Σατιρική τριλογία Γ. Κόκκινου

(σ.σ. Η τριλογία ''Πληκτρολόργιον - Η έπαρση - Πορείαν'' δημιουργήθηκε το χρονικό διάστημα από 28/09/2018 έως 24/10/2018 και δημοσιεύτηκε αρχικά στο stixoi.info. Δύο από τα σατιρικά ποιήματα αξιοποιήθηκαν για τις ανάγκες του Πρότερον Θνητοί (στη σκηνή του καφενείου), ενώ το ένα από αυτά, συγκεκριμένα η ''Έπαρση'', θεωρείται ανένταχτο σε οποιαδήποτε συλλογή. Η ''Πορείαν'' εξαιτίας των αθυροστομιών έχει τροποποιηθεί για τις ανάγκες ένταξής της στο θεατρικό έργο, ενώ εδώ παρουσιάζεται στην original εκδοχή της..)




1. Πληκτρολόργιον
~~

Ιδού ένα αλήστου μνήμης μαραφέτιον
που εξόδεψα τα νιάτα έως και την τσαχπινιά μου
το πάλευεν ο νεαρός ωσάν διάτρητον εσώρουχον
να ράψει με μπαλωματιές έως και τα εσώψυχά του
ταύτα που σιγοεβράζανε και σιγοεσκιρτίζαν

- για ειδές καιρόν που διάλεξα να βγάλω και δελτίον –
αφηρημένος ήτο ο νεαρός σαν άλλο ένα θηρίον
καθώς τα ΄΄πρέπει΄΄ και τα ΄΄Σας΄΄ τον σφάδαζαν στη μέση

είχε βλέπετε, τσαχπινιά εις το μάτι
μα εις τας πόδας και τα χέρια του όλο πονούσεν
κι εκλείστηκεν ωσάν σε μοναστήριον, εις την κάμαρα
κι ευθύς σαν άλλος αρουραίος, μονολογούσε

τί να ειπής και δια τους άρρενες, ωραία δεσποινίς μου;
κυοφορώντας μόρτικες εσπαντρίγιες εις τας πόδας των
κλάνουσι γοερώς, προς πάσα κατεύθυνσις
τόσο που εφόρεσα μια μάσκα εις το πρόσωπον
να μην εισπνέω και την μπόχαν

σῦς .. Ω! με το μπαρδόν. Σεις που φέρετε
ψεύτικαι βλεφαρίδαι μα και κάλπικας στήθη
τί θωρείτε; Είσθε καλύτερες του αρσενικού μοτίβου;
ο νεαρός θα επιχειρήσει να συγγράψει 
με ένα άθλιον, ελλαττωματικό και σκάρτο πληκτρολόργιον
που εχύθη ο καφές και η φορμόλη απ΄ το εργαστήριον

Σεις ωραία δεσποινίδα μου, πως θα συγγράφατε;
κάμνοντας ίσως όπισθεν
και βάζοντας τα ωραία σας οπίσθια εις το φωτοτυπικόν;
και έπειτα θα εφευρίσκατε καινούργιον πληκτρολόργιον
δια την τέρψη του εγωκεντρικού σας γίγνεσθαι 
ως πρώτιστη ανάγκη;

θα ομολογούσα ευθαρσώς, σαν άλλος καουμπόης
πως τοξοβόλος έμοιασα και κυνηγός θηλέων
μα τέτοιο όργιο, να συνευρίσκονται ο τζίτζικας κι ο μέρμηγκας
ομολογώ πως δεν ξανάβρα

τί να ειπής και δια τους άρρενες, ωραία δεσποινίς μου;
που δεν αφήνουν λεύτερη μπεκάτσα για μπεκάτσα
φοράνε εκεί ένα σεμνότυφον και λιγδιασμένον πανταλόνι
και βγαίνουν τσάρκα εις μπαρόβια κωλόμπαρα
που σεριανίζουν αι τσουλάραι..

είχε βλέπετε ο νεαρός, την τσαχπινιά εις το μάτι
μα εις τας πόδας και τα χέρια του όλο κάπου πονούσεν
κι εκλείστηκεν εις την κάμαρα, με τα ντουβάρια κούφια
κι ευθύς σαν άλλος αρουραίος, μονολογούσε...



2. Η έπαρση
~~

Τόμους θα γέμιζα αν ήθελα να βάλω σε σειρά 
τις κουταμάρες που ξεστόμισα
θα έμπαιναν λοιπόν σε μια σειρά
κι η κάθε μια θα γέλαγε
σαν τα πλακάκια του μπάνιου μου
όποτε πάω για να πλύνω το κορμί μου

στηρίξτε τον ψηλό, μετανιωμένο σας ιππότη
που βρόντηξε και άστραψε και προκοπή δε βρήκε
του έμεινε η πεθυμιά, το ανεκπλήρωτο αν θες
για να καυχιέται, ερωτύλος πως υπήρξε

καυχιέμαι ρε!
πως είμαι ένα μικρό και τιποτένιο ανθρωπάκι
που χώθηκε μια ανθρωποφάγα νύχτα στο μυαλό σας
και γίνηκε κομμάτι από την έναστρη Αθήνα
εν μέσω καταιγίδων, αστραπών και ειρμών ερωτικών σας
και τούδε υπογράφω: ο Δηλών/ Λαθρεπιβάτης
[ στ΄ όνειρό σας

- η έπαρση –
σπουδαίο πράγμα η έπαρση
τη βάζεις και στον κώλο σου αν θες
ή καβαλάς ένα καλάμι και το κάμεις μαγικό χαλί
και σε πετά το μαγικό καλάμι όπου να ΄ναι

Ραφήνα, Πειραιά κι από Άγιο Στέφανο ως τη Χασιά για παϊδάκια
άλλοτε γίνεται μικρόφωνο να τραγουδάς μετανιωμένος
κι άλλοτε υπογλώσσιο, να καταπίνεις στάλα-στάλα
[ τις κακίες που ξεστόμισες

τόμους θα γέμιζα κι αν ήθελα να βάλω σε σειρά
τις μαλακίες που μου είπαν
τα ΧΟΥ, τα ΧΑ, τα ΧΟΥ ΧΟΥ ΧΑ
μουλιάσανε στο υποσυνείδητο και βγήκαν για τσιγάρο
μα ούτε αυτά δεν καταφέρανε ν΄ αντέξουνε τη λάσπη

στηρίξτε τον ψηλό, τον πληγωμένο σας ιππότη
που σύρθηκε η υπόληψη και θίχτηκε το ΄΄εγώ΄΄ του
του έμεινε η πεθυμιά και το παράπονό του
για να καυχιέται, ερωτύλος πως υπήρξε

σπουδαίο πράγμα η έπαρση
τη βάζεις και στον κώλο σου αν θες
και παίρνεις με μια μούρη ΝΑ! το λεωφορείο
και κολλημένος σα σαρδέλα με τον άλλον
να σ΄ αφήνει μια κλανιά …



3. Πορείαν
~~

Στραγγάλισαν τα μίση του και πιάσανε την πάρλα
η πεθυμιά, η ανάμνηση κι η δόλια περηφάνια
ανάπλασε το στείρο του ατόφιο μπαϊράκι
κι εμφύσησε η ανάγκη του ακλόνητο σκεπάρνι

μ΄ αυτό στο βιός πορεύτηκε και σήκωνε παντιέρα
κάθε όταν του τη σβούριζε, καθ΄ όποτε νικιόταν
και φου και φου τη σήκωνε στον άνεμο με φόρα
ξεβάφτηκε απ΄ το αίμα του κι ενσφήνωσε εις την ψώλα

γερόντοι και γερόντισσες καθήμενοι σε σκάλες
τον βλέπανε να σέρνεται τριγύρω από ροχάλες
εμάζευε τα μάγματα της χιλιοειμαρμένης
και κλάδευε τα μπόσικα χλευάσματα της χαίτης

ο γέρος με τα δόντια σάπια, τα μαλλιά ψαρά
κουμάντο κάνει απόψε σε μια αδειανή φωλιά
αμ, ξέρει πως προδόθηκε απ΄ τις επιλογές
φωνάχτε του να μαζωχτεί απ΄ τις τρικλοποδιές
[ δεν ήτο και καλός εις τις αθλοπαιδιές..

στο δρόμο του τα γιούλια γενόντουσαν φραγκόσυκα
τα πορφυρά κυκλάμινα γινόντουσαν σταφύλια
ήσαντε πέντε ξόβεργες στημένες στις μηλιές
επιάστηκεν αιχμάλωτος και μέτρησε τα μήλα

το ΄να το μήλο στον Αδάμ που πιάστηκε κορόιδο
τ΄ άλλο για το ταξίδι του, ως κολατσιό στον κώλο
ένα μηλάκι σε χυμό στην κάθε μπεκατσούλα
και για της Εύας το μουνί, ζαχαρωτή σανίδα

μ΄ αυτό στο βιός πορεύτηκε και σήκωνε παντιέρα
κάθε όταν του τη σβούριζε, καθ΄ όποτε νικιόταν
και φου και φου τη σήκωνε στον άνεμο με φόρα
-χύθηκεν το φιλότιμο και μούσκεψε το χώμα-
[ υπερηφάνεια δεν περίσσεψε ούτε ένα δράμι ως τώρα

γερόντοι και γερόντισσες του επρήξανε τα ..φρύδια
καθότι τον εβλέπανε να χαίρεται με λίγα
εμάζευε τα μάγματα της χιλιοειμαρμένης
και κούρευεν το σάλιο στης καθομιλουμένης

ο γέρος με τα δόντια σάπια, τα μαλλιά ψαρά
το ακλόνητο σκεπάρνι σέρνει με βαριά καρδιά
σηκώνει, το σβουράει στην πλάση και μονολογεί

΄΄πώς γίνεται στον κόσμο να ΄ναι όλοι τους τρελοί;΄΄

~~

© Γιώργος Σ. Κόκκινος 2019

Σχόλια