Α' ΠΡΑΞΗ μέρος 5




Υάκινθος
Δε φτάνει στο χαρτί ούτε ένας στίχος
γιατί δεν ξέρω τι έχω, ή τι έχω χάσει ως τώρα

γιατί έφτασα μέχρι τον ουρανό
κι ύστερα έπεσα με φόρα στο έδαφος

γιατί απλά, εμείς αρχίσαμε όπως τελείωσε το ψέμα
κι όπως διακόπηκε το όνειρο, τελειώσαμε
μα δε σταθήκαμε στο μέσο της αγάπης, να σκεφτούμε
τί ήταν προτιμότερο να πράξουμε την ύστατη ώρα

κι έτσι απ’ τα πολλά τα λόγια που ειπωθήκανε
κι απ’ τα πολλά ερωτόλογα που μας σκλαβώσανε
φτάσαμε σ’ άγονη έρημο και ναυαγήσαμε
πριν ταξιδέψουμε σε παραλίες που θέλαμε ν’ αγαπηθούμε

γιατί πολλά ακούσαμε, πολλά μιλήσαμε και πράξαμε
μα στο λιμάνι που πεθαίνουνε τα πλοία, εμείς γυρνάμε
-περιφερόμαστε στην τρέλα-
και καπετάνιο στο ταξίδι, δεν ορίσαμε
μήτε αφέντη να μας πει πως πολεμούμε

γι’ αυτό, δε φτάνει ένας στίχος να μας δέσει
ούτε μια κόλλα υγρή για να στεριώσει τη σπασμένη αγάπη
τώρα που ράγισε το θολωμένο μας γυαλί
δεν ξέρω πια τι έχω, ή τι έχω χάσει ως τώρα

να περιφέρεσαι στην τρέλα, απ’ τον έρωτα. Τ’ ακούς;
μόνο μη φύγεις ποτέ από κοντά μου
κινδυνεύω να χαθώ από την έλλειψη του οξυγόνου σου…

Υεμένη
Δε σε είχα ποτέ, μα σε ήθελα πάντα
ανοιξιάτικο αστέρι, τρυφερή μου μπαλάντα
-Ναι! σε σένα μιλάω-

τις ατέλειωτες νύχτες, τη μορφή σου ζητάω
ταπεινά, σκυθρωπά, της ζωής ο διαβάτης
ένας γκρίζος κακός, με τυραννά εφιάλτης
-Σ’ αγαπώ! μη μου φεύγεις-

κι η ελπίδα στο δρόμο, μία φρούδα σκιά μου
δε τη χάνω, στο είπα; Ζω για σένα ερωτά μου!
που να είναι τα μάτια σου, το λευκό το κορμί σου
ποιον μεθά η πνοή κι η ζεστή αναπνοή σου;

η ματιά σου, να ξέρεις, της Εδέμ ο Παράδεισος
στα φιλιά σου τ’ αθώα, αρρωσταίνει κι ο θάνατος
-Σ’ αγαπώ, μη μου φεύγεις-

λίγη αγάπη ζητώ, λίγη μόνο αγκαλιά σου
δυο μικρούλες καρδιές, τα παιχνίδια να στήνουν
στα σκοτάδια τα έρημα που δεν είμαι μαζί σου
-Ναι! σε σένα μιλάω-

σε ποθώ όπως κι αν είσαι, γιατί ήρθες για μένα
τα όνειρά μου σε στόλισαν, τα φιλιά σου με μύρωναν
κι οι αισθήσεις μου σ’ έντυναν
η ζωή μου στο διάβα σου, έλα καν’ τη δική σου

σ’ αγαπώ πιο πολύ κι από μένα, όνειρό μου
και ποθώ κάθε λέξη, π’ ομορφαίνει τη μέρα μου
τρυφερή αγκαλιά, πλάι στον ώμο, τ’ αστέρι μου
-Σ’ αγαπώ, μη μου φεύγεις-
Ναι! σε σένα μιλάω…

Υάκινθος
Στα πιο ψηλά του κόσμου με ταξίδεψες
φτερά μου έδωσες για να πετάω
κι ύστερα πήρες ανυπέρβλητο ψαλίδι
…τα ψαλίδισες

που πάω άραγε; ποιος να ‘μαι; που πατώ
νεράιδα είσαι ή του βάλτου ξωτικό;
ιπτάμενο ζουζούνι που πετά ελεύθερο ανάμεσα στα μάτια σου
…που πάω άραγε;

πήρες του κόσμου το πι’ ωραίο πρωινό και το νανούρισες
σαν ένα κάτασπρο της Άνοιξης, χαρούμενο λουλούδι
γαλάζιο μενταγιόν, τραγούδι του έρωτα που του άλλαξες σκοπό

τι είσαι τελικά; μια μάγισσα, Θεά; γυναίκα π’ αγαπά πιστά
αράχνη που υφαίνει έναν ιστό για τον επόμενο άγγελό της;
τί πόθος, τί χαμόγελο, τί δάκρυ!
το ψέμα ένα πρωτάκουστο αιχμηρό αγκάθι
κι η αγάπη μου, την έμαθες μισή

δέκα πληγές οι δέκα μνήμες και των χεριών τα δάχτυλά σου
δέκα μ’ απόμειναν ζωές και τριακόσια χρόνια μακριά σου
χίλιες φορές οι μοναξιές, πονούν λιγότερο του χωρισμού
κι όσο περνούν οι μέρες, μένεις να ξεχνιέσαι
με τα λουσμένα, ψεύτικα, μαχαίρια των χειλιών

στα πιο ψηλά του κόσμου με ταξίδεψες
απ’ τη ζωή να εφεύρω υπέρτατο σκοπό
τον ώριμο καρπό της αφθαρσίας
σαν πιο πολύτιμο στον κόσμο αγαθό

μ’ αν πω ένα τέλος, θα ‘ναι ψέμα! Σ’ αγαπώ
όποια μου λέξη να ξεφύγει, μην πιστέψεις…
αν πω εν τέλει σε μισώ, θα ‘ναι ένα ψέμα ολόιδιο
μου φτάνει που είμαστε στον ίδιο ουρανό…

Χορωδία
Ποιος έκανε τ’ αστέρια μου να σβήσουνε
ποιος είπε στα φεγγάρια να χαθούνε;
οι ορίζοντες των ουρανών μαυρίσανε
κι απόψε τα πουλιά της Γης σιωπούνε

ποιος έκρυψε τον ήλιο σαν ανέτειλε
ποιος έφερε τη γκρίζα συννεφιά του;
το ρόδο στο μπαλκόνι μου μαράθηκε
κι εχάθη τώρα η μόνη συντροφιά του

παρέα κάνω μόνο με το δάκρυ μου
κι ας κλαίνε οι ουρανοί μαζί με μένα
δε μπαίνει ούτε φως στο παραθύρι μου
τα πάντα γύρω μου είναι μαυρισμένα

μα ξάφνου ήρθε ο ήλιος και ζωγράφισε
με χρώμα έχει γεμίσει τα σκοτάδια
μι’ αχτίδα με φιλιά με παρηγόρησε
με φίλεψε απ’ του ονείρου τα λιβάδια

το ρόδο στο μπαλκόνι μου ζωντάνεψε
με γέμισαν τα πέταλά του χάδια
ποιος είπε η ελπίδα μου πως άργησε
ποιος άφησε στα χείλη μου σημάδια;

Υάκινθος
Σου χάρισα το όνειρο, θυμάσαι;
μια χάντρα ήταν θαλασσιά
να σε φυλάει από οιωνούς κακούς

κοντά σου να ‘ρχομαι σαν άγγελος να σε προσέχω
-όταν κοιμάσαι-
κι όταν στα χέρια την κρατάς να με θυμάσαι

στη γαλανή την αμμουδιά σα στέκεις μόνη
τα δάκρυά σου να στερεύω
να σε παρηγορώ
κι όταν τ’ αστέρια θα κοιτάς
ψηλά εκεί στον ουρανό
να μ’ αγαπάς, να σ’ αγαπώ
…θυμάσαι;

σου χάρισα μια χάντρα
να κρύβεις μέσα στο κορμί σου τ’ όνειρό μου
με τα πελώρια φτερά μου, τα λευκά
να σε σκεπάζω
και σα θα νιώθεις την ψυχή μου στο πλευρό σου
δε θα κρυώνεις πια

και θα προσεύχομαι, όταν λυπάσαι
και θα γελάω σα θα γελάς
να σ’ αγαπώ, να μ’ αγαπάς
…θυμάσαι;

Υεμένη
Συγγράφεις δια την Φιλοσοφίαν;
στάζουν τα δάχτυλα πεντάγραμμα επάνω στα χαρτιά σου
κι απάνω στα μαλλιά σου, οι νότες γίνονται βροχή και πλάθουν μελωδία
χύνονται απόμακρα οι λέξεις, κατάσαρκα απ’ τα εσώρουχά σου
υποχωρούν νωχελικά τα τρύπια λόγια στο φευγιό μας

αφοδεύσαμε ελπίδες και τις αφήκαμε να στέκουν σε παράταξη
μας γάμησαν το παραμύθι και το πήρανε μαζί τους
κι άλλοτε συγγράφοντας, θελήσαν να θρηνήσουνε για την απώλειά του

τίποτα να μην πιστεύεις!
Μην εμπιστεύεσαι τον κόρφο σου..
εδώ, θα σου κρατώ το χέρι να πηγαίνουμε
και άμα στην πορεία κουραστείς ή νιώσεις την ανάγκη να ουρλιάξεις
καβάλησε ένα στίχο μου και πάρε τον σεργιάνι στην καβάντζα

Σκατά! η δημιουργική μας τρέλα, μάλλον, αφουγκράζεται τα σύννεφα
ζηλεύει, θα έλεγε κανείς, το μονοπάτι της ορφάνιας μας
κι ενώ αιωρείται θέλοντας να τ’ αρπάξει
ραίνει παλμούς εντός των εσωρούχων, στα βυζιά μας

συγγράφοντας δια το φιλοσοφείν
ζηλεύω, έχω να σου πω, σαν άλλη σε κεντρίζει
κι ενώ δεν πρόκειται για ένα ακόμα ατόπημα εις το πτυχίον μου
παρά για μίαν δημιουργική διαπίστωση, παράλληλη στην τρέλα
τα ιμάτιά μου σχίζοντας, διαλέγω τη συνέχεια
κι ακολουθώ το μονοπάτι που σε ορίζει

γαμήθηκε το παραμύθι μου!
Δωσ’ μου το χέρι σου, μπας και το χτίσουμε απ’ την αρχή
-για τη ζωή, για την αγάπη και τα ‘’θέλω’’ σου-
στήνεις φραγή και ξεκινάς απ’ την αρχή
χτίζοντας πάλι ένα προς ένα, τα κομμάτια σου που άλλα ράγισαν
κι άλλα συνθλίφθηκαν, αλλοτινά χρόνια απ’ τη λήθη ιδωμένα

Φτου! η ζήλια φταίει για όλα..
σου δίνει το έναυσμα για ν’ αποκτήσεις κίνητρο
λες κι ο καθένας κουβαλάει ένα σταυρό για το δικό του θάνατο..

σταγόνες ρέουν νωχελικά κι επάνω στις παλάμες μας
από ιδρώτα λες ή καρδιοχτύπι;
καβάλα σ’ ένα σύγνεφο που κονομήσαμε απ’ το δάκρυ μας
συγγράφουμε δια το φιλοσοφίζειν…

Υάκινθος
Να πάμε μια κοντινή βόλτα με τα πόδια
στα γνώριμα γειτονικά σοκάκια σούρουπο
δυο φιλιά δρόμος και τρία τσιγάρα οι ανάσες μας
δυο κολλημένες αγκαλιές που δεν λένε να ξεκολλήσουν

κι έπειτα να επιστρέψουμε
να μυρίσουμε τα περασμένα χρόνια ο ένας στο κορμί του άλλου
που ναυάγησαν

δισεκατομμύρια φιλιά τοποθετήθηκαν προσεχτικά σ’ ένα στόμα
να του δίνουν τις ελπίδες για το αύριο

να επιστρέφει άλλοτε ολάκερη η αγκαλιά κλεισμένη μέσα σε μνήμες
φρέσκια, σαν φρέσκα τριαντάφυλλα από τον κήπο σου
όποτε ο νους καραδοκεί να καταπνίξει το συναίσθημα
και να καταπιεί το δάκρυ..

γιατί αν πραγματικότητα γινόντουσαν τα όνειρα
μισή υπερηφάνεια θα έστεκε αγέρωχη
υψωμένη στο μετέωρο άκρο του Σύμπαντος
και η υπόλοιπη θα έγλυφε ευλαβικά
έρποντας κατάχαμα, στο φρεσκοβρεγμένο χώμα
ικετεύοντας ελπίδα

βλέπεις, είναι πολύ ακριβή αυτή η Ελπίδα
τόσο ακριβή που για να γίνει τ’ όνειρο ηλιαχτίδα
-κι όχι σύγνεφο-
θα πρέπει να παλέψεις με τις ύαινες και με τις αστραπές
να χαλιναγωγήσεις ατραπούς καιρούς
και να διασχίσεις τα χιλιόμετρα
σα να ‘τανε χυμός πορτοκαλάδα
-μια ρουφηξιά απόγνωσης και πεθυμιάς, αντάμα-

αλλά τι λέω! Παντρεύονται οι θεϊκές οντότητες με τους θνητούς ;

κι απ’ ό,τι έχουμε δει ως τώρα στην Ελληνική μυθολογία
θα αποτελούσε μια καταστροφή η ερωτική συναστρία
όσο η Αφροδίτη θα βαστούσε την οργή του Σύμπαντος
απ’ τα δεινά της..

λιώνω επάνω αγκιστρωμένος απ’ το βλέμμα σου ..λιώνω!
λιώνω γιατί οι θηλυκές οντότητες σπανίζουν στους καιρούς μας
κι όλα, να δεις, πως περιστρέφονται τριγύρω από το σπέρμα
ψυχορραγούν τα σωθικά και φλέγονται τα μάτια..

βλέπεις, στα μονοπάτια που ο καθένας μας μονάχος του βαδίζει
χιλιόμετρα ξοδεύονται με σκάρτη την ελπίδα
τρέχουν τα άλογα στη μάχη, του στρατού του Πελοπίδα
κι ένας στρατιώτης που έκαμε αλαργεμένα όνειρα
ψυχορραγούν κι αυτά μαζί με τη ζωή του..

τι κρίμα να μην υπάρχει η Δικαιοσύνη!
ν’ ανοίγει το παράθυρο χαράματα και να σου τραγουδά η φύση
να σου γελάνε μέχρι τα πουλιά έξω απ’ το περβάζι
να νιώθεις έτσι ολόκληρος, φρεσκοδικαιωμένος

τα λόγια παραστράτησαν απ' την πορεία του δρόμου κι έπεσαν σε χαντάκι
λοξέψανε κι οι λέξεις στο χαρτί και παραστράτησαν
τα μάτια σου με γέμισαν ελπίδες και ξεστράτισαν
σα τους καιρούς που αγύριστα χαθήκαν με το κρίμα…

Υεμένη
Όχι άλλα μουσκεμένα σεντόνια, όχι άλλα χυμένα ανείπωτα δάκρυα
όχι άλλα χαμένα χρόνια, όχι άλλα χαμένα ''σ’ αγαπώ''
όχι άλλες ξενυχτισμένες αγκαλιές που μαραζώνουν στη γωνία σε κάθε ..''περίμενε''

τώρα είναι η ευκαιρία να ειπωθούν τα δεδομένα ''θέλω''
τώρα είναι η ευκαιρία να ξενυχτήσουμε αντάμα..
τώρα σε περιμένω, όχι αύριο! τώρα θα περιμένω…

Υάκινθος
Μια ρουφηξιά και το τσιγάρο που λιώνει στη ματιά σου
γίνεται ένα με το σώμα η καύτρα και καίει τα πνευμόνια
μακάρι να σταμάταγα το χρόνο στα ρολόγια
ν’ ακούμπαγα τα χρόνια μου στα θεϊκά μαλλιά σου
να άπλωνα στο στήθος σου και να έμενα αιώνια..

Τι κρίμα να μην υπάρχει η Δικαιοσύνη!
παντρεύονται οι θεϊκές οντότητες με τους θνητούς ;

βλέπεις, είναι πολύ ακριβή αυτή η Ελπίδα
τόσο ακριβή που για να γίνει τ’ όνειρο ηλιαχτίδα
-κι όχι σύγνεφο-
εκατοντάδες δάκρυα, εκατοντάδες πειρασμοί
εκατοντάδες άλλα αστέρια στο στερέωμα
θα καρτερούν για να φιλέψουν λίγο Έρωτα
κι αυτά θα ψάχνουν δίχως άλλο αφορμή για να διαλύσουνε το όνειρο
ικετεύοντας ελπίδα
-τόσο ακριβή, που λες!-

Χορωδία
Και τα πλακόστρωτα πλημμυρισμένα στις συνοικίες
ρόδα κι αρώματα, παραθυρόφυλλα και μελωδίες
χιλιάδες χρώματα να ντύνει ο έρωτας τα ζώα της πλάσης
ροζ τα κυκλάμινα, μοβ τα γεράνια , σιελ της θαλάσσης

μια Αφροδίτη να γελά από γνωστή κακία και δόλο
τόσες κραυγές πάνω στα στήθη της, με μαρκαδόρο
μήτε του έρωτα ένας ψίθυρος ν’ ανθεί λουλούδι
νιότη που χάθηκες σπείρε με στίχους ένα τραγούδι

τοίχοι που γκρέμισαν, θύμησες πέρασαν και νοσταλγίες
γίναν πολύβουες των προαστίων οι νέες πλατείες
πλάι στον υπόκοσμο κάνει παρέα η ζήλια κι η έχθρα
κι από τα κόκκινα ρόδα που σβήσαν τον έρωτα μέτρα

μια Αφροδίτη να γελά από γνωστή κακία και δόλο
τόσες κραυγές πάνω στα στήθη της, με μαρκαδόρο
μήτε του έρωτα ένας ψίθυρος ν’ ανθεί λουλούδι
νιότη που χάθηκες σπείρε με στίχους ένα τραγούδι…

Υάκινθος
Το σούρουπο σε είδα να διαβαίνεις
μελιά τα μάτια με διόπτρες και χρυσά μαλλιά
κοσμήματα στο πρόσωπο, οι βολβοί

στρατιώτες σβήνουν απ’ του έρωτα τα λάθη
νεκρούς γιομίζουν οι αυλές σαν τους πατείς
κι ουλές στα μάγουλα θυμίζουνε πως ήρθες
πως πέρασες, προσπέρασες κι απήλθες

Τί με κοιτάς;
-εσύ γεννάς τον κόσμο-
Εσύ τον καταστρέφεις και τον φτιάχνεις, στην αρχή

εσύ οδηγείς την πλάση στο ξημέρωμα
σβήνεις τ’ αστέρια, στον ουρανό βάζεις φωτιές

εσύ παγιδεύεις μετεωρίτες, φλεγόμενους
που πάλλονται στην ευθεία της ματιάς σου
στις πιο ψηλές του κόσμου, καταλήγουν
τις πιο απρόσιτες του ονείρου, κορυφογραμμές

Τί με θωρείς;
-εσύ γεννάς τον κόσμο-
Εσύ είσαι πλάσμα του Θεού, εγώ ο θνητός σου
ο διάολός σου που σε θρέφει με των στίχων τις τροφές
εγώ πιστός κι ο αυλικός σου, ίσως ο άλλος εαυτός σου
άλλες φορές κυρίαρχός σου, ένας προστάτης Kύριός σου
ένας αφέντης, που τον γέννησε το χθες

Τί με κοιτάς;
με παρασύρεις, με πονάς
χάνω το έδαφος στα πόδια κι εσύ γελάς
κι ακούω ακόμα τη φωνή σου, την πνοή σου
μέρες και νύχτες, η εντολή σου

“Να μ’ αγαπάς απλά! Απλά να μ’ αγαπάς
κι όπου θα πάω θ’ ακολουθάς
Αρκεί να μ’ αγαπάς…”

αρκεί ένα χάδι, να μ’ αλλάξει σε θηρίο
με νύχια λύκου να ξεσκίζω εραστές
και πριν προλάβουνε γυναίκα να σε κάμουν
θα τρώω τις κόκκινες, αδύναμες, φτωχές τους τις καρδιές

σε πλήγωσα μου λες...

Αφηγητής
Δε ζητώ τίποτα περισσότερο σήμερα.
Λυπήσου με.
Αρκεί μονάχα μια γραμμή του μολυβιού σου, σαν απάντηση.
Η ευθεία γραμμή θα σημαίνει πολλά.
Η τελεία θα αποκλείει το παραπάνω ενδεχόμενο.
Τόσο απλά.
Άλλαξα κάποιες από τις συνήθειές μου το τελευταίο διάστημα.
Δοκίμασα να απαλλαγώ από εκείνο το μαύρο μαρκαδοράκι που έσταζε κάργα μελάνι, λες και πότιζε με μαυρό-χρωμα τα χωράφια.
Νιώθω ξένος στον τόπο μου, αλήτης στη γειτονιά μου.
Νιώθω παρείσακτος στο σπίτι μου.
Είναι γαλάζια τα μάτια του Θεού απόψε και καστανόχρωμα τα δάκρυα.
Τα σύννεφα λευκά.
Είναι πολύχρωμο το φεγγάρι σήμερα, μάτια μου.
Σου’ λεγα λοιπόν, για το γαλάζιο της θάλασσας και τ’ ουρανού.
Για τα μπορντό τριαντάφυλλα, που μαδάνε τα πέταλά τους μόλις τα φορέσεις στο χέρι.
Σου ‘πα για το κόκκινο του πάθους και του έρωτα;
Ούτε λέξη!
Πέρασε ο έρωτας, έσβησε το πάθος κι έμεινε μια αλήθεια να θυμίζει την αλήθεια σου.
Πιάστηκε το χέρι απ’ το γράψιμο. ..Αλήθεια;
Έλα να μου το γιατρέψεις.
Με το μασάζ και τη βοήθεια της ομοιοπαθητικής.
Έλα να με γιατρέψεις.
Μ’ ένα φιλί απ’ τα χείλη σου, μια φλόγα απ’ την πνοή σου.
Το χάδι απ’ τα χεράκια σου, τ’ αχτένιστα μαλλιά.
Έλα να με πονέσεις.
Χάθηκε σαν τ’ αγέρι, πάνω απ’ τη θάλασσα του Μαραθώνα, η αγαπημένη.
Λίγο πιο πέρα απ’ τον Τύμβο.
Τα μάτια της δεν είναι γαλανά, μα είναι θάλασσες.
Τα χείλη της δεν είναι πορφυρά, μα είναι άσβεστα πάθη.
Κοίτα με!
Ένα βλέμμα σου, έτοιμο να με πνίξει στα γαλανά σου κύματα.
Καράβι έτοιμο να ναυαγήσω, να τσακιστώ.
Φίλα με!
Σκαρί δαρμένο απ’ τα κύματα, με τους ιστούς σπασμένους και τα πανιά λυτά…


...

Σχόλια