Είμαι ο Γιώργος


Είμαι ο Γιώργος σας. Ετών όσο θέλω εγώ. Ξεκινώ τη γραφή με το χρώμα χακί. Εν-δυο, εν-δυο, προσοχή. Ένα από τα ατελείωτα Σαββατόβραδα με παροτρύνει να αγγίξω τις ευαίσθητες χορδές σας. Να σας παίξω μια λυπητερή μελωδία, χωρίς αρχή και φινάλε. Ανυπομονώ για το ξημέρωμα της Κυριακής. Κάτι βαραίνει από τώρα την πλάτη μου. Τύψεις. Που χαθήκατε τύψεις; Που χαθήκατε ενοχές μου; ψάχνω απεγνωσμένα για την ένοχη συνείδησή μου. Γέρνω, βαραίνω, κρυώνω. Κανείς δεν έρχεται να σκεπάσει την πλάτη μου. Ένοχες ημέρες μου. Λάθη μου; Που κρύβεστε τα βράδια του Σαββάτου; Ζητώ συντροφιά. Δε μιλάω για μένα. Λυπηθείτε τον ανέραστο εαυτό μου. Ούτε που κλαίει πια, ούτε κινείται. Τούτες οι μέρες είναι από ‘κείνες, όπου το δάκρυ δε διώχνει τις έγνοιες του. Τούτες εδώ είναι ακίνητες, άλαλες. Είναι ασάλευτες και χουχουλιάρες στη ζέστα του κρεβατιού. Είναι οι χειρότερες μέρες του. Φυλακισμένες σ’ ένα πέτρινο κάστρο, εσώκλειστες, δίχως παράθυρο. Τώρα θ’ απλώσω τις μακριές κοτσίδες μου, ν’ ανέβει η πριγκίπισσα από τα μακριά μαλλιά μου. Τα παραμύθια άλλαξαν κι οι εποχές αρρώστησαν. Τα συνθήματα στους τοίχους χάθηκαν, όταν μιλούσαν για τον έρωτα. Όλα σκαρτέψανε απότομα. Γεμίσαμε καλλιγραφία ένα σωρό τετράδια, μα ούτε στάλα από μελάνι ξέμεινε, να γράψουμε το σ’ αγαπώ στους τοίχους. Ο τελευταίος το ‘γραψε με κόκκινα μεγάλα γράμματα στο διπλανό κρεοπωλείο “ΜΙΚΑΕΛΑ Σ’ ΑΓΑΠΩ”. Γλυκύτατοι στα χείλη μου ασπασμοί και τελευταίες του έρωτά μου ανάσες, που ‘στε; Γλυκύτατοί μου στίχοι στο χαρτί και μελωμένα της αγάπης λόγια, που ‘στε; Τα Σαββατόβραδα που κατοικείτε; Εσείς που πρίγκιπς μ’ ανεβάζατε κι έναν ιππότη με φωνάζατε, σε κάποιο πύργο, κάποτε στη μακρινή παραλία, που ‘στε; Απόκαμα μέσα στον πύργο μου. Κι οι πολεμίστρες αδειανές, δε μου κρατούν παρέα. Κοψοχρονιά έδωσα τα κανόνια μου, αφού στον κόσμο τίποτα δεν ήθελα να σβήσω. Όπλα μου είναι τα λάφυρα από τον έρωτά. Για ν’ αμυνθώ πυροβολώ ευθεία στα μάτια σας, με πυροβόλες λέξεις. Καταπατώ εκτάρια στο ασυνείδητό σας, ενώ σα σφαίρες οι σκέψεις, καρφώνουν το μυαλό. Το νου σας! Εγωισμέ μου ανίκητε κι αθάνατε στο χρόνο, με τις χακί στολές χωρίς περίστροφο και φθόνο, τι γυρεύω στη ζωή; Ζητώ μονάχα μια ευκαιρία, να ξεπουλήσω την πραμάτεια σας για παραπάνω κόκκινο. Να ‘ρθω μια νύχτα σαν ετούτη, να φυτέψω στην αυλή λίγα λουλούδια ρόδινα, ν’ ανθίσουνε την Άνοιξη. Κι εσείς κουφοί, την πόρτα σας κρατάτε κλειδωμένη και τα σκυλιά λυτά να μου γαυγίζουνε. Ντροπή σας. Εγώ ντυμένος στα χακί, λατρεία μου. Πιστός στρατιώτης και σκοπός και φύλακας της ομορφιάς σου. Κρυμμένος πάντα κάτω από τις σόλες σου. Να περιμένω, ένας άγρυπνος φρουρός, το τελευταίο βήμα. Μα εσύ ψηλά κι εγώ στα κάτεργα. Που είσαι λατρεία μου; Κι ετοιμάζω κοντσέρτο της νύχτας, για δύο λαβωμένες καρδιές κι έναν ανέλπιστο έρωτα. Κρουστά θα πάλλονται στο κάλεσμά σου και τρομπέτες λύπης θα υφαίνουν τη μελωδία σου. Μια βελονιά για τις παντοτινές, του έρωτα τις υποσχέσεις που δώσαμε. Μια βελονιά που θα ματώνει τα κουφάρια μας στο στήθος απ’ την προδοσία. Κι οι στίχοι να μιλούν για κάποιον τελειωμένο, όποιος κι αν είναι. Είτε ο χρόνος που ποτέ δε θα γυρίσει, είτε ο δρόμος μας. Δίχως μια έξοδο κινδύνου δε θ’ αντέξεις να γυρίσεις. Κι εγώ θα βλέπω όπως θα τρέχεις για χιλιόμετρα, χιλιόμετρα, χιλιόμετρα και κάποια ώρα θα σκοντάψεις στις πλεξούδες σου να πέσεις. Δε θ’ αντέξεις, δίχως μια έξοδο κινδύνου. Τριγύρω ασήκωτα βουνά από διαμάντια και χρυσάφια. Μα μόλις πας να πιάσεις κάποια πέτρα, αμέσως μοιάζει κάρβουνο. Και το τυλίγεις γύρω από τα χέρια, σ’ ένα χαρτί να ζωγραφίσεις τον Παράδεισο και λες “εδώ που θα ‘θελα να μένω...”. Κομμάτι ξένο, ποτέ για μας ραμμένο. Τα βράδια θα ‘ρχομαι στον ύπνο σου να καταπίνω τις νεράιδες και τα υγρά ωραία σου όνειρα να τα διαλύσω. Όχι πια πίσω. Τώρα μονάχα ως αντάλλαγμα μπορώ να φτιάξω εφιάλτες, αντί για κάστρα με ιππότες και άλογα. Για να ξυπνάς απότομα και να πετάγεσαι απ’ τη θέση σου, να με θυμάσαι. Τώρα μονάχα ως αντάλλαγμα μπορώ να γίνω ένας μικρός τυμπανιστής κι ένας δεινός προκρούστης. Να τριγυρνώ στις γειτονιές Χριστούγεννα μεσάνυχτα, σαν καλικάντζαρος, για να πουλάω σπίρτα στους αγροίκους. Και θα φορώ τα ξεσκισμένα μου εσώρουχα που τα ‘ραψες, αγαπημένη μου μελαγχολία, τα λιγδιασμένα μου υποκάμισα με τη ριγέ γραμμή. Κυκλοφορεί στις φλέβες μου ο καρκίνος κι η νικοτίνη αντί νερού στο αίμα, με ποτίζει. Τον διοχετεύω να ρέει στις λέξεις μου και ξεκουράζομαι σαν άγγελος πάνω στα σύννεφα. Μου ‘ρχεται να ξεράσω. Στρίβω δεξιά στη γωνία και μ’ ακολουθούν τα συνθήματα “ΜΙΚΑΕΛΑ Σ’ ΑΓΑΠΩ”. Είναι ωραίο να ζωγραφίζεις καρδούλες σ’ ένα κομμάτι λευκό χαρτί με το μαύρο μελάνι κι έπειτα να τις γεμίζεις πατόκορφα με κατράμι και να τους βάζεις φωτιά. Καίγονται όμορφα, όπως γεννήθηκαν, αμέσως. Το δύσκολο είναι τις διατηρείς στην αιωνιότητα...το εύκολο είναι να τις διατηρείς στη συντήρηση.


γιώργος_κ

Σχόλια

  1. Πολύ καλή η σελίδα σου.....Να είσαι καλά....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Γεια σου Εύα. Σου στέλνω πρόσκληση για την Πορφυράδα, ώστε να συμμετέχεις μαζί μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου