Α’ ΠΡΑΞΗ μέρος 4





Αφηγητής
Αστείρευτες στην ομορφιά σας, μαργαρίτες
κι άγρια τριαντάφυλλα του κάμπου, σαν κόκκινες σελίδες
ένα πολύχρωμο μπουκέτο ανθών, σε μια γυναίκα που γιορτάζει
κι αναζητά την ουράνια συντροφικότητα στα αμίλητα ξημερώματα του Παραδείσου
και τα μακάβρια απογεύματα της Κολάσεως.

Εκεί που η ψυχή, μένει να στέκει, κάπου ανάμεσα στο μεταίχμιο
το καθαγιασμένο καθαρτήριο της μακροβιότητάς της
εκεί που η ψυχή δεν έμαθε, να ξεχωρίζει δρόμους με σκαλοπάτια
μήτε νόμους φτιαγμένους στα μέτρα και τα σταθμά των κατακτητών.

Αναγκάστηκε να παραμένει, χρόνια αναποφάσιστη, μετέωρη
υπομένοντας τα φρικτά βασανιστήρια της πανανθρώπινης γκλαμουριάς
όταν κάποιοι αναρωτήθηκαν γοερά, αν υποκρύπτεται δόλος, ζηλοφθονία, έγκλημα πάθους, μοιχεία
κι όταν κάποιοι λογαριάζανε τα χρήματα.

“Πόσα σου δίνω, να την αγοράσω μάγκα μου;”
“Το κορμί μου όσο θέλεις, την ψυχή μου ποτέ!”
Στην ουσία, το βάθος της, φτάνει ίσα μ’ ένα καταπράσινο χωράφι
που απλώνεται στον απέραντο κάμπο, ανάμεσα στις βουνοκορφές
πιο χαμηλά ίσως από το ύψος της θάλασσας, πιο ψηλά
από τον πλησιέστερο πολιτισμό, γεμάτο από κατακόκκινες
πασχαλίτσες που φτερουγίζουν από λουλούδι σε λουλούδι
κι ύστερα ακολουθώντας κατά γράμμα, τη γενετήσια πράξη
τοποθετούν άξιους απογόνους στα καταπράσινα φύλλα.

Παρθένο το χωράφι, απάτητο από πόδι ανθρώπινο
εκεί που συνυπάρχουν αρμονικά, τ’ αγριόχορτα με τις τουλίπες
τα βάτα με τις παπαρούνες, και τ’ άγρια τριαντάφυλλα
με τις λευκές μαργαρίτες, πλημμυρισμένες από πληθυσμούς εντόμων
και πασχαλίτσες με μαύρες βούλες, για να υπάρχει χρωματική αντίθεση.

Αμφιβάλλω αν θα υπήρχε, έστω κι ένας άνθρωπος στον κόσμο
να εκτιμήσει χρηματικά αυτό το τοπίο, που μοιάζει με έργο τέχνης
σαν πίνακας ζωγραφικής, με ανωνύμου Υπερανθρώπου την πατρότητα.

Ας πούμε, πόσο θα μπορούσαμε να πουλήσουμε τις μαργαρίτες
ή πόσο θα στοίχιζαν οι κόκκινες πασχαλίτσες με τις μαύρες βούλες;
Έπειτα είναι και τα βουνά στην άκρη του τοπίου, που αυξάνουν την τιμή
πόσο θα μπορούσαμε να ξεπουλήσουμε, τέσσερα μεγάλα βουνά
ένα στην κάθε άκρη του πίνακα, έτσι που τελικά να κρύβουν
όλη τη μαγεία του έργου, από τον ανθρώπινο οφθαλμό;

Εκεί παρέμενε χρόνια η ψυχή, αναπτύχθηκε παράλληλα με το Σύμπαν
στο χωροχρόνο της θεϊκής μεταβάσεως, από το καθαρτήριο στο απόλυτο
εισπράττοντας απλώς, τα ανεπαίσθητα ζουζουνίσματα των εντόμων
και τα τσαλαπατήματα, από τις μυριάδες κατακόκκινες πασχαλίτσες.

Μας λείπει μόνο η μελωδία, η μουσική είναι βασικός παράγοντας
προκειμένου να συμπληρώσουμε τον πίνακα με αρμονία
θα πρότεινα τους ήχους ενός μουσικού οργάνου, μιας άρπας ίσως
που εκτελεί πιστά τα divertissements for solo harp του Caplet
ή στην καλύτερη των περιπτώσεων, το μελωδικό σάλπισμα τρομπέτας
σαν προάγγελο της δίκαιης συναλλαγής, με τον υποψήφιο κάτοχο.

Και συνάμα, ο διαπεραστικός και βαθύς ήχος της σάλπιγγας
να καρφώνεται σα μαχαίρι στην καρδιά, στο στήθος, στα γόνατα
να ηλεκτρίζει το περιβάλλον, σα γυμνό καλώδιο υψηλής τάσεως
σαν αμαξοστοιχία που τρέχει και συνθλίβει στο διάβα της το κάδρο
από μηχανής Θεός που μ’ έναν κεραυνό του, το καταστρέφει την ίδια στιγμή...

Υάκινθος
Ανοίγω παράθυρο στη νέα αγάπη
κι αυτή η αγάπη είναι διπρόσωπη
αίμα - νερό
δάκρυ - αγκάθι
 θάλασσα - πίκρα
 χαρά και καημός

τί μου ‘χεις τάξει; τί μου ‘χεις τάξει;
σ’ όλα τ’ αστέρια, η καρδιά να πατήσει γερά
κι αγκαλιά με φιλιά, να σταθεί και να κλάψει

τί μου ‘χεις στάξει; τί μου ‘χεις στάξει;
στάλες που γίνονται
άμμος - αστρόσκονη
χώμα - κραυγή
θησαυρό να σκορπίζουν στην πλάση

φύκια στολίδια, το χρώμα ν’ αλλάζουν
τα μάτια να παίρνουνε, το πορφυρό
και στα παλάτια που ‘χεις σχεδιάσει
τα ροδοπέταλα στήνουν χορό

αυτή η αγάπη είναι διπρόσωπη
χάδι σαν άμμος και σκέψη τρεχάτη
λόγια που ζήλεψαν και τα ρολόγια
κι έμεινε ο χρόνος σε μας τους δυο

έλα Οφηλία, κερνώ αμαρτία, ζητώ μουσική
από τα δάχτυλα που όταν φιλώ
κύματα σβήνουνε, το στεναγμό

έλα Οφηλία, κόψε στα τρία τις νότες που σέρνονται
όσο δειλιάζω σε πλησιάζω, πάνω στους ώμους καράβια μετρώ
στρώνω χαλί την καρδιά να περάσουν πολλά “σ’ αγαπώ”

εκείνα που σ’ έφεραν κι είμαι θυσία
λάβα καυτή και φωτιά, αμαρτία τρελή
φέτος τα όνειρα, που ‘χα για εικόνισμα
χύνονται πάνω σ’ ασημένιο κορμί

τί μου ‘χεις τάξει; τί μου ‘χεις τάξει;
δώρο στα βλέφαρα του έρωτα η πράξη
κι είμαστε ήρωες ενός θεάτρου
που στη μαρκίζα ψηλά αναβοσβήνει
“απόψε η αρχή”…

Οφηλία
Στο σκοτεινό μικρό δωμάτιο ανθίζει ένα λουλουδάκι
κάποιος το βάπτισε Αστέρι, αλλά τ’ αστέρια δε τα βλέπει.

Φυλακισμένο παραμένει χρόνια τώρα, όλο κλαίει
και μεγαλώνει από τις στάλες της τρύπιας οροφής
σα ρέουν ελεύθερες απ’ τις σταγόνες της βροχής.

Κάποιος το φώναζε Αστέρι, μα τ’ αστέρια δε τα ξέρει
δεν έχει δει ούτε τον ήλιο, μήτε το φως της χαραυγής
είναι σκυμμένο κι όλο κλαίει, σα τη μιζέρια του όλο λέει
και μοναχό μονολογεί..

Δεν έχει ελπίδες, ούτε οράματα
δεν έχει όνειρα, μήτε αξίες
δεν το ποτίσανε, δε του μιλήσανε
μόνο τα δάκρυα λίγο αν τ’ αγγίξανε
και το χαϊδέψανε λίγο οι μνήμες.

Κάποιος το βάπτισε Αστέρι, μα δε το πλάνεψε ποτέ τ’ αγέρι
στο σκοτεινό μικρό δωμάτιο όπου  τ’ αστέρια δεν τα κοιτά.

Μικρό σκυφτό μου λουλουδάκι, άνοιξε τα πέταλα, φύσα αεράκι
διώξε τη θλίψη του και τη μιζέρια
παρτο μαζί σου και δείξε του τ’ αστέρια.

Στο σκοτεινό μικρό δωματιάκι, λείπει από σήμερα το λουλουδάκι
κάποιος το φώναζε άλλοτε Αστέρι. Τώρα πια λάμπει κάθε νυχτιά…

Υάκινθος
Έλα κοριτσάκι, μην αργείς
ακούω τρένα να σφυρίζουν στους σταθμούς της ζωής
και τις λεωφόρους
πάτα το κουμπάκι της δικτυακής τηλεόρασης

σε κοιτούν απ’ το γυαλί της, τα μάτια μου απορημένα
- τώρα η τεχνολογία προστάζει νέες μεθόδους
απεικόνισης της χρήσιμης πληροφορίας του σώματος -

οι κουκκίδες μωρό μου οι κουκκίδες, φακίδες
μικρούλες συνθέτουν τα μάτια, τα μαλλιά σου, τα χείλη
το λαιμό, το στήθος, τους γοφούς και τις καμπύλες σου

όλα καταγράφονται στα προσωρινά μου αρχεία
στο σπέρμα, ομορφιά μου που μαζεύεται-μαζεύεται-μαζεύεται
και χύνεται-ξεχύνεται γοργά και βιαστικά πάνω στις ρώγες σου

όλα καταγράφονται στις σκέψεις μου
          σε βλέπω-σε αγγίζω-σε ποθώ           
μα η όψη σου είναι γυάλινη
η αφή σου σαν το πέλαγο

σε οσφρίζομαι-σε γεύομαι τρελαίνω τις ορμές σου
σαστίζω με τις λέξεις που κολλούν στα δόντια σου
μαζεύονται-μαζεύονται-μαζεύονται και χύνονται-ξεχύνονται
γοργά και βιαστικά πάνω στις ρώγες σου…

Οφηλία
Μου χτύπησε την πόρτα, αυτός ο όμορφος Θεούλης
αυτός ο ομορφούλης ντε! με τη φαρέτρα του
που ρίχνει τα βελάκια του σ’ ανύποπτες στιγμές
στην κάθε μια καρδιά της οικουμένης.

Συνέβη το μοιραίο μόλις άγγιξα τα χέρια σου
μιαν ώρα που δειλά τα χείλη σμίξαν
θυμάμαι ήταν Άνοιξη. Ω, ναι! Φεβρουάριος, απόγευμα
και πίναμε στο λιόγερμα φιλιά! Αχ, με τρελαίνεις!

Τα λόγια μου απ’ το τρακ πως τρεμοπαίζανε στα χείλη
μα μες την αγκαλιά σου όλα μου πέρασαν
να ξέρεις, είσαι φάρμακο που και νεκρό ανασταίνεις
θυμάσαι πως τα λόγια μου ξεκίνησαν; “με θέλεις;”

Κι εσύ αστέρι μου όμορφο, πνοή απ’ την πνοή μου
αμέσως αποκρίθηκες με μια γλυκιά αγκαλιά σου
τα χέρια μας, λες χόρευαν, σκοπούς Ιταλικούς
και κόλλησε το πρόσωπο, στο πρόσωπο! Μ’ ακούς;

Μου χτύπησε την πόρτα, αυτός ο άπαιχτος Θεούλης
που κάνει όλα τα πλάσματα να νοιάζονται για κάποιον
αυτός που μου σημάδεψε για πάντα την καρδιά σου
γι’ αυτό και η μισή είναι δικιά σου... Μ’ ακούς;;

Υάκινθος
Απόψε συνθέτω μαγεία
στα όνειρα δίνω ουσία, φαιά
στα όνειρα, τα μάτια τα θεία

στα χέρια που τόσο με κράτησαν
στα νύχια που χρόνια με μάτωναν
σε στόμα γιομάτο χημεία

απόψε κρατώ τη μαγεία
σε δική μου μικρή ιστορία
παραμύθι παλιό, σα γλυκιά αμαρτία

τιμόνι της Άνοιξης, πάθος
με γιάτρεψες, μ’ έμαθες
με γέμισες χρόνια εμπειρία

στους ήχους που βρήκα στο δρόμο
στα φύλλα ενός δέντρου που μάτωνα
στων ρόδων το μίσχο, η αγάπη λατρεία

να κόβεται τώρα στα τρία
στα πέντε, στα δέκα κομμάτια
στα χίλια διακόσια είκοσι τρία (1223!)

σου φωνάζω ακόμα. Μ’ ακούς;
μουσική που με πλάνεψες
τραγούδια φεγγάρια, ρυθμών απαρτία

δυο νότες, πεντάγραμμα
ένα, δυο, τρία
οι νότες
οι νότες
οι νότες στρατιώτες

ντιν-νταν, ντιν-ντον
ντιν-νταν, ντιν-ντον
Οφηλία...;

Στ’ αγέρι που τ’ άστρα μετράει
τ’ αέρι, τα χέρια σηκώνει, πετάει
φυσάει βοριάς, ξεφουσκώνει, φυσάει

μικρό μου σπουργίτι σε παίρνει
σε παίρνει η Άνοιξη, φεύγει και πάει
και πάει μακριά κι όλο φεύγει, πετάει

σε παίρνει μαζί του τ’ αγιάζι
το σάπιο παράθυρο μπάζει
σου φωνάζω ακόμα. Μ’ ακούς;

κρυώνω απόψε, παγώνουν τα δάκρυα
κρύσταλλοι, στάλες, δροσιά, υγρασία
ένα, δυο, τρία
οι νότες
οι νότες
οι νότες στρατιώτες

ντιν-νταν, ντιν-ντον
ντιν-νταν, ντιν-ντον

αιώνες προσμένω για να ‘ρθεις
τις λάμπες τα βράδια ν’ ανάψεις
καντήλια, κεριά και λαμπάδες να κάψεις

στο χρώμα , στο χρώμα
της θάλασσας τ’ άσβεστο
γαλάζιο, απέραντο, αιώνιο χρώμα

απόψε συνθέτω μαγεία
γυναίκα, κυρία, μικρή μου Κυρία
δυο νότες, πεντάγραμμα
ένα, δυο, τρία
οι νότες
οι νότες
οι νότες στρατιώτες…

Οφηλία
Ζήτησες να σου γράψω ένα ποίημα
μα δεν ξέρω να γράφω ποιήματα. Μιλάω αλήθειες

κι όλα αυτά που έγραφα κι έγραφα κι έγραφα
τα ‘κλεισα σ’ ένα τσουβάλι και έγραψα απ’ έξω
“στην αγάπη, όταν έρθει, να τα βρει όπως τ’ άφησα”

ντυμένη στα ροζ. Ντυμένο στα ροζ σε περίμενα

μαζί θα διαβάσουμε τα μαθήματα, να περάσουμε την τάξη
“Βασικές αρχές μιας ερωτικής αρμονικής συμβίωσης”
“Πίστη και λατρεία στη ζωή ενός άντρα και μιας γυναίκας”
“Στοιχεία ερωτικών απωθημένων σε μια σεξουαλική σχέση”

μ’ έλιωσες απ’ την πρώτη σου λέξη
σαν παγωτό ξυλάκι με άρωμα τριαντάφυλλο
σ’ ένα παγκάκι της Άνοιξης, το ζεστό Φλεβάρη
δείξε μου τι φοράς κάτω απ’ το κορμί σου
τις νύχτες που κυλάνε τα δάκρυα στα χείλη σου

άσε με ν’ ακουμπήσω τα χέρια
να γιατρέψω τους αλλεπάλληλους οργασμούς σου
τώρα που η ζωή μας ανήκει
τώρα που παίρνουν φωτιά τα όνειρα της ευτυχίας

κι όλα αυτά που έγραφα κι έγραφα κι έγραφα
παρ’ τα, δικά σου είναι, στα χαρίζω με την αγάπη μου
για να μάθεις τι κρύβει το πρόσωπό μου
όταν με φιλάς στα μάτια…

Χορωδία
Θέλω να προσκυνήσω μ’ ένα χλωμό φεγγάρι
όπως βαρούν τα τύμπανα, στους ήχους της καρδιάς
μιας χορωδίας φλόγα, να ‘μαι χορδή που σπάει
κι όλα τ’ αστέρια να ‘χουνε το χρώμα της φωτιάς

θέλω η ζωή να στάζεται, στάλες απ’ τ’ άγγιγμά σου
με τ’ αλμυρά χαστούκια της, δάκρυα να μετράει
όπως τ’ αμπάρια σχίζονται στα μακρινά πελάγη
και τα πανιά κυκλώνουνε το πλοίο και πετάει

απ’ τον πλανήτη που ‘φτασα, τα μάτια σου δεν έχω
κι η μουσική ακούγεται στέρφα μονοκραυγή
φίλα με κι έτσι μίλα με, έλα κι αγάπησέ με
λυσ’ τα μαλλιά σου να ‘ρθουνε άγγελοι και Θεοί

αχ πριγκηπέσσα να ‘νιωθε το βλέμμα σου ο Βαρδάρης
τα μακρινά χιλιόμετρα να ‘ταν μια σπιθαμή
κι απ’ τα φτερά εν’ αγέρι να ‘ρχοταν να σε πάρει
στους μυθικούς ορίζοντες που ‘καμα προσευχή

αχ πριγκηπέσσα γύρεψα το μίσχο των χειλιών σου
λουλούδι μου πανέμορφο, παρθένο μου πουλί
κι αν τη ζωή μου ζήλεψα να δώσω στη ζωή σου
με πλάνεψε ο Έρωτας κι επέστρεψα στη Γη

απ’ τον πλανήτη που ‘φτασα, τα μάτια σου δεν έχω
κι η μουσική ακούγεται στέρφα μονοκραυγή
φίλα με κι έτσι μίλα με, έλα κι αγάπησέ με
λυσ’ τα μαλλιά σου να ‘ρθουνε άγγελοι και Θεοί…

Υάκινθος
Στην ψησταριά έψησα τοστ με μαγιονέζα
με τρίματα βασιλικού το στόλισα, με δυόσμο και κανέλα
γιατί μου είπανε πως καίει αναμνήσεις και το λίπος παραισθήσεων

και δες με πως κατάντησα, σαν άρρωστο σπουργίτι
που πέταγε αμέριμνο ζητώντας συνταγή
να πάρει λίγο δύναμη απ’ τους χυμούς, τα πάθη
το έτερόν του ήμισυ νομίζοντας θα βρει
κι αφού συμφωνηθήκανε τα πάντα για ν’ αρχίσουν
κουμπάροι μπήκαν τα πουλιά και ο παπάς, γατί
παρήγγειλαν τα στέφανα από χρυσό κριάρι
ξεχείλισε κι η μαγιονέζα απ’ το ψωμί.

Ανθρώπους τόσους γνώρισα με κάποια ιστορία
που είχε ο καθένας τους να πει με τη σειρά
τις άκουγα αλληλένδετες, δεμένες μία-μία
και πίστεψα πως έμαθα πολλά

μα μία δεν κατάλαβα, χωρίς αλληλουχία
να σπάζει έναν έρωτα στη μέση κεραυνός
που έπεσε ανέλπιστα σε μέρα εν αιθρία
και έπνιξε τους δύο ο στεναγμός

αλίμονο, το ψέμα είναι γιατρός
κι η αλήθεια μια σκληρή αφετηρία
του τρένου κάποιος έρημος σταθμός
μια άδεια, νεκρωμένη πολιτεία…

Οφηλία
Σταμάτα να μιλάς, πιάνει βροχή
το θρόισμα ν’ ακούσω του ανέμου
τις στάλες της βροχής θα ερωτευτείς
αν δεις με πόσα δάκρυα οι πληγές μου
μετρήθηκαν. Χωρίς να φοβηθείς

η μία στάζει ψέματα, η άλλη υποκρισία
η τρίτη παραπλάνηση κι η τέταρτη ουσία

γιατί είναι κρυμμένη κάθε γλύκα στη ζωή
η αλήθεια φανερώνεται με πόνο και μανία
 - κι αν έρθει η στιγμή για να χορέψουμε μαζί
ομπρέλα να κρατάς στην τρικυμία -

σταμάτα να μιλάς, φυσά τ’ αγέρι
μου παίρνει τα μαλλιά με βία ο άνεμος
μου πήρε την αγάπη με την ίδια ευκολία
και νιώθω πια χαμένη κι απροστάτευτη…

Υάκινθος & Οφηλία
Αλίμονο, το ψέμα είναι γιατρός
κι η αλήθεια μια σκληρή αφετηρία
του τρένου κάποιος έρημος σταθμός
μια άδεια, νεκρωμένη πολιτεία…

Υάκινθος
Και το μόνο φαγητό
μπισκοτάκια στο ντουλάπι, μπισκοτάκια στο ψυγείο
μπισκοτάκια νόστιμα, αναδευμένα στο παγωτό

μπισκοτάκια εύθραυστα, εμπορικά και τυποποιημένα
συνοδευόμενα συνήθως με κηδεμόνα τον χυμό
σε γυαλιστερή συσκευασία, βιομηχανοποιημένα
γιατί χορτάσαμε από τσάμπα έρωτες και τσάμπα μάγκες
γιατί μας κάτσανε σαν πέτρες στο στομάχι οι ενοχές

μπισκοτάκια στο ντουλάπι, μπισκοτάκια στο ψυγείο
μπισκοτάκια νόστιμα, αναδευμένα στο παγωτό

σε γυαλιστερή συσκευασία, βιομηχανοποιημένα
κι είναι το μόνο φαγητό…

Οφηλία
Εκίνησε μικρός και γίνηκε μεγάλος
σα μίκρυνε τα δύσκολα και τα ‘καμε αστεία
κοιτάτε ορμή! του βασιλιά ο γιος
στο χρήμα λέει όχι, στην αγάπη δίνει αξία

και μια και δυο και δεκαδυό, τον βάλαμε για αρχηγό
περπάταγε και κάλπαζε, τον κόσμο όλο άλλαζε
και μια και δυο και δεκατρείς, ποια αγάπη πρίγκιπα να βρεις;
κορίτσι ένα αγάπησες και την καρδιά του ράγισες.
Συνάντησε στα πέρατα, του κόσμου όλα τα τέρατα
με δυο σπαθιά, μ’ ένα λοστό και μ’ ένα ρόδο φυλαχτό
ξεσπάθωσε τα τέρατα, που διέταζαν αγέρωχα
με δυο σπαθιά, μ’ ένα λοστό, τον πήραν όλοι για τρελό

και μια και δυο και δεκαδυό, τον βάλαμε για αρχηγό
περπάταγε και κάλπαζε, τον κόσμο όλο άλλαζε
και μια και δυο και δεκατρείς, ποια αγάπη πρίγκιπα να βρεις;
κορίτσι ένα αγάπησες και την καρδιά του ράγισες

κοιτάτε οργή! του βασιλιά ο γιος
στο χρήμα λέει όχι, στην αγάπη όση-όση

και μια και δυο και δεκαδυό, απέμεινε έρμο κι ορφανό
κι ας σκότωσε τα τέρατα, στου κόσμου όλου τα πέρατα
και μια και δυο και δεκατρείς, αν τύχει φίλε να τον δεις
μην πεις τι κάνει η αγάπη του, παρηγοριά στο δάκρυ του…

Υάκινθος & Οφηλία
Αλίμονο, το ψέμα είναι γιατρός
κι η αλήθεια μια σκληρή αφετηρία
του τρένου κάποιος έρημος σταθμός
μια άδεια, νεκρωμένη πολιτεία…


...


Σχόλια