Ερημιά
Σάββατο βράδυ
και τριγυρνώ στα σοκάκια της πόλης.
Δεν υπάρχει ψυχή.
Ερημιά.
Που πήγανε όλοι;
Θέλω τσιγάρα, αναπτήρα, κάτι ν’ ανάβει φωτιές
να πεθαίνει, να σβήνει, να καίει, να καίγεται.
Θέλω τσιγάρα και σπίρτα
πετρέλαιο, βενζίνα, βιτριόλι, υδροκυάνιο.
Περιπτερά; Περιπτερά;
Που θα ‘βρω σήμερα νέα ψυχή να πάρω;
Εφημερίδεεεεεεες.
Έκτακτο παράρτημα, εφημερίδεεεεεες.
Μας γράψανε στα πρωτοσέλιδα.
Τυλίχθηκαν στις φλόγες απ’ τον έρωτα.
Περιπτερά; Περιπτερά;
Πόσο στοιχίζει η αγάπη πριν να βγάλει τα φτερά;
Που πήγαν όλοι;
Ερημιά.
Και στο καλώδιο της ΔΕΗ
κουρνιάζουν τώρα δυο πουλιά.
Είναι αργά.
Είναι αργά για δάκρυα κι έρωτα.
Κοστίζει η σχέση ακριβά.
Και η φιλία. Πιο ακριβά η φιλία.
Κι η εργασία πληρώνεται με δίφραγκα.
Κανείς στο δρόμο απόψε.
Που ειν’ η χαρά
κι η ξεγνοιασιά;
Θέλω μονάχα να σου δώσω δυο φιλιά.
Το ένα στο λαιμό για να κυλήσει.
Το άλλο στα δάκτυλα που κρατάν’ το τσιγάρο.
Να καεί.
Είναι αργά.
Είναι αργά για να μιλήσω.
Για καλησπέρες, καλημέρες, καληνύχτες, είναι αργά.
Πάρε φωτιά.
Στην τελευταία ρουφηξιά να σβήσω.
Μη μιλάς.
Που πήγαν όλοι;
Ερημιά.
Κι απόγνωση.
Και η γνώση μετρημένη στα δάκτυλα του ενός χεριού.
Και στο κεφάλι πίτουρα.
Σκατά.
Περιπτερά; Περιπτερά;
Θέλω να πνίξω τους καημούς.
Και ν’ αγοράσω σπίρτα με τη σέσουλα.
Μια οκά.
Και οινόπνευμα. Πέντε λίτρα.
Που πήγαν όλοι;
Ερημιά;
Τα σοκάκια της πόλης φωτίζονται μ’ άστρα.
Και δεν υπάρχει μια διαθέσιμη αγκαλιά;
Κάπου.
Κρυμμένη.
Φωλιασμένη.
Παραδομένη.
Κι απ’ την ηδονή του πάθους και της νύχτας, καμωμένη.
Είναι αργά.
Κοστίζει ένα σπίτι, ένα γάμο, ένα πτυχίο κι ένα αμάξι η αγκαλιά.
Και η ζωή δε μου ‘δωκε, παρά μονάχα σκέψη.
Και μια πελώρια αποθήκη με αισθήματα.
Σκατά.
Θέλω τσιγάρα και φωτιά.
Περιπτερά; Περιπτερά;
Που πήγανε όλοι;
Ερημιά.
Γιώργο, εύχομαι η αγκαλιά σου κάποτε να έχει την αγαπημένη σου και να μη νιώθεις ποτέ πια μόνος.
ΑπάντησηΔιαγραφή