Notepad Spiral No 2
§21. ΑΜΑΡΤΗΣΑ κατάσαρκά σου μιαν αμέριστη ελπίδα.
Τι θέλουν πάλι οι άνθρωποι και στάζουν
ανάμεσά μας; Μήπως μου είπες· «Η ζωή
βρέχει ακούραστα μια νύχτα ως το πρωί
και το πρωί διψάμε»;
Δεν με προειδοποίησες φωτιά και θαλπωρή.
Όφειλες άραγε, πριν σβήσεις;
Αμάρτησα κατάσαρκά σου.
Μούσκεψέ με απελπισία.
§22. ΦΕΡΝΕΙΣ τη νύχτα του ομώνυμου φονιά
και υποκύπτεις στ’ ανοιχτά επίθετά σου.
Συντάσσονται ένα γύρο τα βουνά
με σκοτεινές προθέσεις.
Παράκτιες σκιές και τα μεγάλα
μάτια της δύσης κουκουβάγιας
ματώνουν· «τόσο αλάτι, τόσο αλάτι
κι ούτε ένα κύμα δικαιοσύνη,
μέσα σ’ αυτή τη δολοφόνα υγρασία».
Φέρνεις τη νύχτα του ομώνυμου φονιά.
Γλώσσα δεν πρόκειται να βρέξω
στων πληγών σου τη θαλάσσια σημασία.
§23. ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ίσως να το ξέρεις
κατάκαρπα πως, όταν δυσχερείς,
φεύγεις, αφήνεσαι ή σε αφήνουν.
Πολύ μετά, αρχίζει το χλοερό μαρτύριο της σοδειάς·
όταν κι η ξηρασία καταντά έστω μια κίτρινη ελπίδα.
Θα έπρεπε ίσως να ξαφνιάζεις
κατάριζα πως όταν αδρανείς,
ξεχνιέσαι, χάνεσαι ή σε χάνουν.
Θα έπρεπε ίσως να έχεις σπαρταρήσει
πως τόσο απογευματινά
μόνο σαν άνθρωπος μπορείς να μαραθείς· ποτέ σαν φύλλο.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
§21. ΑΜΑΡΤΗΣΑ κατάσαρκά σου μιαν αμέριστη ελπίδα.
Τι θέλουν πάλι οι άνθρωποι και στάζουν
ανάμεσά μας; Μήπως μου είπες· «Η ζωή
βρέχει ακούραστα μια νύχτα ως το πρωί
και το πρωί διψάμε»;
Δεν με προειδοποίησες φωτιά και θαλπωρή.
Όφειλες άραγε, πριν σβήσεις;
Αμάρτησα κατάσαρκά σου.
Μούσκεψέ με απελπισία.
§22. ΦΕΡΝΕΙΣ τη νύχτα του ομώνυμου φονιά
και υποκύπτεις στ’ ανοιχτά επίθετά σου.
Συντάσσονται ένα γύρο τα βουνά
με σκοτεινές προθέσεις.
Παράκτιες σκιές και τα μεγάλα
μάτια της δύσης κουκουβάγιας
ματώνουν· «τόσο αλάτι, τόσο αλάτι
κι ούτε ένα κύμα δικαιοσύνη,
μέσα σ’ αυτή τη δολοφόνα υγρασία».
Φέρνεις τη νύχτα του ομώνυμου φονιά.
Γλώσσα δεν πρόκειται να βρέξω
στων πληγών σου τη θαλάσσια σημασία.
§23. ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ ίσως να το ξέρεις
κατάκαρπα πως, όταν δυσχερείς,
φεύγεις, αφήνεσαι ή σε αφήνουν.
Πολύ μετά, αρχίζει το χλοερό μαρτύριο της σοδειάς·
όταν κι η ξηρασία καταντά έστω μια κίτρινη ελπίδα.
Θα έπρεπε ίσως να ξαφνιάζεις
κατάριζα πως όταν αδρανείς,
ξεχνιέσαι, χάνεσαι ή σε χάνουν.
Θα έπρεπε ίσως να έχεις σπαρταρήσει
πως τόσο απογευματινά
μόνο σαν άνθρωπος μπορείς να μαραθείς· ποτέ σαν φύλλο.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου