ΦΡΑΟΥΛΙΤΣΕΣ


Μασουλάω, μασουλάω φραουλίτσες. Είχα κι ένα ατύχημα, αλλά μπροστά στη γεύση της φραουλίτσας δε νοιάζομαι. Μου ξεκόλλησε το δοντάκι μου, μπουυυυ, έτσι, φλουτς κι έπεσε. Και τώρα υπάρχει ένα κενό στην άνω σιαγόνα, να μου θυμίζει ότι εκεί μέσα κάποτε υπήρχε ένα δόντι. Δευτέρα πάω οδοντίατρο, ευτυχώς δεν πονάει. Μου θύμισε ένα ακριβώς ίδιο περιστατικό που είχε συμβεί το κατακαλόκαιρο, τότε που οι δυο μας κι όχι μόνος, επιλέγαμε τσίχλες δυόσμου και καραμέλες φραουλίτσας απ’ το περίπτερο για να περάσουμε την ώρα μας μασουλώντας ανάμεσα στα φιλιά μας. Είχαν ξεμείνει κάμποσες από εκείνες τις τσίχλες και τις καραμέλες πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, τις έβαλα κάτω σήμερα και τις τσάκισα όλες. Μόνο που έχασα το δόντι μου ξαφνικά. Κόλλησε πάνω στην καραμέλα κι έπεσαν και τα δυο πάνω στη γλώσσα. Έτσι είχε γίνει και την προηγούμενη, μόνο που τότε, θυμάσαι, όταν γνωριστήκαμε, υπήρχε ένα κενό χωρίς δόντι στην κάτω σειρά και σου έλεγα “θα το φτιάξω, θα το φτιάξω σύντομα, πρέπει να μπει θήκη εκεί μέσα”, και μέσα στο καλοκαίρι πρόλαβα να βάλω μόνο τη βάση της. Θυμάσαι που έβρισκε ένα κενό η γλωσσίτσα σου, όταν ανταλλάσσαμε τα πρώτα φιλιά μας. Τώρα ένα παρόμοιο κενό υπάρχει στην πάνω σειρά δοντιών. Κόλλησε πάνω στο δοντάκι η καραμέλα και φλουτς πέσανε all together πάνω στη γλώσσα. Μόνο η ρίζα έμεινε. Ένα-ένα τα χάνω απ’ τις καραμελίτσες. Βοήθεια, κανένας γιατρός, οδοντίατρος στην παρέα μας, να μου δώσει ένα χέρι βοηθείας και τις πρώτες οδηγίες μετά την πτώση; Να το πετάξω το κομμάτι που έφυγε ή θα χρειαστεί για να το ξανακολλήσει ο γιατρός εκ νέου; Λένε πως αν ρίξεις το δόντι πάνω απ’ τη στέγη σου με τα κεραμίδια, φέρνει γούρι. Αληθεύει ρε παιδιά ή μας κοροϊδεύουν οι τσαρλατάνοι; Όχι, αν είναι έτσι να το ρίξω, μιας και δεν έχω στέγη με κεραμίδια, σε πολυκατοικία μένω, ώστε να μη μου πέσει ο ουρανός στο κεφάλι με τα επόμενα 7 ρίχτερ σεισμού της Πάρνηθας. Αλήθεια, τα προϊόντα φράουλας, θεωρούνται κι αυτά Κομμουνιστικά προϊόντα επειδή είναι κόκκινα; Τι να κάνω που μου αρέσουν τόσο οι καραμελίτσες; Κι όχι μόνο σε version καραμέλας, η φράουλα μου αρέσει και σε γρανίτα και σε χυμό και σε κάθε τι φαγώσιμο, ιδιαίτερα αν συνοδεύεται από θηλυκή παρέα με τα ίδια γούστα. Πάντως εσύ στη γρανίτα φράουλα ήσουν πρώτη, κι εγώ το ίδιο, σε θυμάμαι το καλοκαίρι στα Everest μ’ εκείνο το κόκκινο πράγμα που πίναμε απ’ το χοντρό καλαμάκι, που ήταν γεμάτο τριμμένο πάγο κι αργούσε να λιώσει. Όπως και τώρα, μάσαγα, μάσαγα, μάσαγα, σκεφτόμουνα, σκεφτόμουνα, σκεφτόμουνα και τσουπ, πάει το δοντάκι. Και το στυλό που γράφω τώρα, φραουλίτσα μυρίζει. Πήγα στα Jumbo κι εγώ ο μεσήλικας, μ’ έπιασε ο παλιμπαιδισμός μου, και σήκωσα όλο το κατάστημα από αρωματικούς στυλούς. Το τι scented gel pen και το τι glitter pen αγορασα, δεν περιγράφεται. Αφού η ταμίας του καταστήματος, μόλις πήγα να πληρώσω, με κοίταζε μ’ ένα βλέμμα απορίας και αμηχανίας ταυτόχρονα, του στυλ “τι τους θέλει το παλικάρι τόσους κοριτσίστικους στυλους; Και ανηψιά να είχε να τα χαρίσει, πάλι θα του μένανε.” Είναι φραουλίτσα και μ’ αρέσει, της απάντησα εγώ με τα μάτια. Κι έτσι γράφω τώρα με το στυλό φραουλίτσα και τρώω καραμέλες φραουλίτσας από τις μπαγιάτικες που είχα απ’ το καλοκαίρι με το κορίτσι, να κι αν μου πέσανε τα μισά δόντια απ’ τις τσίχλες και τις καραμέλες, εγώ θέλω φραουλίτσα, θα φάω φραουλίτσα, πάει και τελείωσε.... (σ.σ. 08/12/2007)

Τελειώσαμε λοιπόν και τι να πούμε;;;;
Έτσι δε λέει ένα ακόμα τραγούδι για το χωρισμό, όπως εκείνα τα όμορφα τραγούδια του Γιάννη Πάριου;;; Τι άλλο να πούμε όμως, που μέσα σε δυο μέρες τα είπαμε και τα δώσαμε όλα. Όρκους, υποσχέσεις, φιλιά, χάδια, αγκαλιές και πολλά ακόμα νερόβραστα ζυμαρικά, σαν μακαρόνια που έχουν στουμπώσει στα έντερα και δε λένε να βγουν από το στομάχι μας ποτέ. Τώρα μένει να αναλογιστούμε τις ευθύνες, ώστε να μην ξανακάνουμε τα ίδια λάθη μέχρι την αληθινή ενηλικίωση. Κι όταν θα πασχίζουμε με μανία να παραδώσουμε την ακάθαρτη ψυχή μας, στους αγγέλους του καθαρτηρίου, ας αποδοθούν οι ευθύνες εκεί που χρειάζεται, χωρίς αυτή την ανθρώπινη αδιαφορία που αντιμετωπίσαμε σε όλη τη ζωή μας από τους κοινούς θνητούς. Γιατί στην αδιαφορία Κυρίες μου, απαντούμε με αδιαφορία. Τουλάχιστον έτσι ενεργούμε εμείς οι Παρθένοι, για τα υπόλοιπα ζώδια απευθυνθείτε στον αστρολόγο της γειτονιάς σας. Κάπως έτσι λοιπόν παίζεται σήμερα το παιχνίδι στον έρωτα. Σε γράφω, με γράφεις και πάμε γι’ άλλα. Γιατί εσείς ρωτούσατε πάντα τις φίλες και τις κολλητές σας, πως θα ρίξετε τον όμορφο γκόμενο στο κρεβάτι σας, αντί να συμβουλευτείτε την καρδιά σας, να σας πει εκείνη τι σημαίνει αγάπη, αλλά και πόσο η αγάπη ταυτίζεται με το φιλότιμο και την ψυχή, όταν αυτή παραμένει αγνή.
Το λιώσατε το παλικάρι Κυρίες μου. Κι είναι το έρμο τόσο μαθημένο απ’ τις συνήθειές σας, που πλέον δε χαμπαριάζει. Απλά σας διαγράφει με ελλειπτική τροχιά και προχωρεί με την όπισθεν, χωρίς να μπορεί να βρει το κουράγιο, να ανεβεί τις σκάλες τις εκκλησίας μια μέρα, όταν θα έρθει ο καιρός να αποδημήσει εις Κύριον.
Ραντεβού το χειμώνα λοιπόν, για περισσότερα ψυχογραφήματα με σορόπια, γρανίτες φράουλας και παγωμένους φρουτοχυμούς γρέιπφρουτ. Με κομμάτια ζάχαρης από προδομένες αγάπες και ανεκπλήρωτους έρωτες, που έμειναν στα χάδια και τα φιλιά της ωμοπλάτης, χωρίς να βρίσκουν ποτέ το δρόμο για τα χείλη τα μελωμένα. Έτσι όπως έμεινε το κυπελλάκι με τη γρανίτα φράουλα που μοιράσαμε στα δύο, την Κυριακή με τον καύσωνα, κι έλιωσε παρατημένη στο τραπεζάκι από τη ζέστη.
Εγώ θα θυμάμαι μόνο τα λευκά νύχια της Κυρίας, που καθόταν στο απέναντι τραπεζάκι με τα δύο μωρά της, την ώρα που κούναγε τα πόδια της μέσα στα πέδιλα και μου ‘γνεφαν έτσι όμορφα, πως η ζωή είναι ένα μεγάλο ψέμα φυτεμένο στην άμμο. Ψέματα χιλιοειπωμένα, που τα θάψαμε μια νύχτα με πανσέληνο στην παραλία κι αυτά μεγάλωσαν και έκαμαν παιδιά και εγγόνια και δισέγγονα και τρισέγγονα.
Γέννησαν καρπούς που τους παρέσυρε το κύμα και τους ξέβρασε η θάλασσα στα κατά τόπους λιμάνια της χώρας. Πολλά ψέματα, χιλιάδες ψέματα που τα μπουχτίσαμε. Και τώρα είναι η ώρα για να πιάσουμε το μολύβι μας, να γράψουμε για όλα εκείνα τα ψέματα που μας κυνηγούσαν από την παιδική μας ηλικία, κι ύστερα να τα κλειδώσουμε μέσα στο μπαούλο της γιαγιάς, να τα βρουν οι επόμενες γενιές κιτρινισμένα και ξεβαμμένα από τα δάκρυα των ματιών μας κι απ’ τον πόνο. Μη με ρωτήσετε όμως αν γνωρίζω κάποια Μαρία. Δε θα σας απαντήσω. Όσο κι αν το όνομα αυτό με σημάδεψε, χαστουκίζοντάς με, με εκείνη τη γνήσια μητρική τρυφερότητα στα παιδικά μου μάγουλα, ειλικρινά δε θα σας απαντήσω. Βλέπετε Κυρίες μου, το μίσος απέχει μονάχα λίγα χιλιοστά από την αγάπη κι εύκολα παραβαίνεις τα όρια.
Ιδιαίτερα όταν λαμβάνεις το μίσος και την αδιαφορία για αντάλλαγμα, σαν χαρίζεις απλόχερα την αγάπη στον κόσμο, κάτω απ’ την πατρική σου στέγη, με τον πενιχρό μισθό και με τους χίλιους κόπους και τις θυσίες σου παρατεταγμένες στον τοίχο, έτοιμες για τουφεκισμό. Κι όταν η ειλικρινής αγάπη, μεταβάλλεται σε μίσος, χρειάζεται να πούμε περισσότερα;;; (σ.σ. 25/06/2007)

“Τελειώσαμε λοιπόν και τι να πούμε,
το δάκρυ μας σταγόνα που παγώνει.
Τα λόγια μας στα χείλη ξεψυχούνε
κι η νύχτα πάλι νύχτα ξημερώνει….” *

Στίχοι: Γιάννης Πάριος

(σ. σ. Πόσοι μήνες χωρίς φραουλίτσα;;;;;;;;)

Σχόλια