Γράφω για μένα...


Γράφω για μένα, όχι για σένα. Για μένα, γραμμή-γραμμή, λέξη-λέξη, τελεία-τελεία, φύλλο το φύλλο. Φταίει το μελάνι, λένε. Περσινό σύννεφο πέταξε πάνω απ’ το σπίτι μου και με θυμήθηκε. Εσύ όχι. Στις άκρες είναι η ζωή, στις μύτες. Στις ακρογωνιασμένες νύχτες των φεγγαριών, στις απόκρημνες πλαγιές των ορεινών σχηματισμών είναι η ζωή. Στα λυπημένα μάτια των γλάρων, στους μοναχικούς ακροθαλάσσιους φάρους, στις νυχτωδίες φεγγαριών που σβήσανε, στις μελωδίες των ήλιων που ανέτειλαν είναι η ζωή. Στα βράχια ξεχασμένων θαλασσών, στα τελευταία δάκρυα πιερότων που αναζητήσανε τον έρωτα. Γράφω για μένα, όχι για σένα. Για μένα, άγνωστη, λατρεμένη σόλα, ενός τυχαίου ελεεινού παπουτσιού που τα μπαλώματά του είναι εμφανή σε όλο το μήκος της επιφάνειάς του. Γράφω για μένα, έτσι αδικημένα. Ξεκινώ κι ολοκληρώνω με την αδικία στα μάτια να ζωγραφίζει χαμένους θαλασσινούς παραδείσους. Έτσι αρχίζω κι έτσι τελειώνω. Τελειώνω. Γράφω για μένα. Κάποια τα έσκισα, τα γκρέμισα, τα άφησα μισά. Κάποια τα ξεκίνησα λανθασμένα και στην πορεία τα ξέκανα. Κι ο,τι δεν πάει καλά, δεν το αλλάζω. Το υιοθετώ και το συνεχίζω. Κι ύστερα με βρίζω. Σκόνη και μελάνι με κυκλώνει. Κάτι δεν πάει καλά. Έχω πάθει παράκρουση, έχω πάθει παράκρουση. Ακούστε τα πουλιά που τραγουδούν. Πεθαίνουν τραγουδώντας και γλιστρούν πάνω στα καλώδια. Στρίβω το νόμισμα για ν’ αλλάξω σελίδα στα περασμένα λόγια. Έχω γεμίσει ένα τετράδιο βλακείες, έχω γεμίσει ένα τετράδιο βλακείες. Γράφω για μένα, λέξη-λέξη, τα αδικημένα γράμματα του μελανιού μου. Φέγγει καλύτερα το σκοτάδι στα μισόκλειστα μάτια μου. Γυαλίζει η επιφάνεια του λευκού, που ντύνεται με γαλάζιο. Τρέχει απ’ τα μάτια το γαλάζιο και γίνεται μπλε της παλίρροιας. Κάπου στις άκρες των γραμμάτων υπάρχουνε τρίχινες βεντάλιες να σου κάνουν αέρα. Κοιμήσου. Κοιμήσου εσύ. Μένει ν’ αποκοιμηθώ στο πλάι σου. Στις άκρες, ένας ψεύτης ήλιος κι ένας αλήτης καιρός να γυρνάει. Γράφω με πένα, για μένα. Γαλάζιες οι μπότες του Θεού και γαλανό το στερέωμα. Για μένα. Έχω κάνει αίτηση, περιμένω τ’ αποτελέσματα. Μια ζωή περιμένω. Περιμένω. Μια ζωή σε περίμενα. Έχω κάνει αίτηση στο Θεό να με πάρει στην αγκαλιά του. Περιμένω στη γη. Κάθε μέρα μαγειρεύω πουρέ με τοστ. Βάζω μέσα τα ληγμένα κι ύστερα τα αλέθω στο μπλέντερ και τα πίνω λιωμένα. Γράφω γαλάζια, με γαλάζιο μελάνι, σαν τον ουρανό όταν δεν έχει συννεφιά και τη θάλασσα όταν δεν έχει φουρτούνες. Φτάνει μια πέτρα στο λαιμό και λίγη καλή θέληση. Μια καταγάλανη θάλασσα παραδίπλα. Είναι πολλά τα χιλιόμετρα και λίγο το κουράγιο που ξέμεινε. Αγόρασα ένα δερμάτινο χαρτοφύλακα για τα υλικά της φυγής. Με τα δώρα σου θ’ αγοράσω το σχοινί. Κάθε μέρα περιμένω, κάθε μέρα σε περιμένω. Σχίστηκαν οι χορδές μου να σε φωνάζω. Κοιτάζω χαμηλά, φαντάζομαι τα ψηλά, πέφτω στα μαλακά, γίνομαι Περσικό χαλί, ξυρίζομαι μια φορά τη βδομάδα, δε με απασχολεί το αύριο. Μου μείνανε, ένα μπουκάλι γάλα, μισό κιλό τυρί και βούτυρο. Στις σόλες, εκεί είναι το φαΐ, με τις λιωμένες πατάτες. Κουράστηκα να το φωνάζω. Οι φίλοι με ρωτάνε που έχασα το χαμόγελο. Δε μιλώ πια. Γράφω για μένα, όχι για σένα. Στον απέναντι λόφο δεν υπάρχει πολιτισμός. Το εδώ είναι γύρω από μένα. Δεν υπάρχει κανείς να μ’ ακούσει όταν μιλάω. Σέρνομαι στα τέσσερα, σε κομμάτια, στις σόλες. Κανείς δε με βλέπει. Περνάει το τρένο, νυστάζω, σφυρίζουν οι ράγες. Έχασα την αγάπη μου, κάτω απ’ τα κουρασμένα της πόδια. Στις σόλες. Τα έπινα γουλιά-γουλιά και μέθυσα απ’ το γαλάζιο. Τα ήπια. Στις σκουρόχρωμες σόλες ο παράδεισος, ανάμεσα στα πετραδάκια και τις λάσπες. Το σκατό να σε πνίγει ολόκληρο, χωρίς να υπάρχει έξοδος διαφυγής. Βυθίζεσαι μέσα τους, κολυμπάς με τις ώρες. Για μένα, όχι για σένα. Έγινα κόκκινος, μπλε, φούξιας. Έγινα πράσινος, ωχρός κι έμεινα μαύρος. Ήρθα κι έκατσα πάνω στο χαλάκι του μπάνιου σου. Με όποιο χρώμα και να σε ζωγραφίσω, θα κλάψω. Γράφω για μένα. Το τιποτένιο, ισχνό ανθρωπάκι με τα μαύρα γυαλιά και το τσιγάρο στα χείλη. Πίνω το μαύρο κι ατενίζω τα γαλάζια μου όνειρα. Καπνίζω μπλε τσιγάρα κι έχουν μακρύνει τα μαλλιά μου. Στην από κάτω είναι η ζωή. Στις σόλες. Σκόρπια λόγια, γεμάτα πιτυρίδα και ξηροδερμία στο βάθος των μαλλιών μου. Το θηλυκό σου άρωμα δεμένο στο μανίκι μου. Ήπια κρασί και τώρα μέθυσα. Ξερνάω απ’ την αρρώστια. Θαυμαστικά γεμάτη η ατζέντα μου. Σελίδες ξεσκισμένες η ζωή μου. Μελάνι θαλασσί και πάνω στα βιβλία μου. Στις άκρες χρωματίζω τα πουλιά και ζωγραφίζω καράβια. Κακοήθεις όγκοι σχηματίζονται πάνω απ’ το τραπέζι που φάγαμε. Το φαγητό ληγμένο. Το τρώγαμε με τα χέρια, από κάτω. Στις σόλες. Τρέχει στα μάτια το γαλάζιο και γίνεται μπλε της παλίρροιας. Κάπου στις άκρες των γραμμάτων υπάρχουνε τρίχινες βεντάλιες να σου κάνουν αέρα. Κοιμήσου. Κοιμήσου εσύ. Μένει ν’ αποκοιμηθώ στο πλάι σου, στις άκρες...


γιώργος_κ

Σχόλια