Γιά ὅλα αὐτά πού ἔμαθες κι ἀγάπησες σέ μένα..
~~~
Χτυπάει ὁ δείχτης τῶν καιρῶν, τό σήμαντρο ἀνασταίνει
καί τό ρολόι γιόμισε καί δέν ἀντέχει ὥρα
ἔχει φουσκώσει ταραχή σέ τούτη ἐδῶ τή χώρα
καί ὅπου νά ‘ναι, ἀπό στιγμή, κοντεύει γιά νά σπάσει
μέχρι τά δευτερόλεπτα μετροῦν τήν κατηφόρα
καί τήν πορεία πού πήραμε σάν λάθος ριζικό μας
λάθος τό δρόμο πήραμε, λάθος καί τ’ ὄνειρό μας
κι ὁ χρόνος θά ‘ναι βάλσαμο νά κλείνει ὅλο πληγές
τοῦ Ρεβυθούλη τό σακί εἶχα στήν πλάτη χρόνια
καί κάθε βῆμα πού ἔκανα μου στοίχιζε καί κάτι
κουκιά πετοῦσα ἀγάπη μου, μές τά στενά καί σπόρια
νά μή χαθῶ ἀπ’ τό βλέμμα σου, νά γίνω ἡ θωριά σου
ὥσπου τό γράμμα ἔφτασε, τό ‘φερε ταχυδρόμος
ἕνα γεράκι ὁλόμαυρο, μά πιό βαθύ ἀπ’ τό αἷμα
ἦταν τό λεξιλόγιο πού διάβαζε ἡ καρδιά μου
- χωρίσανε οἱ δρόμοι μας, δύο ξένοι εἴμαστε τώρα -
καί τό ρολόι σταμάτησε τούς χτύπους νά μετράει
ποῦ ἔκαναν τά βήματα στά θερινά σοκάκια
ἐκεῖνα τά πλακόστρωτα, μέ κάστανα ψημένα
τό τρένο ἀναχώρησε - Χριστούγεννα χαμένα -
τό νέο χρόνο ἀγάπη μου, τόν πῆρε ἡ κατηφόρα
μακάρι νά μετρούσαμε ἀντίθετα τή φόρα
νά μήν προφτάσουμε νά δοῦμε τά γυαλιά μας
καί τά συντρίμμια πού ἄφηκε στό διάβα τοῦ ὁ τυφώνας
ἐσύ πουλί ἐλεύθερο τό ἔβαλες στά πόδια
κι ἐγώ σά ναυαγός γυρεύω νέα χώρα
κάπου νά προσγειωθῶ, στήν ἀγκαλιά ἑνός βάλτου
- ὁ πρίγκιπάς σου ἀκούμπησε τά ὅρια τοῦ θανάτου -
ἀλλοτινούς καιρούς πού ἐσύ δέ τοῦ μιλοῦσες
καί θεραπεία δέ βρέθηκε γι’ αὐτή σου τήν ἀρρώστια
εἶναι τ’ ἀμίλητο νερό φαρμάκι ὡς τό Τέλος
ποῦ πίνεται μέ δύο γουλιές τίς νύχτες μέ φεγγάρι
ἐκεῖ πού σβήνουν τ’ ἄστρα μές τό μακρινό οὐρανό
συνήθεια ἠθοποιῶν πού ἔμαθαν τό ρόλο
καί ἡ παράσταση γνωστή μέ θεατές τούς φίλους
θά σβήσει ἡ ἀνάμνηση, θά σβήσει καί ἡ μνήμη
- εἶναι τυφλός ὁ ἔρωτας κι ὅταν πεθαίνει ἀλλάζει -
καί γίνεται ἐκδίκηση ζηλείας κι ὀφθαλμαπάτη
καλή σου ὥρα ἀγάπη μου, σού πίνω τή γουλιά σου
ἀπ’ τό ἀμίλητο νερό πού καίει τά σωθικά σου
κι ἀντί γιά τελευταῖο φιλί, σού δίνω αὐτό τό στίχο
“να μέ κρατᾶς ὅπου κι ἄν πᾶς ἐπάνω σου, νά ζήσω...”
Γιῶργος_κ
Χτυπάει ὁ δείχτης τῶν καιρῶν, τό σήμαντρο ἀνασταίνει
καί τό ρολόι γιόμισε καί δέν ἀντέχει ὥρα
ἔχει φουσκώσει ταραχή σέ τούτη ἐδῶ τή χώρα
καί ὅπου νά ‘ναι, ἀπό στιγμή, κοντεύει γιά νά σπάσει
μέχρι τά δευτερόλεπτα μετροῦν τήν κατηφόρα
καί τήν πορεία πού πήραμε σάν λάθος ριζικό μας
λάθος τό δρόμο πήραμε, λάθος καί τ’ ὄνειρό μας
κι ὁ χρόνος θά ‘ναι βάλσαμο νά κλείνει ὅλο πληγές
τοῦ Ρεβυθούλη τό σακί εἶχα στήν πλάτη χρόνια
καί κάθε βῆμα πού ἔκανα μου στοίχιζε καί κάτι
κουκιά πετοῦσα ἀγάπη μου, μές τά στενά καί σπόρια
νά μή χαθῶ ἀπ’ τό βλέμμα σου, νά γίνω ἡ θωριά σου
ὥσπου τό γράμμα ἔφτασε, τό ‘φερε ταχυδρόμος
ἕνα γεράκι ὁλόμαυρο, μά πιό βαθύ ἀπ’ τό αἷμα
ἦταν τό λεξιλόγιο πού διάβαζε ἡ καρδιά μου
- χωρίσανε οἱ δρόμοι μας, δύο ξένοι εἴμαστε τώρα -
καί τό ρολόι σταμάτησε τούς χτύπους νά μετράει
ποῦ ἔκαναν τά βήματα στά θερινά σοκάκια
ἐκεῖνα τά πλακόστρωτα, μέ κάστανα ψημένα
τό τρένο ἀναχώρησε - Χριστούγεννα χαμένα -
τό νέο χρόνο ἀγάπη μου, τόν πῆρε ἡ κατηφόρα
μακάρι νά μετρούσαμε ἀντίθετα τή φόρα
νά μήν προφτάσουμε νά δοῦμε τά γυαλιά μας
καί τά συντρίμμια πού ἄφηκε στό διάβα τοῦ ὁ τυφώνας
ἐσύ πουλί ἐλεύθερο τό ἔβαλες στά πόδια
κι ἐγώ σά ναυαγός γυρεύω νέα χώρα
κάπου νά προσγειωθῶ, στήν ἀγκαλιά ἑνός βάλτου
- ὁ πρίγκιπάς σου ἀκούμπησε τά ὅρια τοῦ θανάτου -
ἀλλοτινούς καιρούς πού ἐσύ δέ τοῦ μιλοῦσες
καί θεραπεία δέ βρέθηκε γι’ αὐτή σου τήν ἀρρώστια
εἶναι τ’ ἀμίλητο νερό φαρμάκι ὡς τό Τέλος
ποῦ πίνεται μέ δύο γουλιές τίς νύχτες μέ φεγγάρι
ἐκεῖ πού σβήνουν τ’ ἄστρα μές τό μακρινό οὐρανό
συνήθεια ἠθοποιῶν πού ἔμαθαν τό ρόλο
καί ἡ παράσταση γνωστή μέ θεατές τούς φίλους
θά σβήσει ἡ ἀνάμνηση, θά σβήσει καί ἡ μνήμη
- εἶναι τυφλός ὁ ἔρωτας κι ὅταν πεθαίνει ἀλλάζει -
καί γίνεται ἐκδίκηση ζηλείας κι ὀφθαλμαπάτη
καλή σου ὥρα ἀγάπη μου, σού πίνω τή γουλιά σου
ἀπ’ τό ἀμίλητο νερό πού καίει τά σωθικά σου
κι ἀντί γιά τελευταῖο φιλί, σού δίνω αὐτό τό στίχο
“να μέ κρατᾶς ὅπου κι ἄν πᾶς ἐπάνω σου, νά ζήσω...”
Γιῶργος_κ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου