Άνθρωπος στη θάλασσα
Άγχος, ακρίβεια, αποξένωση, πλήξη, βαρεμάρα, επιθυμία, λαχτάρα, προσμονή, φίλεμα, φιλί, λύπη, καημός, πίκρα, δάκρυα, ανασφάλεια, υπερένταση, αρρώστια. SOS. SOS. Άνθρωπος στη θάλασσα. Άνθρωπος στη θάλασσα. Η πένα είναι η πενία του πνεύματος. Θα προτιμήσω ξανά τον παλιό μου μαύρο μαρκαδόρο. Τούτη που αγόρασα, γράφει χειρότερα κι από φτηνιάρικο μολύβι του supermarket. Εκτός του ότι η γραφή της είναι θολή σα λιμνάζον ύδωρ, παχιά σαν πρασινόμυγα του Αυγούστου, αδιευκρίνιστη, άχαρη, απρόσωπη, χωρίς λογική συνέχεια και γεμάτη ανακολουθίες, χύνει θαμπό μελάνι απ’ την αμπούλα και θυμίζει κάτι σε νοτισμένο τζάμι στην καταιγίδα. Ελαφρύ blue, σαν τα γαλανά Ισπανικά μάτια σε μια καταγάλανη παραλία του Ειρηνικού. Σχώρα με. Δε βρήκα μαρκαδόρο που να με εκφράζει για να σου γράψω το τελευταίο γράμμα. Ανυπομονώ να το διαβάσεις. Ν’ ανοίξεις το φακελάκι βεβιασμένα, να ρουφήξεις το περιεχόμενο σε κλάσματα του δευτερολέπτου, όπως έκανες και μπροστά μου. Αλήθεια, πως έμαθες να διαβάζεις τόσο γρήγορα και να απαντάς αυτόματα μ’ ένα φιλί στο στόμα; Θα μου πεις; Είναι γαλανά τα μάτια του Θεού απόψε και το χρώμα των λέξεών μου το ίδιο γαλάζιο. Δε ζητώ τίποτα περισσότερο σήμερα. Λυπήσου με. Αρκεί μονάχα μια γραμμή του μολυβιού σου, σαν απάντηση. Η ευθεία γραμμή θα σημαίνει πολλά. Η τελεία θα αποκλείει το παραπάνω ενδεχόμενο. Τόσο απλά. Άλλαξα κάποιες από τις συνήθειές μου το τελευταίο διάστημα. Δοκίμασα να απαλλαγώ από εκείνο το μαύρο μαρκαδοράκι που έσταζε κάργα μελάνι, λες και πότιζε με μαυρόχρωμα τα χωράφια. Νιώθω ξένος στον τόπο μου, αλήτης στη γειτονιά μου. Νιώθω παρείσακτος στο σπίτι μου. Είναι γαλάζια τα μάτια του Θεού απόψε και καστανόχρωμα τα δάκρυα. Τα σύννεφα λευκά. Είναι πολύχρωμο το φεγγάρι σήμερα, μάτια μου. Ο ουρανός σου. Ντομάτα, φέτα και ψωμί, ζαμπόν. Αντζούγιες, σέλινο, κρεμμύδι, σκόρδο. Χωρισμένος στα οκτώ. 8. Οκτώ η ώρα λέγαμε στο παρελθόν, να χτίσουμε το μέλλον μας. 8. Οκτώ είμαστε όλοι κι όλοι. Το μόνο που δεν πείραξα, είναι τα καστανά μαλλιά μου. Κι έχουν μακρύνει, χύνονται σα λάβα από ένα ηφαίστειο που βράζει. Οκτώ. Οκτώ ασπρόμαυρα κοκαλάκια για τα μαλλιά έχουν μείνει, να ετοιμάσω τις κοτσίδες μου, να τις τραβήξω. Τι σου’ λεγα; Οκτώ η ώρα θα ‘ρθω να σε βρω. Περάσανε κι οι πόνοι που με σφάζανε. Και το στομάχι όλο ζητάει περισσότερο φαγητό. Μα δε δοκίμασα ούτε ένα κομματάκι απ’ το παστίτσιο. Οκτώ. Οκτώ τσιγάρα μου’ χουν μείνει για το βράδυ. Δεν κάνω δίαιτα στο κάπνισμα. Όλα θα τα πιω. Το τσιγάρο πάντα μου θύμιζε πράγματα και καταστάσεις. Κάθε μάρκα φέρνει στο μυαλό μου περιστατικά, είτε καλά, είτε άσχημα. Θα πεθάνω μια μέρα με το τσιγάρο στα χείλη, γιατί ποτέ δεν άκουγα τις συμβουλές των άλλων και δες που κατάντησα. Μόνος, πικραμένος, αποξενωμένος, περήφανος για τις αλήθειες μου, πανευτυχής για τις ιδέες μου, θύμα των αρχών μου, γιατί δεν πρόδωσα τις σκέψεις μου. Κι ήταν οι αλήθειες που στάθηκαν η αφορμή, για να γνωρίσω τον αληθινό χαρακτήρα των υπολοίπων γύρω μου. Σου’ λεγα λοιπόν, για το γαλάζιο της θάλασσας και τ’ ουρανού. Για τα μπορντό τριαντάφυλλα, που μαδάνε τα πέταλά τους μόλις τα φορέσεις στο χέρι. Σου ‘πα για το κόκκινο του πάθους και του έρωτα; Ούτε λέξη. Πέρασε ο έρωτας, έσβησε το πάθος κι έμεινε μια αλήθεια να θυμίζει την αλήθεια σου. Πιάστηκε το χέρι απ’ το γράψιμο. Αλήθεια; Έλα να μου το γιατρέψεις. Με το μασάζ και τη βοήθεια της ομοιοπαθητικής. Έλα να με γιατρέψεις. Μ’ ένα φιλί απ’ τα χείλη σου, μια φλόγα απ’ την πνοή σου. Το χάδι απ’ τα χεράκια σου, τ’ αχτένιστα μαλλιά. Έλα να με πονέσεις. Χάθηκε σαν τ’ αγέρι, πάνω απ’ τη θάλασσα του Μαραθώνα, η αγαπημένη. Λίγο πιο πέρα απ’ τον Τύμβο. Τα μάτια της δεν είναι γαλανά, μα είναι θάλασσες. Τα χείλη της δεν είναι πορφυρά, μα είναι άσβεστα πάθη. Κοίτα με. Ένα βλέμμα σου, έτοιμο να με πνίξει στα γαλανά σου κύματα. Καράβι έτοιμο να ναυαγήσω, να τσακιστώ. Φίλα με. Σκαρί δαρμένο απ’ τα κύματα, με τους ιστούς σπασμένους και τα πανιά λυτά. SOS. SOS. Άνθρωπος στη Θάλασσα. Άνθρωπος στη θάλασσα των ματιών σου...
"Άνθρωπος στη θάλασσα των ματιών σου..."
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό μου άρεσε ιδιαίτερα!
Γιώργο, πρόσεχε τον εαυτό σου!
Πάλι με συγκίνησες όπως πάντα!