Ο Ταχυδρόμος και άλλα ποιήματα του Γιώργου Κόκκινου





1. Ο Ταχυδρόμος
(14/10/2008)


Στα χέρια μου κρατώ ένα μικρούλι ραβασάκι
γραμμένο με μελάνι των φιλιών
το βάψανε τα μάτια σου με αίμα αυτό τ’ αντίο
με κόκκινο και ροζ, το πότισαν τα χείλη σου

αντίο λέμε “γεια χαρά” σαν αποχωριζόμαστε
σα φίλοι, σα γνωστοί, σαν ξένοι π’ ανταμώσαμε
τυχαία όπου αφήνουμε ελπίδες
μα η ίδια η ζωή, μας ρίχνει τις ευθύνες
κι απάνω που κοντέψαμε το στόχο μας
με μιας κάποιος εχθρός στήνει παγίδες

αντίο λέμε, σαν χωρίζουν και τα μάτια μας
και πλέον δεν υπάρχει άλλος τρόπος ν’ ανταμώσουν
τί κι αν τις λιγοστές ελπίδες μας ζυγίσαμε
τί λόγια κι αν αλλάξαμε στα χείλη, τί φιλιά
τί όνειρα κι αν κάναμε πριν ακουστεί τ’ αντίο

αυτό αποφασίστηκε, εδώ, σε μια νυχτιά
κι η μέρα κοροϊδεύει τις αιτίες

στα χέρια μου κρατώ ένα μικρούλι γραμματάκι
το φύλαγα σα θησαυρό που ‘χα σκοπό να στείλω
κομμένο και ραμμένο στην καρδιά σου
με ένδειξη “Express” και “συστημένο”

το ξέρω, θα ταξίδευε πιο γλήγορα από μένα
θα έτρεχε, θα κάλπαζε και θ’ άλλαζε στεριά
πιο γρήγορα απ’ τον άνεμο θα έφτανε για σένα
να τρέξει στα ματάκια σου ένα δάκρυ από χαρά

στην τσέπη κάποιου ερωτευμένου ταχυδρόμου
στη θήκη μιας πολυτελούς αποσκευής
σ’ ένα αεροδρόμιο, σ’ ένα πλοίο ή ένα τρένο
- σε ποιον επόμενο σταθμό θες να σε βρω; -

δυο λέξεις είχα γράψει μες στο φάκελο
[ και να ‘μαι, έπιασα πάλι δουλειά, δουλεύω
μοιράζω γράμματα στον κόσμο κι όλο τρέχω
γιατί μ’ αρέσει να πετώ στον ουρανό ]
δυο λέξεις είχα γράψει “ σε αγαπώ”

στο δίπλα απ’ το γραφείο μου δοχείο
υπάρχουν κομματάκια από χαρτί
με αίμα είναι βαμμένα κι απ’ τους δύο
- αγάπη μου να μείνεις δυνατή -

το αντίο δε το γιάτρεψε ο χρόνος
και δρόμο τώρα αλλάζει ο ταχυδρόμος


~~

2. Επιζώ για να πεθάνω και πεθαίνω για να ζω
(04/11/2008)


Είσαι χώρα εξωτική, στο ‘χω πει;
σαν επίγειος παράδεισος, του ονείρου το νησί
που τα μάτια σου τα βρέχουν δέκα θάλασσες
ποτάμια με τρεχούμενο νερό
που κλαίνε όταν ακούν το “σ’ αγαπώ”

μα έχω να το βγάλω απ’ τα χείλη μου
τριάντα τόσους μήνες και χρόνια άλλα δυο
μου στέρεψαν τα δάκρυα, το σάλιο και το βιός
και μήτε ένα φιλί μπορώ να στείλω

επιζώ για να πεθάνω και πεθαίνω για να ζω
είμαι τρένο που δεν πρόλαβε να φτάσει
στο δικό σου πλησιέστερο σταθμό

ένα πλοίο μ’ ένα φλάμπουρο καρδιά
που στο πέλαγο ναυάγησε νωρίς
και κανείς σ’ αυτό τον κόσμο δεν υπάρχει να το σώσει
να το βρει να το γλυτώσει, δεν υπάρχει πια κανείς

κι είμαι πλέον ξεχασμένος, πεταμένος, ξεγραμμένος
- η ζωή θέλει τους δύο σ’ ένα σώμα -
κι η αγάπη αν μειωθεί σ’ αυτό ακόμα
δεν υπάρχει πια αγέρας, οξυγόνο και πνοή
τι χρειάζεται ένα θύμα τη ζωή;

επιζώ για να πεθάνω και πεθαίνω για να ζω
είμαι πλοίο που δεν πρόλαβε να φτάσει
στο δικό σου πλησιέστερο λιμάνι
ένα πλοίο μ’ ένα φλάμπουρο καρδιά
που προσμένει τη δική σου αγκαλιά

 ~~



3. Για όλα αυτά που έμαθες κι αγάπησες σε μένα
(11/12/2010)


Χτυπάει ο δείχτης των καιρών, το σήμαντρο ανασταίνει
και το ρολόι γιόμισε και δεν αντέχει ώρα
έχει φουσκώσει ταραχή σε τούτη εδώ τη χώρα
και όπου να ‘ναι, από στιγμή, κοντεύει για να σπάσει

μέχρι τα δευτερόλεπτα μετρούν την κατηφόρα
και την πορεία που πήραμε σαν λάθος ριζικό μας
λάθος το δρόμο πήραμε, λάθος και τ’ όνειρό μας
κι ο χρόνος θα ‘ναι βάλσαμο να κλείνει όλο πληγές

του Ρεβυθούλη το σακί είχα στην πλάτη χρόνια
και κάθε βήμα που έκανα μου στοίχιζε και κάτι
κουκιά πετούσα αγάπη μου, μες τα στενά και σπόρια
να μη χαθώ απ’ το βλέμμα σου, να γίνω η θωριά σου

ώσπου το γράμμα έφτασε, το ‘φερε ταχυδρόμος
ένα γεράκι ολόμαυρο, μα πιο βαθύ απ’ το αίμα
ήταν το λεξιλόγιο που διάβαζε η καρδιά μου
- χωρίσανε οι δρόμοι μας, δυο ξένοι είμαστε τώρα -

και το ρολόι σταμάτησε τους χτύπους να μετράει
που έκαναν τα βήματα στα θερινά σοκάκια
εκείνα τα πλακόστρωτα, με κάστανα ψημένα
το τρένο αναχώρησε - Χριστούγεννα χαμένα -

το νέο χρόνο αγάπη μου, τον πήρε η κατηφόρα
μακάρι να μετρούσαμε αντίθετα τη φόρα
να μην προφτάσουμε να δούμε τα γυαλιά μας
και τα συντρίμμια που άφηκε στο διάβα του ο τυφώνας

εσύ πουλί ελεύθερο το έβαλες στα πόδια
κι εγώ σα ναυαγός γυρεύω νέα χώρα
κάπου να προσγειωθώ, στην αγκαλιά ενός βάλτου
- ο πρίγκιπάς σου ακούμπησε τα όρια του θανάτου -
αλλοτινούς καιρούς που εσύ δε του μιλούσες

και θεραπεία δε βρέθηκε γι’ αυτή σου την αρρώστια
είναι τ’ αμίλητο νερό φαρμάκι ως το Τέλος
που πίνεται με δυο γουλιές τις νύχτες με φεγγάρι
εκεί που σβήνουν τ’ άστρα μες το μακρινό ουρανό

συνήθεια ηθοποιών που έμαθαν το ρόλο
και η παράσταση γνωστή με θεατές τους φίλους
θα σβήσει η ανάμνηση, θα σβήσει και η μνήμη
- είναι τυφλός ο έρωτας κι όταν πεθαίνει αλλάζει -
και γίνεται εκδίκηση ζηλείας κι οφθαλμαπάτη

καλή σου ώρα αγάπη μου, σου πίνω τη γουλιά σου
απ’ το αμίλητο νερό που καίει τα σωθικά σου
κι αντί για τελευταίο φιλί, σου δίνω αυτό το στίχο
“να με κρατάς όπου κι αν πας επάνω σου, να ζήσω...”



~~

4. Αποκυήματα της πλάσης
(21/08/2019)


Δε μας γαμάνε με τις αναμνήσεις;
μας κύλησε η μνήμη σε ξένα περιβόλια
άκαρπα και άσπερμα, ξερά χορτάρια οι θύμησες
νεκροταφεία συναισθηματισμών και ψόφιες πυγολαμπίδες ελπίδας

εδώ πουλιούνται ακόμα οι ειδήσεις του χρηματιστηρίου αξιών
ενώ αγοράζονται τα περιεχόμενα στις αποθήκες του μυαλού
ίσα με χίλιους τόνους από χρυσάφι ατόφιο
κι άμα τα βάλεις σε παράταξη τα πεπραγμένα
σηκώνονται και σε μουτζώνουν τα χέρια της απραξίας

αυτά που δεν κουνήσανε ούτε ένα δαχτυλάκι ανάγκης
στρέφονται κατά πάνω σου και σου επιρρίπτουνε ευθύνες
λες και δεν είχανε χεσμένη τη φωλιά εκεί που μεγαλώσανε
κι αποστρατίζουν με χρυσάφι στο φευγιό τους

τα ιδανικά καβάλησαν την σάπια υπερηφάνεια
κι από τον πάτο της ψυχής, ανέβηκαν στο σήμαντρο
μαζώχτηκαν χίλιοι γαμιόλικοι καιροί επάνω εκεί στο σώμα
κι αφαίμαξαν την απληστία από την πλάση
- μα για την αφεντιά μου δεν περίσσεψε ούτε χάδι -

‘’..ανάγκη γίνεται η αγάπη
Κι υπάρχει ανάγκη ν’ αγαπά
Κι αυτό τη δένει πιο σφιχτά μες την καρδιά μου..’’

Ο ποιητής αλλοτινούς και ένδοξους καιρούς, θα έγραφε για έρωτες και άνθη
μα στον μπατίρικο και στέρφο ερωτικό αλαλαγμό
και τις ψευδείς, όσες του τάξαν, υποσχέσεις
φαλίρισε από ανάγκη να εκφραστεί
κι υπέκυψε στο τραύμα του εγωισμού που του προξένησε η αγάπη
σιμά λοιπόν, εδώ, μέσα σε τούτο το σκοτάδι
απύθμενα λέει πως υπήρξαν τα δόλια καρδιοχτύπια
που φώλιαζαν σταλιά-σταλιά στις αποθήκες του Θεού
σφαγιάστηκαν τα αποκυήματα της πλάσης
κι η φαντασία οργίασε στον πάτο του κενού..

Να! Τα όνειρά σας, πάνε..!

Κατέρρευσε το οικοδόμημα της πλάσης
κι ενώ οι πλημμύρες ήπιαν το χτικιό
κατέπλευσε το τελευταίο μπαϊράκι, σε μία λίμνη οχετών
σε μια αδιάβατη τοποθεσία πνιγμένων συναισθηματισμών
εκπορνευμένων ποιημάτων και προδομένων υποσχέσεων

κι ο ταχυδρόμος που μετέφερε τα νέα, εκτελέσθηκε
από μια μπάντα, χάριν ευφωνίας θυσιάστηκε
να μην ξυπνήσουν οι αναμνήσεις τον λαό..

σήμερα βράζω κόλλυβα για τον στρατιώτη της αλήθειας
που ένδοξα έπεσε στην μάχη της φυλής
πέντε αρχίδια κι ένα ζόρικο αιδοίο
ήταν η αιτία που αναπαύθηκε νωρίς..
~~

© Γιώργος Σ. Κόκκινος, Σεπτέμβριος 2019

Σχόλια

  1. Ένα μικρό μέρος του Ταχυδρόμου έχει περιληφθεί σε μια ανθολόγηση στίχων στο blog του Δ. Τσακαλία στον σύνδεσμο:

    https://blog-akis.blogspot.com/2008/10/blog-post_6805.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Το γραπτό ''ο Ταχυδρόμος'' περιλαμβάνεται πλέον στο ιστολόγιο Homo Universalis σε αφιέρωμα για ταχυδρομικές επιστολές και ταχυδρομεία..

    https://homouniversalisgr.blogspot.com/2020/04/blog-post_94.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου