ΕΙΣΑΓΩΓΗ μέρος 4
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ:
Υάκινθος
Υεμένη
Οφηλία
Αφηγητής
Χορωδία
Υάκινθος
Το μαύρο
παραμύθι μου γεννήθηκε μια νύχτα
σ’ ένα Σεπτέμβρη
σκοτεινό όπως τα παραμύθια
πενήντα-ένα
χρόνια πριν που χάθηκε το φως
η πρώτη λέξη που
έμαθα “σταμάτα και ξεκίνα”
ξεκίνησα με την
αυγή και τέλειωσα τυφλός
να πεις πως
ήμουν άδικος, φτωχός κι αδικημένος
αλήτης ίσως του
έρωτα κι αγύρτης της ψυχής;
αλχημιστής,
φιλόσοφος και ρόδο πικραμένο
στο μνήμα πάνω
γράψτε μου “χαμένος της ζωής”
τα πήρα και τα
σήκωσα, τα γράμματα, τις λέξεις
μετά τα
περιέλουσα με πράγματα δικά μου
από το μίγμα
πρόβαλλε μι’ αγάπη στην καρδιά μου
και να, με
εγκατέλειψε σαν ‘ξώγαμο παιδί
χημεία θέλει ο
έρωτας κι ωραία παραμύθια
μα είναι
αλήθεια, έζησα και πρέπει ν’ ακουμπήσω
να ξαποστάσω
ελαφρά στο χώμα που γεννήθηκα
κι αυτό αν με
χρειάζεται, ε! ας με πάρει πίσω
να προσκυνάω
έμαθα και να ζητώ συγνώμη
συγνώμη όμως
τίμια, για λόγο σοβαρό
όχι αστεία
συγνώμη για κάποιο πρόσφατο
κι αστείο
χωρισμό, όχι!
- ούτε στον
εαυτό μου δε θα το συγχωρούσα -
παρ’ ό,τι είπα
κι έκανα, μ’ αντρίκεια λόγια
ένα μου έμεινε
απωθημένο τόσο
που το μυαλό
ασυναίσθητα, ολοένα, τριγυρνά
σα μεθυσμένο
τόξο
ήταν εκείνο που
έχασα στο τρένο το στερνό
μια στάση ίσως
της ζωής που λέγεται “γυναίκα”
δεν έμαθα, δεν
ξέρω, πως να σας το πω;
- δεν έμαθα πως
ξέφυγε από μένα -
εγώ που όλα
ήθελα, λίγο να τα γευτώ
φεύγω από τώρα,
μη με προλάβουν τα χειρότερα
έτσι, επειδή
ψέλλισα με τόλμη “σ’ αγαπώ”
η πρώτη λέξη που
έμαθα “σταμάτα και ξεκίνα”
η δεύτερη
“μαμά-μπαμπάς” και “φίλος-αδερφός”
η τρίτη λέξη μ’
έκαψε, τη φώναξα “γυναίκα”
με πρόδωσε, με
σκότωσε, με έκοψε στα δυο
πενθώ για το
δικό μου το χαμό, γι’ άλλον κανένα
για το δικό μου
τ’ όνειρο που χώρισε στα δυο
γι’ αυτό μην
κάνετε όνειρα, λαχεία μετρημένα
κληρώνει σ’ έναν
μια φορά και πάει στο καλό
κι οι άλλοι στον
παράδρομο, θυμούνται μια γυναίκα
που όπως και να
την πεις, σκιάζεσαι
φοβάσαι μήπως τ’
όνειρο σε βρει και σε πλακώσει
κερδίζοντας τον λήγοντα
στο τυχερό λαχείο
φτάνει, πολλά
είπα, απλά τυπώστε στο μυαλό
τα χρόνια
μετρημένα, κλείνω τα πενήντα-ένα…
Χορωδία
Επάνω στα
πολύχρωμα ανθάκια της αυλής μου
πλατσούριζε στα
μουλωχτά, στο βιός μου μια ουρά
κι από το
φτέρωμα το γκρι πήρα να ζωγραφίσω
ένα μπουντρούμι,
φυλακή με κίτρινο σκαρί
έκανα σύντομη
ζωή, μα πιο πολλές στερήσεις
κι από παιδί
ταξίδευα χτίζοντας μια ζωή
λάθος που
επιθύμησα άλμπουρο να ‘βρω τύχη
στις πλάτες μου
τα κρίματα, σημαία ένα φιλί
ήταν μι’ αγάπη
χωνευτή κατάχωτη στις φτέρες
που ‘δωκε λόγο η
αφορμή και κίνηκε να ορμήσει
να κατακτήσει
κορυφές πέρα απ’ τη Σαντορίνη
ανάμεσα σε
γάιδαρους και γιοτ της αρπαχτής
έδωκε κι έναν
πήδουλα κι έφτασε τέρμα πάνω
όπου τ’ απέραντο
γαλάζιο δένει μ’ ένα σχοινί
λύθηκαν οι
αγάπες και το ‘πιανε άσπρο πάτο
στου Άη Νικόλα
το στρατί και στο hotel Φανή
επάνω στα
πολύχρωμα ανθάκια της αυλής μου
κείτονται έτσι
απρόσμενα στιχάκια της στιγμής
συνθέτουνε το
παζλ που θες να κατακτήσεις
ε! ράφτα, κάντα ένα πανί
και γίνε ο νικητής…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου