Η μοναχικότητα της απέραντης και εύφορης κοιλάδας



(Εξαιτίας της επερχόμενης πανσελήνου, ένα μικρό αφιέρωμα συναισθημάτων..)

~~~

κάπου βαθιά στην αστραπή, κρύβεται κάπου η αγάπη
ένα μικρό, λεπτό και ανεπαίσθητο σχοινί, έτοιμο για να σπάσει
μα είναι τόσο δυνατό, από ατσάλινη και εύπλαστη κορδέλα
ένα φωτάκι της ζωής που καθρεπτίζεται η στιγμή πάνω στα χρόνια. Μέτρα!

κι ο,τι κι αν άστραψε, ή πέρασε σα σίφουνας ή σαν αιώνιο απαλό αεράκι
ή ο,τι απόμεινε να λάμπει ακόμα σα γαλαξίας στους καιρούς που περιστρέφεται
σ’ ένα πανάρχαιο σύννεφο πιάστηκε και περιφέρεται μες τους αιώνες. Δες!

εκεί περπάτησε η αγάπη

πέρασε μέσα από λυγμούς κι από μπουντρούμι όπου μύριζε η πέτρα
λούστηκε μ’ όλους τους χυμούς, από καρπούς εξωτικούς
κι απ’ τα αιδοία των γυναικών πληθωρικά κατέφτασε στην πτέρνα

γύρναγε μέρες τα χωριά, εδώ κι εκεί να βρει φιλιά
και για παντιέρα είχε στολίσει μία σφαίρα, όπου καρφώθηκε με βία στην καρδιά
και για σημαία, μια ροδοκόκκινη για έμβλημα, καρδιά
που χρυσοκέντητα είχε ράψει όλο το αίμα

κι αυτό δε θα στο αρνηθεί κανείς!

αυτό το μένος, τούτο το πάθος, όλος ετούτος ο καημός που να χωρέσει;
αυτή η ορμή που παθιασμένα κυνηγούσε όλο δαίμονες, εκτροχιάστηκε

Άσε! περπάτησε πολλά αυτή η αγάπη ..
πόνεσε, δάκρυσε, μαύρισε, πλάνταξε κι ενώ δεν έμοιαζε καθόλου με λουλούδι
σύρθηκε στη βουνοπλαγιά να ξαποστάσει
και νότες έραψε στα εσώρουχα, τουλάχιστον να μοιάσει με τραγούδι
να μη χαθούν απ’ το πεντάγραμμο που τράβηξε

αυτή η πορεία στα τυφλά, όσο κι αν ντύθηκε στην αμαρτία
όσο μακριά κι αν τράβηξε για να χαθεί απ’ τον κόσμο
κάπου βαθιά στην αστραπή, κρύβεται κάπου η αγάπη

ΕΝΑ φιλί, ΕΝΑ κορμί, ΕΝΑ χαμόγελο βαθύ στου πρωινού το μάτι
το μίσος και η συμβουλή, στην τσέπη ο εγωισμός, ψωμί
και στα μαλλιά για κοκαλάκι ένα ανθάκι ..

που όλο του ‘φευγαν τα φύλλα απ’ τον αγέρα

πολλοί εμείς, πολλοί κι αυτοί, πάρα πολλοί οι πειρασμοί
όλα τα πρόλαβε η αγάπη!
μα όταν φτάσεις ν’ αγαπάς, τι να προλάβεις άλλο;
πόσο νομίζεις θ’ απορείς, πόσο να τρέχεις να κρυφτείς;
κι όλο τον κόσμο να γυρίσεις, θα ‘ρθεις πάλι!

ΕΝΑ χαρτί, ΕΝΑ φιλί, ΜΙΑ φωνή, ΜΙΑ ζωή
για να ξεσκίσεις ο,τι κέντησες δε φτάνει
να ξεριζώσεις την αρχή και να θερίσεις τη στιγμή
στην κάθε ανάμνηση τη βούλα σου έχεις βάλει

βλέπεις, τα λόγια της αγάπης είναι όνειρα
που αποτυπώνονται σιγά σιγά στα φύλλα σα να χτίζεις μία χώρα
πάνω στο χάρτη της ζωής που τον σχεδίαζες στα χέρια σου
προτού προλάβει να τον πάρει η κατηφόρα ..

γι’ αυτό μη σταματάς τα όνειρα, διεκδίκησε το τώρα!

κι ο,τι κι αν άστραψε, ή πέρασε σα σίφουνας ή σαν αιώνιο απαλό αεράκι
ή ο,τι απόμεινε να λάμπει ακόμα σα γαλαξίας στους καιρούς που περιστρέφεται
σ’ ένα πανάρχαιο σύννεφο πιάστηκε και περιφέρεται μες τους αιώνες. Δες!

εκεί περπάτησε η αγάπη...

~~~

ἀργὰ σὲ πῆρε ὁ πόνος κοριτσάκι
πάει τὸ καράβι, βούλιαξε, γιατί ἔμπασε νερὰ
κι ὁ καπετάνιος ἀπ’ τὸ δάκρυ πνίγηκε στὸ χαντάκι

ἔλιωσε τὸ χαρτί του κι ἦταν φτιαγμένο μὲ μεράκι
ΚΡΙΜΑ, ΕΣΥ τὸ θέλησες
δὲν πρόλαβε νὰ φτάσει τὴ στεριὰ

μοῦ εἶπες ‘πῆρα τὶς ἀποφάσεις μου καὶ βρίσκομαι ἀλλοῦ’
- τὰ λόγια σου εἶναι αὐτά, μὴν λὲς πὼς σ’ ἀδικῶ -
ὅπου κι ἂν εἶσαι, ὅ,τι κι ἂν κάνεις, ὅπως περνᾶς
θὰ ‘χεῖς τὸ βάρος μὲς τὰ σπλάχνα, κοριτσάκι

γιατί ἐτούτη ἡ γαμημένη σου ἀγάπη, δὲ θὰ περάσει
καὶ ἡ ψυχή σου ἡ πληγωμένη δὲ θὰ γιατρευτεῖ ποτὲ
ΓΙΑΤΙ;
μὰ ἐπειδὴ θὰ οὐρλιάζει πὼς ἀδίκησε τὸ ἄλλο τῆς μισὸ
πάνω στὴν τρέλα τὴν ἐφηβικὴ καὶ τὴν ἐκδίκηση
«..ἦταν μία λόξα νεανικὴ ποὺ τώρα ἔχει περάσει...»*

καὶ πάντα θὰ πετάγονται στὸν ὕπνο οἱ ἐνοχὲς
γιὰ νὰ ζητοῦν δικαίωση γιὰ ὅ,τι εἰπώθηκε κι ὅ,τι ἀδικήθηκε
μὰ ΕΓΩ θὰ λείπω ἀπὸ ἐκεῖ γιὰ ν’ ἀπαντήσω

μοῦ ἔκλεισες τὸ στόμα
ἐνῶ ὠρυόμουν ἀπὸ ἀπωθημένα, τύψεις κι ἐνοχὲς
φωνάζοντας πὼς κάτι κόπηκε στὰ δύο
ὡς κάποια στυγερὴ ὀφθαλμαπάτη

πάει τὸ ταξίδι κοριτσάκι!

πᾶμε νὰ δοῦμε μόνοι τώρα, ὡς πότε θὰ βαστᾶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη
πρὶν νὰ τὴν πάρει τὸ ποτάμι, νὰ χαθεῖ στὸ ἄπειρο

κι ἐμεῖς σπασμένο μανταλάκι
ποῦ κρέμαγε ἀγάπες μὲ ζουμιὰ ἀπ’ τὰ φιλιὰ
πλυμένη ἀπ’ τὸν ἱδρώτα, σὰν ἀμάνικο μπλουζάκι
καὶ βρέθηκε μὲ λάσπες στὰ σκαλιά...

τὴν πῆρε ὁ ἄνεμος αὐτὴ τὴν τόση ἀγάπη
σὰν λιποτάκτησε ἀπὸ βρισίδι, λόγια ἀνήκουστα καὶ τὸ “γαμῶτο” της
νὰ κάνει πάντα αὐτὸ ποὺ τῆς καρφώνεται στὸ περισσὸ μυαλό της

μὰ δὲν κρατοῦν τὰ λόγια, ἐραστὲς
ἐκεῖνα ποὺ οἱ ἄνθρωποι προσμένουν καὶ ζητᾶνε
στὸ παραμύθι ποὺ δὲν εἶχαν μέχρι ἐχθὲς
ὅπου καὶ μόχθησαν γιὰ νὰ «ἀπαιτοῦν καὶ νὰ ζητᾶνε»

κι ὄχι τὴν ἄρρωστη, τὴν καθμερινὴ ἀνία τῆς ρουτίνας
τῶν ἐξόδων, τῆς διασκέδασης, τοῦ στρὲς
- κι ἀφοῦ τὶς ἀποφάσεις πῆρες ‘γειά σου’, τώρα τί ἔρχεσαι καὶ κλαῖς; -

ἴσως στὴν ἄλλη τὴ ζωὴ ν’ ἀνταμωθοῦμε
σὲ τούτη λιώσαν οἱ ἀφορμὲς γιὰ νὰ ἰδωθοῦμε
κι ἔχει ἀπὸ μῆνες πάρει ἡ Ἀγάπη κατηφόρα
τί ὥρα εἶναι; ἔχει πανσέληνο, προχώρα !

γιὰ νὰ διορθώνεις τὶς πληγὲς ...μάταια ὅλα

βλέπεις, δὲν γεννηθήκαμε ἐχθὲς
καὶ τὸ πιοτὸ ποὺ θὰ ξεχνᾶς τὶς «ἀντοχὲς»
δὲν ἐφευρέθηκε ἀκόμα...

~~~

το μισώ αυτό το αλλεπάλληλο συναίσθημα, να πιάνω το μολύβι και να γράφω
κάθε φορά να γράφω γι’ αυτά που έζησα κι όχι που ζούμε
για σένα, εμένα, για όλους εκείνους που αγάπησαν παράφορα και πόνεσαν
ή εκείνους που χαθήκανε στου έρωτα τη μάχη κι εξαφανίστηκαν με μιας σα να μην έγιναν ποτέ τους εραστές

νιώθω ακόμα την ψυχή σου να την κουβαλάει αυτό το αμάξι, δίπλα μου
αισθάνομαι πως θα ανοίξεις ξαφνικά χαμογελαστή την πόρτα να καθίσεις στη θέση του συνοδηγού κι εγώ θα κατεβάσω το παράθυρο να κάνω ένα τσιγάρο, να μιλήσουμε
όλα νωπά, γεμάτα υγρασία και χνώτα

τραύματα, εμπειρίες, εικόνες, λέξεις περίεργες, εγωισμοί, κρυφά απωθημένα, φαντασιώσεις, μνήμες αναντικατάστατες και σκέψεις που πήραν τη μορφή των λέξεων και ακούστηκαν, ενώ θα έπρεπε να είχαν μείνει σκέψεις...

ν’ ακούγονται μόνο τα βογγητά της ερωτικής έξαψης, εκεί στην πρώτη διασταύρωση δίπλα στο mall στο χωράφι με τις παπαρούνες, απέναντι απ’ την πολυκατοικία που κάθε τρεις και λίγο ανοιγόκλειναν τα φώτα κι εμείς τρομάζαμε, ενώ τα τζάμια είχαν ιδρώσει απ’ τις ανάσες μας ... κι έπειτα ν’ ανάβω τσιγάρο και να σου λέω “σ’ αγαπώ”

έτσι θα ‘πρεπε να’ ναι

γιατί στην ίδια θέση σήμερα, κοιτάζω θεατής τα γεγονότα των αναμνήσεων και θλίβομαι και ρωτάω τον εαυτό μου, μιας και δεν έχω κάποιον άλλο για να ρωτήσω
μα που πήγε τόση αγάπη, άνοιξε η Γη και την κατάπιε σε μια νύχτα; που πήγε;
ή χάθηκε μέσα στη φόρα των λέξεων και του εγωισμού, νύχτες με πανσέληνο;

πληγώθηκα και πόνεσα πολύ γι’ αυτή τη ριμάδα την αγάπη και γι’ αυτήν έκλαψα
που χάλασε ή που άργησε να βρει τον προορισμό της ή που έχασε το δρόμο της λίγο πιο έξω απ’ το mall και παραστράτησε ... αυτά μου μείναν να θυμάμαι...


γιώργος_κ

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου