Μια αγκαλιά το Χειμώνα


Τι να κρατήσω για μένα; Τα πήρες όλα. Στα έδωσα. Έμεινα λειψός από ψυχή κι αισθήματα. Κουράγιο για να συνεχίσω το ταξίδι. Τώρα ξέρω ν’ αγαπώ ο,τι μου έμαθες ν’ αγαπάω. Μα μου λείπει ακόμα η φωνή σου, όπως μίλαγε και τριγύριζε γύρω-γύρω απ’ τ’ αυτιά μου. Ζήσαμε κάτι έντονο είπες, που μόνο οι δυο μας γνωρίζουμε. Μετά αντίο. Ήρθε ο Χειμώνας. Είναι μάλλον ο πιο αργόσυρτος Χειμώνας που έχω ζήσει. Τώρα κλαίω. Γιατί δεν έχω κάτι ωραιότερο να κάνω. Τώρα τραβάω γραμμές σ’ ένα άδειο τετράδιο, προσπαθώντας να το γεμίσω. Το χέρι δε βρίσκει τις λέξεις. Το στόμα δε βρίσκει τα λόγια. Νιώθω άφωνος. Είμαι μια στήλη άλατος, ένα άγαλμα που δεν μπορεί να κινηθεί. Ένα κουφάρι, που δεν μπορεί να τρέξει να σ’ αγκαλιάσει όπου κι αν είσαι. Τώρα η αγκαλιά μου δεν έχει χρώματα. Όλα εκείνα τα κοριτσίστικα χρώματα που τη γέμιζαν. Τι να κρατήσω για μένα; Μονάχα το μαύρο μου έμεινε να φοράω. Ζωγραφίζω καπνούς και τσιγάρα. Δωμάτια νοσοκομείων στη μέση του πουθενά, με χειρουργημένους ασθενείς στην καρδιά. Με ορούς στα χέρια και σύριγγες στο κορμί τους. Ζωγραφίζω το σήμερα σα να είναι η τελευταία μου μέρα. Θα ‘θελα να την πέρναγα στην αγκαλιά σου. Σ’ ένα μικρό σπίτι δίπλα στη θάλασσα, με μεγάλο κήπο, για να χωράει τις τριανταφυλλιές σου. Τι να κρατήσω για μένα; Αρκεί που κρατάς στα χέρια τα μαραμένα μου τριαντάφυλλα. Είναι σα να γράφουν τ’ όνομά μου κάπου εκεί μέσα. Ακόμα και τ’ όνομά μου το πήρες. Ξέχασα πως με λένε. Αισθάνομαι κατά καιρούς πως με φωνάζουν, αλλά τρέμω να γυρίσω το κεφάλι, μήπως συναντήσω το παρελθόν μας τη στιγμή του αποχωρισμού. Εμείς δεν κλάψαμε κοιτώντας ο ένας τα μάτια του άλλου στο αντίο μας. Ξέρω πως έκλαψα, μέσα μου. Κι όλες οι υπόλοιπες μέρες μου ήταν μουσκεμένες. Εμείς δεν αφήσαμε ταυτόχρονα τα δάκρυα να κυλήσουν στα μάτια, γι’ αυτό που μας περίμενε στη γωνία. Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Το γνωρίζαμε και τ’ αφήσαμε να συμβεί, μέχρι να ξεψυχήσει. Εμείς, κοιτάζαμε το “εμάς” να πεθαίνει, να σβήνει κι ούτε που προλάβαμε να το κηδέψουμε. Έγινε το “εμείς” ένα μοναχικό “εγώ” μέσα σε μια νύχτα. Κι από μακριά το αποχαιρετούσαμε μ’ ένα αντίο, όπως ψυχορραγούσε. Εμείς δεν κλάψαμε την ώρα που δίναμε στα χείλη το τελευταίο φιλί μας, πιστεύοντας σε κάποια ελπίδα πως δε θα ‘ταν τελευταίο. Μα έπρεπε να βγάλεις τα σκουρόχρωμα γυαλιά σου απ’ το πρόσωπο τη μέρα εκείνη, να δεις τα μάτια μου. Έλειπε το χαμόγελο απ’ τα χείλη μου. Έλειπε γιατί το έπνιξα με τα δάκρυα. Την ώρα που έβλεπα την αγάπη μας να πεθαίνει. Έσβηνε σαν κατάκοπο κι άρρωστο γεροντάκι, που απόκαμε απ’ τις απανωτές εγχειρήσεις. Να, γι’ αυτό ζωγραφίζω νοσοκομεία και σύριγγες. Στον ύπνο μου βλέπω τις παιδικές μου ανάγκες. Φαΐ απ’ την αγάπη σου. Νερό απ’ τα χείλη σου. Παραμύθι απ’ τη φωνή σου. Αγκαλιά απ’ τα χέρια σου. Και γατζωμένος πάνω στο κορμί σου, να πηγαίνουμε βόλτες. Τι να κρατήσω για μένα; Τώρα το “εγώ” γίνηκε ο χειρότερός μου εφιάλτης και με μαχαιρώνει πισώπλατα. Τώρα μαθαίνω για κραυγές που δε γνώριζα να υπάρχουν. Εμείς δεν κλάψαμε αντάμα, κοιτώντας τα ραγισμένα μας μάτια ν’ αστράφτουν απ’ τη λύπη, στο σκοτάδι. Την ώρα εκείνη που μαγκωμένα τα χείλη, ψελλίζουν δειλά-δειλά ένα αντίο.


γιώργος_κ

Σχόλια