Η ατέρμονη απεραντοσύνη του ανέφικτου κ.α. ποιήματα

[σ.σ. Η αυθεντική ατέρμονη απεραντοσύνη του ανέφικτου δημιουργήθηκε τον Δεκέμβριο του 2006 και δημοσιοποιήθηκε στο stixoi.info στα μέσα Ιανουαρίου του 2007. Μετά από μια αισθητική αναβάθμιση του γραπτού στις 20/03/2008, έτσι που να μπορεί να σταθεί ως ''ποίημα'', περιλήφθηκε τελικώς στις συλλογές ''Απάνθισμα 2015'' & ''Χωρίς το δηλητήριο''.. απ' όπου και έγινε ευρύτερα γνωστό στο διαδίκτυο και κοινοποιήθηκε από άλλους χρήστες. Μέρος των στίχων έχει χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες δημιουργίας του Πρότερον Θνητοί (Μέρος Α' & Μέρος Δ')]


Η Ατέρμονη απεραντοσύνη του ανέφικτου...
(20/03/2008)
~~

Κοιτούν τα μάτια μου κι απόψε, μεθυσμένα
η ώρα φεύγει, σαν το τρένο της γραμμής
μα το ταξίδι δε θα κάμει, θα το δεις
κι ούτε στον πιο μικρό σταθμό θα φτάσει
που ‘χει χαράξει η ζωή, για να σταθμεύουν τρένα.
Κοιτούν τα μάτια μου κι απόψε, απορημένα
ήσουνα δίπλα μου, σ’ αντάμωσαν νωρίς
μα ούτε πρόλαβα μια λέξη ν’ απαντήσω.
- Σώπα -
και πες μου αν οι μυγδαλιές κι οι παπαρούνες της Άνοιξης
έχουν ανθίσει στα περβόλια του ονείρου.
Ξυπνώ νωρίς τα πρωινά
κι η μόνη σκέψη μου, ν’ ανοίξω το παράθυρο
να ειδώ τα πρώτα τους μπουμπούκια - μπουμπούκι μου -
να ξεπετάγονται σαν κρίνα απ’ τη σιωπή.
- Άκου - ακόμη και τα ροδοπέταλα, σου έστρωσαν χαλί
και παίζουν μουσικές οι σάλπιγγες
συνθέτουν μελωδίες οι καμπανούλες.
Κι εγώ, έρημο δένδρο, μες στη νυχτιά να σβήνω
ν’ αργοπεθαίνω, στα λεπτά που χάνονται.
Μέτρα τους κύκλους στο κορμί μου
όσα τα χρόνια που ‘χω κλάψει, τα μεγάλωσα
τώρα δεν είμαι πια παιδί, εγώ έχω νόμους
που μου θερίζουν με δρεπάνια, όλα τα όνειρα.
- Πρέπει, δεν πρέπει -
κι έμεινα τίμιος έτσι, έρμος και μόνος.

Αν ήξερα, πως θα χαμογελούσες
σαν άπλωνα το χέρι, να σ’ αγκαλιάσω
θα ένιωθα ευτυχισμένος.
Θα έβλεπα τα λαμπερά σου μάτια να μου γελούν.
Έτσι θα μου μίλαγαν, χωρίς μήτε γράμματα
χωρίς ούτε λέξεις, χωρίς έναν τόνο και μία τελεία
- θαυμαστικό μου -
Αν ήξερα, πως θα μ’ αναζητούσες
κάθε φορά που έφτανα, στην επόμενη στάση της ζωής
θα ερχόμουν τρέχοντας πίσω, πηδώντας
πάνω από φαράγγια, διασχίζοντας βουνά χιονισμένα
περπατώντας πάνω στις θάλασσες
κόβοντας τα πιο κόκκινα τριαντάφυλλα
να στα φέρω για δώρο.
- Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου; - θα ρώταγα
κι ύστερα, θα μπορούσες να πάρεις απ’ τα χέρια μου
τα μοσχομύριστα ρόδινα τριαντάφυλλα
να τα συνθλίψεις κάτω από τις μπότες σου
ή απλά να μου χαρίσεις ένα φιλί.

Έχω κάνει τη λατρεία μου, ποίηση
μα δεν ξέρω πως θα καταλήξει η θεοποίησή σου.
Γνωρίζω πως τα πάντα, ξεκινούν και τελειώνουν με σένα
περπατώντας αέρινα, λες και πατάς επάνω
σε ολόκληρο τον κόσμο
λες και χορεύεις, και κινείσαι σαν άνεμος του Νοτιά.
- Λικνίζεσαι ιδιόμορφα όταν χαμογελάς -
θα μπορούσα να πετάξω, μέχρι τ’ αστέρια
για ένα τελευταίο χαμόγελο από τα μάτια σου.
- Σώπα -
δεν υπερβάλω, έτσι εκφράζω εγώ την αγάπη.
Γράφω στο άψυχο χαρτί, με το μελάνι της ψυχής
τ’ απωθημένα μου
κι ύστερα ρίχνω μια κλεφτή ματιά
στο ύψος των ποδιών σου
στο τελείωμα των τακουνιών σου
να πάρω τις εικόνες, για το επόμενο ποίημα.

- Πρέπει, δεν πρέπει -
αυτοί είναι οι άγραφοι κανόνες
μα όσο και να ψάξεις, δε θα τους βρεις.
Γιατί εσύ, δεν έμεινες μόνη τα φτωχικά Σαββατόβραδα
να ουρλιάζεις, να οδύρεσαι από τον πόνο.
Δε μάζεψες τα παγωμένα σου δάκρυα
από το ξύλινο πάτωμα, με τις χούφτες σου
σαν να ‘τανε χρυσά, πεταγμένα νομίσματα.
Δε ράγισες την καρδιά σου, από ευαισθησίες
και σκέψεις, τις κρύες νύχτες του Χειμώνα
μήτε τις καυτές ημέρες του Καλοκαιριού.
Εσύ μονάχα έμαθες, να περπατάς σαν κυρία
σε κορμιά ανδρικά, στο χαλί που σου έστρωσε η πλάση.
Όμορφη, γαληνεμένη, αστείρευτη
πηγή που τρέχει, χυμούς ερωτικούς από τα χείλη.
- Βρήκα το νόημα της ζωής -
εσένα, την ατέρμονη απεραντοσύνη του ανέφικτου..




Πειστήρια
(13/12/2007)
~~
Είχα μι’ αγάπη φυλαγμένη σαν τσιγάρο
που κάποιοι θέλησαν ν’ ανάψουν με φωτιά
πάνω στα χείλη με το ζόρι να φουμάρω
το ‘χα γιομίσει απ’ της ζωής τα μυστικά

μα ούτε σπίθα σ’ ένα γυάλινο αναπτήρα
λέξεις γεμάτος από σιγανή φωτιά
μια φλόγα που ‘μελλε να δώσει όλη την πείρα
σε κάποια νύχτα που ‘χε αρπάξει τα φιλιά

δεν πήρα πίσω ούτε φιλί μητ’ ένα μπράβο
“ευχαριστώ που ‘σασταν τόσο ευγενικός”
από μονάχος μου τ’ άναψα το τσιγάρο
και το ήπια τόσο όσο διαρκεί ο κεραυνός

είχα μι’ αγάπη φυλαγμένη σαν εικόνα
που τη ζωγράφισα με δάκρυ και κερί
στάλα τη στάλα του με πήγε στο χειμώνα
κι όσα ονειρεύτηκα σε μαύρη φυλακή

τώρα δεν έχει περιθώρια ν’ αλλάξει
κι έχω τραβήξει ένα δρόμο από κλωστή
υπάρχει ο κίνδυνος στο βήμα μου να σπάσει
και να διαλύσει τα πειστήρια η ζωή.




Ο άνεμος πνέει δροσερός σ’ αυτή την πολιτεία
(15/11/2008)
~~
Τα βήματα που αφήνεις ρωτάς αν σ’ αγαπάνε
ρωτάς, όπως θυμάμαι ρώταγες κι εμένα αν σ’ αγαπώ;

σου το ‘λεγα, σου το ‘ταξα, αλήθεια το θυμάμαι
πως θα ‘μαι πάντα δίπλα σου, αστέρι του Νοτιά
και στο ‘δειχνα με πράξεις και το ‘λεγα με λόγια
μια-μια τις λέξεις έβαζα, πλάι-πλάι τα φιλιά

μπροστά σου αν θέλεις πάντα, σωστά για να βαδίζεις
θα πρέπει τα ματάκια σου να βλέπουν στην καρδιά
μονάχα εκείνη λέει τις πιο όμορφες ειδήσεις
κι αν πάλι είναι ψέματα, να κλείνεις τα αυτιά

φοβάμαι παραστράτησες και έχασες το δρόμο
λυπάμαι που το χέρι σου σφιχτά δε το κρατώ
θα σου έδειχνα, αν ήσουνα σιμά στην αγκαλιά μου
το πιο ωραίο πέρασμα που μοιάζει ζωγραφιά

τι τάχα λες, πως ξέχασα το δρόμο που πιστεύω
πως τάχα παραστράτησα και άλλαξα μυαλά;
θα είχα το μαχαίρι μου καρφώσει στα πλευρά μου
αν είχα μετανιώσει, για όλα τα φιλιά

πιο σύντομα θα φτάσεις μ’ αυτό το μονοπάτι
στην άκρη του θα δεις μια βυσσινί τριανταφυλλιά
μην κόψεις τα μπουμπούκια της, μπουμπούκι μου μην κόψεις
κι αν πέθανε τ’ αγόρι σου, μην κόψεις τα κλαδιά

ο άνεμος πνέει δροσερός σ’ αυτή την πολιτεία
θυμάμαι όλο δροσιά ήταν τα χείλη που φιλούσα
κι αν πήρα απ’ το κορμί σου μιαν ανάστροφη πορεία
η αγάπη με σταμάταγε και μ’ έριχνε στη Γη

κι εκεί, ενώ τα μάτια κλαίγανε, μετρούσα
πως λιώνει απ’ τον έρωτα, σταλιά-σταλιά η ψυχή

τ’ αγόρι σου είναι νεκρό και πίσω δε γυρίζει
κι αν ζει, δε σε λησμόνησε, σου βάζω και σφραγίδα
μα το μυαλό μπερδεύτηκε, κουράστηκε κι απόειδε
και γύρισε τ’ ανάποδα, από ήλιο καταιγίδα

τι να το κάνεις άλλο πια, μη τα ρωτάς!
κοίτα εσύ πως θα βολέψεις τη ζωή σου
το όνομά μου ξεκινάει απ’ τη Γη και φτάνει μέχρι την ψυχή σου

κι απ’ τις πληγές, το δάκρυ, απ’ τα φιλιά 
κι από τα όνειρα που στάξανε στο λαμπερό κορμί σου
κράτα εσύ τα πιο γλυκά κι ονειρεμένα

μικρό μου Αστέρι, καληνύχτα
σε προσκυνώ απ’ τα ψηλά...


(απόσπασμα από το γραπτό ''Αλυσίδες ατσαλένιες -02/09/2019)''



''..ετοιμάζω κοντσέρτο της νύχτας, για δύο λαβωμένες καρδιές κι έναν ανέλπιστο έρωτα.. Τώρα θ’ απλώσω τις μακριές κοτσίδες μου, ν’ ανέβει η πριγκίπισσα από τα μακριά μαλλιά μου. Τα παραμύθια άλλαξαν κι οι εποχές αρρώστησαν. Τα συνθήματα στους τοίχους χάθηκαν, όταν μιλούσαν για τον έρωτα. Όλα σκαρτέψανε απότομα...'' (Δεκ. 2007)

© Γιώργος Σ. Κόκκινος, Σεπτέμβριος 2019

Σχόλια