Β’ ΠΡΑΞΗ μέρος 4
Αφηγητής
Σκόνη και μελάνι
με κυκλώνει.
Κάτι δεν πάει
καλά.
Έχω πάθει παράκρουση,
έχω πάθει παράκρουση.
Ακούστε τα
πουλιά που τραγουδούν.
Πεθαίνουν
τραγουδώντας και γλιστρούν πάνω στα καλώδια.
Στρίβω το
νόμισμα για ν’ αλλάξω σελίδα στα περασμένα λόγια.
Έχω γεμίσει ένα
τετράδιο βλακείες
έχω γεμίσει ένα
τετράδιο βλακείες.
Γράφω για μένα
λέξη-λέξη
Έχω κάνει
αίτηση, περιμένω τ’ αποτελέσματα.
Μια ζωή περιμένω.
Περιμένω.
Μια ζωή σε
περίμενα.
Έχω κάνει αίτηση
στο Θεό να με πάρει στην αγκαλιά του.
Περιμένω στη Γη.
Κάθε μέρα
μαγειρεύω πουρέ με τοστ.
Βάζω μέσα τα
ληγμένα κι ύστερα τα αλέθω στο μπλέντερ και τα πίνω λιωμένα.
Γράφω γαλάζια
με γαλάζιο
μελάνι.
σαν τον ουρανό
όταν δεν έχει συννεφιά
και τη θάλασσα
όταν δεν έχει φουρτούνες.
Μια καταγάλανη
θάλασσα παραδίπλα.
Είναι πολλά τα
χιλιόμετρα και λίγο το κουράγιο που έμεινε.
Αγόρασα ένα
δερμάτινο χαρτοφύλακα για τα υλικά της φυγής.
Με τα δώρα σου θ’
αγοράσω το σχοινί.
Κάθε μέρα
περιμένω
κάθε μέρα σε
περιμένω.
Σχίστηκαν οι
χορδές μου να σε φωνάζω.
Κοιτάζω χαμηλά
φαντάζομαι τα
ψηλά
πέφτω στα μαλακά
γίνομαι Περσικό χαλί
ξυρίζομαι μια
φορά τη βδομάδα
δεν μ’ απασχολεί
το αύριο.
Μου μείνανε, ένα
μπουκάλι γάλα
μισό κιλό τυρί
και βούτυρο.
Κουράστηκα να το
φωνάζω.
Οι φίλοι με
ρωτάνε που έχασα το χαμόγελο.
Δε μιλώ πια.
Γράφω για μένα,
όχι για σένα.
Στον απέναντι
λόφο δεν υπάρχει πολιτισμός.
Το εδώ είναι
γύρω από μένα.
Δεν υπάρχει
κανείς να μ’ ακούσει όταν μιλάω.
Σέρνομαι στα
τέσσερα, σε κομμάτια, στις σόλες.
Κανείς δε με
βλέπει.
Περνάει το τρένο
νυστάζω
σφυρίζουν οι
ράγες.
Έχασα την αγάπη
μου
κάτω απ’ τα
κουρασμένα της πόδια.
Τα έπινα
γουλιά-γουλιά και μέθυσα απ’ το γαλάζιο.
Τα ήπια!
Βυθίζεσαι μέσα
τους
κολυμπάς με τις
ώρες.
Για μένα, όχι
για σένα.
Έγινα κόκκινος,
μπλε, φούξιας.
Έγινα πράσινος,
ωχρός κι έμεινα μαύρος.
Ήρθα κι έκατσα
πάνω στο χαλάκι του μπάνιου σου.
Με όποιο χρώμα
και να σε ζωγραφίσω, θα κλάψω.
Γράφω για μένα.
Πίνω το μαύρο κι
ατενίζω τα γαλάζια μου όνειρα.
Καπνίζω μπλε
τσιγάρα κι έχουν μακρύνει τα μαλλιά μου.
Στην από κάτω
είναι η ζωή.
Σκόρπια λόγια
γεμάτα πιτυρίδα
και ξηροδερμία στο βάθος των μαλλιών μου.
Το θηλυκό σου
άρωμα δεμένο στο μανίκι μου.
Ήπια κρασί και
τώρα μέθυσα.
Ξερνάω απ’ την
αρρώστια.
Θαυμαστικά
γεμάτη η ατζέντα μου.
Σελίδες
ξεσκισμένες η ζωή μου.
Μελάνι θαλασσί
και πάνω στα βιβλία μου.
Στις άκρες
χρωματίζω τα πουλιά και ζωγραφίζω καράβια.
Μένει ν’
αποκοιμηθώ στο πλάι σου, στις άκρες...
Υάκινθος
Βαραίνει μια
μελαγχολία την καμπούρα τέτοια
που δεν αρκεί
για να σηκώσω κι άλλο βήμα
απόγιναν απ’ την
απελπισία τα χαμένα
κι αχαριστία
εισέπραξα και σπάραξε η φωνή
μιλώντας μπάσα που
οι λέξεις μου προδίδουν
μια ταπεινή
χιλιοειπωμένη ιστορία
όπου βαρέθηκα με
σπρέι να τη γράφω
για ν’ αποδείξω
της αγάπης τα πρωτεία
τώρα μουγκός κι
άλλες φορές σα βραχνιασμένος βάτραχος
που όταν τον
φίλεψαν, γίνηκε πρίγκιπας
λίγο πιο έξω απ’
τη Βαγδάτη
μένω σκυφτός,
αναστενάρης χορευτής στο πάτωμα
που σε αναμμένα
κάρβουνα ξερνάει το ρεσιτάλ του
αν θα τ’ αντέξω
ως το τέλος, θα ‘ναι απ’ την τύχη ορισμένο
αφού κι η ελπίδα
μ’ εγκατέλειψε, πεθαίνοντας μισή.
Βροχή κι απόψε
στο θολωμένο μου το τζάμι
- κάποτε θόλωναν
τα τζάμια, αναστεναγμοί -
λειψή κι η
τσέπη, τρύπια κι άδεια όπως πάντα
λειψή η καλοσύνη
κι η ευγένεια
- γαμώ το κέρατό
μου! -
το μερτικό μου
το ξεπούλησα για ν’ αποδείξω την αγάπη
και μου
ανταποδόθηκε με χρόνους μοναξιάς
τώρα μουγκός κι
άλλες φορές σα βραχνιασμένος βάτραχος
που όταν τον
φίλεψαν, γίνηκε πρίγκιπας
λίγο πιο έξω απ’
τη Βαγδάτη
κι άλλες φορές
σαν πεινασμένος τυχοδιώχτης
ν’ απομυζώ ένα
ψίχουλο σαν κάποιο χαρτζιλίκι
για τους κόπους
μου.
Εκείνη η ζωή που
είχαμε μάθει να τη ζούμε
μες απ’ τα χέρια
μας τη χάσαμε, σαν ταξιδιάρικο πουλί
και όσα χτίζαμε
σαν άλλοι Φαρισαίοι
να καταρρέουνε
σαν πύργοι λίγο-λίγο την αυγή
κι αφού η ελπίδα
απέθανε που φώλιαζε μισή
αν θα αντέξει ως
το τέλος θα ‘ναι απ’ την τύχη ορισμένο
μισή κι η τσέπη,
τρύπια κι άδεια
το μερτικό μου
το ξεπούλησα για ν’ αγοράσω τη ζωή…
Αφηγητής
Άκουσα, λένε
γέροντα το χρόνο π’ αναχωρεί
κι εγώ έτσι τον
φώναξα, νομίζοντάς το αλήθεια
μα εκείνος το
μπαστούνι του, χωρίς να το σκεφτεί
το σήκωσε ψηλά και
μου το έχωσε στο στόμα…
Υεμένη
Μεσάνυχτα και με
ξυπνά ο ήχος μιας φωνής
και με ρωτά επίμονα
“Τί κάνω και ποια είμαι”
απάντηση δε
σκέφτηκα, συγχώρα με αλλά
απ’ τη ζωή μου έμαθα
να ‘χω κλειστό το στόμα
και να τ’ ανοίγω
μόνο για να πω με μια γουλιά
τα λόγια μου ορθά,
κοφτά, σοφά και μετρημένα
απάντηση δε
σκέφτηκα και φώναξα “Αμάν”
μέσα στη ζάλη στ’
όνειρο σε καρτερώ ακόμα
Χριστούγεννα δε
γνώρισα, μήτε Πρωτοχρονιά
μήτε κι εφέτος,
πέρυσι, τα τελευταία χρόνια
δε γνώρισα άλλη
ψυχή, αγάπη να με πει
αγαπημένη,
σύντροφο, αμόρε πλάι στο στρώμα
μονάχα εσένα που
έφτασες στα χείλη του γκρεμού
και από εκεί μ’ ανέβασες
στου ουρανού το δώμα
στα σύννεφα με
πέταγες τέλη Καλοκαιριού
που θύμιζε
Χριστούγεννα γλυκά κι ονειρεμένα
συγχώρα με αλλά
κι απόψε με ξυπνά κάποια φωνή
και μοιάζει να ‘ναι
η φωνή απ’ το δικό σου στόμα
- φωνές ακούω
ταχτικά και το έψαξα πολύ -
μ’ αναρωτιέμαι αν
πέθανα ή αν θέλω νοσοκόμα…
Υάκινθος
Τα χείλη που με
μάγεψαν σαν τότε τα ζητώ
απ’ το Θεό σα
φάρμακο ευλογημένα είναι
γιατί όσο με
φιλέψανε μεθυστικό πιοτό
τίποτα δε μ’ ενόχλησε,
μονάχα μια γκαρσόνα
που έκρυψε στα
χέρια μου τον λογαριασμό
το αντίο αυτό
πληρώνουμε του κόσμου οι πονεμένοι
οι πικραμένοι,
οι δύστυχοι που χάσανε καιρό
ψάχνοντας την αγάπη
τους, σε μέρα ξεχασμένη
οι ξεγραμμένοι
στ’ όνειρο που σχίστηκε στα δυο
γιατί κάθε ωραία
αρχή κρύβει κι ένα φινάλε
που ίσως πονάει πιο
πολύ κι από πληγή ανοιχτή
που ο χρόνος δε τη
γιάτρεψε, μηδέ το Καλοκαίρι
που πέρασε, που
χάθηκε και πίσω δε θα ‘ρθει
μη με ρωτάς για να
σου πω τί με πονάει ακόμα
τα μάτια μου
πρηστήκανε, κοκκίνισε ο ντουνιάς
το δάκρυ πως να
στέρευε; Ποτάμι ρέει στο χώμα
ούτε αν με τρώει
η έγνοια πως ακόμα μ’ αγαπάς
γιατί τα χρόνια
που έλειπες τα μέτρησα για αιώνα
και γέρασε το σώμα
μου. Πού είσαι, με κρατάς;
κρατάς
φωτογραφίες στην καρδιά αντί για μένα
μα λείπει απ’ τα
χέρια σου η σάρκα και τα οστά
η αγκαλιά σου αδειανή,
σα μια νεκρή χελώνα
που το καβούκι της
κενό προσφέρει ζεστασιά
χωρίς να υπάρχει
μια ψυχή μέσα να τη ζεστάνει
χωρίς να υπάρχει
η αγάπη μας! Αντίο, είμαι καλά…
Οφηλία
Βρέχει απόψε
ραγισμένες αγαπούλες
καρδούλες
κόκκινες, σπασμένες απ’ το χρόνο
κορμιά ανέγγιχτα
που πόθησαν κορμί
φιλί που πόθησαν
τα χείλη και που στέρεψε
κι εγώ εδώ,
στημένη σ’ άστατη γωνιά
που άμα τη
φυσήξει ο αγέρας, θα τουμπάρω
στον τάφο μου να
γράψετε με χρυσαφί μπογιά
“κείτεται εδώ αθάνατη,
αλλά δυστυχισμένη
όταν την
σκέφτεται η πρώιμή του αγάπη”
- βρέχει ο Θεός απόψε,
κόκκινα γαρίφαλα -
αλήθεια, τί
λουλούδια ρίχνουνε στα μνήματα
και με τί
χρώματα στολίζουν τους νεκρούς;
τις πεθαμένες
στον καιρό αγάπες, ποιος τις κρύβει
ποιος τις θυμάται
και τις μελετά
όταν επέρχεται το
αύριο;
- βρέχει απόψε
κομματάκια από καρδούλες -
αλήθεια, με τί
κίνητρα πυροβολούν τα θύματα
που πέσανε στον έρωτα
κι εξαϋλώθηκαν;
όταν πεθάνει, πείτε
μου, μι’ αγάπη όπως είπαν
πού χάνονται δυο
δίδυμες ψυχές που προδοθήκαν;
χάνονται πάνω από
τα σύννεφα, όπως προείχαν
για όσα
σφραγιστά τα χείλη μας κρατούσαν μυστικό;
Υάκινθος
Τραβάς κουπί σε
μια ληγμένη ιστορία
κι είμαι η βάρκα
που τη λένε προδοσία
κυλώ στις φλέβες
σου
μέσα στο αίμα
σου κυκλοφορώ και χάνομαι
μα πλέον μ’ ένα
βήμα του κορμιού σου
δεν μπορείς να
με τελειώσεις
οι μπότες
νούμερο τριάντα-εννιά θα μείνουν φυλαγμένες
στο κουτί της
βιβλιοθήκης σου, πιο δίπλα απ’ τη χημεία
τις φόρεσες και
πάτησες μια νύχτα στην ψυχή μου
κι ήρθες μετά να
παραδώσεις εργασίες διανυσμάτων
χρωστάς κι ένα
σου μάθημα στον πληγωμένο εγωισμό
κι ένα γραπτό
διαγώνισμα στη φυσιολογία του έρωτα
τραβάς κουπί σε
κάποια θάλασσα που λέγεται επιστροφή
στεριά δεν έχει
ο λογισμός για να πατήσεις
- κυλώ στο αίμα
σου κι είμαι κομμάτι του κορμιού σου -
φεύγω όπως ήρθα
κάποια νύχτα με πανσέληνο
και δε χαρίζω
ούτε συγνώμη σε κανέναν
κι όσο στα μάτια
με κοιτάς, μην απορείς
φεύγω όπως ήρθα
κι είναι αδύνατο να μου αλλάξεις γνώμη…
Οφηλία
Πουλί της Γης και
της δροσιάς
πουλί βρεγμένο,
βροχερό
στείλε μια ευχή
κι ένα καθάριο
μερτικό στον θαλασσοπνιγμένο
που όσο απ’ το
μαλλί του πιάστηκε να μακροημερεύσει
κατέπεσε σε
ξερατά και οσμίστηκε διχόνοια
κάποιοι λίγοι
τον εκλάψανε που του ‘φυγαν τα χρόνια
ενώ άλλοι
γελούσανε που απέμεινε ορφανός
τόσο που
πρήστηκαν οι αμυγδαλές μου να φωνάζω
πουλί της Γης
και της δροσιάς
πουλί της δόλιας
λευτεριάς και της ανάγκης
γαμήσου πια ..!
Δε θα ‘ρθεις…
Υάκινθος
Απέθανα
περμένοντας τα χείλη σου
τα σεβαστά
μουνόχειλά σου
στο ύψος του
δυσθεώρητου, σεμνότυφου
της κλειτορίδας
σου.
Εισπνέοντας
καρκίνο και καπνό
προδόθηκα και
ήπια πίσσα για νερό
κάηκα κι
αναστήθηκα
και για κρασί
ήπια απ’ τον κρίνο.
Σου χάιδευα τα
μεταξένια σου μαλλιά
που απλώνονταν
στη θάλασσα.
Η πρώτη μας νυχτιά,
μακριά απ’ το σπίτι...
Κι ύστερα
ξύπναγες στο πλάι μου
σε γαλανή
αμμουδιά
ώρες αλήτισσες
μας κέρναγαν γλυκόπιοτο κρασί
και της αγάπης
μέλι.
Πνιγήκαμε απ’ τα
φιλιά στα χείλη
βούλιαξε το
πλοίο μας.
Κι εγώ ανεβαίνω,
ανεβαίνω
ανεβαίνουμε
μαζί, δίχως εσένα Υεμένη...
Υεμένη
Πέρασε η ώρα και
σ’ αυτή τη ζωή
δε χωρά ο
Παράδεισος.
Τελευταία γραμμή
στον αγέρα
πιο πέρα, πιο
πέρα, πέτα πιο πέρα.
Στο τώρα, στο
παντού, στο μετά, να κρεμάσεις ανταύγεια.
Ένα βήμα πιο
πέρα, πιο πέρα, πιο πέρα
σήμανε το τέλος
μας. Τουφεκιά στον αγέρα!
Κι ούτε κουβέντα
στα χείλη, νωπά τα φιλιά
μέρα με τη μέρα
δίχως ευθύνες κι
ανάγκες πουθενά
πέντε κορδέλες
κρεμασμένες σα σφαίρα.
Λέξεις στο
χαρτί, τυπωμένες στα μάτια
κι η ψυχή σε
κομμάτια, στο μουντό πρωινό.
Έστω κάποια
φορά, τελευταία, σπουδαία
πως μπορώ να σου
πω, πως αλλιώς σ’ αγαπώ;
Σε λευκό νυφικό,
ασπρισμένες βεράντες με θέα…
Οφηλία
Τσιλιμπουρδήσαμε
σε ολομόναχους καιρούς
κι
αφουγκραστήκαμε της ερημιάς τον χτύπο
γιατί όσα
θελήσαμε να πάρουμε προικώα
τα πρόλαβαν τ’
αρπακτικά νωρίς να τα γευτούν
εκείνοι βλέπεις
είχαν προνοήσει την συντέλεια
και σκόπευαν να’
ναι μακρόχρονη η ζωή τους
γι’ αυτό και
ποδοπάτησαν, λεηλάτησαν ατύχους
που βρέθηκαν στο
δρόμο τους να τους απομυζούν
σε μόνους
καιρούς τους γυρίζω την πλάτη
κι αυτόματα
τρέφομαι από μπάσους ψαλμούς
αφού στην αγάπη
δε βρήκα στεφάνι
γαβγίζοντας
δένομαι με σάπιους λυγμούς
είναι που
ξεπουλήσαμε φθηνά όλο το βιός μας
για ν’
αρμενίζουν άλλοι στα δικά μας ιερά
κι εκείνα που
πιστεύαμε πως είχανε αξία
λεηλατήθηκαν
διαβαίνοντας της πόλης τα σκυλιά
βλέπεις εδώ δε
μου χρειάστηκε ‘γαμίδια’ ν’ αναφέρω
γιατί είναι μόνα
τους τόσο γαμίδια όλα!
είναι οι καιροί
τόσο πισώπλατοι σα δήμιοι, αδίστακτοι
κι ώσπου να
φτάσει το πρωί τα χάνεις όλα…
Αφηγητής
Άλλαξα μόνο το τετράδιο των σκέψεών μου κι όχι τη ζωή.
Τη ζωή δε μπορείς να την αλλάξεις
σε αλλάζει εκείνη όποτε το θελήσει
γιατί μοιάζει με γυναίκα που σε κουμαντάρει, σα τη
θάλασσα
που σε παρασύρει, πότε στ’ αφρισμένα κύματα και πότε στο
βυθό της.
Η ζωή μας, ένα μπουκάλι με πετρέλαιο
που το πίνουμε γουλιά-γουλιά τις νύχτες , με πασατέμπο.
Στάλα τη στάλα το πίνουμε στο μπαλκόνι μονάχοι
κοιτάζοντας τα νυχτοπούλια στο ύπαιθρο
κι ύστερα δίνουμε μια με τον αναπτήρα
και του βάζουμε φωτιά να γίνει πυροτέχνημα.
Η ζωή μας είναι ένα ρέμα δίχως τρεχούμενο νερό
ένα ξερό ποτάμι είναι η ζωή που τρέχει ο αγέρας
εκεί που κατουράνε ζώα είναι η ψυχή μας
κι εκεί που αυτοκτονούνε οι αυτόχειρες παρθένοι
εκεί που μόλις πέσει ο ήλιος ανάποδα
μαζεύονται τα σκουπιδιάρικα αντάμα
με τ’ αποφάγια απ’ τα πλουσιόσπιτα των Αθηνών.
Εκεί κοιμόμαστε και ξυπνάμε κι ονειρευόμαστε
εκεί μαθαίνουμε για τον έρωτα, μέσα σε γκρεμούς
που με την πρώτη στραβοτιμονιά μας φεύγει το τιμόνι
απ’ τα χέρια και πέφτουμε, ολοένα πέφτουμε…
Η ζωή μας είναι ένα δυστύχημα με το αυτοκίνητο
που καρφώνεται απάνω σε μια μάντρα με περικοκλάδες
που καρφώνεται στα σίδερα της Εθνικής.
Μέσα στα αίματα είναι πάντα η ζωή μας
σε διαδρόμους νοσοκομείων ανάμεσα στα ράντζα
και σε ορούς καρφωμένους στα χέρια ερωτευμένων.
Μια σφαίρα είναι η ζωή μας που πετάγεται τη νύχτα
από ‘να όπλο και σφηνώνεται στον εγκέφαλο
κι άλλες φορές ένα πιάτο δηλητήριο
γαρνιρισμένο με sauce από χάπια για τα νεύρα
και καθαρό οινόπνευμα.
Ένα κρεβάτι από πάγο ειν’ η ζωή μας, τις μέρες
που κάθε τόσο λιώνει στάλα τη στάλα
στο πήγαινε-έλα, όπως λιώνουν οι σόλες μας
σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι, φαρμακείο για τα χάπια
δουλειά για την αποτοξίνωση, σπίτι…
Για τον γαμημένο τον ύπνο μας μπροστά στην tv
ένα σπίρτο κι η αγάπη μας, που πήρε φωτιά
- έλα σβήστο! Θέλω να κοιμηθούμε –
Υάκινθος
Χτυπούν
χαρμόσυνα οι καμπάνες, ελάτε στη γιορτή
γίνεται γάμος
σήμερα και έχει απαρτία.
Οι συγγενείς
κοιτάζονται με μάτια γουρλωμένα
μα πίσω απ’ το
χαμόγελο, τί τάχα;
η ζήλια κρύβεται
ολοένα κι η κακία.
Τριγύρω οι παράνυφοι
μοιράζουν μπομπονιέρες
- ελάτε κύριε,
μη στέκεστε, πάρτε κουφέτα! -
- και στα δικά
σας, και στα δικά σας, να ζήσετε! -
Έστησε ο χάρος
παγανιά στο γλέντι
μα στα μισά της
εκκλησιάς παραφυλάει στη γωνία.
Οι συγγενείς
χαμογελούν μα είναι στ’ αλήθεια ξένοι
κι η νύφη
ανεβαίνει ασπροντυμένη…
Για δες,
παντρεύονται στην εκκλησιά οι ερωτευμένοι
μα είναι στο
βάθος της καρδιάς τους χωρισμένοι
αφού κανείς δεν
έμαθε, αγάπη τι θα πει…
Υεμένη
Είναι η αρρώστια της ψυχής μία λεπτή ισορροπία
άλλος πηδάει ρεματιές κι άλλος τις αποφεύγει.
Κι εμείς, πότε θα φάμε τα κουφέτα μάτια μου;
Η σοκολάτα άσπρισε και μοιάζει στα μαλλιά μου
κι όσο περνά ο καιρός, θα καταριέμαι την ορφάνια μου…
Υάκινθος
Παράγγειλα τα στέφανα και μαύρο δακτυλίδι
- σου το ‘πα! Ο χάρος περιμένει στη γωνία -
για νυφικό ένα πένθιμο ριχτάρι από βελούδο.
Τί να κρατάς φυλακισμένη την αγάπη σου;
Ρίχτη στον άνεμο να φύγει με μανία
να σκορπιστεί το ριζικό στα σκαλοπάτια μου.
Παράγγειλα τα στέφανα και μαύρο δακτυλίδι.
Σύρε και βρες τη μάγισσα που σου ‘φτιαξε την προίκα
κι έλα μετά μεσάνυχτα σε ‘κείνο το ξωκκλήσι
κι από τα βάθη δύο ανήμπορων καρδιών
που ξέρεις; - Ίσως η αγάπη να καρπίσει -
Θα σου τα στείλω με το πρώτο καρδιοχτύπι, στην αυλή
και με το δεύτερο που θα ‘ρθει απ’ το κορμί σου
θα έρθω να σε κλέψω απ’ τη μοίρα σου…
Υεμένη
Οι συγγενείς κοιτάζονται με μάτια γουρλωμένα
και πίσω απ’ το χαμόγελο, τί τάχα;
η ζήλια κρύβεται ολοένα κι η κακία.
Για δες, παντρεύονται στην εκκλησιά οι ερωτευμένοι
μα είναι στο βάθος της καρδιάς τους χωρισμένοι
αφού κανείς δεν έμαθε, αγάπη τι θα πει…
Υάκινθος
& Υεμένη
Έστησε ο χάρος παγανιά στο γλέντι
στα μεθυσμένα μάτια τους ανάβει πυρκαγιές
- ελάτε κύριε, μη στέκεστε, πάρτε κουφέτα! –
Κι εμείς, πότε θα φάμε τα κουφέτα μάτια μου;
Η σοκολάτα άσπρισε και μοιάζει στα μαλλιά μου
κι όσο περνά ο καιρός, θα καταριέμαι την ορφάνια μου…
Υάκινθος
Είναι η αρρώστια της ψυχής μία λεπτή ισορροπία
άλλος πηδάει ρεματιές κι άλλος τις αποφεύγει.
Σ’ ένα δωμάτιο σκοτεινό, τί σε κρατά κλεισμένη;
Φυλακισμένη απ’ τον κόσμο π’ απαρνήθηκες;
Τη νύφη ψάχνω. Ω! τι χαρά, είναι η δική μου αγαπημένη…
Αφηγητής
Το μελάνι που χρησιμοποίησα για να καταγράψω
όλα τα παραπάνω, είναι κατάμαυρο...
Αναρωτιέμαι, μήπως το στιλό μου γράφει
με το χρώμα της ψυχής. Κ Α Τ Α Μ Α Υ Ρ Ο !
Υεμένη
Ήρθαν στιγμές που με ρωτούσες αν υπάρχω
και απορούσες αν ήμουν μία εικόνα ακόμα
λαθρεπιβάτες σ’ ένα όνειρο που τέλειωσε
αγκαλιασμένοι σ’ ένα μουσκεμένο στρώμα
και με τσιμπούσες με λαχτάρα στο λαιμό
με τα φιλιά να καίνε χρόνια
κλέβοντας μόνο δυο ανάσες τελευταίες
να τις έχεις να πορεύεσαι
μόνο τα δάκρυα μαρτυράνε πως υπήρξες
- τί κι αν σ’ αισθάνομαι κοντά
τί κι αν τα χείλη σου φιλώ σαν πρώτα; -
λαθρεπιβάτες σ’ ένα όνειρο που τέλειωσε
ξένα καλώδια ανάμεσά μας, μπλέχτηκαν
κι ανάβουνε φωτιά
να κάψουν κάθε ανάμνησή μας που τη νιώσαμε
μέσα στο τρένο, έρημοι εμείς, της συμφοράς
λίμνες τα δάκρυα
και κοίτα πως παγώσανε στο κρύο
ήρθες και έφυγες, θαρρώ σε μια νυχτιά
με τα κορμιά μας ξαναμμένα σ’ ένα πάθος
με το μυαλό και την καρδιά να έχει μάθει
τι στοιχίζει ένα λάθος
κι είναι της μοίρας το γραμμένο
πως το τρένο δε θα φτάσει πουθενά
λιώμα η αγάπη, σ’ ένα πάτωμα γερμένη
να μετράει τα λεπτά
κι οι νύχτες όλες μαζεμένες μία-μία
να γυρεύουνε αντίδοτο στο κλάμα…
Υάκινθος
Η ζωή μου είναι μια μπάλα που όλο τρέχει
κάποιοι βρέθηκαν στο δρόμο και την κλώτσησαν
οι πληγές μου πόσο μάτωσαν, δε ρώτησαν
κι η ψυχή μου, αν τους βαστά κι αν τους αντέχει
περιθώρια δεν υπάρχουν για μπαλώματα
πήρα προίκα απ’ την πίκρα τα διπλώματα
κι όλο τρέχω και γυρνώ στις κατηφόρες
ένα μέρος να πλαγιάσω ψάχνω ώρες
φαίνεται πως ξέχασες τ’ αγέρι στα μαλλιά
τις Κυριακές που άλειφε τα χείλη η δροσιά
ο ήλιος μοσχοβόλαγε τ’ αγέννητα φιλιά σου
και στων ματιών τις άκρες κυλούσε η πεθυμιά
φαίνεται πως χάθηκα για πάντα απ’ τη θωριά σου
τα χέρια μου ζωγράφισαν ρόδινα τα φτερά σου
απ’ όπου κι αν περάσαμε, τα χνάρια μας ζεστά
τη χαραυγή που σ’ έντυσα λευκόχρυσα φιλιά
η ζωή μου είναι μια μπάλα που όλο τρέχει
κάποιοι βρέθηκαν στο δρόμο και την άρπαξαν
τα όνειρά μου πόσο ράγισαν, δεν άργησαν
κι η ψυχή μου ένα χαλί στα καθωσπρέπει…
Χορωδία
Μονάχος μου περίμενα στη στάση
του τρένου, γύρω άδεια η αποβάθρα
και ξάφνου μια κοπέλα πλησιάζει
- τί κάνεις παλικάρι; τί χαμπάρια; -
Ρωτούσε μες τα μάτια μου, το βλέμμα
λες κι έψαχνε να βρει τον εαυτό της
του κόσμου είχε έρθει η συντέλεια
τον φίλο είχε χάσει κι άνθρωπό της.
Λαχτάρησα τα στήθη, τα μαλλιά της
το θείο της κορμί, της τύχης ζάρια
με έρωτα πληγώθηκε η καρδιά της
- ποτέ πια παλικάρι άλλα χάδια -
Κρατούσε το τηλέφωνο στα χέρια
το πέταξε με βία στα δικά μου
ξεκλείδωσε αγόρι μου τ’ αστέρια
μα πρώτα απαθανάτησ’ τη ματιά μου.
Τα δάκρυα θολά στα βλέφαρά της
κρυστάλλινα διαμάντια σκορπισμένα
με πείσμα είχε σκοτώσει τα όνειρά της
- ποτέ πια παλικάρι μου άλλο ψέμα -
Κι ερχότανε το τρένο κι ολοένα
πλησίαζε στην άδεια αποβάθρα
σφιγμένα τα φιλιά της κερασμένα
μα χάρισε στα χείλη μου δυο άστρα
Αμέσως φεύγει τώρα από κοντά μου
την είδα να πετάγεται στις ράγες
- αλίμονο, μα τί έζησες καρδιά μου;
σε σκότωσαν του κόσμου οι φονιάδες; -
Υάκινθος
Κοίταζα την ώρα, προσπερνούσες
σερβίριζες κρασί της ευτυχίας
στα μάτια μου με έρωτα μιλούσες
το βλέμμα μιας αιώνιας προσδοκίας.
Παράγγειλα ζωή απ’ τη ζωή σου
φιλί, πάνω στα χείλη μου να γιάνω
με ρώτησες ‘‘τι θέλω παραπάνω’’
μια στάλα απ’ τα βάθη της ψυχής σου.
Τί μέρα είναι αυτή που με δικάζει;
το χρόνο σταματά σ’ ένα τραπέζι
αφήνει την καρδιά μόνη να παίζει
κομπάρσο σ’ ένα βαλς που πλησιάζει.
Μα στάθηκα στην έξοδο του ονείρου
απόψε που σκορπίζεται η μαγεία
κλειδώνει τα συρτάρια ενός γραφείου
μαζεύει όλα τ’ αγκάθια η ευτυχία.
Τα μάτια μες τα μάτια μου, κολλούσες
και μοίραζες ποτά και ελιξίρια
αγάπη αν ήπια, νιώθω να ρωτούσες
τ’ αστέρια, ανεκτίμητα στολίδια.
Μια νότα να ‘χα ακόμα απ’ τη φωνή σου
κρυφή, σα φυλακτό για τα ταξίδια
προσκύνησα τα χνάρια της ψυχής σου
πνοές ζωγραφισμένες σε ποτήρια…
Υεμένη
Ήρθαν στιγμές που με ρωτούσες αν υπάρχω
και απορούσες αν ήμουν μία εικόνα ακόμα
λαθρεπιβάτες σ’ ένα όνειρο που τέλειωσε
αγκαλιασμένοι σ’ ένα μουσκεμένο στρώμα
και με τσιμπούσες με λαχτάρα στο λαιμό
με τα φιλιά να καίνε χρόνια…
Υάκινθος
Μόνο τα δάκρυα μαρτυράνε πως υπήρξες
- τί κι αν σ’ αισθάνομαι κοντά
τί κι αν τα χείλη σου φιλώ σαν πρώτα; -
Λαθρεπιβάτες σ’ ένα όνειρο που τέλειωσε
- η Αγάπη -
ξένα καλώδια ανάμεσά μας, μπλέχτηκαν
κι ανάβουνε φωτιά
να κάψουν κάθε ανάμνησή μας που τη νιώσαμε
μέσα στο τρένο, έρημοι εμείς, της συμφοράς
λίμνες τα δάκρυα
και κοίτα πως παγώσανε στο κρύο
ήρθες και έφυγες, θαρρώ σε μια νυχτιά
με τα κορμιά μας ξαναμμένα σ’ ένα πάθος
με το μυαλό και την καρδιά να έχει μάθει
τι στοιχίζει ένα λάθος…
Υάκινθος
& Υεμένη
Κι είναι της μοίρας το γραμμένο
πως το τρένο δε θα φτάσει πουθενά
λιώμα η αγάπη, σ’ ένα πάτωμα γερμένη
να μετράει τα λεπτά
κι οι νύχτες όλες μαζεμένες μία-μία
να γυρεύουνε αντίδοτο στο κλάμα…
Αφηγητής
Τα μάτια της δε μ’ είδανε ούτε στάλα
κοιτούσε λες, αμήχανα τις θέσεις
γεμάτο το βαγόνι μ’ επιβάτες
επόμενος σταθμός, οι έρωτές της.
Στα μάτια της τα θεία, δυο καθρέπτες
καθρέπτιζαν, τη γλύκα της ψυχής της
τα μαύρα της μαλλιά πλημμυρισμένα
το μαύρο παντελόνι μ’ ετικέτες.
Μονάχα να ξανάβλεπα τα μάτια
μια στάλα να της μίλαγα στα χείλη
από έρωτος αγκάλη, ξεπεσμένος
κι ας μου έγνεφε, αν έχει αλλού καντήλι
κι αν φέγγει, της ψυχής της τ’ αγιασμένα.
Κι απέμεινα μονάχος στο βαγόνι
το τρένο να ουρλιάζει, να χτυπιέται
στις ράγες του πετάχτε με κι εμένα
ανίκανη η καρδιά μου ν’ αγαπιέται…
...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου