Μια πανέμορφη νύχτα
Mια φορά κι έναν καιρό, τα αστέρια του ουρανού, όλα τα αστέρια, συμφώνησαν με το φεγγάρι ν’ απλώσουν την μακρινή γοητεία τους στο στερέωμα για να χαρίσουν στη γη την πιο όμορφη νύχτα.
Σκορπίστηκαν στα μαύρα πέπλα της , δημιούργησαν σχηματισμούς, άστραψαν με όλη τους τη δύναμη φεγγοβολώντας την πιο μαγευτική ασημί τους λάμψη στα μάτια του πλανήτη.
Στη γη, τα πλάσματα αποκαμωμένα, απογοητευμένα, μια μέρα ακόμα πιο φθαρμένα, κινούσαν να βρουν τις φωλιές, τα καταφύγια, τα στρώματα και τα παγκάκια τους να κοιμηθούν τον ύπνο τους.
Όμως εκείνη η νύχτα, ήταν μια νύχτα αλλιώτικη, πλανεύτρα, ξελογιάστρα, πανέμορφη, που στολισμένη τον πανέναστρο και φεγγαρολουσμένο. Τα αστέρια χαμογελούσαν με την ευτυχία που απόψε θα πρόσφεραν δώρο στις ζωές εκεί πέρα…Κάποια χύθηκαν σε φωτεινή τροχιά για να γίνουν ευχές μα και φτάνοντας στη γη ν’ ακούσουν τι είχαν τα γήινα πλάσματα να πουν σ’ εκείνη τη νύχτα.
Στην κορυφή ενός βουνού βρήκαν ένα λύκο να ουρλιάζει, ένα φίδι να κουλουριάζεται σφιχτά, έναν αετό να κρώζει χτυπώντας τις φτερούγες του.
Το φίδι σφύριξε ένα στεναγμό κι ευχήθηκε κάποτε να πάψει να ‘ναι καταραμένο, κάποιος να το αγκαλιάσει, να το χαϊδέψει και κείνο να τυλιχτεί τρυφερά γύρω από το φίλο που κάποτε θα συναντούσε. Μα κάποτε..Πιο πέρα, ο λύκος ούρλιαζε τη λύπη του, της τρομακτικής θωριάς τη θλίψη του, το φόβο που έσπερνε στο πέρασμά του.Κι ο αετός, για μια στιγμή ονειρεύτηκε πως καθόταν στο παραθύρι μιας κοπέλας και κείνη του χάιδεψε το ράμφος. Μα ήταν στο βουνό και έρημος μονάχα ρίγησε.
Αλλού, ένα σκυλόψαρο έκλαιγε τα κοφτερά του δόντια, ένας βάτραχος το γλοιώδικο περίβλημά του, το μανιτάρι το δηλητήριό του και κάποια τσουκνίδα πως παρείσακτη ήταν στους κήπους.Σιγά-σιγά η γη βάρυνε από τους στεναγμούς, τα δάκρυα, τις κραυγές, τους λυγμούς, τον πόνο των κακών και των διωγμένων. Μια πυκνή πάχνη κυρίεψε τη γη, μια βαριά, πνιγηρή πάχνη από απελπισία καμωμένη, έτσι που τα αστέρια έμοιαζαν πια να μην υπάρχουν, άφαντα πίσω από νέφη στεναγμών.
Τα άκακα αστέρια σκοτείνιασαν και χάθηκαν το ένα μετά το άλλο αλαφιασμένα από το κακό που προκάλεσαν άθελά τους.Πόσο τρόμαξαν τα καημένα τα αστέρια που οι τρομακτικοί κακοί θρήνησαν την πανέμορφη εκείνη νύχτα τη φύση τους...
Ένα σκιάχτρο, ίσα που πρόλαβε μ’ ένα αέρινο νεύμα να αποχαιρετήσει τα αστέρια και το φεγγάρι για το καλό που δεν έκαναν.
Σκορπίστηκαν στα μαύρα πέπλα της , δημιούργησαν σχηματισμούς, άστραψαν με όλη τους τη δύναμη φεγγοβολώντας την πιο μαγευτική ασημί τους λάμψη στα μάτια του πλανήτη.
Στη γη, τα πλάσματα αποκαμωμένα, απογοητευμένα, μια μέρα ακόμα πιο φθαρμένα, κινούσαν να βρουν τις φωλιές, τα καταφύγια, τα στρώματα και τα παγκάκια τους να κοιμηθούν τον ύπνο τους.
Όμως εκείνη η νύχτα, ήταν μια νύχτα αλλιώτικη, πλανεύτρα, ξελογιάστρα, πανέμορφη, που στολισμένη τον πανέναστρο και φεγγαρολουσμένο. Τα αστέρια χαμογελούσαν με την ευτυχία που απόψε θα πρόσφεραν δώρο στις ζωές εκεί πέρα…Κάποια χύθηκαν σε φωτεινή τροχιά για να γίνουν ευχές μα και φτάνοντας στη γη ν’ ακούσουν τι είχαν τα γήινα πλάσματα να πουν σ’ εκείνη τη νύχτα.
Στην κορυφή ενός βουνού βρήκαν ένα λύκο να ουρλιάζει, ένα φίδι να κουλουριάζεται σφιχτά, έναν αετό να κρώζει χτυπώντας τις φτερούγες του.
Το φίδι σφύριξε ένα στεναγμό κι ευχήθηκε κάποτε να πάψει να ‘ναι καταραμένο, κάποιος να το αγκαλιάσει, να το χαϊδέψει και κείνο να τυλιχτεί τρυφερά γύρω από το φίλο που κάποτε θα συναντούσε. Μα κάποτε..Πιο πέρα, ο λύκος ούρλιαζε τη λύπη του, της τρομακτικής θωριάς τη θλίψη του, το φόβο που έσπερνε στο πέρασμά του.Κι ο αετός, για μια στιγμή ονειρεύτηκε πως καθόταν στο παραθύρι μιας κοπέλας και κείνη του χάιδεψε το ράμφος. Μα ήταν στο βουνό και έρημος μονάχα ρίγησε.
Αλλού, ένα σκυλόψαρο έκλαιγε τα κοφτερά του δόντια, ένας βάτραχος το γλοιώδικο περίβλημά του, το μανιτάρι το δηλητήριό του και κάποια τσουκνίδα πως παρείσακτη ήταν στους κήπους.Σιγά-σιγά η γη βάρυνε από τους στεναγμούς, τα δάκρυα, τις κραυγές, τους λυγμούς, τον πόνο των κακών και των διωγμένων. Μια πυκνή πάχνη κυρίεψε τη γη, μια βαριά, πνιγηρή πάχνη από απελπισία καμωμένη, έτσι που τα αστέρια έμοιαζαν πια να μην υπάρχουν, άφαντα πίσω από νέφη στεναγμών.
Τα άκακα αστέρια σκοτείνιασαν και χάθηκαν το ένα μετά το άλλο αλαφιασμένα από το κακό που προκάλεσαν άθελά τους.Πόσο τρόμαξαν τα καημένα τα αστέρια που οι τρομακτικοί κακοί θρήνησαν την πανέμορφη εκείνη νύχτα τη φύση τους...
Ένα σκιάχτρο, ίσα που πρόλαβε μ’ ένα αέρινο νεύμα να αποχαιρετήσει τα αστέρια και το φεγγάρι για το καλό που δεν έκαναν.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου