Χέρι (Διήγημα)

(Σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση ένα διήγημα της Ευαγγελίας Οικονομάκου για την Πορφυράδα)
''..η όπερα πάντα έχει μια λυτρωτική επίδραση εξαιτίας των δραμάτων που ενίοτε πραγματεύεται..''


Στις 4 το πρωί ξύπνησε από έναν οξύ πόνο στο αριστερό χέρι, εκεί που ενώνεται με το σώμα. «Κάποιος περαστικός νευρόπονος θα ναι. Μπορεί να ναι κάποια θλάση .  Πρέπει να ελαττώσω τα βάρη στο γυμναστήριο, κοντεύω πια τα σαράντα.»

Ψαχούλεψε στο κομοδίνο, το μόνο έπιπλο που είχε κρατήσει από το φοιτητικό σπίτι και άνοιξε το πορτατίφ. Πήρε μια θερμαντική, καταπραϋντική κρέμα, που πάντα την έχει πάνω-πάνω στο πρώτο ράφι, για κάθε ενδεχόμενο, και ξεκίνησε να τρίβεται. Στην αρχή η δεικτική οσμή απλώθηκε στο δωμάτιο κι έτσουξε τα μάτια. Ο πόνος μαλάκωσε λιγάκι.

Όσο τριβόταν-νόμιζε κανείς πως θα ξεκολλήσει το δέρμα- παρατήρησε το κομοδίνο. Θυμήθηκε πως το είχε κουβαλήσει με εφηβικά σχεδόν χέρια ως εκεί χωρίς ιδιαίτερο κόπο.
«Αν και είναι όμορφο έπιπλο, πρέπει να το αλλάξω. Είναι ψηλό και δεν φτάνω εύκολα την αλοιφή και τα φάρμακα. Επιπλέον, τα ανάγλυφα σχέδια Βικτωριανής εποχής δεν ταιριάζουν με τη μοντέρνα διακόσμηση του δωματίου μου. Τόσο πολύ έχω κουραστεί για τη διακόσμηση αυτού του σπιτιού, δεν συγχωρούνται τέτοια σφάλματα. Τι θα έλεγε αν το έβλεπε κάποιος κομψός κύριος ή κυρία με γνώσης διακόσμησης; Θα γέλαγε μαζί μου. Σίγουρα είναι μεγάλο σφάλμα που κράτησα αυτό το έπιπλο. Όσο το βλέπω τόσο με ενοχλεί και τόσο απ’ τα νεύρα χειροτερεύει ο πόνος μου. Τι θα έλεγε ο νέος που γνώρισα στο facebook αν το έβλεπε; Πώς θα τον δεχόμουν με ένα τέτοιο πράγμα δίπλα στο κρεβάτι μου; Αύριο κιόλας θα το πετάξω. Θα φωνάξω τον διαχειριστή να το ξεφορτωθώ. Ίσως το δώσει στον φαρμακοποιό ή στον γιατρό για τα παιδιά τους. Θα με βολέψει αλήθεια αυτό. Τότε θα τους ζητήσω πιο εύκολα βοήθεια. Ελπίζω μόνο να τους ξέρει ο διαχειριστής. Είναι ένας διακεκριμένος επιχειρηματίας με πολλές γνωριμίες στον χώρο της υγείας.  Μια πλάτη μόνη της δεν μπορεί να τα καταφέρει κάποιες φορές», χαμογέλασε πονηρά.

Ο διαχειριστής ήταν ένας όμορφος άντρας, λίγο μετά τα 40, που πάντα διασκέδαζε να μιλάνε κι είχε μανία να κοιτά τα στήθη και τα χείλη των γυναικών. Βολικός άνθρωπος που πάντα φοράει κοστούμι. Κάθε βράδυ του το σιδερώνει σχολαστικά η οικιακή βοηθός του, μια γυναικούλα μεσόκοπη, συμπαθητική με φαφούτικο χαμόγελο. Η μόνη φορά που δεν το έβαλε ήταν μια άνοιξη. Τότε έβαλε ένα γαλανό πουκάμισο που ανέμιζε στον άνεμο και το ανέβασε στο facebook. Eίχε πάρα πολλά likes, όπου κι αν σταθεί το λέει. Δεν θυμάται αν είχε ασχοληθεί καθόλου τότε. Έμενε ακόμα στο ισόγειο και δεν είχε πολλά πολλά μαζί του. Τα κοινόχρηστα ήταν λίγα και τα έδινε στην κοπέλα του πρώτου ορόφου. Τι γλυκιά…. Πέθανε πέρσι το καλοκαίρι από τον εραστή της ή από κάποιο ληστή-μικρή η διαφορά σε αυτές τις περιπτώσεις. Γλύτωσε την ανάκριση επειδή είχε πάει διακοπές. Και να ήταν εδώ δεν θα μπορούσε να βοηθήσει σε κάτι τους ανακριτές. Η άγνοια που είχε γύρω από το θέμα ήταν παροιμιώδης και σίγουρα ήταν το μόνο άτομο σε ολόκληρη την πολυκατοικία που κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει για τίποτα. Ακόμα, θυμάται το θρόισμα του λευκού φουστανιού της όταν πότιζε τα λουλούδια. Ο ζωγράφος στον δεύτερο όροφο και ο φοιτητής νομικής  στο ισόγειο έλειπαν, όταν έγινε το  περιστατικό. Κανείς δεν έμαθε πως ακριβώς έγινε.

Ανακουφίστηκε από τις πολλές μαλάξεις, έβαλε την κρέμα πίσω στη θέση της, έκλεισε το φως, έστρωσε τα σκεπάσματα και προσπάθησε να ξανακοιμηθεί. Όταν ξάπλωσε ο πόνος ξανάρχισε, πιο έντονος κι επίμονος. Το χέρι έφευγε από τη θέση του. «Μάλλον η ζέστη δεν του κάνει καλό. Τι παράξενος πόνος! Πώς θα δουλέψω αύριο; Πώς θα κάνω τις τελευταίες αναλύσεις; Τι θα πουν στο εργαστήριο; Ευτυχώς που δεν έχει ξανασυμβεί σε τέτοιο βαθμό κάτι τέτοιο. Ο υπεύθυνος ελέγχου ποιότητας σίγουρα θα καταλάβαινε την κατάστασή μου.»

Γύρισε και είδε την κοινή τους φωτογραφία που δέσποζε πάνω στο γυάλινο γραφείο μέσα σε μια ατσάλινη επιχρυσωμένη κορνίζα. Ήταν από ένα επαγγελματικό ταξίδι που είχε κάνει μαζί με τον υπεύθυνο το καλοκαίρι. Υποχρεώσεις της εταιρείας. Η αλήθεια ήταν πως ήταν και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ταξιδέψει με αεροπλάνο, να γνωρίσει το εξωτερικό και να αποκτήσει καινούργιες εμπειρίες. Κι όλα αυτά; Χωρίς να πληρώσει τίποτα. Έφτανε να κάνει καλή παρέα και να κουβαλά τις βαλίτσες που είχε πάρει. Ωραίο ταξίδι… τα πια διασκεδαστικά ήταν τα βράδια, που πήγαιναν σε αριστοκρατικά μέρη. Τα φαγητά ήταν υπέροχα με εξωτικές γεύσεις και έντονα μπαχαρικά. Δεν κατάλαβε πως δοκίμασε ένα σουφλέ ψαριών- που τόσο σιχαίνεται κι ας κάνει καλό στην υγεία. Οι γυναίκες φορούσαν μακριές τουαλέτες με γυμνές πλάτες, άφηναν λιτά τα μαύρα τους στιλπνά μαλλιά μέχρι τη μέση, έβαφαν κόκκινα τα χείλη τους, φορούσαν ακριβές γόβες από λουστρίνι και κοιτούσαν κατάματα τους άντρες. Για αντάλλαγμα, οι άντρες τις ζήταγαν σε χορό μέχρι να βγει ο ήλιος. Μετά κουράζονταν και οι δύο. Τι θεσπέσια μέρη… Όχι σαν τη δική μου χώρα! Όλα είναι φτωχά και συνηθισμένα εδώ! Πφφφφ! Μακάρι να πάνε και φέτος κάπου-οι δυο τους. Δεν θα ναι και πολύ ενδιαφέρουσα η πολυκατοικία το καλοκαίρι, ιδιαίτερα μετά τον θάνατο της κοπέλας του πρώτου ορόφου.

Μετά από αυτή τη σκέψη, έσβησε το φως στο πορτατίφ – μια πεταλούδα από πολύχρωμα βιτρό, με σκόρπια ένθετα ρουμπίνια, που έστεκε σε μια ανάγλυφη βάση από μπρούτζινα τριαντάφυλλα- και κοιμήθηκε.
Έπειτα από μια ώρα ένοιωσε και πάλι κάποια ενόχληση. Δεν ήταν ακριβώς πόνος. Μυρμήγκιασμα θα έλεγε κανείς. Ήταν ακριβώς κάτω από τη μέση και απλωνόταν στα πόδια. Έτεινε τα χέρια να ψαχουλέψει κάτω από τις πυτζάμες, να δει τι συμβαίνει. Μα ο πόνος στο χέρι επανήλθε δριμύτερος μαζί με ένα μούδιασμα στα ακροδάχτυλα. Έβγαλε τα χέρια από τα σκεπάσματα, αναδεύτηκε στο κρεβάτι, γύρισε πλευρό και χωρίς να το θέλει αφουγκράστηκε τη νύχτα. «ευτυχώς που η πολυκατοικία βρίσκεται στα προάστια, σε ένα ήσυχο μέρος. Δεν αντέχεται ο πολύς κόσμος, ιδιαίτερα όταν αρρωσταίνει κάποιος». Πριν καλά καλά τελειώσουν τα λόγια αυτά ακούστηκαν γέλια και ποδοβολητά στο κάτω πάτωμα. Ήταν ο νεαρός νοσοκόμος με τη φιλενάδα του-αδιαφιλονίκητα ένα συμπαθητικό ζευγάρι. Δύσκολα θα βρισκόταν σε μια παρόμοια θέση… Λίγος χρόνος και πολλές υποχρεώσεις. Πολλοί άνθρωποι, πολλές αναλύσεις, πολλά ταξίδια… «Πάντα με φρόντιζαν οι γονείς και οι συγγενείς μου. Πάντα τους φρόντιζα κι εγώ. Για αυτούς έφυγα από το χωριό μου, σπούδασα στην πρωτεύουσα και βρήκα μια πολύ καλά αμειβόμενη δουλειά με υψηλή κοινωνική αναγνώριση. Τώρα που το σκέφτομαι θα τηλεφωνήσω στη μάνα μου να μου στείλει τίποτα για το χέρι μου από το χωριό. Άραγε να υπάρχει ακόμα εκείνη η ελιά στην αυλή μας;»

Το ζευγάρι δεν έλεγε να ησυχάσει. Τα χαχανητά τους δεν άφηναν τον ύπνο να έρθει. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που είδε τον νεαρό. Είχε δημιουργήσει την εντύπωση πως ήταν ένας σοβαρός και ευυπόληπτος  νέος, που δεν θα έβαζε στο σπίτι του καμία κοπελίτσα αμφιβόλου ηθικής. Είχε δει την κοπέλα τους στις εσωτερικές σκάλες την προηγούμενη εβδομάδα. Κατέβαινε κι εκείνη ανέβαινε. Ήταν μια νοστιμούλα εικοσιπεντάχρονη με κόκκινα, σγουρά μαλλιά, πράσινα μάτια και πολλά χαμόγελα σκόρπια στο κορμί της. Αν ήξερε πως είχε τέτοια γούστα, θα είχε φερθεί διαφορετικά στη τελευταία συνέλευση της πολυκατοικίας. «μπορεί να χωρίσουν και να χω μια ευκαιρία. Έχουν μεγάλη διαφορά ηλικίας κι αυτοί.» Έριξε μια ματιά πάνω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, στην ονειροπαγίδα με τα γυαλιστερά φτερά και τις χάντρες. «Τι άθλιο ταίριασμα! Γιατί την αγόρασα χθες από τη λαϊκή; Σε εξαπατούν οι τσιγγάνοι! Άθλια φάρα! Γυρνούν με τα χαϊμαλιά και τα κέφια τους μες τους δρόμους όλη μέρα και τα βράδια κρύβονται στους καταυλισμούς τους. Η προοπτική και οι δεισιδαιμονίες χαλάνε το γούστο ενός ανθρώπου. Θα πετάξω αυτό το πράγμα μόλις ξημερώσει, μαζί με το κομοδίνο. Στη θέση της θα βάλω εκείνο το πλαστικό μήλο. Θα έρχεται σε αντίθεση με τη μαύρη λάκα της πόρτας και τους γκρι τοίχους. Όταν ανάβω το πορτατίφ, οι πλαστικές πούλιες του θα σκεδάζουν το φως και δεν θα φαίνονται τα ξεφλουδίσματα του τοίχου. Θα είναι μια ονειρική ατμόσφαιρα, σαν αυτές των περιοδικών» ο θόρυβος στο κάτω πάτωμα είχε σταματήσει. Κάπου κάπου μόνο κρυφάκουγε κανένα πνιχτό αναστεναγμό. Από μόνο του όμως ένας αναστεναγμός ποτέ δεν συνιστά ενόχληση.

Μια ώρα που δεν ήξερε πια ώρα ήταν –λες και την ξέρει αυτή την ώρα κανείς- ξύπνησε. Ένα μακρύ σκελετωμένο  χέρι, σαν κλαδί, έξυνε το παράθυρο απέναντι από το κρεβάτι κάνοντας τον θόρυβο ενός  μικρού σπουργιτιού – από εκείνα που τάιζε κάποτε με τα ψίχουλα του τραπεζιού κάθε πρωί. Δεν τρόμαξε, πειθήνια άφησε την κουβέρτα να πέσει στο πάτωμα και σύρθηκε περπατώντας μέχρι το σαλόνι. Κοίταξε το χέρι: το δέρμα είχε κάνει λέπια, είχε πρηστεί, είχε σκάσει μέσα στο πύον. Θα πήγαινε το πρωί στον γιατρό. Γέμισε ένα κρύσταλλο Βοημίας μέχρι πάνω με ουίσκι και το ρούφηξε -ένα κάψιμο, μια ανάγκη. Θα κάπνιζε κι ένα πούρο ευχαρίστως μα τα φυλάει για διακοσμητικά αφού αθλείται και προσέχει. Το πρώτο ποτήρι έγινε δεύτερο. Μαλάκωσε ο πόνος, θόλωσαν τα μάτια. Το δεύτερο έγινε τρίτο. Χωρίς ιδιαίτερη έκπληξη παρατήρησε στο παράθυρο του απέναντι διαμερίσματος τον ηλικιωμένο δικαστή που είχε ξυπνησει κι ετοιμαζόταν για το δικαστήριο.  Απόψε το βράδυ είχε ξεχάσει να κλείσει τα στόρια. Δεν έχει νόημα άλλωστε, δεν βλέπει  στον δρόμο και δύσκολα θα το παραβίαζε κάποιος. Τα μάτια της έπεσαν στα πορτρέτα δυο αγγέλων πάνω από τη μισοσβησμένη φλόγα του τζακιού κι έπειτα στο ρολόι του τοίχου ανάμεσά τους.

 Άφησε κάτω το ποτήρι και άνοιξε το ραδιόφωνο. Έκλεισε τα μάτια, ανάσανε βαθιά δυο-τρεις φορές – μέχρι να γεμίσει ο αέρας την κοιλιά της, τελείωσε το ποτό της και πήγε για ύπνο. Ήταν ένα ύπνος νηφάλιος, όπως όλοι, δίχως όνειρα.

 Η όπερα πάντα έχει μια λυτρωτική επίδραση εξαιτίας των δραμάτων που ενίοτε πραγματεύεται.

Το πρωί ένα μωρό παίζει με ένα μεγάλο λούτρινο ζάρι στην αγκαλιά της μητέρας του με κατακόκκινα μάγουλα. Τα παιδιά τριγυρνούν στους δρόμους με τα χέρια γεμάτα λουλούδια, όπως σκεδάζει το φως τα χιονισμένα μέρη. Ένας άντρας και μια γυναίκα, ζευγάρι υπαλλήλων του δήμου, κρυφοκοιτάζονται δειλά πάνω από τις μάσκες τους και μαζεύουν τα ξεραμένα φύλλα, δίπλα στις ανθισμένες αμυγδαλιές.
Δεν είδε τίποτα μέσα στις σκιές του δωματίου, δεν ξύπνησε, ούτε έστω κι αργά. Έμεινε στο κρεβάτι σαν το σκυλί.

Της Ευαγγελίας Οικονομάκου

Σχόλια