Α΄ ΠΡΑΞΗ μέρος 1
Αφηγητής
Εδώ, σ’ αυτά τα ηλιόλουστα και φωτεινά μονοπάτια
δεν κατοικούνε πλέον καταιγίδες
εδώ, ο ήλιος δεν ζεσταίνει πιο πολύ απ’ όσο χρειάζεται
για να ημερέψει η πλάση.
Οι σκιαγραφημένες υποθέσεις εγκληματιών και ηρώων
έχουν παραπεμφθεί σ’ ένα αρχείο
χωθήκαν σ’ ένα ντουλάπι στο χθες
παρέμειναν επτασφράγιστο μυστικό
και η ζωή συνέχισε να κυλάει, σαν ένα γάργαρο, γαλήνιο ποτάμι
με κατεύθυνση το αύριο.
Εδώ, σ’ αυτά τα ηλιόλουστα και φωτεινά μονοπάτια
υπάρχουν ελάχιστες σκιές, κι αν θες να καλυφθείς από τον ήλιο
πρέπει να τρέξεις πηδώντας
διασχίζοντας αμέτρητες βουνοκορφές
να πας διαγώνια στα ρεύματα του ποταμού
περιμένοντας ν’ ανθίσει ένα κόκκινο τριαντάφυλλο
ανάμεσα στα εκατομμύρια των εκατομμυρίων μαύρων άλλων..
Υάκινθος
Πάντοτε φοβόμουν το μαύρο
μα λάτρευα το κόκκινο
του έρωτα και της αγάπης
κι όταν κάποιες στιγμές με ρωτούσαν
ποιο χρώμα σου έρχεται στο μυαλό;
απαντούσα «το κόκκινο»
σαν τα κόκκινα τριαντάφυλλα
έτσι όπως τα θαύμαζα
τυλιγμένα σε μια ανθοδέσμη, φρεσκοκομμένα
μ’ ένα ροζ φιογκάκι, στο περιτύλιγμα
ενώ εσύ αγαπημένη
βρισκόσουν επάνω σε δεκάδες βιβλία
που μιλούσαν για σχέσεις και έρωτες κι αγάπες
μα γνώρισες τόσο, το κόκκινο
το γέννησες, το ‘μαθες, το φορούσες
το αγάπησες, το ζωγράφισες, το ‘νιωσες
και τ’ άφησες πάνω στα χείλη του, να σε θυμάται
κι όταν κάποια στιγμή το νοστάλγησες
το γεύτηκες πάλι, στα ξένα τα χείλη
έτσι όπως σου ανοίγουν
μια πόρτα για να περάσεις
και πριν πατήσεις το έδαφος
σου στρώνουνε κόκκινο χαλί
κι ύστερα σ’ αφήνουν να δοκιμάσεις
όλα τα παράνομα στο θεωρείο σου
σου επιτρέπουν να απολαύσεις
μέχρι τον απαγορευμένο καρπό
αγόρασα ένα τριαντάφυλλο, να στο χαρίσω
μα μαράθηκε στο γυάλινο βάζο
και μαύρισε
- να το ‘βλεπες πως ξεράθηκε -
σκλήρυνε, πέτρωσε, πάγωσε, νέκρωσε
κι ύστερα πέθανε
- «το κόκκινο» φώναζα!
σώστε το κόκκινο τριαντάφυλλο -
Αφηγητής
Βλέπεις, είναι δύσκολο να ζήσεις, ακόμα κι αν μπορείς να κουνηθείς
όταν έχεις απελπιστεί ήδη
κάποιοι τα λένε εμπειρίες, κάποιοι τα λένε αναποδιές -
διεγράφησαν οι περιττές εικόνες, συναισθήματα, φωτογραφίες
ημερομηνίες - περιττές αναμνήσεις συναισθημάτων και λέξεων
και μείνανε ελάχιστες επιλεκτικά διαμορφωμένες εμπειρίες
ανάμεσα στα τελευταία ενεργά κύτταρα του εγκεφάλου μου..
Υάκινθος
Πάντοτε φοβόμουν το μαύρο
και το ‘βλεπα χρόνια στο πρόσωπο
να κυκλώνει, τις νύχτες, τα μάτια
να τα τσούζει, να δακρύζουν
έπιανα το μολύβι μου, να σου γράψω
κι όταν κάτι με πλήγωνε, πέθαινα
μα ύστερα ξαναγεννιόμουν
«το κόκκινο» φώναζα!
σώστε το κόκκινο τριαντάφυλλο, απ’ το θάνατο...
Αφηγητής
Το πιο μεγάλο ψέμα είναι αυτό που καρφώνεται νωχελικά
πάνω σε σταυρούς, κι ανεβαίνει τον Γολγοθά του αόριστου
κρατώντας αλησμόνητες αναμνήσεις ευτυχίας
σαν μια δικαιολογία απαστράπτουσας κατάθλιψης..
Υεμένη
Αν είναι αυτό, το τελευταίο της ζωής μου δειλινό
θέλω ν’ ανοίξω το παράθυρο
να βγω έξω στο μπαλκόνι μου
και να καπνίσω ένα τσιγάρο
να πω το ποίημα που μ’ ανάθρεψε
να πιώ ένα ποτήρι δηλητήριο
και το κορμί μου που δεν πρόλαβε ν’ αμαρτηθεί και ν’ αμαρτήσει
- τα ρούχα μου να τα ξεσκίσω! -
και το κορμί μου που δεν πρόλαβε ν’ αγαπηθεί, να το αφήσω
μ’ αν είναι αυτό, το τελευταίο πρωινό
θέλω ν’ ανοίξω το παράθυρο
να βγω έξω στο μπαλκόνι μου
και να μυρίσω όλα τα όμορφα που μ’ έφερναν σε σένα
να πιώ ένα ποτήρι αγιασμό
και το κορμί μου που δεν πρόλαβε ν’ αμαρτηθεί, να κοινωνήσω…
Χορωδία
Θέλω να ακουμπήσω να ξαποστάσω
θέλω στην αγκαλιά σου να κοιμηθώ
πάνω στα δυο σου χέρια για προσκεφάλι
να ‘χω λίγα φιλιά σου να ονειρευτώ
κι όταν θα με ξυπνήσεις αχ! την αυγούλα
μ' ένα γλυκό φιλί σου να γλυκαθώ
δως μου φτερά και πούπουλα να πετάξω
κι ίσως εν τέλει να σ' ερωτευτώ
θέλω και την αγάπη να σου μετρήσω
θέλω με τα όνειρά σου να πορευτώ
πάνω στα δυο σου πόδια να ταξιδεύω
να ‘χω μαζί τ' αστέρια σου να κρατώ
κι όταν θα με ξυπνήσεις αχ! την αυγούλα
μ' ένα γλυκό φιλί σου να γλυκαθώ
δως μου φτερά του έρωτα να φωνάξω
κι ίσως εν τέλει πω το σ' αγαπώ
σε φιλώ γιατί είναι Κυριακή
κι η χαρά μεγάλη στου γιαλού τα κάλλη
σ’ αγαπώ γιατί είναι μια γιορτή
κι είμ’ ένα ποτάμι που ξοπίσω πάλι
δε θα ξαναρθεί…
Υάκινθος
Εκείνη η μικρή νυχτερινή μουσική μέσα στον έρημο σταθμό ακόμα αναμένει επιβάτες στο ταξίδι της. Κι εμείς, όλοι, με ανεκπλήρωτους έρωτες από νωρίς αποστατήσαμε απ’ το ταξίδι.
Ετούτη η μουσική δε βρήκε ακόμα ορχήστρα να την παίξει, μήτε ακροατές να τη χαρούν για την αγάπη. Είναι ένα δράμα που εξελίσσεται και τις καρδιές όσων το ακούνε ημιτελές, παγώνει.
Λυπάμαι αν οι νότες του είναι πιο νεκρικές, πιο πένθιμες απ’ ότι περιμένατε. Είναι γιατί η συννεφιά και η βροχή, το χιόνι κι η κακοκαιριά δεν του αφήσαν περιθώρια ν’ ανατείλει. Είναι γιατί μέσα σε νέφη από καπνούς και στις οσμές των βλαβερών ουσιών, ακόμα το οινόπνευμα κυλάει μες τις φλέβες του. Κι αν κάποια μέρα ξαφνικά θα ξημερώσει η λιακάδα, είναι γιατί, σταμάτησε να σκέφτεται τις μέρες του και θέλει να πεθάνει.
Κι ο προορισμός του σίγουρα να γίνει δοξασμένο. Να σιγοψιθυρίζεται στα χείλη όσων τ’ ακούνε και στο ραδιόφωνο να παίζονται οι πιο θλιμμένοι στίχοι του.
Μέσα μου δεν κατοικούνε πλέον στίχοι, παρά μονάχα η πίκρα ότι τους έγραψα και πλέον τριγυρνούν ελεύθεροι κάπου κοντά σας και πετάνε. Μαζεύτε τους!
Γιατί πλέον ακροβατούν κάπου ανάμεσα στην τελειότητα και τον παράδεισο της μελωδίας. Είναι ελεύθεροι στην αιωνιότητα οι στίχοι μου, μα πάνω τους γραμμένο το Παρελθόν. Το πρώτο φιλί, ένα αποξηραμένο τριαντάφυλλο, το εκκλησάκι του Άγιου Παύλου, το ταξίδι στην Εύβοια, μερικά ενθύμια κι ερωτικά γράμματα φυλαγμένα στο συρτάρι των αναμνήσεων, το σκίτσο μίας γυμνής κοπέλας που γύρισε την πλάτη της κι ένα κόκκινο ρολόι που σταμάτησε να χτυπάει απ’ τον Αύγουστο…
Υεμένη
Άνοιξα το αδειανό κουτάκι των αναμνήσεων, το καθάρισα απ’ τη σκόνη που ‘χε πιάσει τόσους μήνες κι άρχισα να το γεμίζω μ’ αντικείμενα που πέφτανε πρώτα στο μάτι μου. Άκου λοιπόν...
ένα ροζ, απ’ τα δύο που ‘χες χαρίσει, πιαστράκι για τα μαλλιά
ένα αποξηραμένο τριαντάφυλλο που δε θυμάμαι πως παράπεσε στα χέρια μου
μια μεγάλη ξυλομπογιά που μοιάζει με δεντράκι
το κόκκινο ξυπνητήρι σου παραμένει ακόμα σταματημένο στο παρελθόν
(όπως την ομώνυμη ταβέρνα!)
στη ζωγραφιά σου, δύει ο ήλιος
στο ηλιοβασίλεμα του ερωτευμένου ζευγαριού που απεικονίζει
κι ας μου έκανες απρόσωπα την αφιέρωση
και στα ντουλάπια της κουζίνας, κρυμμένα ακόμα τα γλυκά του κουταλιού, οι καραμέλες απ’ τους Στρόπωνες, τα φακελάκια άγριου τριαντάφυλλου για την κοιλιά σου και ξεχασμένο ένα πακέτο τελευταίο, cream - crackers...
ευχαριστώ για το συμμάζεμα ...κουράστηκα...
κι εγώ θα θάψω όσο βαθιά μπορώ ετούτο το κουτί να μην θυμάμαι πια...
μαζί και δίπλα του, εκείνο το καράβι σου το χάρτινο που έφτιαξες μια νύχτα, αγριεμένος, που προϋπάντησε τον κόσμο σα το βλέπανε στ’ αμάξι ..πάει!
Χορωδία
Να ‘σουνα εδώ, μα όχι πεθαμένη
να σε φυλάω σαν εικόνισμα στα στήθια
και να γεμίζω τη ζωή μου παραμύθια
πως θα γυρίσεις μου έταζες τα βράδια
να’ σουν εδώ για να γεμίζω το πρωί
εγώ σου τα’ λεγα μα βιάστηκες να φύγεις
πήρες τ’ αστέρια σου στις τσέπες για φλουριά
να ‘σουνα εδώ, μα όχι πεθαμένη
να μου εξηγούσες του φευγιού τα μυστικά
αυτή η νύχτα έχει κάψει τις αντένες
και στα κλαριά έχουν φυτέψει την οχιά
δεξιά φανάρια που αργοσβήνουνε στα ξένα
και μια παντιέρα που υψώνει στ’ ανοιχτά
τα χέρια μου έζωσαν το στήθος μουδιασμένα
κρύο το βράδυ στο παγκάκι της χαράς
εγώ σου τα’ λεγα μα θέλησες να φύγεις
μαύρο τα χτύπησε πουλί της λευτεριάς
φυσά, αστράφτει και βροντά
πάμε να πιάσουμε τον κεραυνό απ’ τα μαλλιά
στην τσέπη έχω ένα πεντάευρο ορφανό
το φύλαγα για παγωτό
σαν σε γνωρίσω να σου τάξω
φωτογραφία βιαστική και σε γαλάζιο φόντο
κίτρινη σέπια απόχρωση οι στιγμές μας
πάτα το ‘κλικ’ στην αστραπή να ονειρευτούμε το «γαμώτο»
που δεν προκάναμε να δούμε τις πληγές μας…
Υάκινθος
Στην κατσαρόλα έβρασα αναμνήσεις
μούρα, κεράσια, μούσμουλα, φράουλες στο βαζάκι
σε μαρμελάδα, σε χυμό, σε παγωτό για το Χειμώνα
και σε γλυκό του κουταλιού με σαντιγί και χώμα
- καθότι είμαστε άνθρωποι πλασμένοι από αυτό -
άλλοτε ζούμε, άλλοτε φεύγουμε, κι άλλοτε σαν πουλιά χανόμαστε
άλλοτε πέφτουμε στο πάτωμα, στο χώμα ή το στρώμα
κι όταν πια απογίνεται το βέλτιστο κακό
κοιτιόμαστε σα να απορούμε πως δεν είχαμε ιδέα..
σιρόπι γλυκόζης έβαλα, μα και τα δάκρυα μιας πεθαμένης νιότης
ώστε να δέσει το γλυκό
κι αυτό που συσσωρεύεται με των φιλιών, ο μίσχος
αυτό που συσσωρεύεται με των φιλιών, το σάλιο
και γράφεται με κόκκινο του αίματος μελάνι
και χύνεται, και γίνεται της νύχτας το λιμάνι…
Χορωδία
Είναι τα χείλη μου σβησμένα με μελάνι
μαύρο τα χτύπησε πουλί της λευτεριάς
κι αυτή η ματιά που τρεμαμένα ζωντανεύει
κάπου να σμίξει μια πανάκριβη αγκαλιά
τα χέρια μου έζωσαν το στήθος μουδιασμένα
κρύο το βράδυ στο παγκάκι της χαράς
εγώ σου τα’ λεγα μα θέλησες να φύγεις
μαύρο τα χτύπησε πουλί της λευτεριάς
φυσά, αστράφτει και βροντά
πάμε να πιάσουμε τον κεραυνό απ’ τα μαλλιά
στην τσέπη έχω ένα πεντάευρο ορφανό
το φύλαγα για παγωτό
σαν σε γνωρίσω να σου τάξω
φωτογραφία βιαστική και σε γαλάζιο φόντο
κίτρινη σέπια απόχρωση οι στιγμές μας
πάτα το ‘κλικ’ στην αστραπή να ονειρευτούμε το «γαμώτο»
που δεν προκάναμε να δούμε τις πληγές μας…
Υάκινθος
Απίστευτο πόσο αλλάζει τον άνθρωπο η απώλεια του έρωτα
σε μια ερωτική συνουσία πρωτογενών απολήξεων
όπου τα άκρα περιπλέκονται και φτάνουν σ’ άκρα αναμαλλιασμένα
σε κουβάρια νιότης με δυσοσμία ωριμότητας
κι όταν μάθεις να χάνεις
τότε θα καταλάβεις έναν κόσμο που δεν λογάριαζες ότι υπάρχει
στο περιθώριο της οπτικής σου γωνίας
κι όταν φύγουν τα δάκρυα κι ανθίσεις τότε με πιο ξεκάθαρο μυαλό θα επιθυμήσεις
τις περασμένες Άνοιξες, τις πασχαλιές, τις ανθισμένες μυγδαλιές και τ’ αγιοκλήματα
θα επιθυμήσεις περασμένες αγκαλιές
που σ’ άφηκαν πάνω στο δέρμα ένα tattoo με θραύσματα αγάπης
σε μαρμελάδα, σε χυμό, σε παγωτό για το Χειμώνα
και σε γλυκό του κουταλιού με σαντιγί και χώμα
καθότι είμαστε άνθρωποι πλασμένοι από αυτό
από σύντροφο σε σύντροφο κι από χειραψία σε χειραψία
ενίοτε κι από ένα συναισθηματικό γλείψιμο του χεριού στην κνήμη
ενίοτε από ένα αισθησιακό μασάζ στις πατούσες
κι άλλοτε από αναμμένα κάρβουνα επάνω στη φουφού
να ψήνουν κάστανα, γεμάτα με υποσχέσεις για το αύριο…
Υεμένη
Κι αυτό που συσσωρεύεται με των φιλιών, ο μίσχος
αυτό που συσσωρεύεται με των φιλιών, το σάλιο
και γράφεται με κόκκινο του αίματος μελάνι
και χύνεται, και γίνεται της νύχτας το λιμάνι
καθότι είμαστε άνθρωποι πλασμένοι από αυτό
άλλοτε ζούμε, άλλοτε φεύγουμε, κι άλλοτε σαν πουλιά χανόμαστε
άλλοτε πέφτουμε στο πάτωμα, στο χώμα ή το στρώμα
κι όταν πια απογίνεται το βέλτιστο κακό
κοιτιόμαστε σα να απορούμε πως δεν είχαμε ιδέα…
Υάκινθος
Τον τελευταίο στίχο θα σου γράψω
κρυμμένη μένει η λέξη χρόνια σαν πληγή
τη φύλαγα σ’ ένα γεμάτο βάζο αναμνήσεις
στα χείλη μου την έφερνα την κάθε Κυριακή
μ’ ακόμα δεν την πρόφερα αντίκρυ πλάι στα χείλη σου
ακόμα δεν την έστρωσα χαλί στα πέλματά σου
βραχιόλι δεν την έδεσα, πολύτιμη ψυχή
- που μήνες ξεροστάλιαζε στην πόρτα σου -
ν’ ανοίξεις το παράθυρο να ‘ρθει να σε χαρεί
το ποίημα μου γεμάτο απορίες
πολλά θαυμαστικά και σκόρπιες οι τελείες
στο πάτωμα απλωμένα κάτι βότσαλα απ’ τη θάλασσα
μωσαϊκό που έφτιαξα να γράφει “σ’ αγαπώ”
και γύρω ένα τεράστιο στρατόπεδο
ταλαίπωρων ρητορικών ασκήσεων απαίδευτων
- παγίδων απ’ το ρήμα “αγαπώ” -
Υεμένη
Τα χέρια σου απαλά, ένα σεντόνι από μετάξι
- οι δυο μας σ’ ένα όνειρο τρελό -
κατέβαιναν κι ανεβαίναν χωρίς να ημερώνει
τού πόθου κάποιο άγριο αρπακτικό
και γύρω ένα τεράστιο κυδώνι
γρανίτα σε χωνάκι παγωτό σ’ ένα μπαλκόνι
κι η λέξη μου όλο έμελλε να λιώνει
να τρίβεται στης γλώσσας το χορό
πυροβολούσα έτσι που λες και αδιακρίτως
έλεγα, έλεγες για φράουλα χυμό
έλεγα για της ζωής το πλήθος
το σύστημα, τα χάπια μου και τον εγωισμό
λέγαμε για ένα μεγάλο μίσος
που φύτρωσε σαν κερασιά στον κήπο του “Εγώ”
κι απέμειναν να κρέμονται κεράσια για το πλήθος
και γίνηκε αλλιώτικος ο κόσμος στον καιρό
αλλάξαμε κι εμείς λες και μιμούμασταν το πλήθος
που έτρεχε στο σώμα μας να κρύψει τον καρπό…
Υάκινθος
Κι η λέξη μου η ρημάδα, κατέβηκε στο στήθος
και κρύφτηκε και φώλιασε, την έπνιξε ὁ καημός
βαλάντωσε, απηύδησε και κούρνιασε στο “ίσως”
πως κάποτε θα έβγαινε στο φως
αρχαιολόγοι ήρθανε από την Αφρική
κουνούσανε τα σώματα λες κάτι να χορεύουν
μου έμαθες πως λέγεται χορός η φυλακή
μα τρόφιμα δε βρήκα να σου φέρω
μονάχα κάτι κράκερ γεμιστά με σαντιγί
κι αυτά γλυκά, πως μοιάζουν στο φιλί μου
κομμάτι από μένανε και σκέψη της στιγμής
προδίδουν έτσι απλά τον έρωτά μου
τον τελευταίο στίχο θα σου γράψω
μην πω κι άλλα στα μάτια σου και τα φορέσεις προίκα
μην πω άλλα στα χείλη σου και πάψουν να ρωτούν
μονάχα θα σου πω ό,τι ήθελα το βρήκα
μετά από σένα παύει ν’ ανασαίνει το κορμί
μετά απ’ την αγάπη μόνο ο θάνατος υπάρχει
και είσαι όλη για μένα η ζωή…
Χορωδία
Τις γέφυρες που αργά αργά τις χτίζαμε
στις απαρχές του έρωτα που ανθίζαμε
μη τις πληγώσουμε αγαπημένη
μαζί κι οι δυο τη μάχη δώσαμε
σαν τις καρδιές μας τις ενώσαμε
ας λησμονήσουμε τα λάθη λατρεμένη
πλίνθους, διαμάντια, λόγια ρίξαμε
κι αγάλι αγάλι έτσι τις χτίσαμε
να μας ζηλεύουν οι ερωτευμένοι
χίλια λουλούδια τις στολίσαμε
κήπους, παρτέρια, ρόδα ανθίσαμε
να μαραζώσουμε ευτυχισμένοι
μπρος στη φιλία μας που αρχίσαμε
με την αγάπη όπου γεμίσαμε
μη τη σπιλώσουμε ναυαγισμένοι
