Κύκλοι με το διαβήτη
Δε μου άφησες μυαλό να γράψω για τίποτα. Το πήρες όλο μαζί σου, φεύγοντας. Κάποτε οι μοναχικές μου σκέψεις, ξεμυτούσαν τα μεσάνυχτα και έκαναν πάρτι ολόγυρά μου, ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες. Τροφοδοτούσαν το χαρτί με λέξεις απόγνωσης, γραμμένες με έντονο μαύρο μαρκαδόρο για να τονίζονται οι αλήθειες μου. Οργή, θυμός, αγανάκτηση. Αποτύπωνα τη μοναξιά, σαν ένα πόδι έτοιμο να με συνθλίψει στο επόμενο βήμα. Στερημένες ορέξεις απ’ τον ανεκπλήρωτο έρωτα και το ίχνος απ’ τη μύτη του μολυβιού να βγαίνει στις επόμενες σελίδες, πριν ακόμα λερωθούν. Μακρόσυρτες προτάσεις, διαλέξεις χωρίς νόημα και σκοπό για το ανέφικτο της απεραντοσύνης. Κι αν περιέγραφα εμένα με τις ακραίες απόψεις μου, κι αν έγραφα για τις επιθυμίες και τις ανάγκες, ούτε από σένα δεν κατάφεραν να γίνουν αντιληπτές, ούτε από κανέναν. Δε θα τολμούσες ποτέ να ρωτήσεις, αν βρήκα άλλη να σ’ αντικαταστήσει. Μα κι αν ακόμα με είχες μελετήσει καλά, θα έβλεπες πως το τελευταίο πράγμα για το οποίο έκανα λόγο στα κείμενα μου, ήταν τα χρήματα. Η λέξη “χρήματα” σπάνια ερχόταν στο μυαλό μου, ίσως τις μέρες μόνο που ξέμενα από τσιγάρα ή αναγκαζόμουν να αλλάξω μάρκα για να κάνω οικονομία. Ουδέποτε μεσολάβησε το οικονομικό στοιχείο ανάμεσά μας, γιατί ποτέ αυτό δε θα μπορούσε να αποτελεί την αρχή ή τη λήξη της σχέσης που βασίστηκε στον έρωτα. Το θέμα στον έρωτα, δεν είναι να καλύπτουμε τις άμεσες σωματικές μας ανάγκες, μα κυρίως τις ψυχικές επιθυμίες, που δεν αγοράζονται με όλα τα πλούτη και τα παλάτια του κόσμου, πριγκιποπούλα μου. Κι αν αυτό άργησες να το καταλάβεις, ίσως ποτέ να μη με γνώρισες τόσο, όσο θα ήθελες ίσως κι όσο θα έπρεπε να με γνωρίσεις. Μπορεί οι περισσότεροι να με θεωρούν “τελειωμένο” αν και προσωπικά πιστεύω πως είμαι απλά “τελειομανής”. “Χωρίς τα χρήματα, είσαι ένα τίποτα” λέει ο κόσμος. Αυτοί που πάντα πίστευαν πως θα μπορούσαν να έχουν την πλάση στα πόδια τους, με τα πλούτη. Μα κάθισα σε προγενέστερη ηλικία και το φιλοσόφησα και κατέληξα κάπου. Η Αγάπη, παντοτινή μου αγάπη, δεν είναι πουτάνα στο χαμόσπιτο να πουλιέται. Η Λατρεία, λατρεία μου, δεν είναι πόρνη στο μπουρδέλο της μεγαλούπολης. Η Αλήθεια, αλήθεια μου, είναι το κορίτσι που γνώρισα και μου ‘μαθε τι είναι ο έρωτας. Τι είναι ο Έρωτας για σένα; Για ‘κείνους που ‘χουνε τα φράγκα, τι είναι ο Έρωτας; Μόλις πλησιάσεις με τη φλόγα του αναπτήρα σου, τα μικρά πολύχρωμα χάρτινα ψωρο-νομίσματα, καίγονται αμέσως και γίνονται στάχτη. Στάχτη δε γίνεται η Αγάπη, αγάπη μου. Τα όνειρά μας γίναν τα παιδιά μας, που μεγαλώσανε και φύγαν από δίπλα μας. Εμείς τα γεννήσαμε, όνειρό μου, και τα ‘δαμε να χάνονται στην ξενιτιά. Το γέλιο κι η απύθμενη χαρά που στάζανε τα μάτια μας. Τα δάκρυα και το κλάμα μας σαν έφτανε η ώρα του δειλινού. Ο χωρισμός. Η μοναξιά. Η απόγνωση. Η αδυναμία. Η ανημποριά δεν είναι πουτάνα στα χαμόσπιτα. Γίναν οι δικαστές και μας δικάσανε με τα ισόβια δεσμά, ο ένας μακριά απ’ τον άλλον. Εγώ σε γέννησα, εσύ μ’ ανάστησες. Γιατί με σκέφτεσαι λοιπόν και τώρα ακόμα; Στην πρώτη στραβοτιμονιά, ναυάγησε η Αγάπη. Η Αγάπη δεν είναι πόρνη στα προάστια να δέχεται τρεις βίζιτες τη μέρα. Είναι κομμάτι του έρωτα η Αγάπη και το ξέρεις. Γιατί κι ο Έρωτας, έρωτά μου, τάχθηκε με το μέρος μας. Κλάφτηκε, δοκιμάστηκε, θυσιάστηκε, πέταξε ως τα ουράνια, δοξάστηκε, κι έπεσε στη Γη να τσακιστεί. Δεν είναι επιβήτορας ο Έρωτας, μονάχα ένας θεός που νοιάζεται τους ερωτευμένους. Για τους απανταχού κυνηγημένους της ζωής, τους μόνους, τους απόκληρους, τους προδομένους, που πλέον στο λευκό χαρτί τους, δε φτάνει ένας στίχος ευτυχίας ή δυστυχίας ν’ ακουστεί. Να φωναχτεί σ’ όλη την πλάση μακριά για ν’ απλωθεί σ’ όλο τον κόσμο. Δεν έχω πια μυαλό για τίποτα, με πήρες όλο, φεύγοντας...
γιώργος_κ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου