Β' ΠΡΑΞΗ μέρος 5




Αφηγητής
Τον χάρο που έρχεται από μακριά θα τον προϋπαντήσω
θα τον καλέσω εδώ σιμά μου να καθίσει
να τον κεράσω τσικουδιά και μέλι, να γλυκάνει ο πόνος
κι όταν στερνά με χαιρετίσει
όταν ζητήσει την ψυχή να πάρει πίσω
θα τον ρωτήσω μόνο ετούτο, αν γνωρίζει τι απόγινε η πρώτη μου αγάπη

κι αν λάμπουνε τα μάτια με χαμόγελα στο στόμα
για το μέρος που κοιμούνται οι νεκροί, θ’ αποχωρήσω
κι αν μαύρισαν τα μάτια απ’ το κλάμα κι απ’ το δάκρυ τόσα χρόνια
μια τελευταία χάρη θα ζητήσω
να την κεράσω ένα φιλί στο στόμα πριν να σβήσω

να πιώ χρυσάφι απ’ τα χείλη της
δροσιά απ’ τη ματιά της
τον ήλιο απ’ τα χέρια της, τ’ αστέρια τα λευκά
και μία τρίχα απ’ τα μαλλιά θα πάρω φυλακτό για το ταξίδι

τον χάρο που έρχεται από μακριά δε τον φοβάμαι
φοβήθηκα στη σύντομη ζωή μου, κάποιους λύκους που μου τρώγαν τα συκώτια
και κάτι τσοπανόσκυλα, προστάτες λέει του εαυτού μου
μηδέ τον κεραυνό φοβήθηκα που έπεσε εμπρός μου
μηδέ στο θάλαμο του ιατρείου, όσο αίμα μου κι αν έχασα

εδώ, έχασα όλη τη ζωή μου να φωνάζω
μα φαίνεται η φωνή μου ήταν δίκαιη και άσχημη
σαν άλλωστε κι οι μέρες που περάσανε
τάιζα λύκους και μου γλύφανε τα χέρια τόσα χρόνια
τάισα ανθρώπους και μου σχίσαν την καρδιά
κομμάτι-κομμάτι ξεσκίστηκαν τα σωθικά μου
ώσπου βαλάντωσα απ’ το κλάμα
κι ονειρεύτηκα έναν ξέγνοιαστο παραμυθένιο κόσμο να με βάλω

ένιωσα μόνο τη χαρά, όσο τα χέρια της κρατούσανε τη μέση μου
κι από τα χείλη της άκουγα πρώτη φορά το “σ’ αγαπάω”

μα φαίνεται και τούτο ήταν μι’ αλήθεια που δεν κράτησε
-ποιος άλλωστε αρέσκεται ν’ ακούει την αλήθεια;-
κανείς, μα το Θεό! Στο ίδιο παραμύθι ζούμε όλοι
και κάποια ώρα που ο χάροντας διαβαίνει το κατώφλι μας
τσιμπάμε το κορμί μας για να διώξουμε το όνειρο…

Υάκινθος
Αγαπημένη μου μαμά
σου γράφω αυτό το γράμμα από ανάγκη να μιλήσω
ξέρεις..
ο γιος σου δεν τα περνά καλά, μα εσύ δε θα το μάθεις!

εσύ πάντα με κοίταγες στο πρόσωπο, να καταλάβεις
στο γέλιο μου με μάθαινες, στο κλάμα με πονούσες
τα χείλη μου τα διάβαζες χωρίς να βγάλουν λέξη

κι όταν έπαυα στα μάτια να σε βλέπω, απορούσες
-τι να ‘χω φταίξει;-

κι αν πέρασα πολλά, τα ξέρεις, τί να σου λέω τώρα
μπορεί την αγκαλιά να τη στερήθηκα όταν την είχα ανάγκη
- μα πες μου εσύ, πόσα άλλα δεν στερήθηκα; -

κουφάρι άδειο προχωράει το σώμα μου
τα αισθήματά μου κέρναγα, τα χρόνια πριν περάσουν
κι απάνω μου πατήσανε, τα λιώσανε! μαμά μου

μπορεί να έλεγες καμιά φορά πως να φυλάω το στόμα
τα λόγια που ξεστόμιζα, να πρόσεχα
τις λέξεις που έλεγα μ’ οργή και σπαραγμό
να τις κατάπινα, καλύτερα…

και φτάνω εδώ για να σου γράφω πως πονάω
μα όχι για τους τρόπους και τον εγωισμό μου
ούτε για τον ιδιόρρυθμο δικό μου χαρακτήρα

για την ευαισθησία που επέδειξα πονάω, μαμά
και τις πληγές στα σπλάχνα που μετράω
όλα τα όνειρα, καδράκια σ’ ένα ατσούμπαλο δωμάτιο
που η σκόνη βασιλεύει!
και οι μισθοί μου όλοι, άχρηστα βιβλία και χαρτιά
που λένε όλα για τον έρωτα

τα λόγια μου στερεύουν κάπου εδώ, μη σε κουράσω και μου κλάψεις
το γράμμα ετούτο θα έλεγα, ποτέ του να μη φτάσει ως τα χέρια σου
αφού κι εσύ τα ‘χεις περάσει…

είναι στιγμές που ξαφνικά γίνεται τόσο πιο σκληρή αυτή η ζωή
που αναρωτιέμαι τελικά, σε τι έχω φταίξει;
μα αυτό το χέρι είναι άτυχο και σφάλματα έχει πράξει
κι εκεί που πιάνεις ουρανό, τα έχεις χάσει…

Χορωδία
Μια άδεια νύχτα δίχως φεγγάρι
κι ένα αστέρι. Εσύ!
έτσι αρχίζει η ζωή να τουμπάρει
κι έτσι με φόρα κυλάν οι καιροί

πέτρες οι ώρες, τρέχουν στο δρόμο
βότσαλα μπλε και κοχύλια καφέ
φύκια στα μάτια, για παρωπίδες
φόρτσα τις μνήμες να πάμε στο χθες

κι είναι που γράφω ακόμα για σένα
λέξεις που είπαμε για κολατσιό
φάγαμε πίκρες, δάκρυα ήπιαμε
στα χείλη ο ένας του άλλου, πιοτό

κι ένα χαμόγελο κάπου που έσκασε
σαν καταιγίδα πριν την βροχή
μπόρα που ξέσπασε, φλόγα που άναψε
ήλιος που κάλυψε τις ενοχές

φταίω, μου φταις! κλαίω, μου κλαις!
γέλα, γελάω! σε προσκυνάω
δες! σε φιλάω
κι αμέσως με θες…

Υάκινθος
Μύρισε θάνατο η αγκαλιά μου, σιωπή παντού
μαύρο τσιγάρο, πικρός καφές
ίδιο το πένθος να μοιάζει στο χθες
πέθανε ο έρωτας, πες μου γιατί
φταίξαμε κάπου, καρδιά μου ορφανή;

εμείς δεν τρέξαμε πάνω στις ράγες;
και το πουλί στην παλιά σκαλωσιά
πέταξε ανάποδα, αχ! και κρεμάστηκε
κλαίει μανούλα μου, μαύρο το δάκρυ του
άγριο το κλάμα αυτού του οιωνού
πώς περιμέναμε, άκου μανούλα μου
μες τα θεμέλια μιας φυλακής

τον ερχομό του λοιπόν περιμέναμε
του πελαργού να μας φέρει αγάπη
κάπου την είχαμε, κάπου την χάσαμε
ή την ξεχάσαμε μες το ντουλάπι;

την αγαπώ, την αγαπώ, θα το φωνάζω
όλη τη δύναμη κι όσο θα ζω
μέχρι τα μάτια μου να με προδώσουν
μέχρι το φως μου να χάσω κι εγώ

με αγαπά, με αγαπά, να το φωνάζει
με μια φωνή που δε φοβάται να ουρλιάζει
κι αυτά τα δυο τα σ’ αγαπώ να ενωθούνε
πάνω στο τζάκι που έκαμε στάχτη ετούτη η αγάπη

σπάσαν μανούλα μου, κούπες οι αγάπες
και τα κομμάτια μας πρέπει να βρούμε
χτύπησε ο χάρος την πόρτα να βγούμε
μα τον τρομάξαμε με μια ματιά

την αγαπώ, την αγαπώ, θα το φωνάζω
όλη τη δύναμη κι όσο θα ζω
μέχρι τα μάτια μου να με προδώσουν
μέχρι το φως μου να χάσω κι εγώ

κουνώ το χέρι και χαϊδεύω τα μαλλιά της
έχει την όψη μιας νεκρής μα δε με νιώθει
αυτή στα μάτια μου ζωγράφιζε πορεία
και στο χαρτί μ’ ένα μολύβι τριαντάφυλλο
έγραφε Εμάς, το σ’ αγαπώ, την ευτυχία

σε μια γαλάζια οροφή, σ’ ένα κερί
σ’ ένα αστέρι είχε κρεμάσει τη ζωή μας
και για εικόνισμα μια σέπια κοινή φωτογραφία

αντίο ζωή, μα δεν αρκεί να σε φωνάζω με συνθήματα;
πάθος, φιλί, ζεστή αγκαλιά, μια ροζ καρδιά
ζωγραφισμένη με μαγεία, αντίο Υεμένη

έτσι φαινόταν η αγάπη μας στην τελική ευθεία
τρόμαξε ο χάροντας και πήγε και κρεμάστηκε
κι εμείς εδώ, εμείς γιατί, πες μου τι φταίξαμε;

μαύρο κρασί, ρέει το δάκρυ από τις φλέβες
μια χαρακιά πάνω στον δείχτη είναι η πένα μας
γράφουμε κόκκινη λοιπόν την ιστορία…

Θεά Αφροδίτη
Κάποτε σε μια μικρή και ήσυχη γωνιά της Αθήνας
σε μια έρημη και απομακρυσμένη περιοχή
άρχισε να κατασκευάζεται ένα καράβι με το όνομα “Αγάπη”.
Φτιαχνόταν κομμάτι-κομμάτι σαν πάζλ
με μεσοδιαστήματα χαλάρωσης και ξεγνοιασιάς
με μεσοδιαστήματα προχωρημένης κατάθλιψης και δακρύων
από δύο ανθρώπους που είχαν αποφασίσει για το όνομά του
από το ξεκίνημα του έργου.
Πορεύονταν μαζί και ήθελαν να ζήσουν για πάντα μαζί
ξυπνούσαν μαζί, έτρωγαν μαζί, κοιμόντουσαν μαζί και κατασκεύαζαν
λίγο-λίγο αυτό το πλοίο για να τους μεταφέρει έξω απ’ το γνώριμο
και άσχημο κόσμο τους, στα βάθη του παραμυθιού τους.
Τους βρήκαν θύελλες, καταιγίδες, μπουμπουνητά
αλλά ήταν πάντα αγκαλιασμένοι.
Χώθηκαν στα λασπόνερα της βροχής
λούστηκαν από τη γύρη των πεύκων
μέσα στο χιόνι έφτιαχναν χιονανθρώπους
…έπεσαν, χτύπησαν, σηκώθηκαν μαζί
ζέσταιναν ο ένας τα παγωμένα χέρια του άλλου το καταχείμωνο
και το καλοκαίρι έβρισκαν δροσερά μέρη για να γλυτώνουν τον καύσωνα
 γεμίζοντας παγάκια το μοναδικό κόκκινο ποτήρι που μοιράζονταν.
Έβαζαν τέρμα τη μουσική στα διαλείμματα
πήγαιναν σε συναυλίες και διασκέδαζαν τον καημό τους
και φώναζαν σε όλους, όσους προσπαθούσαν να τους εμποδίσουν
πως αυτό το καράβι θα πετύχει!
...όταν όλοι πίστευαν πως θα βουλιάξει από το πρώτο του ταξίδι.

Μην υπολογίζοντας κανέναν, συνέχισαν τις εργασίες κατασκευής του
ώσπου έφτασε ο περασμένος Αύγουστος να βάλει τέλος σε όλα τους τα σχέδια…

Υάκινθος
Δροσιά στο παραθύρι μου, μπουμπούκι μου ανθισμένο
ολόδροση αγάπη μου και ρόδο πορφυρένιο
να σε βαστάξω σήμερα μέσα στα δυο μου χέρια
κι αύριο ας πεθάνω πάνω στην αγκαλιά

μ’ ένα φιλί του έρωτα χρόνια που περιμένω
μ’ ένα πιοτό της Άνοιξης, στέρφα μου σιγαλιά
χυμούς από τα χείλη μου, την πίκρα απ’ τη ματιά μου
δάκρυ από τα βλέφαρα κι αγέρι στα πανιά

κι ύστερα πλάι στο γόνατο κατάχαμα θ’ αράξω
σαν καραβάκι ξύλινο που ‘φτασε στη στεριά
όλα τα πλούτη που έφεγγαν, του δειλινού τ’ αστέρια
τα ‘χω μέσα στην τσέπη μου, τα ‘χω μες την καρδιά

τώρα τα βράδια λάμπουνε, μάτια μου διψασμένα
η απαρχή του έρωτα, θάλασσες τα φιλιά…

Θεά Αφροδίτη
Τα πνεύματα οξύνθηκαν μεταξύ τους
διαφωνώντας για στοιχειώδη πράγματα που είχαν να κάνουν με την πορεία
και την ασφάλεια αυτού του καραβιού στο μέλλον
ενώ στο μακρινό παρελθόν μόνο αυτό δεν τους ένοιαζε.
Ο ένας εκ των δύο αποστάτησε ξαφνικά από τις εργασίες κατασκευής του.
Εγκατέλειψε τον άλλο δημιουργό μόνο
απαιτώντας την ανεξέλεγκτη προσωπική του ελευθερία
χωρίς να τον ενδιαφέρει πλέον η τύχη του πλοίου της “Αγάπης”.
Ο άλλος νιώθοντας τόσο αδικημένος και προδομένος
προσπαθούσε ματαίως με χίλιους δυο τρόπους να πείσει
πως έπρεπε αυτό το καράβι να αποπλεύσει για το παρθενικό του ταξίδι
 μεταφέροντας μέσα του την Αγάπη και την Ελπίδα
σε άγνωστες και μακρινές θάλασσες, εφόσον ο προορισμός του
ήταν το μόνο που δεν τους ένοιαζε.
Έτσι το πλοίο αυτό δεν κατάφερε να ολοκληρωθεί πότε μέχρι σήμερα
κι έμεινε μισοτελειωμένο στην Αθήνα
με γραμμένο πάνω του το όνομα “Αγάπη”
μιας και η καλλιτέχνης που φιλοτέχνησε το όνομά του, τράπηκε σε φυγή.
Τι τραγική ειρωνεία...!

Υάκινθος
Κουνώ το χέρι και χαϊδεύω τα μαλλιά της
έχει την όψη μιας νεκρής μα δε με νιώθει
αυτή στα μάτια μου ζωγράφιζε πορεία
και στο χαρτί μ’ ένα μολύβι τριαντάφυλλο
έγραφε Εμάς, το σ’ αγαπώ, την ευτυχία

αντίο ζωή, μα δεν αρκεί να σε φωνάζω με συνθήματα;
πάθος, φιλί, ζεστή αγκαλιά, μια ροζ καρδιά
ζωγραφισμένη με μαγεία, αντίο Υεμένη

έτσι φαινόταν η αγάπη μας στην τελική ευθεία
τρόμαξε ο χάροντας και πήγε και κρεμάστηκε
κι εμείς εδώ, εμείς γιατί, πες μου τι φταίξαμε;

μαύρο κρασί, ρέει το δάκρυ από τις φλέβες
μια χαρακιά πάνω στον δείχτη είναι η πένα μας
γράφουμε κόκκινη λοιπόν την ιστορία…

Αφηγητής
Αγαπημένη μου
αισθάνομαι την ανάγκη, έπειτα από τόσο καιρό και αφού η επικοινωνία μέσω των ποιημάτων μας είναι η μόνη λύση επικοινωνίας που απέμεινε, να έρθω σε επαφή μαζί σου. Πρώτα για να μάθω τι κάνεις κι αν είσαι καλά. Έχω καιρό να μάθω νέα σου, σου θυμίζω ότι εσύ θέλησες να διακόψουμε τελείως την επικοινωνία που είχαμε και φρόντισα να συμβάλλω σ’ αυτό με το να μην απαντώ στα μηνύματά σου.
Υποθέτω πως έχεις χαράξει νέους δρόμους στη ζωή σου. Πίστεψέ με, αισθάνομαι τα ίδια. Δεν σε ξεπέρασα, δύσκολα θα σε ξεχάσω, πάντα θα σε θυμάμαι όπως σε γνώρισα και σε καμιά περίπτωση δε θα ήθελα να σε συναντήσω διαφορετική στο μέλλον.
Ο χρόνος και ο καιρός περνάνε μικρή μου, ανεπιστρεπτί.
Νομίζω έχω να σε δω από κοντά από την Πέμπτη στις 9 του Αυγούστου και σε τρεις μέρες έχουμε 1η Νοεμβρίου. Χειμώνιασε!
Θα ήθελα κάποια μέρα να συναντηθούμε, έστω στα κρυφά απ’ όλους.
Για κανέναν δε θέλω να ξανακούσω και κανέναν δε θέλω να ξαναδώ στα μάτια μου, εκτός από σένα. Δε φοβάμαι εσένα ούτε κανέναν, μόνο φοβάμαι πως θα φτάσουν δάκρυα στα μάτια μου, όπως κυλάνε και τώρα ακόμα στα βλέφαρα που γράφω αυτές τις γραμμές. Σε πεθύμησα και ο πονοκέφαλος που μου δημιουργούσε η αγάπη σου δεν πέρασε ακόμα. Αντιθέτως πέρασα από ένα κρυολόγημα που με ταλαιπώρησε τούτες τις μέρες κι ακόμα τσούζουν τα μάτια μου και φτερνίζομαι ώρες-ώρες.
Θα λυπόμουν που δε θα μπορούσα να σ’ έχω και πάλι στην αγκαλιά μου. Μου ‘λειψε…
Και η αγκαλιά σου, και τα φιλιά στο στόμα, και τα ερωτικά μας λόγια στο παγκάκι.
Μου ‘λειψε το πρωινό καλοκαιριάτικο ξύπνημα δίπλα στο κορμί σου. Μη με ρωτήσεις αν είμαι καλά. Κλαίω. Όχι μόνο γιατί έχασα εσένα. Είμαι μόνος και υποφέρω. Κι αν έχεις σταματήσει να μ’ αγαπάς μ’ εκείνη την αγάπη που ένιωσα στο πετσί μου, δεν σου κρατώ κακία.
Έχω να δω τα μάτια σου από τις 9 του Αυγούστου. Κι εσύ το ίδιο.
Αύριο με περιμένει μια δύσκολη μέρα...

Υάκινθος
Να ‘σουνα εδώ, μα όχι πεθαμένη
να σε φυλάω σαν εικόνισμα στα στήθια
και να γεμίζω τη ζωή μου παραμύθια
πως θα γυρίσεις μου έταζες τα βράδια
να ‘σουν εδώ για να γεμίζω το πρωί

εγώ σου τα ‘λεγα μα βιάστηκες να φύγεις
πήρες τ’ αστέρια σου στις τσέπες για φλουριά
να ‘σουνα εδώ, μα όχι πεθαμένη
να μου εξηγούσες του φευγιού τα μυστικά

τα χέρια μου έζωσαν το στήθος μουδιασμένα
κρύο το βράδυ στο παγκάκι της χαράς
εγώ σου τα ‘λεγα μα θέλησες να φύγεις
μαύρο τα χτύπησε πουλί της λευτεριάς

φυσά, αστράφτει και βροντά
πάμε να πιάσουμε τον κεραυνό απ’ τα μαλλιά
στην τσέπη έχω ένα πεντάευρο ορφανό
το φύλαγα για παγωτό
σαν σε γνωρίσω να σου τάξω

φωτογραφία βιαστική και σε γαλάζιο φόντο
κίτρινη σέπια απόχρωση οι στιγμές μας
πάτα το ‘κλικ’ στην αστραπή να ονειρευτούμε το “γαμώτο’’
που δεν προκάναμε να δούμε τις πληγές μας…

Αφηγητής
Δε μου άφησες μυαλό να γράψω για τίποτα.
Το πήρες όλο μαζί σου, φεύγοντας.
Κάποτε οι μοναχικές μου σκέψεις, ξεμυτούσαν τα μεσάνυχτα
και έκαναν πάρτι ολόγυρά μου, ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες.
Τροφοδοτούσαν το χαρτί με λέξεις απόγνωσης
γραμμένες με έντονο μαύρο μαρκαδόρο για να τονίζονται οι αλήθειες μου.
Οργή, θυμός, αγανάκτηση.
Αποτύπωνα τη μοναξιά.
Στερημένες ορέξεις απ’ τον ανεκπλήρωτο έρωτα
και το ίχνος απ’ τη μύτη του μολυβιού να βγαίνει στις επόμενες σελίδες
πριν ακόμα λερωθούν. Μακρόσυρτες προτάσεις
διαλέξεις χωρίς νόημα και σκοπό για το ανέφικτο της απεραντοσύνης.
Κι αν περιέγραφα εμένα με τις ακραίες απόψεις μου
κι αν έγραφα για τις επιθυμίες και τις ανάγκες
ούτε από σένα δεν κατάφεραν να γίνουν αντιληπτές, ούτε από κανέναν.
Δε θα τολμούσες ποτέ να ρωτήσεις, αν βρήκα άλλη να σ’ αντικαταστήσει.
Μα κι αν ακόμα με μελετήσεις καλά, θα έβλεπες πως το τελευταίο πράγμα
για το οποίο έκανα λόγο στα κείμενα μου, ήταν τα χρήματα.
Η λέξη “χρήματα” σπάνια ερχόταν στο μυαλό μου
Το θέμα στον έρωτα, δεν είναι να καλύπτουμε τις άμεσες σωματικές μας
ανάγκες, μα κυρίως τις ψυχικές επιθυμίες, που δεν αγοράζονται
με όλα τα πλούτη και τα παλάτια του κόσμου, πριγκιποπούλα μου.
Κι αν αυτό άργησες να το καταλάβεις, ίσως ποτέ να μη με γνώρισες τόσο
όσο θα ήθελες ίσως κι όσο θα έπρεπε να με γνωρίσεις.
Μα κάθισα σε προγενέστερη ηλικία και το φιλοσόφησα.
Η Αγάπη, παντοτινή μου αγάπη, είναι το κορίτσι που γνώρισα και μου ‘μαθε
τί είναι ο έρωτας…

Υάκινθος
Να μη μιλήσω απόψε για το θάνατο
για τη ζωή να πω, ν’ αλλάξει η μέρα..

μη σας κουράζω για τ’ αθάνατο νερό
που πίνει ο χάρος για να ζήσει
μήτε για τις ψυχές, τις άφθαρτες
που τρέχουνε γυμνές στην ανθρωπότητα.

Εμείς αγάπη μου, ούτε μι’ αχτίδα μίσους
μήτε μια κίτρινη του ήλιου, γελασμένη πως θα ζήσει

σε μια νυχτιά, θα δεις, θα την αλλάξει
είτε ο θάνατος, είτε ο έρωτας που πέταξε
είτε ο έρωτας που γίνηκε αθάνατος στην πτήση

σήμερα πέταξε σιμά μου ένα χελιδόνι
που ‘χε τυλίξει όλο το θάνατο στην πλάτη
μαύρη μαυρίλα, πίσσα και σκοτάδι
ούτε η αγάπη, αγάπη μου, να το κρατήσει
μη σιγολιώνει κάθε μέρα όπως περνάει..

πρέπει να σχίσω τα βουνά, τα υψώματα
ν’ ανοίξω σήραγγες στον Άδη
πρέπει να τρέξω, σχίζοντας τις θάλασσες
να βρω στα μάτια σου τη χάρη

να πάρω χρώμα απ’ το δικό σου το σημάδι
που ‘ναι ντυμένο το κορμί και οι αξίες σου..

όσο μακριά είναι τα σύννεφα για να πετάξω
τόσο μακριά θέλω από ‘δω, αγάπη μου, να φτάσω
πιο μακριά κι από τα σίδερα που φυλακίζεις την καρδιά σου

μα ήρθε η Άνοιξη, ζωή μου, ήρθε
κι αυτή την Άνοιξη δε θέλω να τη χάσω…

Αφηγητής
Στάχτη δε γίνεται η Αγάπη, αγάπη μου.
Τα όνειρά μας γίναν τα παιδιά μας, που μεγαλώσανε
και φύγαν από δίπλα μας. Εμείς τα γεννήσαμε, όνειρό μου
και τα ‘δαμε να χάνονται στην ξενιτιά.
Το γέλιο κι η απύθμενη χαρά που στάζανε τα μάτια μας.
Τα δάκρυα και το κλάμα μας σαν έφτανε η ώρα του δειλινού.
Ο χωρισμός. Η μοναξιά. Η απόγνωση. Η αδυναμία…
Γίναν οι δικαστές και μας δικάσανε με τα ισόβια δεσμά
ο ένας μακριά απ’ τον άλλον.
Εγώ σε γέννησα, εσύ μ’ ανάστησες.
Γιατί με σκέφτεσαι λοιπόν και τώρα ακόμα;
Στην πρώτη στραβοτιμονιά, ναυάγησε η Αγάπη.
Είναι κομμάτι του έρωτα η Αγάπη και το ξέρεις.
Γιατί κι ο Έρωτας, έρωτά μου, τάχθηκε με το μέρος μας.
Κλάφτηκε, δοκιμάστηκε, θυσιάστηκε
πέταξε ως τα ουράνια, δοξάστηκε, κι έπεσε στη Γη να τσακιστεί.
Δεν είναι επιβήτορας ο Έρωτας, μονάχα ένας Θεός
που νοιάζεται τους ερωτευμένους.
Για τους απανταχού κυνηγημένους της ζωής
τους μόνους, τους απόκληρους, τους προδομένους
που πλέον στο λευκό χαρτί τους, δε φτάνει ένας στίχος ευτυχίας
ή δυστυχίας ν’ ακουστεί. Να φωναχτεί σ’ όλη την πλάση
μακριά για ν’ απλωθεί σ’ όλο τον κόσμο.
Δεν έχω πια μυαλό για τίποτα, με πήρες όλο, φεύγοντας…

Ποιητής
Ένα λεπτό από την αστραπή
κι όπως με γλύφει ο κεραυνός στα δέκα μέτρα
και το καμιόνι τρέχει με διακόσια στην Εθνική
κάτω απ’ τη θάλασσα είναι η Άβυσσος
κάτω απ’ την Άβυσσο πάτο δεν έχει
μα εσύ γυναίκα
να ζεις σ’ ένα σώμα που αιμορραγεί
και γιατρικό άλλο απ’ τον έρωτα πού να το βρεις;

Νυχτερίδα
Ξέρεις, κουράστηκα να ζω σε μέρη απόκοσμα
μες τα σκοτάδια, τους καπνούς απ’ τα τσιγάρα
- τα μαύρα σάβανα -

είμαι ένας άγγελος που κατοικεί στ’ αθώα μάτια σου
που σιγολιώνει απ’ τη ματιά σου
καθώς, σκυμμένος στη γωνιά, μετράει λίγο-λίγο
κάθε χτύπο απ’ την αγάπη σου…

Συγγραφέας
Τι άλλο πια να πω για μένα; είναι χιλιοειπωμένα. Τα ‘παν άλλοι σε μια μέρα
μα στο τέλος κρεμαστήκαν ζωντανοί
άλλος πήρε δηλητήριο να περάσει καθαρτήριο
και στην κόλαση σαν πήγε να εκτελέσει την ποινή
είδε είμαστε ούλοι κι ούλοι, ίσοι κι όμοιοι, αφέντες - δούλοι
κι οι αυτόχειρες παρθένοι στο σκαμνί…

Νυχτερίδα
Και μένουν έρμοι κι ορφανοί οι μελλοθάνατοι
να υψώνουν τη φωνή τους, δειλοί, μπροστά στο θάνατο

μα πέρα κι απ’ το θάνατο, τ’ ανέφικτο
κι ανέφικτο θα μένει μέχρι κάποιος να το πιάσει
ανέφικτο θα υφίσταται , πριν κάποιος τολμηρός να το προφτάσει…

Ηθοποιός
Στερέψανε τα περιθώρια της υπομονής και της ανάγκης μου
το πάθος κατεβαίνει με ξεκούρδιστες κιθάρες στα υπόγεια πατώματα
κι εγώ ετοιμάζω τις βαλίτσες μου για να κρυφτώ μαζί του…

Τραγουδιστής
Μες την ψυχή, τα σωθικά
μέσα στο νου και τυραννιέται
κυκλοφορεί σα μαστουριά μέσα στο αίμα και πλανιέται
κάθε μου λέξη, συλλαβή, κάθε μου όρθιος στίχος
- κι αυτός έπεσε ένδοξα καβάλα στην ελπίδα -
ηρωικά απόβραδα
που ρήμαζαν στα χνάρια σου, της νιότης μου τα χρόνια…

Οφηλία
Στο σκοτεινό μικρό δωμάτιο ανθίζει ένα λουλουδάκι
κάποιος το βάπτισε Αστέρι, αλλά τ’ αστέρια δε τα βλέπει

φυλακισμένο παραμένει χρόνια τώρα, όλο κλαίει
και μεγαλώνει από τις στάλες της τρύπιας οροφής
σα ρέουν ελεύθερες απ’ τις σταγόνες της βροχής

στο σκοτεινό μικρό δωματιάκι, λείπει από σήμερα το λουλουδάκι
κάποιος το φώναζε άλλοτε Αστέρι. Τώρα πια λάμπει κάθε νυχτιά…

Συγγραφέας
Φέγγει καλύτερα το σκοτάδι στα μισόκλειστα μάτια μου
γυαλίζει η επιφάνεια του λευκού, που ντύνεται με γαλάζιο
τρέχει απ’ τα μάτια το γαλάζιο και γίνεται μπλε της παλίρροιας…

Νυχτερίδα
Κι ειν’ η ζωή μια τουφεκιά
που κομματιάζονται στ’ αγέρι τα τρυγόνια
στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
συνθλίβονται τα σύννεφα

ίνα δικαιωθεί η αγάπη, θα πρέπει να κοπιάσουμε
καβάλα σ’ ένα άτι να γλυτώσουμε τα σύννεφα…

Οφηλία
Βρέχει απόψε ραγισμένες αγαπούλες
καρδούλες κόκκινες, σπασμένες απ’ το χρόνο
κορμιά ανέγγιχτα που πόθησαν κορμί
φιλί που πόθησαν τα χείλη και που στέρεψε

κι εγώ εδώ, στημένη σ’ άστατη γωνιά
που άμα τη φυσήξει ο αγέρας, θα τουμπάρω

αλίμονο, το ψέμα είναι γιατρός
κι η αλήθεια μια σκληρή αφετηρία
του τρένου κάποιος έρημος σταθμός
μια άδεια, νεκρωμένη πολιτεία…

Συγγραφέας
Κάπου στις άκρες των γραμμάτων
υπάρχουνε τρίχινες βεντάλιες να σου κάνουν αέρα
μένει ν’ αποκοιμηθώ στο πλάι σου.
Στις άκρες, ένας ψεύτης ήλιος κι ένας αλήτης καιρός να γυρνάει
- τα αδικημένα γράμματα του μελανιού μου -

Αφηγητής
Κι ερχότανε το τρένο κι ολοένα
πλησίαζε στην άδεια αποβάθρα
σφιγμένα τα φιλιά της κερασμένα
μα χάρισε στα χείλη μου δυο άστρα

αμέσως φεύγει τώρα από κοντά μου
την είδα να πετάγεται στις ράγες
- αλίμονο, μα τί έζησες καρδιά μου;
σε σκότωσαν του κόσμου οι φονιάδες; -

μια νότα να ‘χα ακόμα απ’ τη φωνή σου
κρυφή, σα φυλακτό για τα ταξίδια
προσκύνησα τα χνάρια της ψυχής σου
πνοές ζωγραφισμένες σε ποτήρια…


...


Σχόλια