παινέψεις
μιας κι έμαθα τη
γλώσσα και το πνεύμα να τιμάω
την ειλικρίνεια
και την τσίπα
ώστε να είμαι
εγώ περήφανη για τούτα εδώ τουλάχιστον
που απ’ όσα κι
αν δεινά επέρασα, δες, βγήκα παλικάρι!
Σαν την ελπίδα
εγώ ποτέ δεν άφησα απ’ το διάβα μου
- αφού άλλωστε
για μια ελπίδα ζούμε... -
να ξέρεις, πως
κουβαλώ στα χέρια μου δύο ζωές
μια να κρατώ για
πάρτη μου, να λέω πως κάτι μου ‘μεινε
και μια που σου
τη χάρισα, να την κρατάς παντιέρα
εγώ που για
σημαία κράταγα τη θηλυκή τιμή μου
εγώ που μόνον
ήλπιζα, προδόθηκα και φταίω
και βρέθηκα με
μπόλικα κουσούρια μαζωμένα.
Δύο ζωές, λοιπόν
που λες, που η καθεμιά τραβούσε
μια ανεξάρτητα -
κοινή - πορεία προς το άπειρο ...
Εγώ που μ’ όλους
τα ‘βαλα, καλύπτοντας το “λάθος” σου
ανακαλύπτω μία
τρύπα που με τρώγει
και οι χαρές που
θα ‘ρθουνε, για κοίτα, κοίτα λίγο!
Σαν ταπεινά
ιπτάμενα πουλιά θα λαβωθούνε
στο σκίρτημα το
ερωτικό, σα βρουν φωλιά να ζεσταθούνε…
Υάκινθος
Κι ήσουνα μόλις δεκαεννιά
με τα σκουρόχρωμα μαλλάκια σου να χύνονται στους ώμους
τα μάτια, σαν τα μεγάλα αστέρια του νοτιά
δυο μαύρα θηλυκά μαργαριτάρια σ’ ένα άσπρο προσωπάκι
να μου μιλούν, να λένε, δίχως να μιλούν
εσύ, εσύ που κουβαλάς ολόκληρη ζωή πάνω στους ώμους
εσύ που ταξιδεύεις, γράφοντας ταξίδια με μαχαίρια
κι ακροπατάς ανάμεσα σε λέξεις πεθαμένες, Εσύ!
του έρωτα μας ξέφυγε αβάσταχτος καημός
κι απ’ την αγάπη η νιότη.
Τώρα πετάνε γαντζωμένα στα φτερά πουλιών, τα μεσημέρια
ιδρώνει το ‘να απ’ τ’ αυτί και κλαίει απ’ τα μάτια
μα δε ρωτάει πόσος έμεινε καιρός για να μαζέψει τα
κομμάτια
και τ’ άλλο μένει πίσω του, να ισιώσει το σκυφτό κορμί
του
και στέλνει γράμματα και ραβασάκια ερωτικά
γεμάτα σχέδια με καρδιές κι άλλες καλλιγραφίες
να μη νιώθει μόνο. Κι ήσουνα μόλις δεκαεννιά…
Απ’ όξω πέρναγε η ταχεία των οκτώμισι
μα εσύ σαν πάντα, αργοπορούσες να τη φτάσεις
έμεινα μόνος στο βαγόνι επιβάτης
κι ούτε που κρίθηκα ένοχος για κάτι
ίσως απλά συνένοχος, γιατί όπως έτρεχε
δεν έπιασα απ’ τα κέρατα την ίδια τη ζωή. Γιατί;
Μου λένε ακόμα τα ματάκια σου ν’ ανοίξω τα ρολά
να μπει τουλάχιστον μι’ αχτίδα ήλιου απ’ το παντζούρι
να ‘ρθει τουλάχιστον το φως απ’ την πανσέληνο
μου λένε τα χειλάκια σου πως θες φιλί
φιλί, που το φιλέψανε μ’ άλλα φιλιά οι φίλοι
φιλί που το φυλάγανε σε χρυσαφιά φαλτσέτα, χρόνους
δεκαεννιά
Μανιάτες, Κρητικοί, Μεσσήνιοι έμποροι
Σαλονικείς και Πειραιώτες ναυτικοί τ’ ανάθρεψαν
κι αυτό μεγάλωσε και γίνηκε τεράστιο φιλί, σαν καραβιού
προπέλα.
Έλα, μη μου ματώνεις, μη μου θυμώνεις, χαμογέλα!
Εγώ σταμάτησα μονάχα να σε δω, γιατί σε βρήκα όμορφη
και στην τιμή μου, δε θ’ αγγίξω ούτε το χέρι σου
- που λόγος για τ’ απόκρυφα σημεία της ψυχής σου; -
Μια χάρη κάνε, σκούπισε τα μάτια σου
δεν ήρθε ακόμα η ώρα, να γεμίσουμε με δάκρυ το ποτάμι
- να σαλπάρουμε -
μπορούμε απλά να τιθασεύσουμε εν’ αγέρα
ή κάποιο ταπεινό υπερατλαντικό πουλί, να μας πετάξει
κι αν πάλι πέσουμε στη θάλασσα
θα ζώσουμε στη μέση μας σωσίβιο, τις χίλιες αναμνήσεις
που τις γεμίσαμε μαρτύριο και πίκρες απ’ τους χρόνους
που λίγο-λίγο κάθε αυγή, κεντούσαμε με δάκρυα
απ’ τους παλιούς μας έρωτες, που προκαλέσαν πόνους.
Κορίτσι έτοιμο να βγει στη ζητιανιά για λίγη αγάπη
κι εγώ ένας πρίγκιπας που ‘χε στα χέρια του χρυσό γοβάκι
να σε ψάχνω. Ακόμα ψάχνω
γιατί δε βρήκα που κοιμίζεις το κορμί σου όταν αφήνεις το
ταξίδι
μήτε στο δρόμο, αν απλώνεις τα κομμάτια των ονείρων σου
σαν πέτρες, να μου φτιάξεις μονοπάτι.
Άκου λοιπόν κι ετούτο για να φύγω
- μπλεχτήκαμε στα παραμύθια -
κι όλη η αλήθεια μοιάζει ψέμα, όπως περνά μπροστά απ’ τα
μάτια σου
όλη η αλήθεια μοιάζει ψέμα, όπως περνά μπροστά απ’ τα
μάτια μου
κι αν θ’ ανταμώσουμε ποτέ, θα ‘ναι τα λόγια μετρημένα
άλφα-ζήτα-μηδέν-επτά-επτά-εννιά-εννιά-μηδέν. Ουδέν…
Υάκινθος
& Υεμένη
Όλη η αλήθεια
μοιάζει ψέμα, όπως περνά μπροστά απ’ τα μάτια σου
όλη η αλήθεια
μοιάζει ψέμα, όπως περνά μπροστά απ’ τα μάτια μου
κι αν θ’
ανταμώσουμε ποτέ, θα ‘ναι τα λόγια μετρημένα…
Αφηγητής
Εγώ ταχυδρόμος. Εσύ
ταχυδρομείς.
Εσύ παραλήπτης. Εγώ πομπός. Εσύ αποδέκτης.
Εγώ λατρεύω. Εσύ
καταρρίπτεις.
Εγώ εργάζομαι.
Εσύ εργάζεσαι. Αυτός εργάζεται.
Μα εγώ σε φιλώ.
Εσύ με προσέχεις.
Εγώ αρχίζω. Εσύ
τελειώνεις.
Εγώ σε κοιτώ.
Εσύ ταξιδεύεις.
Εγώ σε ποθώ. Εσύ
επιλέγεις.
Εσύ επιλέγεις…
Υάκινθος
Στα χέρια μου
κρατώ ένα μικρούλι γραμματάκι
το φύλαγα σα
θησαυρό που ‘χα σκοπό να στείλω
κομμένο και
ραμμένο στην καρδιά σου
με ένδειξη “Express”
και “συστημένο”
το ξέρω, θα
ταξίδευε πιο γλήγορα από μένα
θα έτρεχε, θα
κάλπαζε και θ’ άλλαζε στεριά
πιο γρήγορα απ’
τον άνεμο θα έφτανε για σένα
να τρέξει στα
ματάκια σου ένα δάκρυ από χαρά
στην τσέπη
κάποιου ερωτευμένου ταχυδρόμου
στη θήκη μιας
πολυτελούς αποσκευής
σ’ ένα
αεροδρόμιο, σ’ ένα πλοίο ή ένα τρένο
σε ποιον επόμενο
σταθμό θες να σε βρω;
δυο λέξεις είχα
γράψει μες το φάκελο
- και να ‘μαι,
έπιασα πάλι δουλειά, δουλεύω -
μοιράζω γράμματα
στον κόσμο κι όλο τρέχω
γιατί μ’ αρέσει
να πετώ στον ουρανό
- δυο λέξεις
είχα γράψει, “ Σε αγαπώ”… -
Αφηγητής
Το Αντίο δε το
γιάτρεψε ο χρόνος
και δρόμο τώρα
αλλάζει ο ταχυδρόμος
- αυτό
αποφασίστηκε, εδώ, σε μια νυχτιά
κι η μέρα
κοροϊδεύει τις αιτίες… -
Υεμένη
Στα χέρια μου
κρατώ ένα μικρούλι ραβασάκι
γραμμένο με
μελάνι των φιλιών
το βάψανε τα
μάτια σου με αίμα αυτό τ’ Αντίο
με κόκκινο και
ροζ, το πότισαν τα χείλη σου
αντίο λέμε “γεια
χαρά” σαν αποχωριζόμαστε
σα φίλοι, σα
γνωστοί, σαν ξένοι π’ ανταμώσαμε
- τυχαία όπου
αφήνουμε ελπίδες -
μα η ίδια η ζωή,
μας ρίχνει τις ευθύνες
κι απάνω που
κοντέψαμε το στόχο μας
με μιας κάποιος
εχθρός στήνει παγίδες
αντίο λέμε, σαν
χωρίζουν και τα μάτια μας
και πλέον δεν
υπάρχει άλλος τρόπος ν’ ανταμώσουν
τί κι αν τις
λιγοστές ελπίδες μας ζυγίσαμε
τί λόγια κι αν
αλλάξαμε στα χείλη, τί φιλιά
τί όνειρα κι αν
κάναμε πριν ακουστεί τ’ Αντίο
- αυτό
αποφασίστηκε, εδώ, σε μια νυχτιά
κι η μέρα
κοροϊδεύει τις αιτίες… -
Υάκινθος
Οι τοίχοι θα
βαφόντουσαν στο χρώμα το λευκό, μα τώρα με το πείσμα της
θα τους
ταιριάζει μαύρο, το μαύρο της εκδίκησης και της αδιαφορίας. Αυτό
που αποκόμισα,
στυγνό εγωισμό! Ετούτο το ποτάμι πια δεν έχει γυρισμό.
Μου έρχεται να
σπάσω τα ενθύμια που μάζευα, να σκίσω όλα τα ψεύτικα τα
λόγια της
αγάπης, γιατί σε κάθε εκατοστό υπάρχει το άρωμά της, η σκέψη
της, η δαχτυλιά απ’
το χέρι της και τα τρελά όνειρά της ... Το πάθος της
υπάρχει επάνω
στο κρεβάτι, κι εκεί είναι που τα μάτια μου βαραίνουν και
βουρκώνουν... Κι
η κάθε λέξη που μετρώ απ’ τα ενθύμιά της, πληγώνει
περισσότερο τα
αισθήματα.
Αμέτρητα
αποτσίγαρα, καπνοί στο πέρασμά της, την κάθε μέρα που μετρώ
γερνάω
γρηγορότερα και μοιάζω με μεσήλικα που έχασε το βίος του.
“Με πούλησες”. Αυτό ταιριάζει μόνο για απάντηση
στα χείλη της, σε κάθε
ένα απ’ τα γραπτά της. “Με πούλησες φτηνά για ν’
αγοράσεις μοναξιά...”.
Κι ακόμα βρίσκω ενθύμια,
σκιές του παρελθόντος, εκεί που πάω να ξεχαστώ
απ’ τα πολλά
χαστούκια, το πνεύμα μου ζαλίζεται από τη σκέψη πάλι κι
αρχίζω να τη
σκέφτομαι ξανά όπως και πρώτα...
Η σκέψη της, πάει να με τρελάνει!
Εγώ ο “άρρωστος”
ο αγαπημένος της. Ο αθεράπευτα ερωτευμένος κι
“επικίνδυνος” ο εκφραστής
της ζήλιας ή της αγάπης. Εγώ ο “ποιητής” του
πείσματος και των
εγωισμών της, εγώ ο “διασκεδαστής” του δόλιου μας του
έρμου
συναισθήματος, που περιβάλλομαι ακόμα απ’ τις σκιές αυτού που
απόγινε και
μόχθησα να μην τελειώσει...
Δηλώνω ταπεινά,
πως η αγάπη μου ήταν τόση και πως δεν ήταν ένα
παραμύθι όπως και
τα δικά της. Γιατί όπως με βλέπετε γράφω για τα δεινά
της, που άφηκε επάνω
μου ετούτος ο κυκλώνας
κι αρχίζω να τη
σκέφτομαι ξανά όπως και πρώτα...
Η σκέψη της, πάει να με τρελάνει!
Υάκινθος
& Υεμένη
Κι όλη η αλήθεια
μοιάζει ψέμα, όπως περνά μπροστά απ’ τα μάτια σου
όλη η αλήθεια
μοιάζει ψέμα, όπως περνά μπροστά απ’ τα μάτια μου
κι αν θ’
ανταμώσουμε ποτέ, θα ‘ναι τα λόγια μετρημένα…
Αφηγητής
Το Αντίο δε το
γιάτρεψε ο χρόνος
και δρόμο τώρα
αλλάζει ο ταχυδρόμος…
Υεμένη
Σάββατο βράδυ και
τριγυρνώ στα σοκάκια της πόλης
δεν υπάρχει
ψυχή. Ερημιά
που πήγανε όλοι;
θέλω τσιγάρα,
αναπτήρα, κάτι ν’ ανάβει φωτιές
να πεθαίνει, να
σβήνει, να καίει, να καίγεται
θέλω τσιγάρα και
σπίρτα…
Περιπτερά; Περιπτερά,
μας γράψανε στα πρωτοσέλιδα;
τυλίχθηκαν στις
φλόγες απ’ τον έρωτα
πόσο στοιχίζει η
αγάπη πριν να βγάλει τα φτερά;
Που πήγανε όλοι;
Ερημιά…
και στο καλώδιο
της ΔΕΗ
κουρνιάζουν τώρα
δυο πουλιά!
Είναι αργά, είναι
αργά για δάκρυα κι έρωτα
κοστίζει η σχέση
ακριβά
και η φιλία! Πιο
ακριβά η φιλία
κι η εργασία
πληρώνεται με δίφραγκα…
θέλω μονάχα να
σου δώσω δυο φιλιά
το ένα στο λαιμό
για να κυλήσει
το άλλο στα
δάκτυλα που κρατάνε το τσιγάρο. Να καεί!
Είναι αργά, είναι
αργά για να μιλήσω
πάρε φωτιά, στην
τελευταία ρουφηξιά να σβήσω…
τα σοκάκια της πόλης,
φωτίζονται μ’ άστρα
και δεν υπάρχει
μια διαθέσιμη αγκαλιά
κάπου, κρυμμένη,
φωλιασμένη, παραδομένη
κι απ’ την ηδονή
του πάθους και της νύχτας, καμωμένη;
Υάκινθος
Ερημιά και
μοναξιά παντού απλώνεται σαν κίτρινη μπουγάδα
δεν υπάρχει
επιβάτης στο σταθμό, ούτε ένα πλοίο στο λιμάνι
και η θάλασσα
στρωμένη από χυμό πορτοκαλάδα
σπιρτόκουτα
ανάβουν τις λαμπάδες του επιτάφιου
κατάμαυροι
καπνοί πλανώνται πάνω από την πόλη
κι αυτά που
γράφω τώρα είναι ζεστά
τα λόγια και οι
πράξεις μας ανέδειξαν καυτά απωθημένα
και κρυμμένα στη
φορμόλη
φωτιά στα
σωθικά, στο τζάκι μια παλιά κοινή φωτογραφία
λιωμένο ένα
κερί, λιωμένη κι η ασπρόμαυρη ελπίδα
να ξεφύγουμε στο
αύριο
μου μοιάζει μ’
ένα πένθιμο Ανοιξιάτικο πρωινό
που μαύρη
καταιγίδα ξημερώνει
κι αν σύννεφο δε
βρήκαμε ν’ αφήσουμε καημό
στην πλάτη
ολομόναχοι τον πάμε σα νεκρό
που τάφο δεν του
σκάψαμε να έχει κάποιο λόγο για να υπάρχει
ρεζέρβα ένας
καιρός σ’ ένα Ανοιξιάτικο οικόπεδο
γεμάτο χαμομήλι,
πατημένες πασχαλιές
κι ένα ζευγάρι
αρβύλες του στρατιώτη
- αυτές θα
πάρεις δώρο φεύγοντας απ’ το νεκροταφείο
ως ενθύμιο για
τις ξέγνοιαστες ημέρες μας -
μα τώρα που ο
ήλιος βασιλεύει μια ευχή ρίξε στη θάλασσα
χίλια χρώματα
σου χάρισα κι ακόμα να γυρίσεις απ’ τα ξένα.
- Κι αν ξέχασες
κι εμένα, τι σε διάλεξα; -
πιστή και
αλλοπρόσαλλη, αστείρευτα να δίνεσαι σε μένα
για να ‘χω
κάποιο λόγο να ελπίζω και να υπάρχω
τριγύρω απ’ τα
σκατά να μη βουλιάξω.
Μπροστά σκατά,
πίσω μαστίγια, λόγια με πόνο
φρικτά
βασανιστήρια του μυαλού που με δικάζουν για τις πράξεις μου
και κάτω από τις
σόλες μου, μικρά λιωμένα
σκουληκάκια από
πέρσι, οι αναμνήσεις
ντροπή μου που
δεν έζησα αυτά που λαχταρούσα
μετάνιωσα για
εκείνα που δεν έκανα
κι αν έβρισα ή
έκλαψα κι αν έφτυσα εκεί όπου πατούσα
συγνώμη που
εκδικήθηκα εκείνα που μισούσα
συγχώρα με που
αγάπησα εσένα κι όχι εμένα
- χαιρέτα με που
σου ‘φυγα στα ξένα -
και δρόμο να
γυρίσεις απ’ το θάνατο δεν έφτιαξε ο χάρος
σαν πάρεις τα
μπαγκάζια με τις μνήμες για να φύγεις
με δύναμη, με
σθένος και με ίσιο το κεφάλι
θα μείνω για τα
μάτια σου ένας ξένος...
...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου