Ο ασπασμός του ονείρου- Καταχείμωνο

"Έπεσε τ'όνειρο βαρύ στα χέρια του Χειμώνα,
τα πόδια του λυγίζουν κι εκείνα
μη μπορώντας να βαστάξουν τη βούληση και τη μανία για το ανέφικτο
μη μπορώντας να κρατήσουν το ρυθμό στ'ανελέητο κυνηγητό του
Μόνο λυγίζουν
και μόνο σέρνονται σα δυο κατάξερα, ταπεινωμένα κλωνάρια
μιας άλλοτε ένδοξης και καταπράσινης ελιάς
που την έβλεπα στον Ύπνο μου να διπλοστεφανώνει τ'όνειρο μου
και που στο ξύπνιο μου την κράταγα σιμά"

Έτσι μίλησε μέσα μου ο Μικρός Επαναστάτης
κι εγώ δανείστηκα τ'αθώα λόγια του
κι αδημονώντας προχωρώ (σ)τον ασπασμό μου.

Ω Άνοιξη γλυκόπνοη και σπιρτόζα
νοσταλγικά πώς φώλιασες μέσα μου!
Πάντοτε κράταγα μια θέση να μη λείπεις...
Να που -λοιπόν- τη βρήκες και με ακολουθείς
όπως ακριβώς εσένα το Θέρος.
Κι αν θαρρείς πως σ'αφήνω
γιατί ντύνομαι κι εγώ συχνα- πυκνά ένας μικρός χειμώνας
να μαζεύω αγκομαχώντας τα όνειρα και τη λάμψη τους
στην όψη να μη δίνεις όψη.
Εγώ θα τα διπλώνω ωσάν λινά-μεταξωτά μαντήλια
και θα νυμφεύω με εκείνα τη λιτότητα της αρχαίας φωλιάς σου

Κι όταν θα στάζει ο Χειμώνας τα δάκρυα
υγρά και στιλβωμένα στο παραθύρι ή και στον τοίχο σου ακόμα
να μη φοβάσαι'
με το στεγνό και καθόλα απέριττο δίπλωμα των μαντηλιών θα σε συνεφέρνω
μισοπνιγμένη και γαλήνια να με βλέπεις
μες στους μυώνες κάποιου ανίκητου ονείρου.
Μπορεί να φαίνομαι στιγμές συννεφιασμένη
μα καθώς λένε τα φαινόμενα απατούν...



Αθανασία Γ.

Σχόλια