Σε ‘κείνη τη γωνιά, την ανθισμένη μ’ άστρα περπάταγες στην άκρη του γιαλού κι αγνάντευες στο πέλαγο, τα κάστρα φιλιά κοχύλια, διψασμένα φύκια, μάζευες παφλάζοντας στα κύματα, το δειλινό σου πέταγα τα βότσαλα, μπροστά απ’ τα μάτια τα γέμισα μ’ ονόματα, τα βάφτισα μακάρι να ‘χα μάθει το δικό σου στη γαλανή τη θάλασσα, ο ήχος του φιλιού μακάρι να ‘χα πιει ένα δικό σου να ήμουν άγιο φυλακτό, μια χάντρα του λαιμού κομμάτι τ’ ουρανού, στο πρόσωπό σου μας χώριζε μι’ απόσταση, ελάχιστη απ’ το τίποτα την Άνοιξη, πιο γκρίζος ο καιρός στα πράσινα τα κυπαρίσσια ταίριαξαν τα μπλε σου μάτια, με τα δάκρυα όπως γέμισαν κι αντιλαλούσε ο ήχος της απόγνωσης ρουφούσε η άμμος, τον καπνό και την αλμύρα μας χώριζε μι’ απόσταση, μακρύτερη απ’ το σήμερα γαλάζια η θάλασσα κι οι κόρες των ματιών να κολυμπούν οι αστερίες, τα δελφίνια σου πέταγα τα βότσαλα και μέτραγα τους κύκλους ως το τέρμα, που ζωγράφιζαν παφλάζοντας στα κύματα, το δειλινό. (Από την ποιητική συλλογή, -Ω-)