δάκρυα και πόνο σε ποτίσαμε
στη φυλακή, αγκαλιά, σε κλείσαμε
φύγε ελεύθερη, σαν πρώτα αθωωμένη…
Υάκινθος
Αν ήξερα πως θα χαμογελούσες
σαν άπλωνα το χέρι να σ’ αγκαλιάσω
θα ένιωθα ευτυχισμένος
θα έβλεπα τα λαμπερά σου μάτια να μου γελούν
έτσι θα μου μίλαγαν, χωρίς μήτε γράμματα
χωρίς ούτε λέξεις, χωρίς έναν τόνο και μία τελεία
- θαυμαστικό μου -
αν ήξερα πως θα μ’ αναζητούσες
κάθε φορά που έφτανα στην επόμενη στάση της ζωής
θα ερχόμουν τρέχοντας πίσω, πηδώντας
πάνω από φαράγγια, διασχίζοντας βουνά χιονισμένα
περπατώντας πάνω στις θάλασσες
κόβοντας τα πιο κόκκινα τριαντάφυλλα
να στα φέρω για δώρο
- Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου; - θα ρώταγα
γνωρίζω πως τα πάντα, ξεκινούν και τελειώνουν με σένα
περπατώντας αέρινα, λες και πατάς επάνω
σε ολόκληρο τον κόσμο
λες και χορεύεις, και κινείσαι σαν άνεμος του Νοτιά
- λικνίζεσαι ιδιόμορφα όταν χαμογελάς -
θα μπορούσα να πετάξω μέχρι τ’ αστέρια
για ένα τελευταίο χαμόγελο από τα μάτια σου
- Σώπα -
δεν υπερβάλω, έτσι εκφράζω εγώ την αγάπη
γράφω στο άψυχο χαρτί, με το μελάνι της ψυχής
τ’ απωθημένα μου
αυτοί είναι οι άγραφοι κανόνες
μα όσο και να ψάξεις δε θα τους βρεις
γιατί εσύ δεν έμεινες μόνη τα φτωχικά Σαββατόβραδα
να ουρλιάζεις, να οδύρεσαι από τον πόνο
δε μάζεψες τα παγωμένα σου δάκρυα
από το ξύλινο πάτωμα, με τις χούφτες σου
σαν να ‘τανε χρυσά, πεταγμένα νομίσματα
δε ράγισες την καρδιά σου από ευαισθησίες
και σκέψεις, τις κρύες νύχτες του Χειμώνα
μήτε τις καυτές ημέρες του Καλοκαιριού
όμορφη, γαληνεμένη, αστείρευτη
πηγή που τρέχει, χυμούς ερωτικούς από τα χείλη…
Υεμένη
Μα εμείς που ξοδευτήκαμε σε ατέρμονες υποσχέσεις
σ’ ανηλεείς καθάριους πόθους θέλοντας να πνιγούμε
αύριο θα μας λυπούνται που αγαπήσαμε
κι απ’ αύριο που θα ‘μαστε στο πεζοδρόμιο
ή μετρώντας τα χιλιόμετρα, στο δρόμο για τα ξένα
ίσια θα κοιταχτούμε για να συγκρίνουμε τ’ αρχίδια μας
να δούμε ποιος τα κότσια έχει για να πάει πιο πέρα
τιγκάρανε οι βαλίτσες μας με αναμνήσεις και ερωτικά εφόδια
που μείνανε κλεισμένα εκεί μέσα να σαπίζουν
μαζί με κάτι προφυλακτικά και φάρμακα ληγμένα
το δήθεν, το τυχαίο, οι ελπίδες μου, τα βότσαλα
βαρύναν απ’ του βαρυσήμαντου φευγιού τα άυλα πρωτεία
- και ουδείς μπορεί στερνά να τις σηκώσει –
μια βουλιαγμένη πόρτα έχει μείνει να το λέει
πως μεταφέρονται ακόμα σ’ ένα όχημα οι μνήμες
μια επανάσταση παιδιάστικη κι ένα πτυχίο στον τοίχο
μια αλησμόνητη χορταστική πίτσα η αγκαλιά μας
να μαρτυρούν πως ήμασταν κομμάτι από ένα στίχο
ενός ερωτικού ρεφρέν που γίνηκε τραγούδι..
Υάκινθος
- Σώπα -
και πες μου αν οι μυγδαλιές κι οι παπαρούνες της Άνοιξης
έχουν ανθίσει στα περβόλια του ονείρου
ξυπνώ νωρίς τα πρωινά
κι η μόνη σκέψη μου, ν’ ανοίξω το παράθυρο
να ειδώ τα πρώτα τους μπουμπούκια - μπουμπούκι μου -
να ξεπετάγονται σαν κρίνα απ’ τη σιωπή
- Άκου -
ακόμη και τα ροδοπέταλα, σου έστρωσαν χαλί
και παίζουν μουσικές οι σάλπιγγες
συνθέτουν μελωδίες οι καμπανούλες
κι εγώ, έρημο δένδρο, μες τη νυχτιά να σβήνω
ν’ αργοπεθαίνω, στα λεπτά που χάνονται
μέτρα τους κύκλους στο κορμί μου
όσα τα χρόνια που ‘χω κλάψει, τα μεγάλωσα
τώρα δεν είμαι πια παιδί, εγώ έχω νόμους
που μου θερίζουν με δρεπάνια, όλα τα όνειρα
κι έμεινα τίμιος έτσι, έρμος και μόνος…
Υεμένη
Τώρα που θα στερέψουν και τα όνειρα
- γιατί το δάκρυ έχει στερέψει μήνες τώρα -
να δω τι θα ‘χουμε αμανάτι για να πορευτούμε
μονάχοι πορευόμαστε με βάρκα την ελπίδα
το σπίτι μας, πλάι στα παγκάκια που κοιμόμαστε
και κάπου εκεί στο πάρκο, ψάχνουμε για την κρυφή ελπίδα
γράφοντας, παρ’ όλα αυτά, ωραία ποιήματα
κι αφού αγανακτήσαμε και κοιμηθήκαμε στο δρόμο
ξυπνήσαμε χαράματα και μουλιασμένοι από υγρασία
ζέψαμε και τις βαλίτσες μας στον ώμο να τραβάμε
φορτώσαμε και στο ποδήλατο λίγο κουράγιο να υπάρχει
μαλώσαμε και αρπαχτήκαμε πολλάκις σε Ραφήνα και Θησείο
προπάντων ο εγωϊσμός και εν μέσω βιαστικών αποφάσεων
για τη μετέπειτα ζωή μας
φτάσαμε εδώ που καταλήξαμε
ενώ αχνοφαίνεται στο βάθος μια ατέρμονη πικρία
για όλα εκείνα που δεν πρόφτασαν να γίνουν
κι εμείς που ξοδευτήκαμε σε ατέρμονες υποσχέσεις
σ’ ανηλεείς καθάριους πόθους θέλοντας να πνιγούμε
αύριο θα μας λυπούνται που αγαπήσαμε
κι απ’ αύριο που θα ‘μαστε στο πεζοδρόμιο
ή μετρώντας τα χιλιόμετρα, στο δρόμο για τα ξένα
ίσια θα κοιταχτούμε για να συγκρίνουμε τ’ αρχίδια μας
να δούμε ποιος τα κότσια έχει για να πάει πιο πέρα
όσο οι βαλίτσες τούτες θα περιμένουν κάποιον να τις μεταφέρει...
Χορωδία
Ακούγεται απαλά μια μεθυσμένη μελωδία
που τρέμει και το πάτωμα μπροστά στη μουσική της
τα μάτια μου τα διάβασε σαν ιστορία μια φίλη
και μού ‘πε ότι γράφουνε επάνω Υεμένη
να πίνεις δηλητήριο και αίμα και φαρμάκι
το δάκρυ απ’ τα μάτια σου να πίνεις σαν κρασί
να κοινωνείς ροδόσταμο και μέλι απ’ το κορμάκι
που πέρασε απ’ το δρόμο σου, μα ξέρεις, θα χαθεί
τί νύχτα! ο αγέρας σφυρίζει
κρυώνω, ζεσταίνομαι ... ούτε που νοιάζομαι, ούτε που ξέρω
οι σκέψεις ατέλειωτες, τα διαλυμένα μου όνειρα κομμάτια στο βάζο
το πλοίο έφυγε, το τρένο το χάσαμε, πέφτει η βροχή σιωπηλά
το γεμισμένο ποτήρι με τη βότκα αδειάζει
το λεωφορείο ξέφυγε και άδειασε ο σταθμός
ακούγεται ένας κρότος που σκίζει όλη την πλάση
φωνάζει ο σταθμάρχης – ΜΗ! κάντε στην άκρη
στις ράγες κάποιος έπεσε και κάνει προσευχή...
Υάκινθος
Μαράζωσε το κόκκινο τριαντάφυλλο
στο τραπεζάκι πάνω, όπως τ’ αφήσαμε
κι όσο εμείς γλυκό φιλί ανταλλάσσαμε, ζήλεψε
γεμίσαμε δροσιά τον ήλιο κι όλα τ’ αστέρια ανάψαμε
τώρα που φέγγει η αγάπη μας, πιο δυνατή απ’ τον ήλιο...
και ζήλευε το κόκκινο τριαντάφυλλο τον έρωτα
που έσταζε η δροσιά απ’ το φιλί μας
στο ίδιο το ποτήρι που μοιράσαμε
σήμερα είπαμε για όρκους κι υποσχέσεις αμέτρητες
κι εσύ ζωγράφισες τον κήπο στο παλάτι μας
ύστερα δώσαμε το πρώτο μας φιλί...
ποιος θα φυτέψει τα καινούργια τριαντάφυλλα
χίλιες σταγόνες της λατρείας μας, να στάξουμε
να φέγγει κόκκινο το φως και πορφυρό το χώμα;
Υεμένη
Όπως αρχίζει κάθε ωραίο
όπως τελειώνει άδοξα, έτσι άσχημα
κι όπως λυγίζουμε στου κόσμου τα παράδοξα
μου ψέλλισες γι’ αγάπη, κάποια νύχτα με πανσέληνο
κι αν κάτι τελευταίο ξέφυγε απ’ τα χείλη σου
την ύστατη στιγμή
μια προσμονή, ένα αντίο χωρισμού, αναίτιο
ένα κεφάλαιο της ζωής που έκλεισε
σα μια λευκή σελίδα…
Αν μ’ αγαπάς, θα ‘ρθεις
θα ‘ρθεις αν μ’ αγαπάς
κι όπου θα πάω, θ’ ακολουθάς
αρκεί να μ’ αγαπάς…
Υάκινθος
Όπως αρχίζουν τα ωραία τα χωριά, να φλέγονται
δίπλα σε πόλη που ‘χει πνίξει το υγραέριο
κι ούτε μια λάμπα να ‘χει τώρα ο ταξιδιώτης
κι ο αδικημένος, της ζωής κατάδικος, ούτε φανό
ν’ ακολουθώ τη θλίψη των ματιών σου
πες μου, πως γίνεται η ζωή να μας αφήνει μόνους
να ταξιδεύουμε επιβάτες προς το άγνωστο
πλάι σε καμένες περιοχές και σε κρανίου τόπους;
σε παιδικές χαρές, φτιαγμένες από στάχτες
κι εμείς διαβάτες τ’ ουρανού να ονειρευόμαστε
τότε λοιπόν, γιατί τα κάνουμε τα όνειρα
τι τα γεννάμε, τι τα θέλουμε, τι τα ζητάμε
γιατί ως δικαστές, τα πληγωμένα βράδια μας
πάντα στον ύπνο μας, την πόρτα μας χτυπάνε;
Υεμένη
Σκισμένα γράμματα, κομμάτια φυλαγμένα
απ’ της χαράς που νιώσαμε, την τελευταία λέξη
κι απ’ τη στιγμή που τ’ οξυγόνο στέρεψε
που να ‘βρω τώρα αντοχή να πνίξω τον καημό;
μακριά από σένα, ένας άνθρωπος μισός
μισός ανδρείκελο, μισός φλεγόμενο πουλί
που προσδοκά να σώσει τα φτερά του
μισή καρδιά που πυροβόλησαν με σφαίρες
κι άλλη μισή που πέτρωσε, την ώρα του “ Αντίο ”
μα φεύγοντας, να μη γυρίσεις να με δεις
να μην ακούσεις ούτε λέξη απ’ τη φωνή μου
μηδέ τις άκρες των ματιών σου, μη γυρίσεις
ίσως να έχω αλλάξει όψη και πατρίδα
να προσκυνώ αλλιώτικο Θεό και δόγμα
να έχω αλλάξει τρόπο να μιλώ για την ελπίδα…
Υάκινθος
Θα ‘μαι πνοή κι αγέρας, δίπλα στην πνοή σου
για καλημέρα θα φιλώ τα μαγουλά σου
- μα εσύ δε θα το νιώθεις -
θα ‘μαι αστέρι να σου φέγγω, σα θα κρατώ τα χέρια σου
- μα εσύ δε θα το νιώθεις -
δε θα χαρείς, να σου χαϊδεύω τις παλάμες
σα θα περνώ απ’ το σώμα σου
σαν άγγελο αόρατο θα με κοιτάζεις
γιατί τα πάντα έχουν σβήσει απ’ το τοπίο
ανυπεράσπιστα χωριά, καμένες οι αναμνήσεις
κι αυτό που πλέει στον ουρανό, ένα στερνό “ Αντίο ”…
Αν μ’ αγαπάς, θα ‘ρθεις
θα ‘ρθεις αν μ’ αγαπάς
κι όπου θα πάω, θ’ ακολουθάς
αρκεί να μ’ αγαπάς...
Υάκινθος & Υεμένη
Αν μ’ αγαπάς, θα ‘ρθεις
θα ‘ρθεις αν μ’ αγαπάς
κι όπου θα πάω, θ’ ακολουθάς
αρκεί να μ’ αγαπάς...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου